«Η Φουέντε Οβεχούνα το ’κανε!»

Το θεατρικό έργο «Φουέντε Οβεχούνα» του κατήγορου της κοινωνικής καταπίεσης Λόπε ντε Βέγα, συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματουργίας. Το εμβληματικό, ομώνυμο έργο του Θάνου Μικρούτσικου αποτελεί μια από τις πιο λαμπρές στιγμές έμπνευσης και δημιουργίας του μεγάλου μας συνθέτη.

Ο σπουδαίος δραματουργός και ποιητής Λόπε ντε Βέγα είναι ίσως ο πιο φημισμένος, μαζί με τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες, «πατέρα» του Δον Κιχώτη, Ισπανός συγγραφέας, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του ισπανικού κλασικού θεάτρου και ένας από τους πιο παραγωγικούς συγγραφείς στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Ο Λόπε ντε Βέγα γεννήθηκε στις 25 του Νοέμβρη 1562 και έφυγε από τη ζωή στις 27 του Αυγούστου 1635. Σύμφωνα με βιογράφο του, του αποδίδονται «3.000 σονέτα, 3 μυθιστορήματα, 4 νουβέλες, 9 επικά ποιήματα και περίπου 1.800 θεατρικά έργα, από τα οποία 480 έχουν διασωθεί»!

Το διαχρονικό έργο του με τίτλο «Φουέντε Οβεχούνα» γράφτηκε το 1614 και συγκαταλέγεται  στα αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματουργίας.

«Ένας ατίθασος αμφισβητίας, ένας διαφωτιστής των λαϊκών μαζών στα μέσα του 16ου αιώνα στην Ισπανία ο Λόπε Φελίξ Ντε Βέγα Κάρπιο (1562-1635), μαχητής από παιδί του λυρικού λόγου και αναγνωρισμένος δραματουργός στα 23 του χρόνια, δόξασε το ισπανικό αναγεννησιακό θέατρο με 1800 έργα του, «Δράματα της κάπας και του σπαθιού», κωμωδίες και θρησκευτικές ηθικολογίες, για να αναδειχτεί ο ίδιος μέσα απ’ αυτά ακαταπόνητος τεχνίτης του λόγου, «φοίνικας της μεγαλοφυίας», όπως τον χαρακτήρισαν οι σύγχρονοι φίλοι κι εχθροί του. Τα έργα του, κράμα ιπποτικού ρομαντισμού και ρεαλιστικής ηθογραφίας, λευτερωμένα από τους κανόνες των τριών ενοτήτων του κλασικού θεάτρου, είναι δομημένα με μαστορική τόλμη, φαντασία, αίσθηση του δραματικού και κωμικού, γεμάτα ήχους και χρώματα της σπανιόλικης γης» σημειώνει η αξέχαστη Θυμέλη (Αριστούλα Ελληνούδη) σε κριτική της στο Ριζοσπάστη (15 του Απρίλη 1977), για την παράσταση «Φουέντε Οβεχούνα», που ανέβηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Γενάρης-Απρίλης 1977) και στο Εθνικό Θέατρο τον Απρίλης του 1977, σε μετάφραση Καίτης Κάστρο, και σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη.

«Χωριάτη της Φουέντε Οβεχούνα, αυτοί είναι οι βασιλιάδες της Καστίλιας
Ξένοι, εχθροί για σένα, σήκωσε το κεφάλι από τη γη σου
Η μοίρα σου εσύ, εσύ μονάχος είσαι, στα χέρια κανενός μη την αφήνεις…»

Ο σπουδαίος δραματουργός μεταφέρει στη σκηνή την πραγματική ιστορία των κατοίκων του χωριού Οβεχούνα της Ισπανίας του 1470,  που ξεσηκώνονται εναντίον του αδίστακτου κι αιμοβόρου διοικητή και της φρουράς του και τους εξοντώνουν. Παρά τα σκληρά βασανιστήρια που υπέστησαν  στη συνέχεια, από τον δικαστή που ο όρισε ο βασιλιάς για να βρει και να τιμωρήσει τους ενόχους, δεν βρέθηκε ούτε ένας κάτοικος του χωριού να ομολογήσει. Στην ερώτηση του δικαστή «ποιος σκότωσε τον διοικητή» όλοι απαντούν σα μια φωνή: «Η Φουέντε Οβεχούνα το ’κανε!».

Δίνοντας την ιδεολογία του Βέγα και την πολιτική του παραίνεση, μέσα από το συγκεκριμένο έργο, προς την ανώτατη εξουσία της εποχής του, η Θυμέλη συνεχίζει: «Αυτός ο ποιητής, ιππότης, ερωτομάχος, καλόγερος, αντιφεουδαλιστής, συνοδοιπόρος των λαϊκών αγροτικών μαζών, κατήγορος της κοινωνικής καταπίεσης, πρωτομάχος του ταξικού θεάτρου – όσο κι αποδέχονταν σαν ανώτερη εξουσία τη βασιλεία – δεν δίστασε να αμφισβητήσει, να σατιρίσει ακόμη και το σύμβολο του «καλού Βασιλιά», που ωστόσο έχει χρέος να ομολογήσει τα αμαρτήματα και τα λάθη του ή να συγχωρήσει τα αμαρτήματα των άλλων για να διατηρήσει την εθνική ενότητα, αλλά και να επιβεβαιώσει τον χαρακτηρισμό του, τιμωρώντας τους τυραννικούς προς το λαό άρχοντες. (…)Μόνη ελπίδα να γλιτώσουν οι καταπιεσμένες λαϊκές μάζες, η φτωχοαγροτιά, από τη μάστιγα των «σταυροφόρων» ιπποτών-φεουδαρχών, είναι ο έλεγχος και η τιμωρία τους από μια δίκαιη βασιλική εξουσία».

Η μουσική και τα τραγούδια της παράστασης «Φουέντε Οβεχούνα» γράφτηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο τον χειμώνα του 1976. Τους στίχους έγραψε ο σκηνοθέτης Γιώργος Μιχαηλίδης, βασιζόμενος στο κείμενο του Λόπε ντε Βέγα. Το έργο κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1977, από τη «Λύρα», με ερμηνευτές τη Μαρία Δημητριάδη, που εμφανιζόταν και στην παράσταση, τον Γιώργο Μεράντζα (σε τρία τραγούδια, το ένα μαζί με τη Σοφία Σπυράτου), ενώ τραγουδούν επίσης ο συνθέτης, ο Γιώργος Μιχαηλίδης και χορωδία.

«Άλογο δίχως καβαλάρη φεύγει πέρα
κι ένα σπαθί σαν δέντρο ορθό στο χώμα
κόρη που έσπερνες τη μέρα, γυναίκα που θερίστηκες το γιόμα…»

Μετατρέποντας σε λέξεις την ατμόσφαιρα της παράστασης (και της πραγματικής ιστορίας) η Θυμέλη καταλήγει: «Μέσα από την πολύπλοκη δράση του [έργου] που διανθίζεται με γλέντια, ερωτικές σκηνές, κουβέντες της αγροτιάς από τη μια και των παλατιανών και αρχόντων απ’ την άλλη, η σπονδυλική στήλη και ο στόχος είναι ένας: πώς και γιατί ξεσηκώνεται η αγροτιά της Οβεχούνα ενάντια στον άρχοντα, που κλέβει το βιός της, βιάζει τις γυναίκες της, συνθλίβει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά της και παίρνει τη δίκαιη εκδίκησή της, σκοτώνοντας το δυνάστη και τους μισθοφόρους του. Ο λαός της Οβεχούνα σε μια στιγμή επαναστατικής μεγαλοσύνης, θα αντιμετωπίσει τα βασανιστήρια του ανακριτή, που ερευνά με εντολή του βασιλιά ποιος είναι ο υποκινητής του ξεσηκωμού και δολοφόνος του άρχοντα, σαν ένας άνθρωπος – μια καρδιά. Η μεσαιωνική τρομοκρατία δεν θα αποσπάσει άλλη απάντηση από γέρους, παιδιά, γυναίκες του λαού, παρά μονάχα μια: «Η Φουέντε Οβεχούνα το ’κανε!». Η απάντηση αυτή που συμπυκνώνει το νόημα των λαϊκών αγώνων, έτσι όπως κορυφώνεται δραματουργικά  από τον Βέγα ή δράση και ο ξεσηκωμός του λαού, δίκαια κατατάσσουν το έργο στα αριστουργήματα του κλασικού θεάτρου».

Το «Φουέντε Οβεχούνα», ο τρίτος στη σειρά δίσκος του Θάνου Μικρούτσικου (προηγήθηκαν τα «Πολιτικά τραγούδια» (1945) και η «Καντάτα για τη Μακρόνησο» (1976), αποτελεί εμβληματικό έργο της περιόδου μετά την πτώση της εφτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας των συνταγματαρχών, όπου ανθεί το πολιτικό τραγούδι. Αποτελεί ταυτόχρονα μια από τις πιο λαμπρές στιγμές έμπνευσης και δημιουργίας του μεγάλου μας συνθέτη, και σημαντικό σταθμό στην πορεία της Μαρίας Δημητριάδη και του Γιώργου Μεράντζα.

Λυρισμός και δυναμισμός αλληλοδιαδέχονται και αλληλοσυμπληρώνονται στη μουσική και τα τραγούδια (εξαιρετικοί οι στίχοι του Μιχαηλίδη) μεταφέροντας στον ακροατή «εικόνες» της εποχής, συμπυκνώνοντας στο σώμα τους όλη την ουσία των νοημάτων και μηνυμάτων που ήθελε να στείλει ο Λόπε ντε Βέγα.

«Μεγάλο ποτάμι φουσκωμένο, η οργή του λαού,
κυλάει πάνω απ’ τα χωράφια, ποιος τη σταματάει,
ποιος τη σταματάει, ποιος, ποιος τη σταματάει…»

Διανύοντας την πέμπτη δεκαετία από την κυκλοφορία του, ο δίσκος, αν και γράφτηκε για το θέατρο, χάρη στη διαχρονικότητα και τον παλμό των μηνυμάτων του Βέγα και την ομορφιά και τη δύναμη της μουσικής του Μικρούτσικου, ξέφυγε από τον πρώτο κιόλας καιρό από τα όρια της θεατρικής σκηνής και αγκαλιάστηκε από το λαό. Κάποια από τα τραγούδια, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη «Μπαλάντα του ξεσηκωμού» συνοδεύουν όλα αυτά τα χρόνια τους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, εμπνέοντας και συγκινώντας και τις νεότερες γενιές.

Ο Λόπε ντε Βέγα καταφέρνει με τη δύναμη του «Φουέντε Οβεχούνα», να ξεπεράσει τα γεωγραφικά όρια της φεουδαρχικής Ισπανίας και την εποχή του και να σπείρει το σπόρο της αμφισβήτησης της κυριαρχίας των εκμεταλλευτών στους αδικημένους και καταπιεσμένους όλων των εποχών και όλου του πλανήτη, όπου και για όσο επικρατεί η ταξική κοινωνία της εκμετάλλευσης: Τίποτα δε μένει στάσιμο. Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο δεν είναι αιώνια και μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτή…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: