«Για το ανάκτορο της Άνω Τούμπας θα βάλουμε καημό!»
Το Από Κοινού Θέατρο μας εκπλήσσει θετικά με μια ακόμα παράστασή του. Η Ελένη Γερασιμίδου στο «Ανάκτορο της Άνω Τούμπας» αναμετριέται παλικαρίσια με τον απαιτητικό ρόλο – μονόλογο. Το έργο είναι γεμάτο από σκληρές αλήθειες, γλυκόπικρες στιγμές συγκίνησης, αλλά και γέλιου, που η αγαπημένη ηθοποιός φιλτράροντας μέσα από το πλούσιο υποκριτικό της ταλέντο, την παιδεία και την ευαισθησία της μεταφέρει από τη «βεράντα» της… στη «βεράντα» του θεατή.
«Απ’ την Άνω Τούμπα ως την Κάτω Τούμπα/ είναι η ζωή μας κι η διαδρομή μας/ κι άμα κουραστείς, κι αν απελπιστείς/ απάνω μου ακούμπα/ ως την Κάτω Τούμπα,/ ως το τέρμα της ζωής…» λέει ο στίχος του Πυθαγόρα. Το τραγούδι (μουσική Χρ. Νικολόπουλου) που ερμηνεύει με την υπέροχη φωνή του ο Θεσσαλονικιός Πασχάλης Τερζής, περιγράφει με χρώματα μελαγχολικά τον κύκλο της ζωής ενός κομματιού της Ελλάδας την εποχή μετά τον πόλεμο· χιλιάδες ανθρώπων που υπομένουν με στωικότητα τη φτώχεια και τη σκληρότητα της εποχής, έχοντας για ασπίδα τους την αξιοπρέπεια και την αγάπη.
Ένα άλλο κομμάτι της Ελλάδας, την ίδια περίοδο αποφάσισε να μακρύνει το βήμα του, να ξεφύγει από τη «διαδρομή» και να κυνηγήσει το όνειρο για μια καλύτερη ζωή στην ξενιτιά. Η «κυρία Αγάπη», η ηρωίδα του θεατρικού έργου του Παναγιώτη Μέντη «Το ανάκτορο στην Άνω Τούμπα», άφησε την Άνω Τούμπα κι εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Γερμανία.
Πρόσφυγες οι γονείς της, δούλεψαν σκληρά για να πραγματοποιήσουν το όνειρο της ζωής τους, να χτίσουν το δικό τους σπίτι, να το χαρούν «όλοι μαζί σαν οικογένεια» και να επιστρέψουν συνταξιούχοι («με τη γερμανική σύνταξη, όχι την ελληνική»…) για να ζήσουν εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής τους.
Αυτό ήταν το όνειρο και της «κυρίας Αγάπης», που στα πιο τρυφερά της χρόνια γνώρισε τι θα πει ξεριζωμός, και έζησε τις προσπάθειες των γονιών της ν’ αποχτήσουν το δικό τους κεραμίδι. Το οικόπεδο αγοράστηκε, και με σκληρή δουλειά κι αιματηρές οικονομίες, η οικογένεια άρχισε να χτίζει το «ανάκτορό» της, που δεν ήταν άλλο από μια μονοκατοικία στην όχθη του μεγάλου ρέματος που διασχίζει την Άνω Τούμπα της Θεσσαλονίκης. Εκεί, δίπλα στο ρέμα, φύτεψαν τη δική τους ρίζα, που, όπως πίστευαν, θα ’κανε τη ζωή της οικογένειας ν’ ανθίσει και να καρπίσει, όπως των ανθρώπων που τα σπίτια τους έβλεπαν στην παραλία… Μια μονοκατοικία σε δυο επίπεδα, «μεζονέτα» όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται στις μέρες μας, στην οποία επένδυσαν εκτός από οικονομίες και κόπους, προσδοκίες που ξέφευγαν από τα ανθρώπινα, πεπερασμένα όρια…
Το ημιτελές κτίσμα κλειδαμπαρώθηκε και η αποπεράτωσή του βάρυνε τους ώμους της κυρίας Αγάπης που στο μεταξύ μεγάλωσε, παντρεύτηκε κι έκανε τη δική της οικογένεια. Κι όπως οι δικοί της γονείς, έτσι κι η ίδια με τον άντρα της και τα παιδιά της, κάθε καλοκαίρι ξέφευγαν απ’ το μαγκάνι της ξενιτιάς για να επιστρέφουν στην Άνω Τούμπα και να αναστήσουν σιγά σιγά το όνειρο. Ένα όνειρο που το έντυσαν χρόνο με το χρόνο με «τα καλύτερα υλικά»: μάρμαρο στην πρόσοψη, ακριβά ξύλινα πατώματα, «ντουλάπια κρεμαστά», «μπανιέρα στο λουτρό»…
Όμως η ζωή δεν συμβαδίζει πάντα με τα όνειρα των ανθρώπων. Πολλές φορές στέκεται σκληρή απέναντί τους. Η «κυρία Αγάπη» με τη «γερμανική σύνταξη» απόμεινε μόνη στο «ανάκτορό» της να τρώγεται με τον ενοχλητικό γείτονα και τα άψυχα ντουβάρια. Να είναι άραγε τυχαίο που όλο το έργο εκτυλίσσεται στη βεράντα της μονοκατοικίας, δηλαδή έξω από το σπίτι; Μάλλον συμβολικό – τα πολλά δωμάτιά του, αν και άδεια από ανθρώπους, δεν χωράνε πια την «κυρία Αγάπη»…
Το Από Κοινού Θέατρο μας εκπλήσσει θετικά με μια ακόμα παράστασή του. Η αγάπη των ανθρώπων του για το ελληνικό έργο και μια πρόταση της Ελένης Γερασιμίδου στον Παναγιώτη Μέντη, τράβηξαν τον κινητήριο μοχλό για να γράψει ο βραβευμένος συγγραφέας «Το ανάκτορο στην Άνω Τούμπα».
Μεταφέροντας από το υποσυνείδητό του υλικό που προϋπήρχε, ο Παναγιώτης Μέντης συνθέτει έναν μονόλογο – ποταμό, γεμάτο εικόνες, μυρωδιές, μνήμες, και ήχους μια εποχής που αν και τα χρώματά της ξεθώριασαν στο πέρασμα του χρόνου, οι πληγές από τα τραύματά της δεν έσβησαν ακόμα.
Η Ελένη Γερασιμίδου, ως «κυρία Αγάπη», μόνη στη σκηνή αναμετριέται παλικαρίσια με τον απαιτητικό ρόλο, καταθέτοντας ψυχή και – σίγουρα – προσωπικά βιώματα. Το έργο είναι γεμάτο από σκληρές αλήθειες, γλυκόπικρες στιγμές συγκίνησης, αλλά και γέλιου, που η αγαπημένη ηθοποιός φιλτράροντας μέσα από το πλούσιο υποκριτικό της ταλέντο, την παιδεία και την ευαισθησία της μεταφέρει από τη «βεράντα» της… στη «βεράντα» του θεατή.
Αν η Αγγελική Ξένου, που σκηνοθέτησε την παράσταση, ήθελε ν’ αναδείξει όλα όσα θέλει να επικοινωνήσει ο συγγραφέας, χωρίς παρεμβατισμούς και εντυπωσιασμούς, με τρόπο απλό και ουσιαστικό, μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά ότι πέτυχε το σκοπό της. Οι σκηνές εναλλάσσονται με όμορφο τρόπο και η επιλογή των μουσικών κομματιών που λειτουργούν συνδετικά είναι άκρως πετυχημένη, εξοβελίζοντας και τον παραμικρό – δικαιολογημένο, είναι η αλήθεια – δισταγμό, που μπορεί να έχει ο υποψήφιος θεατής μιας παράστασης για ένα ρόλο – μονολόγου.
Στα θετικά της παράστασης συγκαταλέγονται το σκηνικό και η εικαστική επιμέλεια του Κώστα Βελινόπουλου, καθώς και το βιβλιαράκι – πρόγραμμα, με το έργο, και υλικό για τη μετανάστευση, που «βάζει» τους νεότερους θεατές στο κλίμα της δεκαετίας του ‘60 στην οποία εκτυλίσσεται το έργο.
Το μοναδικό αρνητικό σημείο το εντοπίζουμε στον πολύ μικρό αριθμό παραστάσεων που ανακοινώθηκε. Από την πρεμιέρα στις 17 του Μάρτη, μέχρι τις 21 του Απρίλη 2019 (κάθε Κυριακή και Δευτέρα, στο Από Κοινού Θέατρο), είναι ζήτημα πόσοι θα προλάβουν να τη δουν. Γι’ αυτό, καλό θα είναι να βρεθεί ένας τρόπος η παράσταση να μην κλείσει οριστικά, τόσο σύντομα, τον κύκλο της.
Γεμάτα τρένα στους σταθμούς, άνθρωποι, βαλίτσες, δακρυσμένα μάτια, ροζιασμένα χέρια, φάμπρικες να σφυρίζουν, η φωνή του Καζαντζίδη, συνθέτουν το σκηνικό της μετανάστευσης εκείνη την εποχή. Σήμερα, που προσφυγιά και μετανάστευση είναι πάλι εδώ, επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά πως όσο κι αν οι εποχές αλλάζουν, παραμένει ίδια η ανάγκη των ανθρώπων για μια ζωή απαλλαγμένη από τη φτώχεια, τη μετανάστευση και την προσφυγιά· σε συνοικίες χωρίς μπαζωμένα ρέματα, όπου όλα τα σπίτια των ανθρώπων θα μοιάζουν με ανάκτορα και θα σφύζουν από ζωή και δημιουργία.
«Τα όνειρα δεν απαγορεύονται, αλλά τις περισσότερες φορές διαψεύδονται. Αυτό ήθελα να καταθέσω γράφοντας αυτό το έργο», σημειώνει ο συγγραφέας. Τα όνειρα δεν κλείνονται ανάμεσα σε τοίχους, ούτε χωράνε κάτω από ένα κεραμίδι. Η ευτυχία βρίσκεται εκεί που θέλει να τη δει ο καθένας. Ψήγματά της μπορούμε ν’ ανακαλύψουμε ακόμα κι ανάμεσα στις πιο μαύρες στιγμές. Πολλές φορές περνάει δίπλα μας – όπως περνάει κι η ζωή δίχως να συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι αιώνια – και φτάνει ν’ απλώσουμε το χέρι, να την αγγίξουμε και να μας αγγίξει (κι άλλοτε φτάνει να ενώσουμε οι άνθρωποι τα χέρια μεταξύ μας για να την συναντήσουμε)…
Όταν το συνειδητοποιήσουμε, τότε γίνεται πιο διακριτός ο δρόμος της ελευθερίας που ξανοίγεται μπροστά μας. Η «κυρία Αγάπη» το συνειδητοποιεί, δείχνοντας έτοιμη ν’ απαλλαγεί απ’ τα δεσμά του «ανάκτορου» – φυλακής και να ζήσει αυτά που δεν άδειαζε τόσα χρόνια να ζήσει: «Τόσα ανάκτορα γκρεμίστηκαν σ’ αυτή τη χώρα, για το ανάκτορο της Άνω Τούμπας θα βάλουμε καημό!»… Έλα ντε!
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback