Λυκούργος Καλλέργης-Αγωνιστής στο σανίδι και τη ζωή
Ερμήνευσε πάνω από 500 ρόλους στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, ενώ είχε και σημαντική συνδικαλιστική και πολιτική δράση.
Σαν σήμερα γεννήθηκε ο σπουδαίος Κρητικός ηθοποιός και σκηνοθέτης, μεταξύ πολλών άλλων ιδιοτήτων του, Λυκούργος Καλλέργης. Γεννήθηκε στο Χουμέρι Μυλοποτάμου στο νομό Ρεθύμνης το 1914, ως γιος του πρωτοπόρου του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος Σταύρου Καλλέργη. Έχοντας μετοικήσει από μικρή ηλικία στην Αθήνα, σπούδασε στη δραματική σχολή της “Λαϊκής Σκηνής” του Καρόλου Κουν, ενώ εκεί ερμήνευσε και τον πρώτο του ρόλο το 1934, ως Πανάρετος στην “Ερωφίλη” του Γεωργίου Χορτάτζη, εξάλλου ο ίδιος είχε δηλώσει σε συνεντεύξεις του την αγάπη για το συγκεκριμένο έργο, όσο και για την κρητική λογοτεχνία. Παρέμεινε κοντά στον Κάρολο Κουν ως ιδρυτικό μέλος και πρωταγωνιστής του “Θεάτρου Τέχνης” την περίοδο 1942-1950. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρωταγωνιστής του «Θεάτρου Τέχνης» του Κάρολου Κουν από το 1942 έως το 1950.
Ερμήνευσε κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας καριέρας του δεκάδες ρόλους του ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου, ανάμεσά τους των Τσέχοφ, Γκόγκολ, Στρίντμπεργκ, Πιραντέλο, Γκόρκι, στο πλάι των σπουδαιότερων ηθοποιών της εποχής, όπως του Αιμίλιου Βεάκη, του Αλέξη Μινωτή και της Κατίνας Παξινού. Είχε να επιδείξει επίσης σημαντικό μεταφραστικό έργο, ενώ στον κινηματογράφο ερμήνευσε, όπως οι περισσότεροι συνάδελφοό του εκείνα τα χρόνια, κυρίως εμπορικούς ρόλους, με πρώτη εμφάνιση στον “Κόκκινο Βράχο” του Γρηγόρη Γρηγορία το 1949 και τελευταίο στο “Αλέξανδρος και Αϊσέ” του Δημήτρη Κολλάτου. Μια ασυνήθιστη στιγμή στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου ήταν η συνύπαρξη του με τον Κώστα Γκουσγκούνη στην ερωτική ταινία “Σεξ…13 μποφώρ” το 1971 στο ρόλο του φαροφύλακα ερημικού νησιού. Επίσης συμμετείχε σε δύο από τις σημαντικότερες τηλεοπτικές παραγωγές της μεταπολίτευσης, την μεταφορά του “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” του Νίκου Καζαντζάκη το 1975 και των “Πανθέων” του Τάσου Αθανασιάδη.
Είχε σημαντική δράση και στο συνδικαλιστικό κίνημα, μέσα από το Σωματείο Ελλήνων ηθοποιών, την Πανελλήνια Ομοσπονδία Θεάματος-Ακροάματος και του Ταμείου Συντάξεων ηθοποιών. Υπήρξε βουλευτής του ΚΚΕ στην Α’ Αθήνας το διάστημα 1977-1981, ενώ μετά τις ανατροπές συντάχθηκε με το “Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου”. Πρώτη του σύζυγος υπήρξε η ηθοποιός και αγωνίστρια Μαρία Φωκά, γνωστή κι ως συγκατηγορούμενη του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, ενώ το 1972 παντρεύτηκε τη Τζένη Κολλάρου, που τον είχε ερωτευτεί όταν ήταν ακόμα μαθήτρια. Έφυγε από τη ζωή στις 27 Αυγούστου 2011, σε ηλικία 97 ετών.
Κλείνουμε με την πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία του για την εποχή της σύλληψης και καταδίκης της τότε γυναίκας του και τη γνωριμία του με τους Πλουμπιδη και Μπελογιάννη, από το βιβλίο του Στ. Κούλογλου “Μαρτυρίες για τον εμφύλιο και την ελληνική αριστερά”.
Το 1951-1952 συνεδρίαζαν στο σπίτι μου, σε τακτικά διαστήματα, ο Νίκος Πλουμπίδης, ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Δρομάζος και η Έλλη Παππά. Δεν μετείχα στις συνεδριάσεις τους αλλά τους χαιρετούσα και με χαιρετούσαν. Υπήρχε μια ζεστασιά σε αυτούς τους τέσσερις ανθρώπους. Ο Πλουμπίδης μάλιστα μου είχε ιδιαίτερη συμπάθεια και μου έλεγε: «Εσύ είσαι κάτι σπουδαίο, σε ξέρω εσένα». Ήταν ωραίος άνθρωπος, πολύ ωραίος τύπος. Όπως και ο Μπελογιάννης, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα σεμνός και σοβαρός. Κάποια στιγμή τους έχασα, έπαψαν να συνεδριάζουν γιατί είχαν ήδη συλληφθεί ο Μπελογιάννης και η Έλλη.
Κατά σύμπτωση, την εποχή εκείνη έπαιζα στο θέατρο ένα έργο του Εγγλέζου συγγραφέα Τζον Πρίσλεϊ, το οποίο λεγόταν “Ο ανακριτής έρχεται”. Ήταν ένα έργο συμβολικό, ο συγγραφέας του ήταν αριστερός και εγώ έπαιζα τον ανακριτή, το πρόσωπο που έφερνε την ειρήνη και την τάξη σε μια χώρα, σε μια οικογένεια. Εκείνο τον καιρό, η τότε σύζυγός μου Μαρία Φωκά είχε πάει στο Παρίσι, όπου είχε συνδεθεί με αριστερούς που της έδωσαν χρήματα για να τα φέρει στο κόμμα. Έλειπε όμως αυτός στον οποίο έπρεπε να παραδώσει τα χρήματα και η Φωκά του άφησε κάποιο σημείωμα. Η αστυνομία έκανε έφοδο στο αρτοποιείο, όπου θα παραδίδονταν τα χρήματα, βρήκε το σημείωμα και ενοχοποίησε τη Φωκά.
Μας συνέλαβαν οικογενειακώς, τη Φωκά, εμένα και την κόρη μας που ήταν τότε πέντε χρονών και μας κουβάλησαν κακήν κακώς στην Ασφάλεια. Καθώς έμπαινα στην Ασφάλεια, όλοι όσοι με έβλεπαν, φώναζαν: «Α! ήρθε ο κύριος Ανακριτής». Παρουσιάστηκα στο διοικητή της Ασφάλειας, ο οποίος με υποδέχτηκε, γιατί και εκείνος είχε δει το έργο, λιγάκι σαν συνάδελφο και μου είπε: «Κύριε Καλλέργη, εδώ είναι το σημείωμα της συζύγου σας, αυτά είναι τα γράμματά της, συνεπώς είναι συνένοχη και την κρατάμε. Εσείς μπορείτε να φύγετε». Έφυγα εγώ με την κόρη μου ενώ η Φωκά μπήκε στην απομόνωση, στο κτίριο της Ασφάλειας στην οδό Καποδιστρίου.
Η Φωκά παραπέμφθηκε σε δίκη μαζί με τον Μπελογιάννη και τους άλλους. Το διάστημα πριν από τη δίκη προσπαθούσα να κάνω κάποιες ενέργειες, να κινητοποιήσω ειδικά το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, για τη Φωκά που ήταν καλλιτέχνις, έτσι ώστε να έχει κάποια ειδική μεταχείριση. Σχηματίσαμε λοιπόν μια επιτροπή και πήγαμε στον υπουργό Εσωτερικών και Ασφαλείας, τον Ρέντη, ο οποίος με πήρε ιδιαιτέρως και μου είπε: «Κύριε Καλλέργη, έχετε υπ’ όψιν σας ότι αυτή η δίκη είναι φτιαγμένη έτσι ώστε δεν πρόκειται να αλλάξει το παραμικρό. Οι αποφάσεις έχουν ληφθεί από τους Αμερικανούς και αναγκαστικά και από την κυβέρνηση, η οποία δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε. Μην ασχολείστε λοιπόν, σας συμβουλεύω να σταματήσετε να ενεργείτε για το καλό σας». Το ύφος του ήταν δήθεν φιλικό αλλά επί της ουσίας απειλητικό. Κατάλαβα τότε περί τίνος πρόκειται. Ήταν η καλύτερη εξήγηση που δόθηκε για την υπόθεση αυτή.