Κάρολος Κουν: Ο Σαίξπηρ προνόμιο της Αγγλίας. Αναπόσπαστος από τη γη και την εποχή του
Η γλώσσα του είναι πανανθρώπινη, η γλώσσα της ποίησης και της αλήθειας, κοινή σ’ όλη τη γη και σ’ όλους τους χρόνους. Γι’ αυτό και δεν είναι λίγες οι χώρες που τον διεκδικούν και τον έχουν δίκαια πολιτογραφήσει, δικό τους, εθνικό τους ποιητή.
Κάρολος Κουν και Θέατρο Τέχνης. Και αντίστροφα. Οι μυθικές διαστάσεις αυτής της συνύπαρξης διατηρούνται αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου…
Ο Κάρολος Κουν γεννήθηκε στις 13 του Σεπτέμβρη 1908 κι έφυγε από τη ζωή στις 14 του Φλεβάρη 1987. Ιδρυτής του «Θεάτρου Τέχνης» και ανανεωτής της ελληνικής σκηνικής τέχνης, με την αλύγιστη πίστη και το πνεύμα αγωνιστή που τον διέκρινε θεμελίωσε την «άλλη» πρόταση στο χώρο του θεάτρου, τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και στο εξωτερικό.
Η φιλοσοφία του για τη μορφή τέχνης που διάλεξε να υπηρετήσει περικλείεται σ’ αυτά τα λόγια του: «Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας. Μόνος ο καθένας μας, είναι ανήμπορος. Μόνος, ο καθένας από σας τους πιο κοντινούς στην προσπάθειά μας, είναι ανήμπορος. Μαζί ίσως κάτι μπορέσουμε να κάνουμε. Το θέατρο, ως μορφή Τέχνης, δίνει τη δυνατότητα να συνδεθούμε, να συγκινηθούμε, ν’ αγγίξουμε ο ένας τον άλλο, να νιώσουμε μαζί μια αλήθεια. Να γιατί διαλέξαμε το θέατρο σαν μορφή εκδήλωσης του ψυχικού μας κόσμου».
Το ιδιαίτερα αξιόλογο περιοδικό «Θέατρο», στο τεύχος του Ιούλη-Αύγουστου του 1964, παρουσίαζε ένα μεγάλο αφιέρωμα με μελέτες, άρθρα, αναμνήσεις από παραστάσεις, στον σπουδαίο Άγγλο δραματουργό, Ουίλιαμ Σαίξπηρ, με αφορμή την επέτειο 400 χρόνων από τη γέννησή του. Από αυτό το αφιέρωμα επιλέξαμε το άρθρο του Κάρολου Κουν, με τη βεβαιότητα ότι μια τοποθέτηση του μεγάλου θεατρανθρώπου για τον παγκόσμιο δραματουργό έχει ιδιαίτερη σημασία.
Ο Σαίξπηρ προνόμιο της Αγγλίας – Αναπόσπαστος από τη γη και την εποχή του
του Κάρολου ΚουνΑν κάτι με θλίβει είναι που το “Θέατρο Τέχνης” δεν ασχολήθηκε εκτενέστερα με τον μεγάλο Άγγλο ποιητή. Η “Δωδέκατη Νύχτα” (1959) στάθηκε το μοναδικό έργο που παρουσίασε — μια παράσταση ίσως με κάποια εφευρετικότατα παρά τις ατέλειές της. Ούτε ο χρόνος, ούτε οι συνθήκες και οι δυνατότητες του θεάτρου μάς δώσανε την ευκαιρία, όσο κι αν το θέλαμε, να κάνουμε μια λεπτομερειακή και ολοκληρωμένη δουλειά σε περισσότερα έργα του. Και δεν είμαστε, βέβαια, ούτε οι πρώτοι, ούτε οι μόνοι, που κατεχόμαστε από μια τέτοια φιλοδοξία.
Με τον Σαίξπηρ, όπως με κάθε μεγάλο δημιουργό, συμβαίνει να μην υπάρχει καλλιτέχνης του θεάτρου, σκηνογράφος, είτε ηθοποιός, σκηνοθέτης, είτε μεταφραστής ή μουσικός, σε κάθε χώρα της γης και σε κάθε εποχή, που να μένει ασυγκίνητος από την ποίηση, από την τέχνη, από τις σκηνικές αρετές των έργων του, που να μην συναρπάζεται δημιουργικά από τον ατέρμονα πλούτο συναισθημάτων, εικόνων, εκδηλώσεων ζωής που συνέλαβε και μετουσίωσε η ευαισθησία, η φαντασία και το θεατρικό δαιμόνιο του μεγάλου Ελισαβετιανού. Γιατί δεν προσφέρει πνευματική τροφή μόνο στον κάθε άνθρωπο που θέλει να δει και ν’ ακούσει, αλλά και ξέχωρα στον κάθε δημιουργό. Η γλώσσα του είναι πανανθρώπινη, η γλώσσα της ποίησης και της αλήθειας, κοινή σ’ όλη τη γη και σ’ όλους τους χρόνους. Γι’ αυτό και δεν είναι λίγες οι χώρες που τον διεκδικούν και τον έχουν δίκαια πολιτογραφήσει, δικό τους, εθνικό τους ποιητή.
Κι όμως, στην πραγματικότητα, ο Σαίξπηρ παραμένει ουσιαστικά βαθιά ριζωμένος στο χώμα του, απόλυτα Βόρειος και συγκεκριμένα Άγγλος κ’ Ελισαβετιανός. Αυτό, βέβαια, εκτός που δυσκολεύει τη μεταφορά των έργων του σε ξένες χώρες κι οδηγεί σε παραλλαγές ερμηνείας και ύφους συχνά βεβιασμένες κι ανεπιτυχείς, δίκαια κάνει να προβάλλει η απορία πώς ένας τόσο γνήσιος Άγγλος ποιητής του 17ου αιώνα μπορεί κι ορθώνεται πάνω απ’ τη χώρα και την εποχή του και φτάνει να επιβληθεί σαν παγκόσμιο πνευματικό σύμβολο.
Αλλά και για τον Σαίξπηρ, όπως και για τούς δικούς μας Τραγικούς και τον Αριστοφάνη, όπως και για τον Μολιέρο, τον Τσέχωφ, τον Πιραντέλλο και σ’ αναλογία τον Λόρκα, τον Μπρεχτ και τόσους άλλους, ισχύει αυτό που φαινομενικά ηχεί σαν παραδοξολογία, αλλά που, κατά βάθος, είναι μια μεγάλη αλήθεια: Πως ένας ποιητής όσο πιο ευαίσθητος δέκτης είναι της γύρω του πραγματικότητας, όσο πιο πολύ δένεται κι αντλεί απ’ αυτά που βλέπει, ακούει, αγγίζει, όσο πιο ουσιαστικά μαθαίνει να ξεδιαλύνει τα νήματα της ζωής και τις εκδηλώσεις της φύσης που τον περιβάλλει, όσο πιο έντονα δονείται από τις συγκινήσεις, τα πάθη, τα αισθήματα που καθρεφτίζονται μέσα του, τόσο πιο πολύ του αποκαλύπτονται οι μεγάλες κοινές αλήθειες που ισχύουν σ’ όλες τις εποχές, για όλους τους ανθρώπους.
Ίσως λίγοι μεγάλοι δημιουργοί χρησιμοποίησαν στα έργα τους τόσους ξένους μύθους και πρόσωπα από ξένες χώρες, όσο ο Σαίξπηρ. Παρ’ όλα αυτά, το πρίσμα της σύλληψής τους, τα σύμβολα, οι ρυθμοί, οι μορφές, οι ψυχοσυνθέσεις προβάλλουν έντονα Ελισαβετιανές. Όσο Αφρικανός κι αν είναι ο Οθέλλος — κι Αφρικανό σε εμφάνιση και σε κίνηση τον παρουσίασε στην τελευταία έξοχη παράστασή του ο Lawrence Olivier — παραμένει στο βάθος ένας Αφρικανός, που για την ανατομία της ζήλειας του χρησιμοποιήθηκε το νυστέρι ενός γνήσιου Ελισαβετιανού. Κοινά Εβραϊκά γνωρίσματα προσθέτει στη μορφή κάποιου γνωστού τοκογλύφου του Τάμεση για να πλάσει τον Σάυλωκ. Ο κυρ-Τόμπης κ’ η παρέα του με τα χοντροκομμένα χωρατά είν’ απλοί μετανάστες μιας Ελισαβετιανής ταβέρνας στην Ιλλυρία. Το μαγεμένο νησί της “Τρικυμίας” με τον Κάλιμπαν, τον Άριελ και τα πνευματίδια, αναδύεται υγρό, με τα στολίδια και τ’ αρώματά του έξω από τις αγγλικές ακτές, ξορκισμένο από τις αφηγήσεις ναυτικών και εξερευνητών στην υπηρεσία της Βασίλισσας.
Και ενώ διαγράφεται μέσα στην ψυχρή νησιώτικη ομίχλη η πορεία του Αντώνιου στην καυτή άμμο της ερήμου προς το πεπρωμένο του, ο Ρωμαίος Βρούτος υπερασπίζει στη Σύγκλητο τις πράξεις του με συνείδηση που φωτίζεται απ’ τ’ ασπιδωτά παράθυρα κάποιου Αγγλικού καθεδρικού ναού. Όσο για τους Βασιλιάδες, τους Ριχάρδους, τους Ερρίκους, τον Μάκβεθ και τον Ληρ, είναι όλοι τους τόσο αναπόσπαστα συνδεδεμένοι με το αγγλικό τοπίο, με τον ουρανό με τα λειβάδια και τα δάση, με τα σπαθιά, τους θώρακες και τις σάλπιγγες και με την ταραχώδη κίνηση του 1600, που δύσκολα μεταφυτεύονται χωρίς τις βαριές πανοπλίες που τους χάρισε η εποχή κ’ η φύση σε ξένη γη.
Δεν θέλω, βέβαια, ούτε ν’ αποθαρρύνω ούτε να μειώσω τη δημιουργική προσφορά ενός ξένου καλλιτέχνη στην ερμηνεία των έργων του Σαίξπηρ. Ένας ποιητής που αγγίζει τόσο άμεσα δεν μπορεί παρά να ξυπνά σ’ όλα τα γεωγραφικά πλάτη ευαισθησίες που φωτίζουν ιδιόμορφα ξεχωριστές πλευρές του έργου του. Δεν πρέπει, ωστόσο, να μας φαίνεται περίεργο — με αυστηρά κριτήρια και με στόχο την άρτια κι ολοκληρωμένη απόδοση — αν απαιτείται περισσότερο μελετημένη εργασία, μεγαλύτερη ισορροπία στα εκφραστικά μέσα, γνώση και διεισδυτικότητα από έναν Βρεταννό που κρατά το προνόμιο να δέχεται τις κλιματολογικές, φυσικές, βιολογικές και ψυχολογικές επιδράσεις από άμεση επαφή, κάτοχος μιας πλούσιας πνευματικής εμπειρίας κληρονομημένης από γενιά σε γενιά στην ίδια γη που έθρεψε τον Ποιητή πριν από 400 χρόνια για χαρά, περηφάνεια και εξύψωση όλων των ανθρώπων.