Ευγ. Σπαθάρης: Ο Καραγκιόζης ανήκει στο λαό
Το όνομά του και η φωνή του ταυτίστηκαν με τον αγαπημένο λαϊκό ήρωα Καραγκιόζη. Ο Ευγένιος Σπαθάρης γεννήθηκε στις 2 του Γενάρη 1924 και διδάχτηκε την τέχνη του Θεάτρου Σκιών από τον πατέρα του Σωτήρη Σπαθάρη, κορυφαίο καραγκιοζοπαίχτη εκείνη την εποχή. Δικές του παραστάσεις άρχισε να δίνει, από παιδί, στα χρόνια της Κατοχής.
Το όνομά του και η φωνή του ταυτίστηκαν με τον αγαπημένο λαϊκό ήρωα Καραγκιόζη. Ο Ευγένιος Σπαθάρης γεννήθηκε στις 2 του Γενάρη 1924 και διδάχτηκε την τέχνη του Θεάτρου Σκιών από τον πατέρα του Σωτήρη Σπαθάρη, κορυφαίο καραγκιοζοπαίχτη εκείνη την εποχή. Δικές του παραστάσεις άρχισε να δίνει από παιδί, στα χρόνια της Κατοχής, το 1942 κι από τότε έπαιξε στα πιο μεγάλα θέατρα όλης της χώρας και σε πολλές χώρες του κόσμου. Σκηνοθέτησε, έπαιξε ως ηθοποιός και υπήρξε σκηνογράφος στο θέατρο. Δημιούργησε δύο σχολές Θεάτρου Σκιών στην Κοπεγχάγη. Έχουν κυκλοφορήσει δίσκοι του με Καραγκιόζη. Μετά από σχεδόν εφτά δεκαετίες ανεκτίμητης προσφοράς στο Θέατρο Σκιών και τον πολιτισμό μας, ο Ευγένιος Σπαθάρης έφυγε από τη ζωή στις 9 του Μάη 2009.
Το 1984, στο Μαρούσι, αγνοημένος από την πολιτεία, ο Ευγένιος Σπαθάρης ετοίμαζε με πολύ μόχθο, αλλά με πάθος και μεράκι το Μουσείο του Θεάτρου Σκιών. Έργα αμέτρητων χρόνων, ντοκουμέντα και φιγούρες των πρώτων καραγκιοζοπαιχτών, του Σωτήρη Σπαθάρη, του Ευγένιου, έργα από την Τουρκία, την Καμπότζη, την Κίνα, την Ινδία και άλλα μέρη της γης συγκεντρωμένα με τη φροντίδα του Ε. Σπαθάρη και της γυναίκας του Φανής. Τότε θα μιλήσει στο περιοδικό Πολιτιστική για τη συναρπαστική πορεία της ζωής του που δέθηκε άρρηκτα με τον λαϊκό ήρωα Καραγκιόζη. Το Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών – Δήμου Αμαρουσίου θα ιδρυθεί τελικά το 1991.
«Ο Καραγκιόζης ξεκίνησε το 1860. Στην Ελλάδα τον έφερε ένας πάρα πολύ γέρος. Μόλις που τόνε θυμότανε και ο πατέρας μου που έπαιζε στην Αθήνα. Έπαιζε με 4 φιγούρες, με λυχνάρια και μια νοοτροπία τουρκική γιατί εκεί τον είχε δει και τον έφερε. Βέβαια δεν είναι τούρκικο θέατρο όπως ισχυρίζονται οι Τούρκοι. Είναι ένα θέατρο παμπάλαιο. Ξέρουμε ότι παιζότανε εκατοντάδες χρόνια πριν στην Ιάβα. 1300 χρόνια πάει σήμερα στην Κίνα το Θέατρο Σκιών. Έχει μια παράδοση παμπάλαια. Στα Ελευσίνια Μυστήρια παιζότανε Θέατρο Σκιών με έμψυχο υλικό, ηθοποιούς, πίσω από μπερντέ.
Αυτά βέβαια όλα εξαφανιστήκανε. Απ’ τη μια απ’ την Ελλάδα εξαφανίστηκαν, απ’ την άλλη μέσω του Αλέξανδρου διαδόθηκαν μέχρι τις Ινδίες. Γι’ αυτό υπάρχει στις Ινδίες 700-800 χρόνια Θέατρο Σκιών με μια μεγάλη παράδοση. Έχω ανταμωθεί πάρα πολλές φορές με καραγκιοζοπαίχτες σημερινούς που ακόμα το διατηρούν.
Από την Αθήνα που έπαιζε ο μπάρμπα-Γιάννης ο Μπράχαλης, έφυγε και πήγε στον Πειραιά και μετά το πήγε στην Πάτρα. Στην Πάτρα το είδε ένας ονομαζόμενος Μίμαρος ο δάσκαλος ο Καραγκιόζης. Σ’ αυτόν τα χρωστάμε όλα και σ’ αυτόν τα χρωστάει το Θέατρο Σκιών της Ελλάδας. Αυτός το παρακολούθησε πολλές φορές. Είδε ότι είχε μεγάλη τέχνη και έφτιαξε και έργα και φιγούρες. Έβαλε και ηρωικά έργα. Ήκμαζαν τότε τα ηρωικά έργα. Έβαλε τραγούδι, γιατί αυτός ήτανε ψάλτης της Μητροπόλεως Πατρών, ήτανε και μορφωμένος την εποχή εκείνη γιατί ήξερε και διάβαζε και από την άλλη ήξερε και τραγούδαγε. Έβαλε και τον Διονύσιο με τη φράγκικη ενδυμασία και σατίριζε τα Επτάνησα. Όταν ήρθε στην Αθήνα πρωτόπαιξε — ένα περίεργο πράγμα — στο θέατρο όπου παίξαμε το «Μεγάλο μας τσίρκο». Αυτό ήταν καραγκιοζοθέατρο, ύστερα έγινε θέατρο, κινηματογράφος και από κει επανήλθε πάλι σε θέατρο μεν, αλλά παίχτηκε Καραγκιόζης έμψυχος. Εκεί έγραψε αυτός ο άνθρωπος για να ελκύσει τον κόσμο γιατί ξέρανε ότι δεν πατάει κανένας παρά μόνο άνδρες: «Μεγάλο Οικογενειακό Λαϊκό Θέατρο».
Κι άρχισαν να ετοιμάζονται. Ανέβαζε έργα πολλά. Είχε τρεις βοηθούς. Τον Θοδωρέλο, τον Ρούλια και τον Μέμο. Αυτοί ήταν οι βοηθοί του. Ο αντικαταστάτης του ήταν ο Θοδωρέλος. Ήτανε μεγάλος καραγκιοζοπαίχτης ο Μίμαρος. Λεγόταν Σαρδούμης. Ονομάστηκε Μίμαρος για τις καλές του μιμήσεις. Βέβαια απ’ αυτόν ξεπεταχτήκαν τρεις άνθρωποι. Ο καθένας πήρε το δρόμο του. Ο μεν Ρούλιας ήτανε Ρουμελιώτης και το ύψος και η διανοητικότητά του είχαν αυτό το ρουμελιώτικο, να μιλάει που λέμε καταμούτσουνα. Ο Θοδωρέλος είχε μια λεπτότητα λαϊκής μορφής βέβαια, αλλά ήξερε να σκηνοθετεί γι’ αυτό και ο δάσκαλός του είπε ότι ήταν ο μόνος να τον αντικαταστήσει. Και ο Μέμος, αυτός ήταν από τον Πειραιά και ο καθένας έβγαλε και έναν τύπο δικό του. Ο Ρούλιας που ήτανε και τσολιάς και στο στρατό είχε ταχθεί στο ευζωνικό και από την άλλη ήτανε Ρουμελιώτης, δεν ανεχόταν να βλέπει ενώ τους διώξαμε τους Τούρκους να μας δέρνουν ακόμα με τον Βεληγκέκα. Βγάζει τον μπαρμπα-Γιώργο, σαν θείο του Καραγκιόζη και τόνε δέρνει τον Βεληγκέκα κι έγινε χαλασμός κυρίου και καθιερώθηκε αυτή η φιγούρα. Σιγά-σιγά είπαμε βγάλανε όλοι από έναν τύπο κι έγινε το Ελληνικό Θέατρο Σκιών με τους γνωστούς μας τύπους: με τον Σταύρακα, τον Νιόνιο, τον Μορφονιό, τον Εβραίο. Ο Εβραίος ήκμαζε στη Θεσσαλονίκη, τη Μακεδονία. Εκεί τον έβγαλε ένας Θεσσαλονικιός. Σιγά-σιγά λοιπόν οι άλλοι βγάζανε ηρωικά έργα, όπως ο πατέρας μου τον Κολοκοτρώνη, άλλα πρόσφατα, του Γιαγκούλα, πολλά πράγματα.
Βέβαια ήταν μια εποχή που ήκμασε ο Καραγκιόζης πάρα πολύ στην Ελλάδα. Δεν υπήρχε άλλο θέαμα. Τσάκιζε όλα τα θέατρα τα έμψυχα, ακόμα και το κουκλοθέατρο του μεγάλου του Κονιτσιώτη. Τα πράγματα άρχισαν να σφίγγουν μετά την κατοχή τη γερμανική. Όλοι κοιτάξαμε πως να ζήσουμε, Καραγκιόζη θα παίζαμε; Και εν τούτοις, το ’42 που βγήκα εγώ, γίνηκε το πρώτο Καραγκιοζοθέατρο την εποχή εκείνη στο Μαρούσι, ύστερα στην Κηφισιά και μετά στην Πεύκη, που ήταν η Μαγκουφάνα όπου ήκμαζαν πάρα πολύ τα ηρωικά έργα. Έβαζες κωμωδία με τρεις ανθρώπους μέσα κι έπαιζες. Κι όταν έβαζες ηρωικό και δεν υπήρχε θέση μέσα, ανοίγαμε και τα παράθυρα και τις πόρτες και πληρωμένα τα εισιτήρια απ’ τα πεζοδρόμια. Ήταν ο λαός, ήταν η εποχή της απελευθέρωσης. Από κει κι έπειτα λοιπόν, μετά την απελευθέρωση από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, μπήκαμε στο περιθώριο. Εισέβαλε ο κινηματογράφος, εισέβαλαν οι χοροί, εισέβαλαν τα πάρτι, ό,τι ξενόφερτο υπήρχε, για να μας χαλάσουν μια ομορφιά ηθών και εθίμων του τόπου μας. Το πέτυχαν από μια πλευρά. Η σημερινή νεολαία έχει αρχίσει να τα πετάει από πάνω της. Λοιπόν, εκεί έπρεπε να γίνει ένας σκληρός αγώνας. Όλοι οι καραγκιοζοπαίχτες είχαν σταματήσει να παίζουν. Σε χωριά, εισέβαλε ο κινηματογράφος, με την κινητή μηχανή. Όπου πήγαινε το λεωφορείο, πήγαινε. Τι να παίξει ο Καραγκιόζης τώρα, ο άλλος πήγαινε και έβλεπε κινηματογράφο.
Εγώ όμως δεν έπαψα να κάνω αγώνα σκληρό και να προσπαθώ μέσα στις κατασκηνώσεις και να το βάζω σιγά – σιγά, με γνωριμίες που είχα στις πρεσβείες, στα τσάγια. Θα μου πεις ο Καραγκιόζης μέσα σε πολυτελή διαμερίσματα; Ναι, δυστυχώς από κει ξεκίνησα. Πήγα στο εξωτερικό, γράψανε έξω για το θρίαμβο του Ελληνικού Θεάτρου, αρχίσαν οι δικοί μας να ανταποκρίνονται μετά τους ξένους, να μιλάνε για το Θέατρο Σκιών. Αρχίζει λοιπόν το πράγμα να παίρνει μια καινούργια μορφή. Παίρνουνε θάρρος οι κινηματογράφοι και με καλούν να παίξω μέσα στους κινηματογράφους. Μια φορά τη βδομάδα ο καθένας. Ήμουνα γεμάτος. Ο κόσμος δεν ερχότανε στον Καραγκιόζη. Γι’ αυτό πήγα εγώ στον κόσμο. Και να δεις τότε δουλειά που έγινε! Αναγκάστηκα και το ’κανα αυτό και πέτυχα. Γινόταν πανζουρλισμός.
Σιγά – σιγά λοιπόν, προχώρησε-προχώρησε το πράγμα, άρχισα να ανεβάζω τον Καραγκιόζη με το μπαλέτο της Ραλούς Μάνου και τον Χατζηδάκι. Βέβαια ήτανε ένα σοκάρισμα μεγάλο. Για πρώτη φορά ο Καραγκιόζης με έμψυχο υλικό κι αυτό σε μπαλέτο με κοπέλες. Αλλά αυτό ήταν μια μεγάλη προσπάθεια και έμμεση, να το πω έτσι, ανάδειξη του Θεάτρου Σκιών, ότι μπορεί να προχωρήσει, να πάει ακόμα παραπάνω. Δεν είναι μόνο ο μπερντές.
Μετά ανέβασα το «Ταξίδι» του Γιώργου Θέμελη, σκηνογραφία, σκηνοθεσία και κοστούμια δικά μου στο Κρατικό Θέατρο. Με κάλεσε ο Καραντηνός.
Είχε μεγάλη επιτυχία. Και χειμωνιάτικο και θερινό. Μετά ανεβάζω τον «Καραγκιόζη δικτάτορα» στου Χατζώκου το θέατρο επί δικτατορίας. Τέλος συνεργασία είχα με το Σαββόπουλο το Διονύση. Τρεις χρονιές συνεργαστήκαμε. Από κει κι έπειτα ανεβάζουμε πάλι τον Καραγκιόζη, το «Μεγάλο μας τσίρκο» με την Τζένη Καρέζη, του Καμπανέλλη το «Θεός Λαός» και τη δεύτερη χρονιά άλλο ένα σκέτς.
Έχω πάει πάρα πολύ τον Καραγκιόζη στο εξωτερικό: Αμερική, Καναδά, Κούβα, Μαϊάμι, σ’ όλη την Ευρώπη, σ’ όλη την Αφρική μέχρι Πολωνία και τελευταία στο Βερολίνο της DDR.
Επί δικτατορίας βρισκόμουνα στη Δ. Γερμανία και ύστερα πήγα στη Δανία. Γύρισα όλα τα σκανδιναβικά κράτη με μεγάλη επιτυχία. Κάπου δώδεκα χρονιές, λίγο παραπάνω, πηγαίνω δυο φορές το χρόνο στη Δανία. Εκεί έχω δημιουργήσει και δυο σχολές του Θεάτρου Σκιών. Βρήκα καραγκιοζοπαίχτες στο φεστιβάλ της Πολωνίας από κείνους που είχα διδάξει. Τώρα τι σχέση έχει η ιστορία τους με τον Καραγκιόζη; Ουδεμία. Προσάρμοσα όμως δικά τους πράγματα και φιγούρες, τους δίδαξα πώς γίνονται με απλή ζωγραφική και φιγούρες και παίξιμο και ύφος και κείμενο. Κείμενο έβαλα τα παραμύθια του Άντερσεν. Αμέσως έγινε δικό τους.
Από κει και έπειτα προχωρήσαν τα πράγματα, βγάζω δίσκους του Καραγκιόζη, που ’ναι πάρα πολύ δύσκολο πράγμα, δεν έχει κοινό, παίζεις χωρίς κοινό. Είναι δύσκολο γιατί ο δίσκος δεν είναι τραγούδι που το ακούς αλλά εδώ είναι υπόθεση, είναι έργο. Και είσαι αναγκασμένος να δίνεις εικόνα με λόγο και την παράσταση. Από την άλλη μεριά αυτό ήταν μια αιτία που ανέβηκε ο Καραγκιόζης, με τους δίσκους της «Columbia».
Το ’66 στη Θεσσαλονίκη έρχονται με βρίσκουν και μου λένε πρέπει να κάνουμε τηλεόραση. Ήταν ο Γιώργος Κάρτερ. Κι εκεί λοιπόν έπαιξα κι εκεί είναι δύσκολο γιατί δεν έχεις κοινό. Έπρεπε όμως να δώσω μέσω τηλεόρασης τον Καραγκιόζη σ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας όπου δεν βλέπανε. Γιατί όλα, όλα είχαν συγκεντρωθεί μες στην Αθήνα: αυτή ήταν η Ελλάδα. Θέατρο ήτανε κινηματογράφος ήτανε, ό,τι θες διάτανος ήτανε, μέσα στην Αθήνα. Κι ακόμα συνεχίζεται μέσα στην Αθήνα και στο Λυκαβηττό. Δεν έχουμε τίποτ’ άλλο: Επίδαυρο και Λυκαβηττό. Αυτή είναι η Ελλάδα μας. Οι άλλοι τι κάνουν; Και το κατακρίνω αυτό. Θέλησα λοιπόν να κάνω διάδοση του Καραγκιόζη μέσω τηλεόρασης. Και το πέτυχα. Ο Καραγκιόζης ανοίγεται σ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας.
Σήμερα πηγαίνω μέχρι ακριτικά χωριά, θες είναι νησιά, θες είναι Μακεδονία, θες Ήπειρος, όπου θέλεις έχω φτάσει, στα σύνορα. Και θέλω να αποφύγω τους βεντετισμούς μέσω τηλεόρασης. Είναι ένα θέατρο που ανήκει στο λαό και πρέπει να πας κοντά στο λαό, να έρθεις σ’ επαφή με το λαό, κοντά του. Γι’ αυτό και κάνω θυσίες. Γιατί δεν είμαι παιδάκι, είμαι 60 χρονών σήμερα. Κι εντούτοις το αναγνωρίζουν αυτό που κάνω και πρέπει να το κάνουν όλοι.
Σιγά σιγά λοιπόν δίνεται μια άλλη ευκαιρία: ν’ ανεβάσω «Οδύσσεια» στην τηλεόραση. Η «Οδύσσεια» ήταν μια καινούργια δουλειά που έκανα. Λέω καινούργια γιατί ο Καραγκιόζης είναι με τον μπερντέ, το σαράι και την καλύβα. Άντε το δέντρο ή κάποιο τοπίο. Τα ’βλεπες το ένα από δω, τ’ άλλο από κει. Αν δεν ήτανε δέντρο, θα ’τανε βρύση. Σήμερα το παιδί ζει σε εσωτερικούς χώρους, πάψαν τα χωράφια, πάψαν οι αλάνες που παίζανε τα παιδιά ελεύθερα, παίζει τώρα μέσα στο διαμέρισμα και στο μπαλκονάκι του. Έχει ζήσει λοιπόν τον εσωτερικό χώρο. Του δίνω λοιπόν με την «Οδύσσεια» και τον εσωτερικό χώρο. Αυτή τη στιγμή ο Οδυσσέας πάει στην Κίρκη. Στο παλάτι της Κίρκης παρουσιάζουμε εσωτερικό χώρο. Θες είναι σαλόνι, θες είναι κρεβατοκάμαρες, όλα αυτά γίνονται εσωτερικά, η περισσότερη παράσταση σε εσωτερικούς χώρους. Άλλα τα περάσματα, η σπηλιά με τον Κύκλωπα και ξαφνικά μπαίνει με τους οπαδούς του μέσα στη σπηλιά. Βλέπεις τη σπηλιά, τη φωτιά, κι εκεί μέσα γίνεται και η εκτέλεση. Έγινε μια καινούργια δουλειά με την «Οδύσσεια». Αριστούργημα το ’χουν χαρακτηρίσει πάρα πολλοί δάσκαλοι και καθηγητές και νηπιαγωγοί. Πάρα πολύ ωραία δουλειά. Δεν είναι ότι μαθαίνει το παιδί από το διάβασμα ή από το λόγο του δασκάλου ή καθηγητή, αλλά μαθαίνει οπτικά. Και του μένει στο μυαλό. Αυτό είχε συμβεί και με τους παλαιότερους παίχτες και με την εποχή μου, με τα ηρωικά έργα. Ήξερε όλος ο ελληνικός λαός τον Διάκο, τον Κατσαντώνη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Μπότσαρη, τον Καραϊσκάκη. Όλα αυτά όμως τα ξέρανε σαν ιστορία. Η ιστορία που μαθαίναν τα παιδιά στο σχολείο ήτανε στραβή. Τη δίνανε όπως ήθελε η κάθε κυβέρνηση, σαν ήρωα τον τάδε. Ηρωοποιούσε αυτόν που ήθελε η κάθε κυβέρνηση. Ήταν δικός της. Μη γελιόμαστε. Μάθανε λοιπόν στραβά την ιστορία. Ο μόνος που τα ξεσκέπαζε σωστά, ήταν ο Καραγκιόζης.
Μετά την «Οδύσσεια» ανεβάζουμε τη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», και τους «Βάτραχους» του Αριστοφάνη.
Μετά με καλούνε ν’ ανεβάσω στο χώρο του Λόφου της Αντίστασης έργο αντιστασιακό. Έγραφα ένα, ήτανε μια πάρα πολύ ωραία δουλειά, το παίξαμε τρεις φορές γιατί με καλούσαν και άλλοι δήμοι. Έχει πολλούς κόπους, είναι πανάκριβη παράσταση για να παιχτεί.
Από την άλλη ετοιμάζω τώρα τον «Ερωτόκριτο». Τη λέω καινούργια δουλειά, καίτοι ήτανε μια δουλειά που την είχα κάνει λίγο με τον πατέρα μου σαν ήμουν 11 χρόνων κι ακόμα στο Μουσείο υπάρχουν οι φιγούρες που τις είχα φτιάξει 11 χρονών παιδί και παίξαμε δίχως μπερντέ.
Το Θέατρο Σκιών δεν μπορεί να παραμείνει μόνο στο πανί. Στον «Ερωτόκριτο» τους τύπους τους κάνουν ηθοποιοί. Εγώ κάνω τον ποιητή. Η διδαχή είναι του Καλλέργη. Η μουσική είναι του Δημήτρη Λέκκα, όπως και στους «Βάτραχους» και σε άλλα έργα που έχουμε συνεργαστεί.
Ο Καραγκιόζης πρέπει να πάει μπροστά σαν Θέατρο Σκιών που έχει τις δυνατότητες να το παρουσιάσεις με όποιον τρόπο θέλεις. Φτάνει να μην το φοβάσαι, να ξέρεις τι κάνεις. Να μην κάνεις παράλογα πράγματα. Πρέπει να μείνεις στη λαϊκότητά του. Όπως είναι στις φιγούρες. Έχουν τη λαϊκότητα του σχεδίου της απλής φιγούρας. Είναι κάτι που νομίζω πως δεν πρέπει να σβήσει και να το συγκροτήσουμε όσο μπορούμε. Βέβαια χρειάζεται — και το τονίζω να μην αμελήσει άλλο η κυβέρνηση και το υπουργείο Πολιτισμού. Πρέπει να ενδιαφερθεί. Βέβαια δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να βοηθηθεί και ποτέ δεν με κάλεσαν για το τι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό το Θέατρο. Υπάρχουν πολλά πράγματα, πολλές σκέψεις για να σωθεί αυτό αλλά δεν μπορώ να πάω ζητιανεύοντας. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Μ’ ενδιαφέρει να πούνε δυο άνθρωποι ότι κάτι πρέπει να γίνει. Τι είναι αυτό που θα γίνει; Δεν πρέπει να το χάσουμε, δεν φτάνει μόνο ο λαός που το αγαπάει. Υπάρχει μια υποστήριξη των συλλόγων, των δήμων, των διαφόρων φορέων, εκτός των κρατικών, που το ζητάνε πάρα πολύ κι έτσι εμφανίζεται. Αλλιώς το χάνουμε. Όπως χάνονται και τα δημοτικά και τα λαϊκά τραγούδια και οι χοροί μας έτσι θα χαθεί κι ο Καραγκιόζης. Εύχομαι να συνέλθουν αυτοί που διοικούν σήμερα και να μπορέσουν να το αξιοποιήσουνε χωρίς να χάσει την ομορφιά του και τη λαϊκότητά του. Να μη μείνει ένα θέατρο που όλοι το εγκωμιάζουν στο εξωτερικό κι εδώ αγρόν ηγόρασαν».
Δες κι αυτό:
Ευγένιος Σπαθάρης: «Ο Καραγκιόζης πάει κόντρα σε κάθε καταπίεση»