Ευγένιος Ιονέσκο-Ένας δεξιός αναρχικός
Καυτηρίασε μοναδικά τον αστικό κονφορμισμό και την πνευματική νωθρότητα που οδηγεί σε αποδοχή ακόμα και των πιο φρικιαστικών καθεστώτος όπως ο φασισμός, αν κι ο ίδιος δεν πίστευε στην πολιτική στράτευση του καλλιτέχνη και είχε κατά βάση αντικομμουνιστικές αντιλήψεις.
Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή το 1994 ο ρουμανικής καταγωγής Γάλλος δραματουργός Ευγένιος Ιονέσκο, του οποίου τα πρωτοποριακά έργα, και κυρίως το μονόπρακτο “Η φαλακρή τραγουδίστρια”, έθεσαν τις βάσεις του θεάτρου του Παραλόγου (ή θεάτρου της γελοιοποίησης, όπως προτιμούσε να το αποκαλεί ο ίδιος), αποτελώντας πυλώνες του ρεπερτορίου στα θέατρα όλου του κόσμου. Τα έργα του, που παρωδούν το τετριμμένο αναδεικνύοντας τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν είναι ηττοπαθή, αλλά αντιθέτως λειτουργούν αφυπνιστικά ενάντια στον κονφορμισμό και την αποδοχή του ως τετελεσμένου, ειδικά όταν αυτός παίρνει τη μορφή συμμόρφωσης με καθεστώτα όπως ο φασισμός, τα οποία αντιμάχονταν αν και πολιτικά συντηρητικός ο ίδιος.
Γεννήθηκε στη Σλάτινα της Ρουμανίας στις 26 Νοέμβρη 1909, με την οικογένειά του να μετεγκαθίσταται στη Γαλλία, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας. Επέστρεψε στη Ρουμανία το 1925 και αποφοίτησε από το τμήμα γαλλικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου. Επέστρεψε για διδακτορικές σπουδές στο Παρίσι, στο οποίο εγκαταστάθηκε οριστικά μετά το 1945. Εργαζόμενος ως επιμελητής κειμένων, αποφάσισε να μάθει αγγλικά. Οι κοινότοπες διατυπώσεις του διδακτικού του εγχειριδίου έδωσαν την έμπνευση για τη δημιουργία της Φαλακρής Τραγουδίστριας το 1949. Στη διασημότερη σκηνή του έργου, ένας άντρας και μια γυναίκα φαινομενικά άγνωστοι, ανακαλύπτουν τελικά ότι είναι σύζυγοι, μέσα από διαλόγους για τον καιρό, τα παιδιά τους και το πού ζουν. Το θέμα της ανθρώπινης αποξένωσης και της έλλειψης επικοινωνίας θα αποτελέσει επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό των δραμάτων του.
Σε άλλα του μονόπρακτα, όπως “Το μάθημα” και “Οι καρέκλες” συνεχίζει να σαρκάζει την εγωπάθεια, την απομόνωση και την αβελτηρία που καλλιεργούνται στους ανθρώπους της αστικής κοινωνίας, ενώ σημαντικό έργο της δεύτερης περιόδου του είναι ο “Δολοφόνος χωρίς αμοιβή”, όπου εισάγει τον ήρωα Μπερανζέ, που θα ξανασυναντήσουμε σε άλλα έργα του συγγραφέα όπως Ρινόκερος, Ο βασιλιάς πεθαίνει, Ο πεζός στον αέρα. Από αυτά χωρίς αμφιβολία το διασημότερο είναι ο Ρινόκερος, το οποίο γράφτηκε το 1959, στο οποίο ο Ιονέσκο επεξεργάζεται με το δικό του τρόπο τη φρίκη του ναζισμού και του φασισμού. Σε αυτή την δηκτική και βιτριλιοκή κοινωνική αλληγορία, ο Μπερανζέ βλέπει το φίλο του Ζαν και μετέπειτα όλη την πόλη να προσβάλλεται από “ρινοκερίτιδα”. Ο μόνος που αντιδράσα στην επιδημία αυτή είναι ο φτωχός υπάλληλος Μπερανζέ, κάτι που του στοιχίζει μοναξιά κι εγκατάλειψη απ’ όλους, ακόμα κι από την αγαπημένη του. Ο Ιονέσκο καταδεικνύει σε αυτό το έργο σταθμός την ευκολία με την οποία ο συμβιβασμός και η αποχαύνωση στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας καλλιεργούν τη λογική της υποταγής, αλλά και του εθισμού -προϊόντος του χρόνου- στο κακό, στο οποίο καταλήγει να είναι στην καλύτερη παθητικός θεατής και στη χειρότερη ενεργός συμμέτοχος. Όσοι κρατούν τις ανθρώπινες αντιδράσεις τους αρνούμενοι να μιμηθούν τη φρενίτιδα, εξοστρακίζονται από ένα κοινωνικό σύνολο ως παρίες.
Στο ύστερο έργο του Ιονέσκο, ο ίδιος απομακρύνεται κάπως από την πνευματώδη εξερεύνηση του παραδόξου και καταδύεται σε έναν κόσμο ονείρων, οραμάτων και εξερεύνησης του υποσυνείδητου. Θεωρώντας πως αρκετοί κριτικοί θεάτρου παρερμήνευαν το έργο του, αφιερώθηκε και στη συγγραφή θεωρητικών έργων όπου προσπαθούσε να δώσει τις δικές του εξηγήσεις πάνω στα έργα του και τις βασικές αρχές που διέκριναν τη δραματουργία του. Χάρη στον Ιονέσκο ένα κοινό συνηθισμένο στον τυπικό ρεαλισμό της θεατρικής αναπαράστασης, εξοικειώθηκε με σουρεαλιστικές τεχνικές και ανατροπή των προσδοκιών του καθώς και τον θεατρικών συμβάσεων. Το 1970 εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του τιμήθηκε με πλήθος διακρίσεων εντός κι εκτός Γαλλίας.
Παρότι το θέατρο του όπως είδαμε ήταν ντε φάκτο πολιτικό, ο ίδιος ήταν αντίθετος στην ιδέα της στρατευμένης τέχνης, και για το λόγο αυτό είχε αρνηθεί και πρόταση συνεργασίας με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, οι σχέσεις με το οποίο και τους διανοούμένους που συνδέονταν μαζί του παρέμεναν έκτοτε τεταμένες. Ο ίδιος περιέγραφε τον εαυτό του ως “αντιμαρξιστή” και “δεξιό αναρχικό” και θεωρούσε πως ο καλλιτέχνης, ακόμα κι αν συμμετείχε σε κάποιο κόμμα, έπρεπε να είναι υπεράνω αυτών. Ο αντισοβιετισμός του τον έκανε τη δεκαετία του ’70 ιδίως να στηρίξει όλους τους αντιφρονούντες που έρχονταν στη Γαλλία εκείνη την περίοδο, μεταξύ των οποίων και το φιλοφασίστα Σολζενίτζιν. Μάλιστα, το έργο του “Ο άνθρωπος με τις βαλίτσες” (1975) έχει ως πηγή έμπνευσης του τους εν λόγω αντιφρονούντες. Στο θεατρικό ο ήρωας περιδιαβαίνει μια άγνωστη ξένη χώρα με τρεις βαλίτσες. Καθώς στριμώχνεται από τις αρχές, που εν προκειμένω αντιπροσωπεύουν την αριστερή διανόηση της εποχής, νιώθει τις άλλες δυο βαλίτσες να βαραίνουν ολοένα και περισσότερο, πιθανόν αντανακλώντας το συνειδησιακό βάρος του αντιφρονούντα καλλιτέχνη, όπως το αντιλαμβανόταν ο συγγραφέας.