Από τον Ηλία Πετρόπουλο στον Αργύρη Παυλίδη: Το «Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη»
«Οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα, όμως, είναι να τον αλλάξουμε» έλεγε ο Μαρξ. Πηγαίνοντας να παρακολουθήσεις μια παράσταση βασισμένη σε κείμενο του Ηλία Πετρόπουλου, γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι δεν θα δεις κάποια πρόταση για το πώς θ’ αλλάξει ο κόσμος.
«Οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα, όμως, είναι να τον αλλάξουμε» έλεγε ο Μαρξ. Πηγαίνοντας να παρακολουθήσεις μια παράσταση βασισμένη σε κείμενο του Ηλία Πετρόπουλου, γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι δεν θα δεις κάποια πρόταση για το πώς θ’ αλλάξει ο κόσμος. Ο ίδιος δεν ήταν μαρξιστής, δεν ανήκε σε κάποιο πολιτικό κόμμα, αλλά και εκνευριζόταν όταν τον αποκαλούσαν αναρχικό. Για κάποιον που δεν έχει σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα για τον Ηλία Πετρόπουλο και το έργο του, όπως ο γράφων, ο συγγραφέας δεν παραδεχόταν την κοινωνία στην οποία ζούσε και δεν ήθελε να ανήκει κάπου. Μια θέση τίμια και σεβαστή, ακόμα κι αν δεν συμφωνεί κάποιος μαζί του.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος θεωρείται μια ιδιαίτερη περίπτωση στα ελληνικά γράμματα. Ξεχωρίζει με τη θεματολογία και τη γραφή του, που προκάλεσαν τα λεγόμενα χρηστά ήθη και του «χάρισαν» κάμποσες καταδίκες από ελληνικά δικαστήρια και απαγορεύσεις βιβλίων. Ο συγγραφέας ασχολήθηκε με το περιθώριο καταγράφοντας σκηνές από τον βίο και τη δράση των ανθρώπων του, και πρόσφερε στη λαογραφική έρευνα και τη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού γράφοντας μέχρι το τέλος της ζωής του. Ένα από τα όπλα του Ηλία Πετρόπουλου που χρησιμοποιείται κατά κόρον στο «Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη» είναι η αθυρόστομη προκλητικότητα, που ο ίδιος λέει πως «δεν είναι παρά ένα όπλο, μια μέθοδος – και ποτέ ένας στόχος».
Το «Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη» είναι το – μεταπολιτευτικά απαγορευμένο και κατασχεμένο ως επικίνδυνο – βιβλίο που έκανε γνωστό τον Ηλία Πετρόπουλο, αλλά και ο τίτλος της παράστασης που παρουσιάζει στο θέατρο «Μεταξουργείο» ο Αργύρης Παυλίδης, ο οποίος εκτός από τον πρωταγωνιστικό ρόλο, υπογράφει τη δραματουργική επεξεργασία του έργου και τη σκηνοθεσία.
Η παράσταση αποτελείται από έναν φυλακισμένο, μια ηχογραφημένη γυναικεία φωνή που θέτει το πλαίσιο πάνω στο οποίο κινείται ο ίδιος, μια οθόνη που πάνω της εικονογραφείται η πλοκή και έναν δεσμοφύλακα που παρακολουθεί βαριεστημένα και σπανίως μιλάει. Τα όμορφα σκίτσα της σκηνογράφου της παράστασης Δήμητρας Σπυρίδωνος υπηρετούν το κείμενο, αποτυπώνοντας στη λευκή οθόνη όλη τη διαδρομή του κλέφτη μέχρι να καταλήξει στη φυλακή (δράση, σύλληψη, ανάκριση, δίκη, ζωή στη φυλακή), και χαρτογραφώντας τον υπόκοσμο της περιόδου μετά τον πόλεμο μέχρι που γράφτηκε το βιβλίο (1970-1;).
«Σ’ αυτή την κοινωνία, Διώκτες και Διωκόμενοι διέπονται από αρχές, συγκρούονται λυσσαλέα, αλλά γνωρίζουν και αποδέχονται τους ρόλους τους. Κλέφτες, Αστυνόμοι, Βασανιστές, Εισαγγελείς, Δικηγόροι, Δικαστές, Φύλακες και Φυλακισμένοι, προϊόντα του εντίμου βίου, συναλλάσσονται στον δικό τους κόσμο, αυτόν που οι άλλοι ονομάζουν Υπόκοσμο, μόλις ένα γράμμα μακριά από το Απόκοσμο» σημειώνει ο Αργύρης Παυλίδης (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Οι προαναφερόμενοι και οι τρόποι που συναλλάσσονται μεταξύ τους καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης. Ο μικροδιαρρήκτης, ο πορτοφολάς, ο ληστής, ο αστυνομικός, ο ανακριτής, ο δικαστής, ο διευθυντής της φυλακής, ο δεσμοφύλακας, οι φυλακισμένοι, αποτελούν στην ουσία πορτρέτα του «ίδιου» ανθρώπου. Αυτού που για αιώνες πλάθει το κοινωνικό σύστημα που έχει ανάγει σε θεότητες ατομική ιδιοκτησία και κέρδος, το σύστημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Όλοι οι συναλλασσόμενοι από τον μικροκαταφερτζή μέχρι τους κορυφαίους-υπηρέτες της καθεκυστίας τάξης, έχουν μοναδικό σκοπό το ατομικό όφελος και κέρδος: την αποφυγή της σύλληψης, μια μικρότερη ποινή, το λάδωμα, την εξαγορά, μια καλύτερη θέση – στη ζωή ή στη φυλακή, ένα πετυχημένο deal για να πιάσεις την καλή. Η όλη διαδρομή του κλέφτη, από την παραβίαση μιας κλειδαριάς μέχρι να σφαλιστεί πίσω του η πόρτα της φυλακής, μοιάζει με την αγωνιώδη προσπάθεια του μικροαστού να καταφέρει να ξεφύγει απ’ τον ίσκιο του. Μπορεί να σπάει διαρκώς τα μούτρα του, αλλά δεν σταματάει την προσπάθεια.
Οι χαρακτήρες του έργου είναι πρόσωπα υπαρκτά. Είναι κάποιοι από εμάς. Κινούνται δίπλα μας, ανάμεσά μας, σ’ έναν κόσμο όπου επιβάλλεται και κυριαρχεί ο πιο ισχυρός, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο. Ένας κόσμος που μοιάζει με ζούγκλα, αλλά δεν είναι – την ξεπερνάει. Στην αληθινή ζούγκλα υπάρχουν κανόνες και οι μάχες δίνονται για την επιβίωση. Στην κοινωνία – ζούγκλα κανόνας ισοπεδωτικός είναι η απόχτηση ατομικού οφέλους. Για να πετύχεις αυτό το σκοπό θα χρησιμοποιήσεις όποιο όπλο διαθέτεις, παίρνοντας τα ανάλογα ρίσκα και γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι μπορεί να αποτύχεις. Όπως ο κλέφτης.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος σηκώνει το μεγεθυντικό φακό της υπερβολής για να προκαλέσει. Και το καταφέρνει. Για ποιο λόγο όμως και με ποιο σκοπό, είναι το ζήτημα. Προβάλει τις αδυναμίες των χαρακτήρων του. Ο διαρρήκτης παρασύρεται από το απρόσμενο θέαμα μια γυναίκας που κοιμάται γυμνή, με αποτέλεσμα να συλληφθεί από την αστυνομία την ώρα που αυνανίζεται μπροστά της. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει σαφώς με συμπάθεια τους «Διωκόμενους» «σπρώχνοντας» και το θεατή να κάνει το ίδιο. Συμβαίνει σε κάποιο βαθμό και στην πραγματική ζωή. Πρόκειται όμως για μια συμπάθεια που ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί. Ο «νοικοκυραίος» μέλος της εξέχουσας πλειοψηφίας του «εθνικού κορμού» στην πραγματικότητα συγκινείται μόνο από το (καλο)βόλεμα του τομαριού του. Με την ίδια ευκολία μπορεί να κλέψει, να υποδυθεί τον «Διωκόμενο» και να μεταμορφωθεί σε «Διώκτη». Η όποια, λέμε τώρα, «ευαισθησία» του μπροστά, ας πούμε, στην κακοποίηση από τον αστυνομικό κάποιου που πιάστηκε να κλέβει, μετατρέπεται σαν με το πάτημα ενός κουμπιού σε ανεξέλεγκτη εχθρικότητα αν ο κλέφτης «χτυπήσει» τη δική του πόρτα.
Αν στέκεσαι απέναντι στη «λογική» του «νοικοκυραίου» δεν μπορείς να μη τοποθετήσεις τις προβαλλόμενες σε υψηλή κλίμακα από τον συγγραφέα αδυναμίες των χαρακτήρων του (αναφερόμαστε πάντα στους «Διωκόμενους») στα σκαλοπάτια που τους πρέπει. Η κλεψιά παρουσιάζεται στο έργο ως μέσο επιβίωσης και άμυνα απέναντι στο κράτος που μπορεί να χρησιμοποιεί πιο εξελιγμένες και αποτελεσματικές μεθόδους, για να κλέβει, να δολοφονεί, να βασανίζει κρατούμενους, να βιάζει συνειδήσεις, να εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Ως μια μορφή αδιέξοδης «αντίστασης». Ο μικρότερος κλέφτης είναι ζήτημα χρόνου να συντριβεί από τον μεγάλο κλέφτη, το κράτος. Πρόκειται στην ουσία για σύγκρουση μεταξύ υπηρετών και εκφραστών του άδικου, εντός προκαθορισμένων ορίων, καθώς ο ένας έχει ανάγκη τον άλλο για να επιβληθεί ή να υποταχτεί. Και όλοι (σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας) συντελούν στη διαιώνιση της μεγαλύτερης αδικίας που είναι η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Ο Αργύρης Παυλίδης δείχνει ότι πίστεψε το έργο και ανέλαβε να το υπηρετήσει καταβάλλοντας φιλότιμη προσπάθεια. Η χρήση της τεχνολογίας στη σκηνή είχε κι αυτή τα ρίσκα της. Κάποιες φορές η ηχογραφημένη φωνή «πατούσε» πάνω στον ηθοποιό, που αναγκαζόταν να ακροβατεί για να ολοκληρώσει τη φράση του, ενώ υπήρξαν και στιγμές που δεν πρόλαβε.
«Και κυρίως, μην ντρέπεστε. Δεν τον φτιάξαμε εμείς αυτόν τον κόσμο… ούτε αυτόν τον Υπόκοσμο…» σημειώνει ο ίδιος.
Αν και σπανίως το βλέπουμε να συμβαίνει στην πραγματικότητα, λόγους για να ντραπούν έχουν οι συνεργοί και οι συνένοχοι. Όσοι συμμετέχουν σ’ αυτό το παιχνίδι και όσοι το ανέχονται. Τον παραλάβαμε, δεν τον φτιάξαμε εμείς αυτό τον κόσμο, μα διαμορφώθηκε ως τέτοιος που είναι και με μας παρόντες. Στο βαθμό που αναλογεί στον καθένα, είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι. Το ότι δεν τον φτιάξαμε εμείς, δεν μπορεί ν’ αποτελέσει δικαιολογία για να τον παραδώσουμε όπως είναι στους επόμενους. Τα σημάδια του δείχνουν ότι χειροτερεύει στο πέρασμα του χρόνου και οι περιγραφές μας δεν φαίνεται να τον αγγίζουν, να τον ενοχλούν. Χρειάζεται να κάνουμε παραπέρα βήματα.
Συνολικά η παράσταση καταφέρνει σε ικανοποιητικό βαθμό να ανασύρει απ’ τις σελίδες του Ηλία Πετρόπουλου και να μεταφέρει στη σκηνή έναν σκοτεινό κόσμο που στα χρόνια που ακολούθησαν το γράψιμο του βιβλίου, έγινε ακόμα πιο σκοτεινός και σαπίζει. Στο σκηνικό αυτού του κόσμου, ο καθένας, συνειδητά ή όχι, επιλέγει τον δικό του ρόλο. Επιλέγει αν θα αποδεχτεί το σκοτάδι και θα γίνει μέρος του, ή αν θ’ αναζητήσει το φως. Ένα φως διαπιστώνεις έντονα ότι λείπει διασχίζοντας με τα πόδια τους δρόμους του Μεταξουργείου, μέχρι να φτάσεις στο ομώνυμο θέατρο. Η ύπαρξη ενός θεάτρου σαν το “Μεταξουργείο” σε μια τόσο υποβαθμισμένη περιοχή λειτουργεί και ως μια πράξη αντίστασης ενάντια στο μαύρο του σκοταδιού. Μια κοφτερή αχτίδα φωτός στο σκοτεινό κόσμο που κληρονομήσαμε, χωρίς να υπογράψουμε όλοι την αποδοχή κληρονομιάς.