Μολιέρος: Ένας αυλικός αμφισβητίας
O Ζαν-Μπαπτίστ Ποκλέν, γνωστότερος ως Μολιέρος, υπηρξε ο σημαντικότερους δραματουργός του αιώνα του στη Γαλλία, και η επιρροή του στα θεατρικά δρώμενα μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνη του Σαίξπηρ στην Αγγλία.
O Ζαν-Μπαπτίστ Ποκλέν, γνωστότερος ως Μολιέρος, αν και είναι άγνωστο πότε ακριβώς γεννήθηκε, βαπτίστηκε πάντως στις 15 Γενάρη 1622. Μαζί με το Ρακίνα υπηρξε ο σημαντικότερους δραματουργός του αιώνα του στη Γαλλία, και η επιρροή του στα θεατρικά δρώμενα μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνη του Σαίξπηρ στην Αγγλία.
Ήταν γιος εμπόρου υφασμάτων που αργότερα έγινε βασιλικός διακοσμητής, ενώ στην ηλικία των 10 ετών έμεινε ορφανός από μητέρα. Έλαβε καλή μόρφωση στο Ιησουιτικό Κολλέγιο του Κλερμόν, όπου συνέγραψε και το πρώτο του έργο, μια μετάφραση, που δε σώζεται σήμερα, του “De Rerum Natura” του Ρωμαίου φιλοσόφου Λουκρητίου.
Είναι αβέβαιο αν σπούδασε νομική στην Ορλεάνη, στα 18 του πάντως ο Ζαν Μπαπτίστ κληρονόμησε τον τίτλο του πατέρα του ως “Tapissier du Roi” στη βασιλική αυλή, σύντομα όμως απαρνήθηκε τη θέση του για να κυνηγήσει τα θεατρικά του όνειρα. Μαζί με την ερωμένη του Μαντλέν Μπεζάρ και δυο αδέρφια της, ίδρυσε το 1643 το θίασο “L‘illustre Théâtre“, η χρεωκοπία του οποίου το 1645 τον οδήγησε στη φυλακή. Αργότερα έγινε μέλος κι ύστερα θιασάρχης ενός άλλου περιοδεύοντος θιάσου, και πέρασε τα επόμενα 13 χρόνια δίνοντας παραστάσεις σε διάφορα μέρη της Γαλλίας. Το 1655 ξεκινά να παρουσιάζει και δικά του έργα όπως την έμμετρη κωμωδία “Ο ασυλλόγιστος” με πρωταγωνιστή έναν πνευματώδη υπηρέτη και τον διαβόητα αδέξιο νεαρό αφέντη του. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου απέκτησε σημαντική εμπειρία ως σκηνοθέτης, ηθοποιός αλλά και συγγραφέας. Το 1658 γνωρίστηκε στη Ρουέν με το σημαντικό δραματουργό Πιέρ Κορνέιγ, αλλά κυρίως το δούκα της Ορλέανης Φίλιππο Α’, αδελφό του βασιλιά-ήλιου Λουδοβίκο ΙΔ’. Υπό την του αιγίδα γυρίζει στο Παρίσι, οπου κάνει αίσθηση με το έργο του “Ο ερωτευμένος γιατρός”.
Η μεγάλη επιτυχία έρχεται ωστόσο με το έργο Οι γελοίες κομψευόμενες, όπου σατιρίζει το μιμητισμό της ανερχόμενης αστικής τάξης ως προς τις συνήθειες, την εμφάνιση, αλλά και τον τρόπο ομιλίας της αριστοκρατίας. Κάνει όμως και εχθρούς την ίδια περίοδο, με κύριο τον διαχειριστή των βασιλικών ανακτόρων, που του στερεί για τρεις μήνες τη θεατρική του στέγη, ενώ και το επόμενο έργο του, Ο Ντον Γκαρσία της Ναβάρρας (1661), αποτυγχάνει να συγκινήσει το κοινό. Τον επόμενο χρόνο νυμφεύεται την κόρη (κατ’ άλλους αδερφή) της Μαντλέν, την κατά 20 χρόνια νεότερή του, ηθοποιό του θιάσου Αρμάν Μπεζάρ, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, εκ των οποίων μόνο ένα επέζησε ως ενήλικας. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς επιστρέφει στην επιτυχία με την έμμετρη κωμωδία “Σχολή γυναικών” όπου υπερασπίζεται ένα είδος “λελογισμένης γυναικείας” χειραφέτησης και το δικαίωμα στο γάμο από έρωτα. Το έργο προκάλεσε αντιπαραθέσεις, τις οποίες αξιοποίησε καλλιτεχνικά στα επόμενα έργα του, την “κριτική στη σχολή γυναικών” και τον “Αυτοσχεδιασμό των Βρυξελλών”.
Την περίοδο 1663 ως 1665 έδρασε ως μέντορας του άγνωστου ακόμα τραγωδού Ρακίνα, ο οποίος όμως άλλαξε θίασο, παίρνοντας μαζί του μια δημοφιλή ηθοποιό των έργων του Μολιέρου, με την οποία είχε συνάψει δεσμό, προκαλώντας ρήξη στη σχέση τους. Έτσι ο Μολιέρος ως αντεκδίκηση ανέβαζε συχνά έργα του βασικού αντιπάλου του Ρακίνα, του Πιέρ Κορνέιγ.
Το Μάη του 1664, με την ιδιότητα του υπεύθυνου θεαμάτων της Αυλής, ανέβασε την τρίπρακτη έμμετρη κωμωδία Ο Ταρτούφος, που προκάλεσε αμέσως σκάνδαλο. Ο Ταρτούφος, ένας βαθιά ανήθικος άνθρωπος που με το πρόσχημα της ευσέβειας μπαίνει και προσπαθεί να διαλύσει μια οικογένεια, έγινε έκτοτε σε πολλές γλώσσες συνώνυμο του φαρισαϊσμού. Ο Μολιέρος έπρεπε να περιμένει πέντε χρόνια, εξαιτίας της αντίδρασης συντηρητικών αυλικών κύκλων, αλλά και του αρχιεπισκόπου του Παρισιού, που τον απείλησε με αφορισμό, μέχρι να του δοθεί η άδεια να παρουσιάσει το έργο στο ευρύ κοινό. Αντιδράσεις προκάλεσε και το έργο που ανέβασε την επόμενη χρονιά, το Δον Ζουάν, στο οποίο επίσης στηλιτεύεται η υποκρισία των ηθών της εποχής του, που επίσης απαγορεύτηκε μετά από λίγες παραστάσεις. Ωστόσο η εύνοια του βασιλιά στο πρόσωπό του παρέμενε αμείωτη, όπως εκφράστηκε και με την ανάδειξή του το 1655 σε επίσημο θιασάρχη του βασιλιά.
Τον Ιούνη το 1666 ανεβαίνει η κωμωδία του “Ο μισάνθρωπος”, μια σάτιρα της κολακείας που τον περιτριγύριζε στη βασιλική Αυλή και τα παρισινά σαλόνια. Ο πρωταγωνιστής Αλσέστ φέρει πολλά αυτοβιογραφικά χαρακτηριστικά του συγγραφέα, εκφράζοντας τη δυστοκία προσαρμογής του Μολιέρου στα υποκριτικά και καιροσκοπικά ήθη του ανακτορικού περιβάλλοντος. Το 1668 στο έργο του Αμφιτρύων ασκεί για πρώτη φορά έμμεση κριτική στον ευεργέτη του βασιλιά Λουδοβικο, που κρύβεται πίσω από τη μορφή του Δία στο έργο, που παρουσιάζεται ως σεξουαλικά αδίστακτος εκμεταλλευτής.
Η στάση του απέναντι στις κοινωνικές αλλαγές της εποχής του εκφράζεται στο έργο του Ζωρζ Νταντέν την ίδια χρονιά, όπου καυτηριάζει την τάση ακόμα και ξεπεσμένων ευγενών να περιφρονούν και να εκμεταλλεύονται την κοινωνικά χρήσιμη αστική τάξη. Τον επόμενο χρόνο, με τους αντιπάλους του παροπλισμένους και την εξουσία του Λουδοβίκου στο απόγειό της, ανεβαίνει τελικά επισήμως η νέα εκδοχή του Ταρτούφου, ένας από τους μεγαλύτερους θριάμβους της γαλλικής θεατρικής ιστορίας. Το ίδιο έτος γράφεται και ο Φιλάργυρος, που παρουσιάζει το πάθος για το χρήμα να παραμορφώνει την ψυχή του πρωταγωνιστή ως τα όρια της παράνοιας.
Στα όψιμα έργα του Μολιέρου η κοινωνική κριτική υποχωρεί και δίνει τη θέση του σε ανάλαφρη θεματολογία, προορισμένη να γεμίζει τις θεατρικές αίθουσες. Από τα έργα αυτής της περιόδου ξεχωρίζει το τελευταίο του, ο “Κατά Φαντασίαν ασθενής” (1673), με πρωταγωνιστή τον υποχόνδριο Αργκάν, του οποίου η συνεχής φοβία για ασθένειες που δεν έχει, τον κάνει θύμα επιτήδειων γιατρών, μέχρι που αναγνωρίζει την αλήθεια χάρη σε ένα κόλπο που του προτείνουν ο αδελφός του κι η υπερέτριά του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σημαδεύτηκαν από την επιδεινούμενη υγεία του καθώς και την απώλεια της Μαντλέν και του τρίτου του παιδιού. Ο Μολιέρος κατέρρευσε στη διάρκεια της τέταρτης παράστασης του “Κατά Φαντασίαν ασθενούς” στις 17 Φλεβάρη 1673. Μόνο με πολύ κόπο της συζύγου και βασιλική παρέμβαση έγινε κατορθωτή η θρησκευτική κηδεία του συγγραφέα. Μέχρι σήμερα τα έργα του παραμένουν αναπόσπαστο τμήμα του ρεπερτορίου σε θέατρα ανά την υφήλιο.