Ερρίκος Ίψεν: Ένας “αναρχικός” του θεάτρου
Στα έργα του στηλιτεύει την υποκρισία της αστικής κοινωνίας, καυτηριάζει την απληστία και τον εγωκεντρισμό των ανώτερων τάξεων, σχολιάζει κριτικά τη θέση της γυναίκας, φωτίζοντας την καταπίεση που υφίσταται κι εμφανίζοντας την ως άτομο ικανό να λάβει αποφάσεις για τον εαυτό του πέρα από τα καθορισμένα κοινωνικά πρότυπα.
Ο σπουδαίος Νορβηγός δραματουργός και θεμελιωτής του ρεαλισμού στο θέατρο, Ερρίκος Ίψεν γεννήθηκε στις 20.3.1828 στο Σκιέν , ως γιος ενός πλούσιου εμπόρου, που είχε όμως γνωρίσει τον κοινωνικό οστρακισμό μετά το φαλιμέντο της επιχείρησής του. Η πικρή αυτή εμπειρία, την οποία ο μικρός Ερρίκος έζησε σε ηλικία 8 ετών, έγινε αργότερα βασικό θέμα πολλών έργων του. Ως παιδί ήταν πολύ εσωστρεφής και του άρεσε να διαβάζει, κυρίως τη Βίβλο, ενώ ονειρευόταν να γίνει ζωγράφος. Ξεκίνησε τη μαθητεία σε ένα φαρμακεία και το 1848, έτος επαναστάσεων στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, έγραψε επαναστατικά ποιήματα αλλά και το θεατρικός “Κατιλίνας”, στο οποίο καυτηριάζει τα ήθη της ρωμαϊκής κοινωνίας, υπονοώντας βέβαια ουσιαστικά εκείνη της εποχής του.
Το 1850 ξεκίνησε τις σπουδές ιατρικής στο Όσλο, όπου ανέπτυξε και σημαντική πολιτική δράση, ερχόμενος σε επαφή με το πρώιμο νορβηγικό εργατικό κίνημα. Το 1851 έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής του νέου Θεάτρου στην πόλη Μπέργκεν, όπου παρουσιάζονταν τα έργα του, ενώ τον επόμενο χρόνο έκανε ταξίδι λόγω σπουδών στη Δρέσδη. Από το 1857 ως το 1862 υπήρξε διευθυντής του “Νόρσκε Τεάτρετ”, η οικονομική κατάρρευση του οποίου ήταν για εκείνον βαρύ πλήγμα. Το 1864 κατόρθωσε να εξασφαλίσει μια υποτροφία που του επέτρεψε να ζήσει στο εξωτερικό ως το 1891, κινούμενος μεταξύ Ρώμης, Δρέσδης και Μονάχου. Την ίδια περίοδο τα έργα του τον κατατάσσουν ανάμεσα στους ιδρυτές της σύγχρονης υποκριτικής τέχνης. Έγινε διάσημος όντως ακόμα εν ζωή, καθώς όταν πέθανε στις 23.5.1906 θεωρούνταν ο μεγαλύτερος “μοντέρνος” δραματουργός. Το ύφος του είναι σοβαρό, απέρριτο, χωρίς ιδιαίτερα λογοτεχνικά και λυρικά στολίδια.
Στα έργα του, όπως “Το Κουκλόσπιτο”, “Έντα Γκάμπλερ”, “Πέερ Γκυντ”, “Βρυκόλακες” , “Εχθρός του λαού” κ.ά, στηλιτεύει την υποκρισία της αστικής κοινωνίας, καυτηριάζει την απληστία και τον εγωκεντρισμό των ανώτερων τάξεων, σχολιάζει κριτικά τη θέση της γυναίκας, φωτίζοντας την καταπίεση που υφίσταται κι εμφανίζοντας την ως άτομο ικανό να λάβει αποφάσεις για τον εαυτό του πέρα από τα καθορισμένα κοινωνικά πρότυπα. Επισημαίνει επίσης τους κινδύνους της δημαγωγικής χειραγώγησης της πλειοψηφίας και το ναρκισσισμό της εξουσίας. Η λύση που προτείνει ωστόσο , κινείται σε ιδεαλιστικά πλαίσια, προτείνοντας μια επανάσταση της ψυχής. Εξάλλου, όπως εξομολογούνταν σε προσωπικές του επιστολές, έβλεπε το κράτος-ως αφηρημένη ιδέα-ως φυσικό εχθρό του ατόμου, γι’αυτό ζούσε στη Δρέσδη, όπου η αδύναμη τοπική κυβέρνηση τον έκανε να νιώθει πιο ελεύθερος, εγκαταλείποντάς την όταν άρχισε να γίνεται πιο συγκεντρωτική. Οι χαρακτήρες που παρουσιάζει είναι περίπλοκοι, με αντιφάσεις και ελαττώματα, συχνά εμπλεκόμενοι σε αμφίσημες καταστάσεις και πράξεις χωρίς ξεκάθαρη ηθική διέξοδο.
Ο Ίψεν επέστρεψε στη Νορβηγία το 1891 και έφυγε από τη ζωή το 1906, μετά από μια σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων. Όταν η νοσοκόμα του διαβεβαίωσε τον τελευταίο του επισκέπτη πως ο συγγραφέας ένιωθε λίγο καλύτερα, εκείνος απάντησε “Το αντίθετο” και ξεψύχησε. Μέχρι σήμερα, τα έργα του παραμένουν ανάμεσα στα δημοφιλέστερα του διεθνούς ρεπερτορίου, ενώ η εκατονταετηρίδα από το θανατό του, το 2006 ανακηρύχθηκε από τις νορβηγικές αρχές σε “Έτος Ίψεν”.