Κωνσταντίν Στανισλάφσκι – Ένας πρωτοπόρος του θεάτρου μεταξύ τσάρου κι επανάστασης
Καθιέρωσε τη φερώνυμη σχολή υποκριτικής, που επηρέασε βαθιά τη θεατρική τέχνη του 20ου αιώνα. Παρά τα όσα ειπώθηκαν κατά καιρούς για τις σχέσεις του με τις σοβιετικές αρχές, έχαιρε μεγάλης αναγνώρισης και μετεπαναστατικά, που εκφράστηκε και με σειρά ανώτατων βραβείων.
Σήμερα συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια από το θάνατο του Κωνσταντίν Στανισλάφσκι, ενός από τους σημαντικότερους θεατράνθρωπους του 20ου αιωνα, βασικού εκπρόσωπου του νατουραλισμού στην υποκριτική τέχνη.
Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, γεννημένος στη Μόσχα στις 17 Γενάρη 1863 ως Κωνσταντίν Σεργκέγιεβιτς Αλεξέγεφ, άλλαξε όμως το επίθετο του για να μην εκθέσει την οικογένειά του, καθώς η ενασχόληση με το σανίδι δεν άρμοζε στην κοινωνική του θέση, παρότι η μητέρα του ήταν Γαλλίδα ηθοποιός και οι γονείς του είχαν ερασιτεχνικό θίασο, όπου ο ίδιος εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών. Παρότι αρχικά αδέξιος σκηνικά, εργάστηκε σκληρά για τη βελτίωσή του. Το 1888 παντρεύτηκε τη δασκάλα Μαρία Περεβοτσίκοβα, που έμεινε μαζί του ως το τέλος και υπήρξε επίσης ηθοποιός του θιάσου του, με το ψευδώνυμο Λιλίκα. Την ίδια χρονιά ίδρυσε την Εταιρεία Τέχνης και Λογοτεχνίας, όπου εντυπωσίασε με τις ικανότητές του, ανεβάζοντας το 1891 την πρώτη ανεξάρτητη παραγωγή του, ένα έργο του Τολστόι που είχε σημαντική επιτυχία. Τότε τον είδε για πρώτη φορά ο Βλαντίμιρ Νεμίροβιτς Νταγένκο, με τον οποίο λίγα χρόνια μετά, το 1897, δημιούργησαν το ιστορικό θέατρο “Τέχνες της Μόσχας”. Η πρεμιέρα του έγινε με το έργο του Αλεξέι Τολστόι “Τσάρος Φιοντόρ Ιωάννοβιτς” στις 14 Οκτώβρη 1898. Απογοητευμένος από το επιφανειακό, μιμητικό παίξιμο των ηθοποιών, άρχισε να αναπτύσσει τη μέθοδο Στανισλάφσκι, που βασιζόταν σε μια προσέγγιση της ψυχολογίας του χαρακτήρα, με τρόπο ώστε αυτή να εσωτερικεύεται από τους ηθοποιούς, επιτυγχάνοντας ένα φυσικό και ρεαλιστικό αποτέλεσμα. “Δε σε πιστεύω”, φώναζε στους ηθοποιούς του, με τους οποίους ήταν ιδιαίτερα αυστηρός, μέχρι να πετύχει την αυθεντικότητα που επιδίωκε.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία της μεθόδου φάνηκε με το “Γλάρο” του Τσέχοφ, ο οποίος με δυσκολία έδωσε την άδεια για το ανέβασμα, μετά την αποτυχημένη πρεμιέρα δύο χρόνια πριν. Ο θρίαμβος ήταν τέτοιος που ο Τσέχοφ, που σκόπευε να αφήσει τη θεατρική συγγραφή, έγραψε τις “Τρεις Αδερφές” (190 ) και το Βυσσινόκηπο (1903) ειδικά για το Θέατρο Τέχνης. Για το Στανισλάφσκι οι ηθοποιοί έπρεπε να βρίσκουν μια εσωτερική ταύτιση με τους χαρακτήρες, διατηρώντας όμως την ανεξαρτησία τους. Σύντομα η επιτυχία του ξεπέρασε τα ρωσικά σύνορα, οδηγώντας τον σε συχνές περιοδείες στο εξωτερικό, που συνεχίστηκαν μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, όπως στην περιοδεία του το 1922-24 σε Ευρώπη και Αμερική. Εκτός από θεατρικά έργα, σκηνοθετούσε και όπερες με εξίσου μεγάλη επιτυχία.
Τον Οκτώβρη του 1928 υπέστη έμφραγμα κι έκτοτε εγκατέλειψε την υποκριτική, ασχολούμενος μόνο με τη σκηνοθεσία και την εκπαίδευση νέων ηθοποιών. Συνέχισε να μελετά και να προσαρμόζει τη μέθοδό του, επιζητώντας την τελειότητα, που για εκείνον συνίστατο στην ανάκληση συναισθημάτων του παρελθόντος από τους ίδιους τους ηθοποιούς, για να το μεταφέρουν στο παίξιμό τους.
Έφυγε από τη ζωή στις 7 Αυγούστου του 1938, αφήνοντας μια παρακαταθήκη που επηρεάζει το θέατρο μέχρι σήμερα. Πολλά έχουν γραφτεί για τις σχέσεις του με τη σοβιετική εξουσία και την κριτική που του ασκήθηκε από κάποιες πλευρές, όπως του μαθητή του Βσεβόλοντ Μάγερχολντ, για έλλειψη κοινωνικής κριτικής και προώθηση της αστικής παρακμής. Η κριτική αυτή επηρέασε το Μπέρτολντ Μπρεχτ, που δημιούργησε τη δική του σχολή της αποστασιοποίησης-αποξένωσης (Verfremdung), στον αντίποδα εκείνης του Στανισλάφσκι.
Ανεξάρτητα από αυτό πάντως, το σοβιετικό κράτος επανειλημμένα τίμησε με ανώτατες διακρίσεις, ανάμεσά τους εκείνη του “καλλιτέχνη του λαού της ΕΣΣΔ” (1936) και το Βραβείο Λένιν (1937).