Τα ρυπαρά γλυπτά (του Παρθενώνα) και ο συνεχής «καθαρισμός» τους: Το Βρετανικό Μουσείο σε νέες επιχειρηματικές περιπέτειες
Είναι εύγλωττα τα στιγμιότυπα με τον κουστουμαρισμένο συλλέκτη Leonard Stern, σε πόζα Jeff Koons, να αράζει πάνω στον καναπέ του σαλονιού του με ντεκόρ στο τραπέζι, εκτός από τη γελαστή φίλη του λίγο παραδίπλα, μερικά κυκλαδικά ειδώλια σαν εκείνα που πρόσφατα «ξέπλυνε» η ελληνική κυβέρνηση…
Του Άρη Σαραφιανού, αναπληρωτή καθηγητή στην Ιστορία της Ευρωπαϊκής Τέχνης, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Πολλοί από μας που παρακολουθούμε αυτή την υπόθεση από κοντά και χρόνια νιώσαμε γνήσια αμηχανία όταν οι Times σε μία θεαματική κίνηση που πανηγυρίστηκε έξαλλα σε διάφορους κύκλους στην Ελλάδα, άλλαξαν, πέρσι τον Ιανουάριο, τη στάση τους πάνω στο θρυλικό θέμα της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα. Σε ένα βαρετό κείμενο, η εφημερίδα ξαναπροβάρισε όλες τις γνωστές και άδειες επιχειρηματολογίες που επαναλαμβάνονται εδώ (πια) και αιώνες. Οι Times πράγματι δεν στηρίχθηκαν σε καμιά νέα πληροφορία ή φρέσκια θεωρητική προσέγγιση (στο γούστο, την ιστορία ή τη διαχείριση πολιτισμικών αγαθών) που να δικαιολογεί την αλλαγή της στάσης τους -απλώς «άλλαξαν οι καιροί και οι περιστάσεις», όπως με μη πειστική αφέλεια υποστηρίζει η εφημερίδα. Η στροφή λοιπόν πήρε τη μορφή ενός θαυμαστού γεγονότος, προϊόν της παρέμβασης του περίφημου «αόρατου χεριού» του «πατέρα του καπιταλισμού» Άνταμ Σμιθ, το οποίο από την οικονομική σφαίρα, όπως θα ισχυριστώ, ήρθε να καθοδηγήσει τα πράγματα και στην πολιτισμική σφαίρα.
Η αλλαγή στάσης των Times -εκτός από τους Times ξεχωρίζουν βέβαια και άλλες θαυμαστές μεταστροφές, όπως του Lord Vaizey ή του George Osborne στην αφρόκρεμα του συντηρητικού κόμματος- έγινε γρήγορα κατανοητό ότι ήταν μέρος μίας ευρύτερης ενορχήστρωσης. Αυτή ξεκίνησε με τις γνωστές διακρατικές συναντήσεις στο Λονδίνο τον προπερασμένο Νοέμβριο όπου ο ένας χαρισματικός φάρος της αλήθειας και της πολιτικής ειλικρίνειας άκουσε τον άλλο να του θέτει επίσημα το θέμα της επιστροφής των γλυπτών. Στη συνέχεια, η δημοτικότητα της συζήτησης εκτοξεύθηκε μέσα από τις συνήθεις ηχολαλικές λειτουργίες του μιντιακού δικτύου (εξαιρούνται κάποιες, σπάνιες, γερές παρεμβάσεις): σε αυτό αναπαράγεται ένας καταιγισμός ευθυγραμμισμένων «νέων» για το θέμα, τα οποία αλληλοκαθρεφτίζονται και επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους μέσα σε ένα κενό ενημέρωσης. Νέα, τα οποία, επιπλέον, προέρχονται από το άγνωστο και αντανακλούν το μυστικοπαθές περιβάλλον των συνομιλιών, στις οποίες ανάμεσα σε άλλους συμμετέχει και ο ξακουστός κ. Γεραπετρίτης στον οικείο πια ρόλο του über-manager. Αυτός ο μάγος για όλες τις δουλειές εμφανίστηκε πάλι, όπως μας ενημέρωσε ο ίδιος, με το πολυδιαφημισμένο του βαλιτσάκι της «δημιουργικής λογικής» γεμάτο από «νομικά ενδύματα» και μαζί με τον πρωθυπουργό διεξάγουν μυστικές συνομιλίες με τη βρετανική αντιπροσωπεία πίσω από τις, ερμητικά κλειστές, χρυσοφόρες πόρτες «ιδιωτικών αρχοντικών» και «πολυτελών ξενοδοχείων». Το σκηνικό αποτελεί το κατάλληλο εταιρικό περιβάλλον για αυτό το business deal που λανσάρουν ως λύση του προαιώνιου προβλήματος της επιστροφής των γλυπτών.
Μετά από το πρώτο διάστημα εκμάγευσης, ή μάλλον μαγικού αποπροσανατολισμού, τα πράγματα έγιναν τελευταία πολύ χειρότερα. Μετά τις διαρροές στον αγγλικό Τύπο (και καθόλου τυχαία με δημοσιεύματα και πάλι στους δήθεν φιλελληνικούς Times) στις 4 Ιανουαρίου 2023 και τις απαντήσεις του ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού την επόμενη μέρα, το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται. Η αγγλική πλευρά άρχισε να διαρρέει την πάγια θέση τους για «δανεισμό» και «κυριότητα» των γλυπτών και η φανερά ξαφνιασμένη (ή προδομένη;) ελληνική πλευρά θυμήθηκε τις παλιές αλλά αγαπημένες ιαχές για «προϊόντα κλοπής» και προσήλωση στον «εθνικό στόχο» του οριστικού επαναπατρισμού των γλυπτών. Έχουμε φτάσει πια στη φάση αυτής της συζήτησης, όπου τα πράγματα έγιναν, μέσα στη μονοτονία και την επαναληπτικότητά τους, λίγο πιο καθησυχαστικά.
Επιπλέον, επέστρεψε και το (αυτοκρατορικό) «απωθημένο» της βρετανικής πλευράς για να περιπλέξει κι άλλο την κατάσταση. Μαζί του άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και οι ακούνητες «αδυνατότητες» («impossibilities») του παρελθόντος. Αυτές επικαλέστηκε χαρακτηριστικά και ο GeorgeOsborne, ο νέος πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου από το 2021 -αλλά και νυν πρόεδρος του NPP (του συνδέσμου της επιχειρηματικής ελίτ του αγγλικού βορρά) και πρώην κορυφαίος υπουργός της κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον George Cameron. Σε πρόσφατη εμφάνισή του στην πρωινή εκπομπή του BBCRadio 4, Today, ο Cameron αποκάλυψε, πάνω στην ορμή του προφορικού λόγου, τον ελέφαντα στο δωμάτιο:
«συζητάμε με την ελληνική κυβέρνηση για …μία νέα διευθέτηση και αυτό που δεν ήθελα να κάνω είναι να εξαναγκάσω τους Έλληνες να δεχθούν πράγματα που βρίσκουν αδύνατα αλλά και εξίσου αυτοί δεν μπορούν να μας εξαναγκάσουν να κάνουμε πράγματα που θα βρίσκαμε εμείς αδύνατα» (για το transcript βλ. Reuters, «Parthenon Marbles Could Be Seen Both in London and Athens, Museum Chair Says», 16 Φεβρουαρίου 2023)
Mission impossible, indeed. Αλλά αυτό που έχει σημασία εδώ και με εισάγει στο υπόλοιπο αυτής και της επόμενης επιφυλλίδας για τον ρόλο του αυτοκρατορικού τείχους στη συζήτηση αυτή περί επιστροφής, είναι η σπάνιας ομορφιάς γλωσσική διολίσθηση που παρουσιάζεται στο παραπάνω απόσπασμα. Σε αυτήν την ανταλλαγή αδυνατοτήτων μεταξύ Ελλήνων και Βρετανών, είναι φανερό ότι τα μέρη δεν εισέρχονται ισότιμα: οι Βρετανοί δεν θέλουν να εξαναγκάσουν (αλλά θα μπορούσαν), εμείς δεν μπορούμε να εξαναγκάσουμε κανέναν (αν και ξεκάθαρα θα θέλαμε)… (Όντως θα το ήθελαν οι συγκεκριμένοι Έλληνες διαπραγματευτές; Για το τελευταίο δεν είμαι και τελείως σίγουρος: η πρόσφατη Συμφωνία για τη Συλλογή Στερν αλλά και η νομοθεσία για τα αρχαιολογικά μουσεία ΝΠΔΔ προδίδουν έναν άλλο σχεδιασμό για την εξυπηρέτηση εκείνου του συγκεκριμένου κομματιού της αστικής τάξης που εκπροσωπεί πιο λυσσαλέα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ενθαρρύνοντας επιχειρηματικές συμφωνίες όχι μακριά από αυτές που θα ήθελε και το ΒΜ.) Όπως και να ‘χει, όμως, αυτό που σίγουρα πήγε στράφι, στα λόγια του Osborne, ήταν όλη εκείνη η υπερπροσπάθεια να φανεί η προσήνεια, η μεγαλοψυχία και η ειλικρινής προαίρεση της πρώην αυτοκρατορίας ώστε να βρεθεί μια «δίκαιη» λύση…
Όμως, τι ακριβώς είναι αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή και προοιωνίζει την πορεία των εξελίξεων στο μέλλον; Κάτι που δεν διαφέρει και πολύ από άλλες πολυδιαφημισμένες περιπτώσεις επιστροφής αποικιοκρατικών αρπαγών, οι οποίες δεν είναι ποτέ ακριβώς αυτό που διατείνονται. Πρόσφατα, μάθαμε ότι οι δήθεν επιστροφές των λεγόμενων «μπρούτζινων του Benin» από τους Βρετανούς περιλαμβάνουν λίγες μάλλον δειγματοληπτικές κινήσεις, «χειρονομίες», από κάποια μόνο βρετανικά ιδρύματα. Εξαιρείται και πάλι το Βρετανικό Μουσείο, ο ισχυρότερος ιδιοκτήτης 900 τέτοιων προϊόντων της εκδικητικής λεηλασίας των Βρετανών ενάντια στις εξεγέρσεις του βασιλείου στο Benin το 1897.
Η ακόμη πιο διαφημισμένη κίνηση της γερμανικής κυβέρνησης να επιστρέψει (δια χειρός της ίδιας της Υπουργού Εξωτερικών, τη γνωστή πια λόγω του φιλο-ουκρανικού της οικο-μιλιταρισμού Annalena Baerbock) μερικά τέτοια γλυπτά (21 από τα 1000 και πλέον που βρίσκονται σε γερμανικές συλλογές) παρουσιάζει, αν ξύσουμε την επιφάνεια, ακόμη περισσότερες σκιές: πρώτον αποτελεί ξεκάθαρα μία ευκαιρία για πολιτιστική διπλωματία, μία κίνηση δηλαδή εξωτερικής πολιτικής και γεωπολιτικής διείσδυσης που είναι μάλιστα υπολογισμένα ανταγωνιστική ενάντια σε παλαιούς και νέους ανταγωνιστές. Και έτσι έγινε ακριβώς αντιληπτή, επιφέροντας τις επίσημες διαμαρτυρίες από άλλα ευρωπαϊκά κράτη με παρομοίως «ευυπόληπτο» παρελθόν στις υπεξαιρέσεις καλλιτεχνικών έργων. Προεξάρχουσα και πάλι ανάμεσά τους ήταν φυσικά η Βρετανία.
Δεύτερον, τα επιστρεφόμενα είναι ένα μόνον μέρος του συνολικού αριθμού των μπρούτζινων γλυπτών στα γερμανικά μουσεία (για παράδειγμα, το ένα τρίτο της συλλογής του μουσείου του Αμβούργου που αριθμεί 179 αντικείμενα παρέμεινε πίσω στη Γερμανία). Βλέπετε, οι Γερμανοί αποφάσισαν μεν να μεταφέρουν την κυριότητα όλων των μπρούτζινων στη Νιγηρία αλλά, σε μια κίνηση ύψιστης γενναιοδωρίας, είπαν εντωμεταξύ να παρακρατήσουν, με συμφωνία μόνιμου δανεισμού (!), ένα μεγάλο τμήμα τους. Η δικαιολογία ότι «αυτό το σημαντικό κεφάλαιο της Αφρικανικής ιστορίας πρέπει να συνεχίσει να λέγεται και στη Γερμανία» είναι πολύ βολική, καθώς αφορά την ερεβώδη εμπλοκή στην Αφρικανική ιστορία μίας άλλης αυτοκρατορίας, της Βρετανικής, και όχι της δικής τους. Δεν προκαλεί καμιά έκπληξη που οι Βρετανοί διαμαρτυρήθηκαν σθεναρά για τη μονομερή (και απολύτως αυτό-εξυπηρετική) απόφαση της γερμανικής πλευράς. Τέλος, όπως και πάλι Βρετανοί σχολιαστές πολύ σωστά τονίζουν, τα πράγματα είναι πολύ ευκολότερα όταν πηγαίνει κανείς να καθαρίσει το χάλι κάποιου άλλου και όχι το δικό του. Το γεγονός δηλαδή ότι η «Γερμανία δεν είχε καμιά απευθείας αποικιακή ιστορία με τη σημερινή Νιγηρία έχει απλοποιήσει τη διαμάχη περί επανορθώσεων» (Guardian, 20 December 2022)… Ακόμη καλύτερα, ο Guardian δεν παραλείπει να παρατηρήσει, με χειρουργικής ακρίβειας χαιρεκακία, ότι εκεί όπου οι Γερμανοί είχαν αποικιακή ιστορία, όπως στη Ναμίμπια, οι διαπραγματεύσεις για την αποκατάσταση της πραγματικότητας σχετικά με τη σφαγή των Herero έχουν σταματήσει εδώ και καιρό…
Υβριδικές περιπτώσεις τμηματικής επιστροφής, μόνιμων δανείων και εικονικών μεταφορών ιδιοκτησίας όπως οι παραπάνω έχουν πια γίνει σήμερα μέρος μίας διασκεδαστικής αλλαγής παραδείγματος στη διαχείριση της πολιτισμικής κυριαρχίας κατά την οποία οι νυν υπερδυνάμεις επιδίδονται πια σε έναν «ηθικό αγώνα» για επιστροφές και όχι για αρπαγές. Το παράδοξο θα ήταν ξεκαρδιστικό αν δεν ήταν τόσο διαστροφικό: οι πρώην (και οι νυν) «αυτοκρατορίες» συνωστίζονται για να καθορίσουν νέους πολιτισμικούς ανταγωνισμούς στο κέντρο των οποίων βρίσκεται μία σύγκρουση όχι πια για να πάρουν πράγματα από τις πρώην αποικίες τους, όπως άλλοτε, ούτε όμως ακριβώς και για να τους επιστρέψουν αυτά που τους πήραν, αλλά μάλλον για να κάνουν ότι δίνουν κάτι· και πάλι, προσοχή, ότι δίνουν κάτι πίσω όχι στις δικές τους αλλά στις πρώην αποικίες των άλλων! Το αποικιοκρατικό παρελθόν και η σύγχρονη ιστορική, πολιτισμική και νομική του χειραγώγηση είναι πράγματι στο κέντρο όλων αυτών των εγχειρημάτων επιθετικής επανόρθωσης/επιστροφής, όπως θα τα ονόμαζα. Και όσο ο ιμπεριαλισμός (πια με τη λενινιστική του έννοια ως το τελευταίο και υψηλότερο στάδιο του καπιταλισμού) καλά κρατεί, παρόμοιες «κρίσεις» διεκδίκησης και επιστροφής θα μασκαρεύονται και θα αξιοποιούνται σε ευκαιρίες γεωπολιτισμικής διείσδυσης και κυριαρχίας.
Και εδώ ξαναμπαίνουν στη σκηνή τα γλυπτά του Παρθενώνα. Αυτό είναι το χνάρι πάνω στο οποίο θα κινηθεί και η υπόθεση αυτή, όσο φυσικά μένει στα χέρια επιχειρηματιών πολιτικών σαν τον Osborne, ή διαφόρων fixers σαν τον Γεραπετρίτη/Harvey Keitel στο Pulp Fiction, με καθήκον να καθαρίσει ένα ακόμη χάλι στο οποίο, βέβαια, και ο ίδιος και η κυβέρνηση που εκπροσωπεί είναι βαθιά επενδυμένοι.1 Το διαθέσιμο ρεπερτόριό τους περιλαμβάνει ατελείς χειρονομίες, δειγματοληπτικές κινήσεις, τελετουργικές επιτελέσεις και εκπομπή σημάτων (signaling) -όχι πάντως επαναπατρισμό. Οι διαχειριστικές αυτές πρακτικές παραπέμπουν σε μία αναβεβλημένη πρόθεση (μία πρόθεση σε αναστολή) και μία ανικανότητα, όταν δεν αποτελούν, στην πράξη, αντιστροφές της διακηρυγμένης πρόθεσης.
Παρά τα συνεχόμενα γλυκόλογα περί της «ηθικής υπευθυνότητας» των μουσείων και την «ευθύνη που έχουν να γίνουν τόποι συμφιλίωσης και εξιλασμού», αντιμετωπίζοντας θαρραλέα «τις ρίζες τους στις ιστορίες του ιμπεριαλισμού» (Charlotte Higgins), αυτές οι κινήσεις μοιάζουν περισσότερο με ασκήσεις δημοσίων σχέσεων στο διεθνές και το εθνικό φυσικά στερέωμα. Αντί να «διεισδύουν και να επεξεργάζονται σε βάθος το [σκοτεινό τους] παρελθόν» (Susan Neiman), τέτοιες τεχνικές εντάσσονται καλά στο πλαίσιο αυτού που ο γνωστός Αμερικανός ιστορικός Thomas Laqueur περιέγραψε ως «προστασία της εμπορικής ονομασίας» (brand) συγκεκριμένων μουσείων και χωρών κατά τη διαχείριση «δηλητηριασμένων» ειδών πολιτισμικής κληρονομιάς όπως τα γλυπτά μας. Αυτός είναι ο τύπος διαχείρισης ιστορικής και πολιτισμικής μνήμης που ταιριάζει τέλεια στις «ασκήσεις ήπιας ισχύος» στις οποίες επιδίδονται προς το παρόν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ωραίας μας εποχής και αυτός επιφυλάσσεται, όπως όλα δείχνουν, και για γλυπτά του Παρθενώνα (βλ. «While Statues Sleep», London Review of Books, vol. 42, no. 12, 18 June 2020).
Τα σύγχρονα μουσεία για να βγάζουν νόημα ως ανώτεροι χώροι ευγένειας και λείανσης του προφίλ των χρηματοδοτών τους, πρέπει να μπορούν να υποστηρίξουν όχι απλώς ότι είναι ιδρύματα αισθητικής υπεροχής αλλά και οργανισμοί ηθικής ανωτερότητας και ευθύνης. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι για να πουλάνε τέτοιες υπηρεσίες διάκρισης και πολιτισμικού κεφαλαίου σε αυτούς που το χρειάζονται απελπισμένα, πρέπει να έχουν κάτι διακεκριμένο να πουλήσουν. Αυτή είναι η εταιρική λογική του νέου corporate museum. Εδώ τα γλυπτά του Παρθενώνα ως η κορυφαία συλλογή έργων από την κορυφαία καλλιτεχνική περίοδο της κλασικής τέχνης, παίζουν έναν σχεδόν αναπαλλοτρίωτο ρόλο. Υπό προϋποθέσεις, όμως: το ΒΜ δεν μπορεί να κάνει χωρίς τα γλυπτά του Παρθενώνα, αλλά κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες φαίνεται να το βρίσκει όλο και δυσκολότερο να κάνει και μαζί με αυτά ως έχουν. Σπιλωμένα από μια άβολη ιστορική συσχέτιση με κλοπές, η οποία δεν λέει να φύγει, τα γλυπτά δημιουργούν, για πολλούς από τους εταιρικούς χρηματοδότες του ΒΜ, ανεπιθύμητες παρενέργειες. Τους φέρνουν, πράγματι, υπερβολικά κοντά σε εκείνους τους δημόσιους συσχετισμούς με την αρπακτικότητα και την οικονομική κατάχρηση, από τους οποίους, εύλογα, προσπαθούν να ξεφύγουν όταν έρχονται να χτυπήσουν τις πολιτισμένες πόρτες των μουσείων…
Οι καταγγελίες της κλοπής (ανεξάρτητα από την ιστορική ή θεωρητική τους ακρίβεια) κάνει σε πραγματικό χρόνο κοστοβόρα για το ΒΜ τη διατήρηση του status quo και φαίνεται, σε μια πρώτη ματιά, να ενισχύει τις ελπίδες για την επιστροφή τους… Αλλά ξεχνάμε ίσως ότι αυτή είναι μία φιλελεύθερη λογική για την επίλυση ηθικών και πολιτικών κόμπων και οδηγεί μαθηματικά σε αδιέξοδα. Ξεχνάμε, επίσης, και το σημαντικότερο, ότι, δηλαδή, ποτέ στην πραγματικότητα η σχέση του ΒΜ με τα γλυπτά δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα εύκολη ούτε ιδιαίτερα βολική, και όμως κράτησε γερά στον χρόνο. Το πέρασμα από την προ-ιδρυματική ιστορία των γλυπτών στη Βρετανία (από το 1806) στην ιδρυματική φάση της επίσημης ενσωμάτωσής τους στο ΒΜ (μετά το 1816) συνοδεύτηκε από πολλές ρωγμές και συνακόλουθες τεχνοϊστορικές κακοτεχνίες και εκθεσιακά μπαλώματα που σημάδεψαν την παρουσία των γλυπτών στο συγκεκριμένο ίδρυμα. Το πετράδι αυτό στο στέμμα της αυτοκρατορίας δεν σταμάτησε από τότε να διατηρεί μία πολύ αντιφατική σχέση με τα γλυπτά. Μέχρι και σήμερα και με πολλούς τρόπους (θέμα επόμενου άρθρου). Αυτή η δυσκολία ενισχύεται ειδικά μέσα στην παρούσα αστική κουλτούρα μεταποικιακών ενοχών, τελετουργικών εξιλασμών και θεαμάτων επανόρθωσης πάσης φύσεως.
Σε αυτό το σύνθετο περιβάλλον φαίνεται να δυσχεραίνεται περιστασιακά η επιχειρηματική αξιοποίηση των γλυπτών. Αυτό ακριβώς, όπως ισχυρίζομαι, μπορεί να εξηγήσει εν μέρει την πρεμούρα του μουσείου να φανεί ότι συμμετέχει σε έναν δίκαιο και ηθικό διάλογο (με τους «ανήσυχους ιθαγενείς») ενώ την ίδια στιγμή, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να διαφημίζει και να ενισχύει τις πάγιες θέσεις του στην Ελλάδα. Μέσα από ένα δίκτυο, θα πρόσθετα εγώ, ελληνικών μέσων πρόθυμο να τις επαναλάβει με απερίγραπτη μακαριότητα. Με άλλα λόγια, έχουμε μία ακόμη επιχείρηση δημόσιων σχέσεων του μουσείου, ένα ακόμη εγχείρημα «καθαρισμού» των γλυπτών, από τις πολλές κυριολεκτικές και μεταφορικές «πλύσεις» που έχουν αυτά κατά καιρούς υποστεί στη Βρετανία. Αυτή τη φορά βέβαια μέσα στην Ελλάδα, όχι όμως και για πρώτη φορά… Η παρόμοια «δημιουργική λογική» του Ευάγγελου Βενιζέλου το 2002 έρχεται αμέσως στο νου.
Το θέμα της ρυπαρότητας των γλυπτών (της ζοφερής τους απόκτησης αλλά και της εξίσου αμφιλεγόμενης υλικής τους κατάστασης) απασχόλησε από την αρχή τη βρετανική διοίκηση, πολύ πριν από τις βαθύτερες σκιές που έριξε πάνω στα γλυπτά η ελληνική διεκδίκηση από τη δεκαετία του 1980 και μετά. (Αφήνω απ’ έξω τις πολύ παλαιότερες αλεξιπτωτικές εκκλήσεις για επιστροφή των αποσπασμένων κομματιών του Παρθενώνα πίσω στο «κολοβό και άμορφο αυτό λίκνο του πολιτισμού» από τον λόγιο Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή, αρκετά αργότερα τον Ιωάννη Γεννάδιο στο Λονδίνο, όπως επίσης και τις πρώτες δυναμικές καταγγελίες επιδραστικών φίλων του Γεννάδιου σαν αυτές του νομικού Frederic Harrison στο «Give Back the Elgin Marbles» του 1890).
Ενταγμένο στο ίδιο πλαίσιο μπορεί να διαβαστεί καλύτερα και αυτό το σημαντικό αλλά αδίκως παραμελημένο δημόσιο έγγραφο με τις διεργασίες και τα συμπεράσματα της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής των Κοινοτήτων του 1816, η οποία συστάθηκε ακριβώς για να δώσει το ΟΚ στην αγορά της συλλογής Έλγιν από το βρετανικό δημόσιο αφού πρώτα εξετάσει το φλέγον ζήτημα της νομιμότητας και της αξίας της. Επρόκειτο για μία επίμονη επιθυμία του λόρδου που είχε επισήμως τεθεί στη βρετανική κυβέρνηση ήδη από το 1811 αλλά η οποία έπεφτε πάνω στην απροθυμία του δημοσίου να το συζητήσει λόγω της συστηματικής -και λυπηρώς άγνωστης στην Ελλάδα- αισθητικής και καλλιτεχνικής απαξίωσης των γλυπτών από τους φιλότεχνους της βρετανικής ελίτ κατά τα πρώτα χρόνια της προ-ιδρυματικής τους ιστορίας στη χώρα αυτή).
Το 1815, μετά τη βρετανική επικράτηση στο Βατερλώ και το κλίμα εθνικιστικής έξαψης που ακολούθησε, το θέμα όμως άρχισε να προχωρά. Η εντολή της βουλής στην Ειδική Επιτροπή να διερευνήσει τις περιστάσεις, τη νομιμότητα και την εξουσία βάσει της οποίας τα γλυπτά αποκτήθηκαν από τον λόρδο Έλγιν, όπως επίσης και να αποφανθεί για την αισθητική, καλλιτεχνική και εμπορική τους αξία, κατέληξε σε ένα εγχείρημα ευγενούς αποστείρωσης που θυμίζει έντονα τα σημερινά PR εγχειρήματα του μουσείου. Τέτοια παλαιά και πρόσφατα διοικητικά, πολιτικά και νομικά προηγούμενα, η ελληνική πλευρά τα βρίσκει συνέχεια μπροστά της σε κάθε νέο κύμα διεκδικήσεων και καλό θα ήταν να αρχίσει να τα λαμβάνει λίγο περισσότερο υπόψη της.
Στη διάρκεια των διεργασιών της Ειδικής Επιτροπής, εκτός από τις άλλες τους παρατηρήσεις, τα μέλη και πολλοί από τους προσεκτικά επιλεγμένους μάρτυρες υπογράμμισαν ξανά και ξανά την υλική και αισθητική ρυπαρότητα των γλυπτών για να ρίξουν τόσο την καλλιτεχνική όσο και τη χρηματική αξία της συλλογής και να τα αγοράσουν, όπως και συνέβη, κοψοχρονιά. Τα γλυπτά για αυτούς τους μάρτυρες της ελίτ των ειδημόνων, των ντιλετάντι και των συλλεκτών της εποχής εμφάνιζαν μία «διαβρωμένη και βρώμικη… πολύ λεκιασμένη όψη», η οποία «δεν αρέσει στους ανθρώπους» [εννοούν τους εαυτούς τους] και δεν θα επέφερε καμιά καλλωπιστική «αξία επίπλωσης» («no furniture value») ή οποιαδήποτε άλλη αισθητική ή καλλιτεχνική αξία στις σαλοτραπεζαρίες των επίδοξων αγοραστών. Η συλλογή συνεπώς «δεν θα πουλούσε», ειδικά όχι σε όλους «αυτούς τους κυρίους». Όπως έγραφαν χλευαστικά πολλοί ριζοσπάστες επικριτές τους από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, αυτοί οι αριστοκράτες συλλέκτες «φαίνεται να έχουν πληγωθεί βαρύτατα από την πιθανότητα να ξεκινήσει μια νέα εποχή στην τέχνη βασισμένη σε μια συλλογή έργων που είναι υπέρμετρα βρώμικη για τα σαλόνια τους» αλλά και «υπερβολικά τέλεια για το [εκφυλισμένο τους] γούστο».
Όταν τελικά η ειδική επιτροπή ολοκλήρωσε το έργο της και «καθάρισε» το θέμα της ιδιοκτησιακής ρυπαρότητας της συλλογής, επικυρώνοντας τη νομιμότητα της απόκτησής της από τον λόρδο Έλγιν, τότε παρέμειναν οι άλλες δύο ρυπαρότητες -η αισθητική και η υλική. Και οι δύο τους ενσωματώθηκαν με διπλωματικό αλλά εμφανή τρόπο στην Τελική Αναφορά της Επιτροπής με τις συστάσεις της στη Βουλή των Κοινοτήτων. Αργότερα, αυτές οι ρυπαρότητες συνέκλιναν σε ένα ακόμη περιβόητο καθάρισμα των γλυπτών που θυμίζει ξανά το παρόν και τα δικά του ξεπλύματα: το 1937-38, ένας άλλος συλλέκτης και έμπορος τέχνης, ο αμφιλεγόμενος για τις ύποπτες επιχειρηματικές του δραστηριότητες στην τέχνη, ο Lord Duveen, βρήκε και αυτός τα γλυπτά υπερβολικά βρώμικα και πολύ λίγο λευκά για τα νεοκλασικά του γούστα. Πολύ λίγο θα μας ενδιέφερε σήμερα τι πίστευε ο κύριος αυτός, αν δεν εξανάγκαζε τελικά το ΒΜ να προβεί σε ένα καταστροφικό καθάρισμα των γλυπτών με την υπόσχεση μιας πλουσιοπάροχης χρηματοδότησης ώστε να κτιστεί η αίθουσα μέσα στην οποία στεγάζονται και εκτίθενται σήμερα τα γλυπτά. Η αίθουσα φυσικά φέρει το όνομά του (Duveen Gallery).
Αυτές οι ιστορίες φέρνουν αβίαστα στο μυαλό εικόνες από τον σημερινό πολιτισμικό μεσαίωνα προς στον οποίο οπισθοχωρούμε με ταχύτητα: είναι εύγλωττα τα στιγμιότυπα με τον κουστουμαρισμένο συλλέκτη Leonard Stern, σε πόζα Jeff Koons, να αράζει πάνω στον καναπέ του σαλονιού του με ντεκόρ στο τραπέζι, εκτός από τη γελαστή φίλη του λίγο παραδίπλα, μερικά κυκλαδικά ειδώλια σαν εκείνα που πρόσφατα «ξέπλυνε» η ελληνική κυβέρνηση. Πρόκειται για μία επίκαιρη υπενθύμιση από τις πολλές άλλες που λαμβάνουμε καθημερινά για το τι θα πει εταιρική χρηματοδότηση μουσείων ή ιδιωτικές δωρεές και πόσο καταχρηστικά αυτές οι πρακτικές συχνά εργαλειοποιούνται από τους εμπλεκόμενους παράγοντες· ή, πάλι, για το τι θα πει επιχειρηματικότητα των μουσείων και πώς αυτή οδηγεί φυσικά σε πάσης φύσεως ευκαιρίες για αρχαιοselfies, corporate γλέντια, «γαστρονομικές βιωματικές εμπειρίες» και τσικνίσματα αρχαιοτήτων όπως αυτά στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης ή το πεντακάθαρο (και πεντανόστιμο) Μουσείο-Εστιατόριο Κυκλαδικής Τέχνης. Αυτό το μουσειο-επιχειρηματικό πεδίο, υποστηρίζω, θα είναι η επόμενη πίστα της «συζήτησης» για την επιστροφή των γλυπτών και τα win-win deals που υπόσχονται οι υπεύθυνοι διαχειριστές…
Όπως και τα γεωπολιτικά έτσι και τα γεωπολιτισμικά και οικονομικά συμφέροντα είναι στείρα, στεγνά, και συχνά τελείως απολίτιστα, αλλά κυρίαρχα. Σε αυτή τη φάση καπιταλιστικής κατίσχυσης, δεν υπήρχε και συνεχίζει να μην υπάρχει καμιά πιθανότητα επαναπατρισμού των γλυπτών με οποιαδήποτε, ας το τονίσω, μη-σουρεαλιστική σημασία της λέξης. Όμως, αυτό δεν πρέπει να αδυνατίζει αλλά αντιθέτως να ενισχύει τη σφοδρότητα της επιχειρηματολογίας και των πρακτικών μας για τη διεκδίκησή τους. Και αυτό με όρους πια που δεν θα κρύβονται ούτε από τις ιστορικές ούτε και από τις σημερινές επιχειρήσεις κεφαλαιοποίησης, ή, καλύτερα, κεφαλαιοκρατικής κακοποίησης της συλλογής.
Στο συλλογικό πολιτικό ασυνείδητο, οι αυτοκρατορικές παρακρούσεις πολλές φορές συνεχίζουν πολύ μετά τη διάλυση των αυτοκρατοριών που τις παρήγαγαν, σε πείσμα της πανσπερμίας των αυτόνομων εκστρατειών εναντίον τους. Η νοσταλγία για την αυτοκρατορία, τη ρητορική και τα θαυμαστά της έργα όντως ξεχειλίζει και περισσεύει. Και αυτή η ανοικτή και ανεπούλωτη πληγή δεν παίρνει μόνον τη μορφή των lapsus linguae σαν αυτά του Osborne που εξέτασα παραπάνω αλλά και ολόκληρων ιδεολογικών πρακτικών ερμηνείας και διαχείρισης πολιτισμικών αντικειμένων. Ανάμεσα σε αυτά, προεξάρχοντα ρόλο έπαιζε, από τις απαρχές της αυτοκρατορίας, η γλώσσα του οικουμενισμού, μία γλώσσα κυριαρχίας που έδρασε εδώ και αιώνες για να κάνει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που λέει, δηλαδή για να εντείνει τις διαιρέσεις -τις ταξικές, εθνικιστικές και ρατσιστικές διαιρέσεις. Η μετάσταση της γλώσσας αυτής στον προσδιορισμό της «σπουδαιότητας του Οικουμενικού Μουσείου» ξαναέδωσε, από το 2002 και μετά, λίγη ακόμη ζωή σε πολιτισμικά μεγαθήρια σαν το ΒΜ. Κάτω από τις υπαρκτές πιέσεις περί «ηθικής των μουσείων» και τις ρηγματώσεις που προκαλούν τα διάσπαρτα κινήματα αποαποικιοποίησης Decolonize και Black Lives Matter, φαίνεται ότι τα οικουμενικά μουσεία -και άλλοι συναφείς θεσμοί- αντί να υποχωρούν, μάλλον περιχαρακώνονται και προσαρμόζονται με εκσυγχρονισμένα τα οπλοστάσιά τους. Η αποδόμηση και η ιστορία αυτού του παλαιού αλλά εμμένοντος κήτους, του οικουμενικού μουσείου, καθώς και οι πιθανές αποκρίσεις στις προκλήσεις που αυτό θέτει θα απασχολήσει ακόλουθο άρθρο.
1 Αυτές οι γραμμές γράφτηκαν πολύ πριν τη Συμφορά και άρα πριν ο κ. Γεραπετρίτης αναλάβει το Υπουργείο Μεταφορών και Υποδομών μετά από ένα, αυτή τη φορά, Έγκλημα που είναι πολύ πάνω και πέρα από τις ικανότητές του να διορθώσει… Πρόκειται ειλικρινά για μία σπάνια περίπτωση που η ξακουστή ρήση του Μαρξ δεν σταματά εκεί που μεγάλα ιστορικά γεγονότα εμφανίζονται δύο φορές, την πρώτη ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα. Τώρα βρισκόμαστε στη φάση που οι φάρσες τους οι ίδιες επιστρέφουν ξανά και ξανά ως τραγωδίες… και κανείς δεν γελά πια…
Φωτογραφία: Dimitris Kapantais / SOOC