Χάρης Σακελλαρίου: Το παιδικό θέατρο και κουκλοθέατρο στην Αντίσταση
Δεν μπορεί να γίνει σοβαρός λόγος για παιδικό θέατρο στα χρόνια της Κατοχής. Το παιδί γευόταν και προσπαθούσε να μερώσει τη σχετική αισθητική του πείνα — πλάι στην άλλη πείνα, την πραγματική — από τα ψίχουλα που έπεφταν απ’ το τραπέζι, το σπάνια γεμάτο, τον καιρό αυτό, των μεγάλων.
Δεν μπορεί να γίνει σοβαρός λόγος για παιδικό θέατρο στα χρόνια της Κατοχής. Το παιδί γευόταν και προσπαθούσε να μερώσει τη σχετική αισθητική του πείνα — πλάι στην άλλη πείνα, την πραγματική — από τα ψίχουλα που έπεφταν απ’ το τραπέζι, το σπάνια γεμάτο, τον καιρό αυτό, των μεγάλων. Κι ήταν οι δυσκολίες, για να στρωθεί και να γεμίσει αυτό το τραπέζι, έστω και με τα στοιχειώδη, τεράστιες.
Ουσιαστικά άρχισε από το «Θεατρικό Εργαστήρι» του Βασίλη Ρώτα, κατά το 1942, το ζωντανό αυτό κύτταρο της θεατρικής ζωής στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Στεγαζόταν αρχικά, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, στο οίκημα του «Συλλόγου των Φίλων της Βυζαντινής Μουσικής», του Σ. Καρρά, στην οδό Λέκκα 26. Αργότερα, όταν τα πράγματα έσφιξαν, ο Ρώτας με μερικούς από τους συνεργάτες του ανέβηκαν στην Ελεύθερη Ελλάδα κι εκεί άρχισαν να δίνουν παραστάσεις σε διάφορες πόλεις και χωριά. Το δραματολόγιο περιλάβαινε, βασικά, έργα του ίδιου του Ρώτα, όπως τα: «Να ζει το Μεσολόγγι», «Ρήγας ο Βελεστινλής» και τις κωμωδίες «Το πιάνο», που αρχικά γράφτηκε για κούκλες, και «Οι γραμματιζούμενοι», που τότε κυκλοφορούσε μόνο σε χειρόγραφα.
Μια παρόμοια προσπάθεια είχε ξεκινήσει από το Βάλτο και την Ήπειρο, με κυριότερο πρωτεργάτη κι εμψυχωτή το συμπαθητικό εργάτη του λόγου Γιώργο Κοτζιούλα. Πολεμώντας ο εξαίρετος αυτός πνευματικός άνθρωπος κι αγωνιστής στην αρχή πλάι στον Άρη Βελουχιώτη κι αργότερα στην VIII Μεραρχία του ΕΛΑΣ, κλήθηκε απ’ το διοικητή της, τον υποστράτηγο Γ. Αυγερόπουλο, να οργανώσει ένα θεατρικό θίασο και να μεταδώσει στην Ελεύθερη Ελλάδα και στους μαχητές του ΕΛΑΣ τα μηνύματα του Αγώνα μέσ’ απ’ την τέχνη της επαναστατικής θυμέλης.
Ο Γ. Κοτζιούλας αποκρίθηκε αμέσως πρόθυμα στο νέο τούτο προσκλητήριο κι ίδρυσε το «Λαϊκό Θέατρο» του Βουνού, σαν μια από τις δραστηριότητες του Καλλιτεχνικού Τμήματος της VIII Μεραρχίας. Με βάση κι αφετηρία την Άρτα κι αργότερα το Βουργαρέλι, περιόδευσε σε κάμποσα χωριά της Ηπείρου, του Ξηρόμερου και του Βάλτου κι έδωσε μια σειρά από παραστάσεις, με έργα γραμμένα, βασικά, από τον ίδιο, όπως τα: «Ο Στάχτιαρης», «Ο δασικός», «Ο υπεύθυνος», «Ηπειρώτισσες», «Ο ρημαγμός», «Τα πάθη των Εβραίων», «Ο ακατάδεχτος», «Ο αστυνόμος», «Ξύπνα, ραγιά!», «Ο προδότης», «Κλεφτοβασίλειο», «Ο ένας και οι πολλοί», «Ο κομματάρχης», «Ο επιμελητής».
Δεν ξέρω τι απ’ τα μηνύματα των έργων αυτών μπορούσαν να πιάσουν και ν’ αφομοιώσουν τα παιδιά. Πάντως, καθώς ξέρομε, τα παιδιά παρακολουθούσαν αυτά τα έργα μαζί με τους γονιούς τους και τα μεγαλύτερα αδέρφια τους, μια και το «Λαϊκό Θέατρο», όπως κι εκείνο του Β. Ρώτα, ήταν ένα θέατρο ανοιχτό για όλους κι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των έργων του ήταν η απλότητα κι η αμεσότητα.
Αλλά πραγματικό παιδικό θέατρο δημιουργήθηκε από τη μέρα που ανέβηκαν στην Ελεύθερη Ελλάδα ο Γεράσιμος Σταύρου, η Αλέκα Μυριαλή, η Άννα Ξένου κι ο Νίκος Ακίλογλου. Ο Νίκος Ακίλογλου, ο πάντα χαρούμενος και συμπαθητικός «Βαγγέλης» της Ελεύθερης Ελλάδας, έχοντας μαθητεύσει αρχικά στην «Παπαστράτειο Δημόσια Σχολή Διακοσμητικής και Παιγνιδιών» κι αργότερα (το 1935) στον ιταλικό θίασο μαριονεττών «Πίκολι», που είχε δώσει τότε παραστάσεις στο Ζάππειο, είχε μάθει να φτιάνει κούκλες κουκλοθεάτρου με τον πιο απλό κι ολιγοέξοδο τρόπο: με στρατσόχαρτο κι αλευρόκολλα. Λίγη νερομπογιά έντυνε το πρόσωπο μ’ επιδερμίδα, που πάνω της σχεδιάζονταν μάτια, φρύδια και στόμα, κι έπειτα, αφού μ’ ένα πανάκι σκαρωνόταν κι η φορεσιά, η κούκλα γινόταν κιόλας έτοιμη για τη σκηνή: ένα σκέτο σεντόνι ή μια κουβέρτα, κρεμασμένη σε μια γωνιά από ένα σκοινί σε ύψος τόσο που να κρύβει πίσω της όρθιο τον κουκλοπαίχτη.
Ο ίδιος είχε ασχοληθεί και παλιότερα με το κουκλοθέατρο και ιδιαίτερα με τις μαριονέτες. Σε συνεργασία με το Χρίστο Διατσίντο και το Ν. Γιοκαρίνη ίδρυσαν το 1935 το πρώτο στην Ελλάδα θέατρο μαριονετών, τις «Ζωντανές Κούκλες» του Ζαππείου, που η λειτουργία του κράτησε ως το 1937. Κατόπι, μετά την αναχώρηση του Χρ. Διατσίντου στο εξωτερικό, το συγκρότημα διαλύθηκε. Ο Ν. Ακίλογλου στράφηκε στο Κουκλοθέατρο, που ήταν λιγοέξοδο και δε χρειαζόταν πολύ προσωπικό. Φαντάρος στον πόλεμο του ’40, έδωσε στο μέτωπο, όπως μας αφηγείται ο ίδιος, πρόχειρη κουκλοθεατρική παράσταση την Πρωτοχρονιά του 1941. Ένα τσαρούχι κι ένα συσκευασμένο μάτσο μακαρόνια έγιναν, με κατάλληλη διασκευή, δυο ήρωες της σκηνής: ο «Τσαρούχης» (που συμβόλιζε τον Έλληνα τσολιά) κι ο «Μακαρόνης» (που συμβόλιζε τον Ιταλό φασίστα). Τραγούδια επίκαιρα, κάποιοι αυτοσχέδιοι διάλογοι κι η παράσταση τράβηξε το δρόμο της, γεμίζοντας κέφι κι ενθουσιασμό τους ταλαιπωρημένους από τις κακουχίες του πολέμου φαντάρους μας.
Τον ξαναβρίσκουμε τους πρώτους μήνες της Κατοχής, το θλιβερό χειμώνα του 1941-42, να δίνει παραστάσεις με κούκλες, εντελώς δωρεάν, στα παιδικά συσσίτια. Ήταν το γέλιο τόσο απαραίτητο εκείνη την εποχή, αφού τόσα άλλα έλειπαν. Και σκέφτεται κανένας από τι βάθος ανθρωπιάς ανέβαινε τούτη η χειρονομία του Νίκου Ακίλογλου, όπως και τόσων και τόσων αντιστασιακών αγωνιστών, για να μπορούν να ξεπερνούν την καθαρά προσωπική ανάγκη να επιβιώσουν και να τρέχουν να δίνουν χαρά στα κατάχλομα παιδάκια και στους άρρωστους συνανθρώπους τους.
Τον ίδιο καιρό εντάσσεται στην αντιστασιακή οργάνωση ΕΠΟΝ και με τη βοήθεια μαθητών των Δραματικών Σχολών, όπως της Άννας Ξένου, της Άλκης Ζέη, των αδελφών Σμπαρούνη, της Δέσποινας και του Γιώργη Σεβαστίκογλου, του Γιάννη Κύρου και άλλων και, σε συνεργασία με το Β. Ρώτα, δίνουν παραστάσεις σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας, κυρίως σε νοσοκομεία και παιδικούς σταθμούς. Ένα από τα κυριότερα έργα των παραστάσεων αυτών ήταν «Το πιάνο» του Β. Ρώτα, γραμμένο την εποχή αυτή κι εμπνευσμένο από τη φοβερή τραγωδία της πείνας, που ήταν δυνατό να φέρει στο φως κωμικοτραγικά επεισόδια και καταστάσεις.
Τρεις είναι οι ήρωες του έργου αυτού: ο Σπουργίτης κι ο Γαρδέλης, δυο αλητόπαιδα της Αθήνας, που πασκίζουν να μερώσουν την πείνα τους με κουτοπονηριές, κι ο Μπαρμπαγιώργος, ο χοντροφτιαγμένος κι αδιάφορος για όλα τσέλιγκας, που, έχοντας ξιπαστεί γιατί τα τυροκομικά κλπ. προϊόντα του έχουν πάρει τ’ αψήλου, νομίζει πως μπορεί ν’ αγοράσει μ’ αυτά όλο τον κόσμο. Η συνάντηση κι η σύγκρουσή τους καταλήγει σε φιάσκο, που φέρνει τα γέλια των θεατών, έτσι μάλιστα καθώς όλα είναι διανθισμένα με άφθονο λαϊκό καλαμπούρι, από κείνο που ξέρει πολύ εύστοχα ο Ρώτας να μεταχειρίζεται.
Στις αρχές του 1943 ο Νίκος Ακίλογλου, μαζί με το Γεράσιμο Σταύρου, αδερφό του μαριονετίστα Μάριου Σταυρολαίμη, βγαίνουν στην Ελεύθερη Ελλάδα.
Όταν έφτασε στο Καρπενήσι, οργάνωσε μαζί με το Γ. Σταύρου, την Αλέκα Μυριαλή και την Άννα Ξένου ένα πραγματικά υποδειγματικό κουκλοθέατρο με δυο κουκλοθιάσους. Στο μεταξύ οι δυο τους δημιούργησαν δυο νέους κουκλοθεατρικούς τύπους: το Γαρίδα, τύπο παιδιού πανέξυπνου, επινοητικού και τολμητία, και το Χάνο, τύπο δειλό και σχετικά κουτούτσικο. Ο Γ. Σταύρου έχει σκαρώσει στο μεταξύ ένα νέο κουκλοθεατρικό έργο για τρία πρόσωπα-κούκλες (Μπαρμπαγιώργο, Γαρίδα και Χάνο), την «Τσαρουχοναυμαχία». Βγαίνει ο Γαρίδας στη σκηνή και τραγουδά:
Θα γίνω καπετάνιος
θα φτιάσω ομάδα
κι αμέσως η Ελλάδα
θα λευτερωθεί.
Εχθρούς θα σκοτώσω
και σαν μεγαλώσω
ο καπετάν Γαρίδας
θε να δοξαστεί…
Παίρνουν με το Χάνο το τσαρούχι του Μπαρμπαγιώργου την ώρα που κοιμόταν και το μετατρέπουν σε αντιτορπιλικό, για να χτυπήσουν το ιταλικό υποβρύχιο που βύθισε την «Έλλη». Κάποτε όμως ξυπνά ο θείος τους ο Μπαρμπαγιώργος και τραγουδά στενοχωρημένος:
Αχ, τι έπαθα ου δόλιους
από τα τρελά παιδιά!
Δε μ’ αφήσανε τσαρούχ’
ούτι γκλίτσα ούτι καρδιά.
Πήραν το τσιμπούκι μου
κι του κουμπουλόι μου
δε σκιαχτήκαν οι μπιρμπάντες
του μιγάλου μπόι μου.
Κι αν σι πιάσου, ουρέ Γαρίδα
μι του φίλου σου του Χάνου
θα σας σπάσου τα παΐδια
κι θα γίνου αϊροπλάνου…
Τους βρίσκει να έχουν πάνω στο τσαρούχι του τη γκλίτσα του για κατάρτι, το τσιμπούκι του για κανόνι και το κομπολόι για άγκυρα. Ο ίδιος μπαίνει μέσα σ’ ένα βαρέλι και κολυμπά να τους φτάσει. Εκείνοι περνούν το βαρέλι για ιταλικό υποβρύχιο κι αρχίζει η «Τσαρουχοναυμαχία». Το έργο είναι γεμάτο ευρήματα και πολύ κέφι. Έτσι, δίνουν στο Καρπενήσι την πρώτη παράσταση κουκλοθεάτρου στο εξοχικό κέντρο «Νεράιδα», που η ΕΠΟΝ το είχε μετατρέψει σε «Παιδική Φωλιά». Ο ενθουσιασμός των παιδιών — αλλά και των μεγάλων που παρακολούθησαν την παράσταση — ήταν αφάνταστος. Αργότερα, εκτός από τις τακτικές παραστάσεις στο Καρπενήσι, οι δυο κουκλοθίασοι περιοδεύουν σ’ όλη σχεδόν τη Στερεά Ελλάδα, απ’ το Δομοκό ως το Ξηρόμερο, και δίνουν παραστάσεις για τα παιδιά των χωριών της Ελεύθερης Ελλάδας. Από τα μέσα του 1944 ο κουκλοθίασος της Αλέκας Μυριαλή πήγε να δώσει παραστάσεις στην Ήπειρο.
Πολύτιμος βοηθός και κουκλοπαίχτης στάθηκε ο δωδεκάχρονος τότε Νίκος Παλαμιώτης, από τους Κομποτάδες Λαμίας. Το παιδί αυτό, με τον πηγαίο ενθουσιασμό, το κέφι και το μπρίο του, ξεσήκωνε τ’ Αετόπουλα όπου πήγαινε.
Ο Θίασος όμως χρειάζεται όλο και νέα έργα. Και για τούτο η ΕΠΟΝ καλεί στο Καρπενήσι το Χάρη Σακελλαρίου, που βοηθά σ’ αυτή την προσπάθεια, γράφοντας μια σειρά από κουκλοθεατρικά έργα, όπως: «Ο Χάνος γιατρός», «Ένας μάγος με πατέντα», «Ο Μουσολίνι μάγερας», «Η ζούγκλα του κήπου», «Ο κουνουποσκοτώνης» και άλλα.
Το κουκλοθέατρο όμως θέλει τραγούδι, πολύ τραγούδι. Κι οι δυο συγγραφείς δεν παύουν να σκαρώνουν στίχους, που άλλοι τους τραγουδιούνται πάνω σε γνωστά μοτίβα κι άλλους τους μελοποιεί με μεγάλη πάντα επιτυχία ο μουσουργός Αλέκος Ξένος.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1944 ο Ν. Ακίλογλου περνά από το Ερημόκαστρο, τις αρχαίες Θεσπιές, της Βοιωτίας, όπου λειτουργούσε, με οργανωτική φροντίδα του ΕΑΜ, ένα Παιδαγωγικό Φροντιστήριο για νέους δασκάλους, κι εκεί δίδαξε ελεύθερο σχέδιο κι οργάνωση πολιτιστικών και ψυχαγωγικών εκδηλώσεων μέσα στο σχολείο.
Η δραστηριότητα του θιάσου συνεχίζεται και μετά την απελευθέρωση, ως τα μέσα του 1946.
Στην Αθήνα ο Γεράσιμος Σταύρου γράφει ανάμεσα στα χρονιά 1951-1958 το παιδικό θεατρικό έργο «Τηλέμαχος, ο γιος του Οδυσσέα» και τα έργα για μαριονέτες:«Ο καπετάν Φασαρίας», «Το χρυσό κλειδί» (θεατρική διασκευή από το ομώνυμο παραμύθι του Αλ. Τολστόι), «Ταξίδι στο φεγγάρι», «Ο Δάμων κι ο Φιντίας» και «Ο γύρος του κόσμου»7.
Ο Χάρης Σακελλαρίου, εκτός από τα έργα για κουκλοθέατρο, έγραψε στο διάστημα 1943-44 και τα θεατρικά έργα «Η μάνα του αντάρτη», «Ο προδότης» και «Η Αθήνα παλεύει», που παίχτηκε από κλιμάκιο του θιάσου των «Ελεύθερων Καλλιτεχνών» στη Λαμία στο τέλος του 1944.
Σχεδόν τίποτε από τα έργα του αυτά δεν έχει σωθεί.
Αξιόλογη υπήρξε στον τομέα του θεάτρου — και μαζί και του παιδικού θεάτρου — η συμβολή του αυτοδίδακτου λαϊκού καλλιτέχνη Γιώργου Κουτούγκου, γνωστού τότε ως Φερούτσιο. Με τα αυτοσχέδια σκετς του, τους ρόλους μίμου — μιμούνταν θαυμάσια το Μουσολίνι, το Χίτλερ, το Μεταξά κ.ά. — το τραγούδι και τη μουσική, με την αχώριστη κιθάρα του, μπορούσε να κρατά άνετα ένα δίωρο ψυχαγωγικό πρόγραμμα, με απαιτήσεις καλλιτεχνικές. Από τα πιο εντυπωσιακά του νούμερα ήταν «Ο θάνατος του φασισμού». Το πρόγραμμά του έκλεινε συνήθως με την «Ισπανική υποχώρηση», που έπαιζε με την κιθάρα του. Τα παιδιά της ελεύθερης Ελλάδας είχαν ξετρελαθεί μαζί του.
Χάρη Σακελλαρίου, Η παιδική λογοτεχνία στην Αντίσταση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983
Ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, εκπαιδευτικός και πολυγραφότατος συγγραφέας Χάρης Σακελλαρίου γεννήθηκε το 1923 στο χωριό Θαυμακός του Δομοκού Φθιώτιδας, από φτωχή οικογένεια.
Το 1942 τέλειωσε το Γυμνάσιο Λαμίας, όντας από το 1941 μέλος της ΟΚΝΕ και μέλος του ΕΑΜ Νέων. Το 1943 εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στον Εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής του και τραυματίστηκε. Το 1944 έγινε γραμματέας του Τομέα της ΕΠΟΝ Καλλιθέας, στην ορεινή Δυτ. Φθιώτιδα και έπειτα βγήκε στην Ελεύθερη Ελλάδα, όπου σπούδασε στο Παιδαγωγικό Φροντιστήριο της ΠΕΕΑ (5/7-10/9/1944).
Στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας συνεργάστηκε με τον μεγάλο παιδαγωγό Μιχ. Παπαμαύρο για το Αναγνωστικό της ΠΕΕΑ των Ε΄ – ΣΤ΄ τάξεων «Ελεύθερη Ελλάδα», όπου δημοσιεύτηκαν κείμενά του. Τον Μιχ. Παπαμαύρο τον είχε καθηγητή, όπως και τον Κώστα Σωτηρίου, στο «Παιδαγωγικό Φροντιστήριο» της ΠΕΕΑ στο Καρπενήσι και μετά στο Τροβάτο Ευρυτανίας.
Συνέχισε τις σπουδές του, μετά την απελευθέρωση, και από το 1951 έως το 1986 υπηρέτησε ως δάσκαλος, διευθυντής σχολείων, επιθεωρητής, σχολικός σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ειδικός συνεργάτης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και μέλος επιτροπών για τη σύνταξη των προγραμμάτων των γλωσσικών μαθημάτων και των αντίστοιχων βιβλίων «Η Γλώσσα μου». Υπήρξε διευθυντής της ετήσιας έκδοσης «Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας», που κυκλοφορούσε από το 1986 έως το 2002. Βραβεύθηκε από το ΥΠΕΠΘ, την Ακαδημία Αθηνών και λογοτεχνικούς φορείς. Το βιβλίο του για παιδιά «Το θυμωμένο ποτάμι», περιλήφθηκε στο διεθνή τιμητικό πίνακα της IBBY.