Κάρολος Κουν: «Να δούμε τι συμφέρει στο θέατρο»
“Μέσα σ’ εκείνη τη συμφορά πηγαινοερχότανε να οργανώσουμε το Θέατρο Τέχνης! Τα υπόλοιπα προβλήματα της ζωής του τα είχε λύσει…(Ο Κάρολος Κουν) έμοιαζε να αγνοεί το κακό που ήταν γύρω του”. Ο Ασημάκης Πανσέληνος εξιστορεί πώς ιδρύθηκε το ιστορικό θέατρο, μέσα στο μαύρο σκοτάδι της Γερμανικής Κατοχής.
Κάρολος Κουν και Θέατρο Τέχνης, και αντίστροφα. Οι μυθικές διαστάσεις αυτής της συνύπαρξης διατηρούνται αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου, 77 χρόνια από την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης και 32 χρόνια από το τελευταίο ταξίδι του μέγιστου θεατράνθρωπου. Τρία χρόνια πριν από τον Κάρολο Κουν, σαν σήμερα, την 1η του Σεπτέμβρη 1984, έφυγε από τη ζωή ο Ασημάκης Πανσέληνος. Μάλλον σε λίγους είναι γνωστό σήμερα ότι ο σημαντικός αυτός λογοτέχνης, δοκιμιογράφος, πεζογράφος, ποιητής, κριτικός, δημοσιογράφος, υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος του νεοσύστατου οργανισμού, που ιδρύθηκε μέσα στην καταχνιά της Γερμανικής Κατοχής, το 1942.
Ο Ασημάκης Πανσέληνος γεννήθηκε το 1903. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος. Τη δεκαετία του 1930 υπερασπιζόταν στα δικαστήρια καθημερινά απεργούς εργάτες που διώκονταν για τη δράση τους. Στη δικτατορία του Μεταξά πιάστηκε και φυλακίστηκε για αντικαθεστωτική δράση. Στην Κατοχή και στον εμφύλιο ήταν ενταγμένος στην Αντίσταση. Από τους Ιταλούς κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ και από τους Άγγλους στο Χασάνι. Μετά το τέλος του εμφύλιου, το 1950-51 εκλέχτηκε βουλευτής Λέσβου με το κόμμα Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ένα από τα κόμματα που συγκρότησαν το ΕΑΜ). Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1921. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και έντυπα όπου δημοσίευσε με διάφορα ψευδώνυμα ποιήματα και πεζά, άρθρα και κριτικά δοκίμια.
Στο βιβλίο του Τότε που ζούσαμε (εκδ, Μεταίχμιο, Αθήνα 2013) ο Ασημάκης Πανσέληνος καταγράφει αυτοβιογραφικά ενθυμήματα μέχρι και τα χρόνια της Κατοχής. Στις σελίδες του βιβλίου ο συγγραφέας θυμάται τον Κάρολο Κουν και εξιστορεί πώς ιδρύθηκε το Θέατρο Τέχνης, περιγράφει σκηνές από την καθημερινότητα και τις σχέσεις των ηθοποιών με τον Κάρολο Κουν και μεταξύ τους, στις πρόβες και στις παραστάσεις, μεταφέροντας ταυτόχρονα το κλίμα της εποχής. Μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο:
«Γυρίζοντας σπίτι καθώς μπήκα μες στο γραφείο είδα τον Κάρολο Κουν να με περιμένει ήρεμος όπως πάντα. Κάτι έβγαζε από την τσέπη του, το έριχνε ορμητικά μες στο στόμα του και μασούσε. Μέσα σ’ εκείνη τη συμφορά πηγαινοερχότανε να οργανώσουμε το Θέατρο Τέχνης! Τα υπόλοιπα προβλήματα της ζωής του τα είχε λύσει με σταφίδες και λούπινα. Μπορώ να πω πως πέρασα δύσκολες μέρες, όμως τα λούπινα δεν τα ’χα ως τότε γευτεί. (…)Κι ωστόσο ο Κάρολος κυριαρχημένος από την ιδέα του μέσα σ’ αυτή την αντάρα, έμοιαζε να αγνοεί το κακό που ήταν γύρω του, πίστευε στην αιθρία κι όταν μιλούσε είχε η μορφή του πεποίθηση δονκιχωτική. Πρέπει, έλεγε, να βιαστούμε, λες κι ήταν το Θέατρο Τέχνης βασική προϋπόθεση της απελευθέρωσης. Λες κι είχανε δώσει τα λούπινα κι οι σταφίδες μεγάλα περιθώρια στο ιδανικό. (…)Ο Κάρολος είχε μέσα του στοιχείο αποστολικό, να τραβά και να οιστρηλατεί τους ανθρώπους.
(…)Το Θέατρο Τέχνης λοιπόν μαζευτήκαμε και το φτιάξαμε, κάποιο απόγευμα του 1942, μέσα στην άψη της πείνας, λίγοι άνθρωποι, θεατρίνοι και διανοούμενοι. Προηγηθήκανε πολλές συζητήσεις. Ο Κουν ήθελε οργάνωση για να ’χει το θέατρο προβολή, αλλά ήθελε, με το δίκιο του, και ανεξαρτησία και να ’χει πάντα τον έλεγχό του. Δύσκολα πράματα. Ήταν, θυμάμαι, ο Κάρολος, η Δώρα Στράτου, ο Γιάννης Στεφανέλλης, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Λυκούργος Καλλέργης, ο Κώστας Χατζηαργύρης, ο Σεβαστίκογλου κι εγώ. Δεν θυμάμαι αν ήταν κι άλλοι. Θυμάμαι μόνο πως όλοι μιλούσαν και μασούσαν συγχρόνως, σταφίδες, λούπινα, πασατέμπα, γιατί ήταν χαραχτηριστικό των καιρών, να μασάς συνεχώς και να μη χορταίνεις.
Φτιάξαμε τελικά σωματείο με τ’ όνομα «Θέατρο Τέχνης» και καταστατικό που πρόβλεπε -αν θυμάμαι καλά – τη συγκρότηση κι άλλων θιάσων. Μεγάλες φιλοδοξίες. Το συμβούλιο καταρτίστηκε από μας κι εμάς. Η κυρία Στράτου δεν θέλησε να είναι πρόεδρος. Έγινε Γενική Γραμματέας, κι έγινα πρόεδρος εγώ, σαν πιο ξένος προς το θέατρο και σα δικηγόρος. Ο Κάρολος είχε ιδιαίτερη φροντίδα για νομιμότητα, κι απόδινε στους δικηγόρους θαυματουργές ιδιότητες. Είμαι βέβαιος πως με πρόεδρο εμένα (και την Έφη πληρεξούσιο δικηγόρο) ένιωθε ιδιαίτερη ασφάλεια. Κάποτε μόνο μού είπε πως άλλοι με θεωρούν όργανο της Ιντέλιτζενς κι άλλοι της Γκεπεού. Εγώ του εξήγησα πως είναι μέσα στη φύση του πνεύματός μου να με υποπτεύονται όλοι!
Δεν είμαστε μόνοι στο εγχείρημα εκείνο. Ήταν γύρω από το θέατρο συγκεντρωμένος ένας πυρήνας διανοουμένων φανατικός, ο Πλωρίτης, ο Θεοτοκάς, ο Ελύτης, ο Χουρμούζιος, ο Καρύδης, ο Γκάτσος, ο Τσαρούχης, ο Τερζάκης, ο Ευελπίδης, τους γράφω όπως τους θυμούμαι, ανακατωτά, κι άλλοι πολλοί, άλλοι κοντότερα, άλλοι μακρύτερα, που αποτελούσαν το ευρύτερο επιτελείο. Οι ηθοποιοί μας ήταν όλοι δημιουργήματα Κουν· κοντά στον Διαμαντόπουλο και τον Καλλέργη, εκλεκτά νούμερα ο Ζερβός, ο Χατζημάρκος, ο Γιολάσης. Και γυναίκες, η Βάσω Μεταξά, η Μαρία Γιαννακοπούλου, (αλησμόνητες), η Καίτη Λαμπροπούλου, η Σμαρώ Στεφανίδη. Η Ελένη Χατζηαργύρη κι αργότερα η Αλέκα Κατσέλη. Την Αλέκα Κατσέλη δεν τη θυμάμαι πολύ· είχα πια φύγει.
(…) Για να γυρίσουμε πάλι στο θέατρο, ο Κουν ερχόταν αγουροξυπνημένος στο Ωδείο της οδοού Φειδίου, μα ευτύς μόλις άρχιζε η πρόβα, ξυπνούσε και γουρλώναν τα μάτια του από την ένταση. Είχε πάντα στην τσέπη του ένα κομμάτι χαλβά ταχινένιο, τον θρυμμάτιζε με επιδεξιότητα, χωρίς να τον βγάζει και ενίσχυε μ’ αυτόν τους ηθοποιούς που από την πείνα δεν άντεχαν στην εξουθενωτική του διδασκαλία. Ήταν στη διδαχή του αδυσώπητος. Κάποτε η Ελένη Χατζηαργύρη έπαθε κρίση κι άρχισε να κλαίει, γιατί δεν μπορούσε να βρει τον τόνο μιας έκφρασης που για 50 ίσως φορές την είχε επαναλάβει ο Κάρολος, και, ατάραχος, περίμενε να συνέρθει η Ελένη για να την επαναλάβει για 51η φορά.
Όσο για τις συνεδριάσεις του συμβουλίου, που γενόταν στο δικηγορικό μας γραφείο ή στο διαμερισματάκι της κυρίας Στράτου, αυτές πια ήταν κι αν ήταν πρωτότυπες. Κάποτε φεύγαμε από το θέμα κι αρχίζαμε να μιλούμε για φαγητά, για μακαρόνια με κιμά λογουχάρη. (Και στο ένα σπίτι και στο άλλο, κάτι βρισκόταν να πιούμε ή να μασήσουμε). Ντουμάνιαζε ο χώρος από τον καπνό κι όλοι μιλούσαν για να ζεσταίνονται. Ο Κάρολος δυσφορούσε. Όλη η ζωή και τα προβλήματά της υποταζότανε στα συμφέροντα του θεάτρου. «Να δούμε τι συμφέρει στο θέατρο» – ήταν η στερεότυπη έκφραση του Κάρολου. Υπήρχε, στην αντίληψή του, αυτό το μανιακό στοιχείο που δίνει ποιότητα και διάρκεια στα ανθρώπινα έργα.
Η Ελένη Χατζηαργύρη ήταν σημαντικό κεφάλαιο στον θίασο, ιδιαίτερα στον πρώτο καιρό, πριν έρθει η Αλέκα Κατσέλη. Όπου κάποια εποχή άρχισε να έχει κάτι προστριβές με τον άντρα της, κι αυτό μείωνε, κατά τη γνώμη του Κουν, την απόδοσή της στο θέατρο. Ο Κώστας Χατζηαργύρης, εξάλλου ήτανε μέλος του σωματείου κι ήταν σε θέση να μας προσφέρνει κανένα τόπι κάμποτ, κάθε φορά που χρειαζόταν, για σκηνικά. Μας μεταβίβασε και τον τίτλο «Θέατρο Τέχνης», που ήταν καταθεμένος στο όνομά του. Πέθανε γρήγορα. Έχει γράψει ωραία πεζά, «Μειδιάματα κι αγωνίες», «Η παλιά αυλή», «Οικογένεια Ζαρντή», μα κανείς δεν τα πρόσεξε. Η Ελένη ζήτησε συμβουλή του Καρόλου. «Να δούμε τι συμφέρει στο θέατρο» σκέφτηκε ο Κάρολος. Τι πρέπει να κάνουμε οι φίλοι; Να βοηθήσουμε να μονοιάσουν ή να χωρίσουνε; Το πρόβλημα δεν ήταν απλό καθώς βλέπετε. Στο τέλος έγινε, φυσικά, αυτό που σύφερνε στους ίδιους.
(…)Τέτοια, κι άλλα παρόμοια, μας απασχολούσαν στο «Θέατρο Τέχνης» πριν ανεβεί ένα έργο. Όμως όλοι είχαμε τη συνείδηση πως κάτι ουσιαστικό προσφέραμε, χωρίς καλά καλά να ξέρουμε τι είναι ακριβώς. Όταν στο τέλος κάθε πρεμιέρας φεύγαμε ανακατωμένοι με τους θεατές, και νιώθαμε αυτή τη λύτρωση στα λόγια τους (και στη σιωπή τους), είχαμε τη συνείδηση πως κάναμε έργο απελευθερωτικό. Ο λαός παρακολουθούσε τις παραστάσεις μας κι ένιωθε αυτόματα πως η ζωή με τις δραματικές της συγκρούσεις, σαν υπέρτατο, καθαυτή, αγαθό, δεν μπορεί να είναι όπως την υποβίβασαν οι φασίστες, κι αύριο, σίγουρα, θα αποκατασταθεί στο αψηλό επίπεδο που της πρέπει.
(…)Το καλοκαίρι του 1944 ο θίασος έπαιζε ακόμα στο υπαίθριο θέατρο «Δελφοί» της οδού Αχαρνών, όταν με τη ραγδαία κατάρρευση στα πολεμικά μέτωπα, η ηθική παραφροσύνη του ναζισμού ξεπέρασε κάθε όριο. Όλοι είχαν γίνει φονιάδες. Ο κόσμος δεν έβγαινε σα σκοτείνιαζε από τα σπίτια του, άλλοι άλλαζαν σπίτι κάθε βραδιά, άλλοι όνομα. Άλλοι έφυγαν στα βουνά. Κι ο Κάρολος άλλαξε κατοικία και δεν πολυεμφανιζόταν στους δρόμους. Είχε όνομα εβραίικο κι εβραίικο αίμα, σε ποσοστό όμως που δεν ήταν λόγος εξόντωσης. Πλην μέσα σ’ εκείνη τη σύγχυση, πάνε να βρεις εβραιόμετρο, ν’ αποδείξεις το δίκιο σου. Οι παραστάσεις διακοπήκαν τότε προσώρας, κι αρχίσαν ευτύς μετά την απελευθέρωση. Πολλοί λόγοι με κράτησαν μακριά από το θέατρο τότες. Την ανάμειξή μου, στο διάστημα της κατοχής, τη θεωρώ από τις γόνιμες στιγμές της ζωής μου. Κι η φιλία μου με την παρέα εκείνης της εποχής είναι αμείωτη ως τα σήμερα.»