Μπ. Μπρεχτ “Οι δύο γιοι” – Από τη “Θεατρική Ομάδα 2510” στο Θέατρο 2510, σε θεατρική απόδοση-σκηνοθεσία Ανδρέα Ζαφείρη

Ο θεατής της παράστασης πρέπει να γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να παρακολουθήσει παράσταση θεατρικού έργου του Μπρεχτ, αλλά δραματοποιημένο πεζό κείμενο του Μπρεχτ, στην ουσία θεατρικό κείμενο του Ανδρέα Ζαφείρη.

Ένα αντιπολεμικό και αντιναζιστικό θεατρικό έργο, το οποίο ανέβασε σε παράσταση, δημιούργησε ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ανδρέας Ζαφείρης και είναι προς τιμή του γιατί σε αντιδιαστολή με πολλούς άλλους σκηνοθέτες διάλεξε ένα θέμα λίαν κοινωνικό και πολιτικό, που αφορά όλους μας, τώρα που σε όλη την Ευρώπη και στη χώρα μας σηκώνει κεφάλι το τέρας του φασισμού/ναζισμού και οι δολοφονικές πολεμικές πρακτικές του εφαρμόζονται εδώ και 75 χρόνια στην Παλαιστίνη, στη Γάζα κ.α., φυσικά. 

Ο σκηνοθέτης της ενλόγω θεατρικής παράστασης διάβασε, προφανώς,  στο διαδίκτυο τη μετάφραση ενός πεζού κειμένου του γερμανού αντιφασίστα, κομμουνιστή, στρατευμένου ποιητή και δραματουργού Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898-1956), το δραματοποίησε, αλλά και το παρουσίασε σκηνικά στο θεατρόφιλο κοινό. Είναι η δεύτερη θεατρική περίοδος που ανεβαίνει η παράσταση στο Θέατρο 2510, στα Εξάρχεια (Θεμιστοκλέους 52), στην Αθήνα, και όπου αλλού ζητηθεί από κάποιο φορέα για ν’ ανεβεί σε άλλο χώρο. 

Το κείμενο του Μπρεχτ έχει μεταφραστεί, απ’ όσο γνωρίζω, στα ελληνικά από δύο μεταφραστές: απ’ τον Κώστα Κουλουφάκο (1024-1994) (κοίτα περ. «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ», αριθ. τεύχους 83, Νοέμ. 1981, σελ. 399-400) και από τον Γιώργο Καρτάκη (γεν. 1963), του οποίου η μετάφραση βρίσκεται αναρτημένη στο διαδίκτυο, στην ηλεκτρ. ιστοσελίδα «ΠΕΡΙ ου», στις 8 Ιαν. 2019.

Άρα, ο θεατής της παράστασης, πρέπει να γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να παρακολουθήσει παράσταση θεατρικού έργου του Μπρεχτ, αλλά δραματοποιημένο πεζό κείμενο του Μπρεχτ, στην ουσία θεατρικό κείμενο του Ανδρέα Ζαφείρη.

Το κοινό και η κριτική αποδέχτηκαν θετικά αυτή την παράσταση την οποία παρακολούθησαν όχι μόνο διαβασμένοι και ενημερωμένοι θεατές, όσον αφορά τη θηριωδία του Ναζισμού πριν και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και ανυποψίαστοι θεατές, οι οποίοι συγκλονίστηκαν και προβληματίστηκαν ιδεολογικά από το περιεχόμενο του έργου και από τις υπέροχες ερμηνείες των ηθοποιών. 

Ο Ανδρέας Ζαφείρης τέλειωσε τις θεατρικές σπουδές στη Δραματική Σχολή του Βελιγραδίου της Σερβίας. Ήταν καθηγητής Εικαστικών και αργότερα υπεύθυνος της Πολιτιστικής Λέσχης της Ο.Λ.Μ.Ε., κατά την περίοδο 2012-2018. Σήμερα είναι καθηγητής Υποκριτικής στο Συνεργατικό Πολιτιστικό Χώρο 2510 και με την ομώνυμη Θεατρική Ομάδα έχει σκηνοθετήσει περισσότερες από 10 παραστάσεις με επιτυχία. Αναφέρω δύο  απ’ αυτές, την πρώτη  φιλοξένησε το Θέατρο «ΑΒΑΤΟΝ», το 2020, με τίτλο «Ο τελευταίος αντάρτης» (1) και τη δεύτερη, η οποία παίζεται αυτό το διάστημα στο Θέατρο 2510, με τίτλο «Bitter Watermellon», με περιεχόμενο κι αυτές πολιτικο-κοινωνικό (Δραματουργία-Σκηνοθεσία: Ανδρέας Ζαφείρης).

Στο έργο συμβαίνουν διάφορες καταστάσεις, ασφαλώς τραγικές, ενώ εξελίσσεται ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, και ενώ ο γερμανικός στρατός, μετά από την ήττα που υπέστη στο Στάλιγκραντ από την αποφασιστική αντίσταση και νίκη του Κόκκινου Στρατού των Μπολσεβίκων. Ο γερμανικός στρατός συνεχώς υποχωρεί και φτάνει σχεδόν έξω από το Βερολίνο. Και οι τρεις ήρωες του έργου (μάνα γιος και κόρη) είναι μέλη του ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ. Η κόρη είναι μέλος της γερμανικής ναζιστικής νεολαίας, αλλά και ο γιος, αξιωματικός των Ες-Ες, που βρίσκεται στο μέτωπο και κάποια στιγμή επιστρέφει προσωρινά στο σπίτι,  είναι φανατικοί ναζιστές ως το μεδούλι, κυρίως ο γιος έχει καταντήσει ένα τέρας, ένας φονιάς χωρίς καμία συνείδηση και ενσυναίσθηση… 

Στο κτήμα του σπιτιού εργάζονται 20 αιχμάλωτοι ρώσοι στρατιώτες. Ο ένας απ’ αυτούς μοιάζει με τον γιο της οικογένειας και η μάνα, ευαισθητοποιείται, «εξανθρωπίζεται», αποκτά συναισθήματα, που φυσικά δεν έχουν οι ναζί. Έχουν  σκοτωθεί ήδη στον πόλεμο ο σύζυγος και ο αδελφός της και φοβάται μήπως έχει την ίδια μοίρα και ο γιος της… Έτσι, αρχίζει ν’ αντιμετωπίζει με άλλη ματιά τα πράγματα, βλέπει με συμπάθεια τον αιχμάλωτο μπολσεβίκο και τον βοηθάει σε μια δύσκολη στιγμή, δείχνοντας αλληλεγγύη, παρά τις αντιρρήσεις της φανατικής ναζίστριας κόρης της. Είναι αποκαλυπτικός, όσον αφορά τη ναζιστική ιδεολογία ο διάλογος μεταξύ της μάνας και των παιδιών της. Ενδεικτικά αναφέρω μέρος αυτού. Κι ενώ η μάνα ισχυρίζεται ότι ο ρώσος δεν είναι πια στρατιώτης, αλλά αιχμάλωτος, ότι είναι κι αυτός άνθρωπος, η κόρη ισχυρίζεται τα εξής: 

ΕΡΙΚΑ (η κόρη): «Άνθρωποι; Δεν αντέχω να σε ακούω να το λες αυτό. Δεν αντέχω! […] Είναι υπάνθρωποι […] Άκουσέ με, Μητέρα. […] Προδίδεις τη μνήμη του πατέρα μου εάν βοηθήσεις αυτούς. Προδίδεις τον αγώνα του γιου σου αυτή τη στιγμή, εάν βοηθήσεις αυτούς. Προδίδεις το Ράιχ, τον Φύρερ… Προδίδεις κι εμένα. […]» Βέβαια, κι αυτή λυγάει συναισθηματικά, όταν ο αδελφός της θέλει να σκοτώσει τους 20 ρώσους αιχμαλώτους… 

Η μάνα στέκεται αγέρωχη, αποφασιστική, γενναία και αντιστέκεται σθεναρά στις απάνθρωπες βουλές του γιου της…

Η εξέλιξη της παράστασης του έργου είναι συγκλονιστική… 

Αναφέρω σύντομο απόσπασμα από τον διάλογο του γιου με τη μάνα του:

«ΚΟΥΡΤ (γιος): […] θα περιμένουμε εκεί τους Μπολσεβίκους. Και θα τους πνίξουμε στο ίδιο τους το αίμα.

ΜΑΝΑ: Τρελάθηκες Κουρτ; Τι λες; Καλά, η μικρή δεν ξέρει από πόλεμο… ό,τι της λένε στη νεολαία λέει: Εσύ… εσύ ήσουν στον πραγματικό πόλεμο! […]

ΚΟΥΡΤ: […]Η Μάνα έχει άδικο, αλλά επειδή δεν ξέρει…

ΜΑΝΑ: Τι δεν ξέρω, Κουρτ; Τα ψέματα που λέει ο Γκαίμπελς; Για τρεις αδιαπέραστες γραμμές άμυνας του Βερολίνου; 

ΚΟΥΡΤ: […] Σίγουρα ο Φύρερ κρατάει κρυμμένους άσους. Ο πόλεμος τώρα αρχίζει, μητέρα.

ΜΑΝΑ: Τώρα; Τώρα αρχίζει ο πόλεμος; Μετά από τόσα εκατομμύρια νεκρούς; Θα συνεχιστεί; […]»

Πρόκειται για ένα αξιόλογο κείμενο, σωστά δομημένο, με εξαιρετικούς, γοργούς διαλόγους, με έντονο το ιδεολογικό και συναισθηματικό φορτίο, που αγγίζει καίρια τον νου και το συναίσθημα, δημιουργώντας σκέψεις, προβληματισμούς, αμφιβολίες, ακόμη και για την ηθική του θεατή ο οποίος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο δίκαιο και στο άδικο, στο σωστό και στο λάθος, στο ηθικό και στο ανήθικο… Και οι ηθοποιοί με παρρησία βάζουν τα πράγματα στη θέση τους κατά την ώρα της σύντομης διακοπής της παράστασης και της συζήτησης με το κοινό.(2) Αντιπαραβάλλουν τα ιστορικά γεγονότα εκείνης της εποχής με το σήμερα, προβληματίζουν τους θεατές της κάθε παράστασης για τη σημερινή τραγικότητα του πολέμου και της γενοκτονίας στην Παλαιστίνη. Ρωτάνε τους θεατές: «Τι θα κάνατε στη θέση της μάνας; Θ’ αφήνατε το γιο σας να σκοτώσει τους αιχμαλώτους;» Απαντά ένας θεατής «Δεν ξέρω, τώρα. Όταν θα βρεθώ στη θέση της, τότε…» Κάποιος από τους ηθοποιούς του απαντά: «Τώρα πρέπει να πάρετε θέση, γιατί τώρα ζητούν απάντηση τα προβλήματα που δημιουργούν οι πόλεμοι στην ευρύτερη περιοχή που ζούμε.» Πολύ σωστή τοποθέτηση, επειδή, ακριβώς, ο ναζισμός και οι θηριωδίες του ξαναζωντανεύουν σήμερα, με αποτέλεσμα οι Εβραίοι, τα θύματα δηλαδή  του Β΄ Παγκοσμίου  πολέμου να γίνονται τώρα θύτες ενάντια στους Παλαιστίνιους… Επειδή, ο αμερικανοϊκοΝΑΤΟϊκός ιμπεριαλισμός σήμερα βομβαρδίζει και επιχειρεί πολέμους ή δημιουργεί συνθήκες πολέμου ή προετοιμάζει επιθέσεις, με ανεξέλεγκτες δυσάρεστες επιπτώσεις για όλους τους λαούς της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, καλλιεργώντας αναπόφευκτα τις προϋποθέσεις για έναν Γ΄ Παγκόσμιο πόλεμο. 

Ο δραματουργός εφαρμόζει τα λόγια του Μπρεχτ στο έργο του «Ο καλός  άνθρωπος του Σετσουάν» (και γι’ αυτό στην παράσταση οι ηθοποιοί ζητούν από το κοινό να βρει λύση, του θέτουν ερωτήσεις): «Ψάξε αγαπητό κοινό, μία κατάλληλη λύση πρέπει να υπάρχει. Πρέπει, πρέπει, πρέπει.» Στο παρόν έργο η Μάνα απεγνωσμένα επαναλαμβάνει προς το γιο της και προς το κοινό: «Πρέπει να σκεφτώ μία άλλη λύση», «Δεν μπορεί θα υπάρχει κάποια άλλη λύση! Έχει κολλήσει το μυαλό μου αυτή τη στιγμή και δεν μπορώ να βρω…». Γράφει σχετικά ο Μπρεχτ στις «Προσθήκες» στο «Μικρό Όργανο για το θέατρο»: «[…] ο ηθοποιός πρέπει να κινητοποιήσει τη γνώση που έχει του κόσμου και των ανθρώπων, εξακολουθώντας να θέτει ερωτήσεις σαν διαλεκτικός». 

Ο σκηνοθέτης και δραματουργός Ανδρέας Ζαφείρης είναι φανερό ότι έχει μελετήσει και ασπάζεται τη μπρεχτική δραματουργική και σκηνοθετική άποψη και πρακτική, σχετικά με το διδακτικό, επικό/διαλεκτικό θέατρο, με το κατάλληλο θέατρο για την επιστημονική εποχή μας, για το θέατρο της ψευδαίσθησης, με το παραξένισμα και την αποστασιοποίηση,(3) με την όλη θεατρική αισθητική και μεθοδολογία, με την απουσία σασπένς στα έργα, με την επιθυμία του δραματουργού να δημιουργηθεί το σκεπτόμενο θεατρικό κοινό, «ικανό να συμμετάσχει με δυναμικό τρόπο στη διαδικασία του θεατρικού γίγνεσθαι»(4) κ.ο.κ.

Σαφώς και ο Ζαφείρης είχε υπόψη του το θεατρικό έργο του Μάριου Πλωρίτη, «Μπρεχτ και Χίτλερ. Μια θεατρική – ιστορική παραβολή», αλλά και το θεατρικό έργο του Μπρεχτ, «Ο Σβέικ στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο», ασφαλώς και τα παρακάτω θεατρικά έργα του Μπρεχτ: «Τρόμος και αθλιότητα του τρίτου ράιχ», «Τα οράματα της Σιμόν Μασάρ» και «Η μετ’ εμποδίων άνοδος του Αρτούρο Ούι [Η Άνοδος του Αρτούρο Ούι]».

Ο Ανδρέας Ζαφείρης υιοθετεί απόψεις του Μπρεχτ και τις κάνει πράξη με τα θεατρικά έργα του, όπως κι εκείνος, ο μεγάλος δάσκαλος της θεατρικής τέχνης και της θεατρικής γραφής. Γράφει, σχετικά, η Ελένη Μηλιαρονικολάκη: «Ο Μπρεχτ ποτέ του δε φοβήθηκε να βάλει στην τέχνη την πολιτική. […] η αξία του Μπρεχτ δε βρίσκεται μόνο στην επιστημονική-κοινωνική πρόσληψη του κόσμου, στη σωστή εφαρμογή του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, αλλά και σε μια βαθύτερη συνείδηση  της έννοιας της πολιτικής καθοδήγησης». (5)

Η παράσταση έχει επιτυχία, διότι το έργο είναι λίαν διαχρονικό, λίαν επίκαιρο και ενδιαφέρει το φιλοθεάμον/θεατρόφιλο κοινό, διότι η σκηνοθεσία του Ανδρέα Ζαφείρη έχει τα χαρακτηριστικά της απλότητας, της αλήθειας, της πολιτικής σκέψης, της αντιναζιστικής ιδεολογίας. Όλα αυτά είναι εμφανή στην κίνηση, στην έκφραση, στην εκφορά του λόγου των ηθοποιών. Ο σκηνοθέτης έχει ούτως ή άλλως το σκηνοθετικό τάλαντο, αλλά και την άποψη να μην αποζητάει ανούσιες εξάρσεις και υποκριτικούς επαίνους, αλλά την ουσία του μπρεχτικού λόγου και της μπρεχτικής σκηνοθετικής φιλοσοφίας, με αποκορύφωμα την αποστασιοποίηση και το παραξένισμα, χωρίς, υπερσυναισθηματισμούς, αλλά οπωσδήποτε με συναισθηματικού χαρακτήρα σκηνές, χωρίς οι ηθοποιοί να παίζουν εγκεφαλικά. Ο σκηνοθέτης, είναι σαφές, ότι επιδιώκει τον προβληματισμό του κοινού, το οποίο εκφράζεται απερίφραστα και ειλικρινά –κατά τη συζήτηση στην διακοπή της παράστασης– αποτυπώνοντας τις δικές του διαφορετικές ενίοτε απόψεις για την εξέλιξη του μύθου.

Υποθέτω ότι ο σκηνοθέτης ασπάζεται και τη μαρξιστική διαλεκτική άποψη του Μπρεχτ ότι τα πάντα αλλάζουν και εξελίσσονται και στο θέατρο και ποτέ δεν φτάνει κάποιος στο τέρμα, αλλά εργάζεται μέσα σε μια αέναη πορεία της σκηνοθετικής δουλειάς και με την επαφή με το κοινό των παραστάσεών τους με στόχο τη συμμετοχή του στα θεατρικά δρώμενα και τελικά την ενεργή πολιτική διαμόρφωσή του. Άρα, ελπίζουμε να δούμε και άλλες σκηνοθετικές δουλειές του Ζαφείρη, με την ίδια ζέση και συνέπεια και την εξέλιξή του σε αυτό το διπλό κοινωνικο-πολιτικό λειτούργημά του, το δραματουργικό και σκηνοθετικό.

Οι ηθοποιοί είναι υπέροχοι. 

Η Βίκυ Εδιάρογλου παίζει με σοβαρότητα,  αποφασιστικότητα και σταθερότητα στον ρόλο της μάνας. Το βλέμμα της στέκεται ενίοτε στο κενό, ένα βλέμμα, βέβαια, που υποδηλώνει την προσωπικότητά της. Αλλά, και ο λόγος της είναι καθάριος, πειστικός. Οι κινήσεις της περιορισμένες, αλλά το σώμα της πατάει γερά στο έδαφος, όπως επιβάλλεται στην υποκριτική σε μια χαροκαμένη γυναίκα που με αποφασιστικότητα προσπαθεί ν’ αποτρέψει και από άλλα εγκλήματα τον ναζί γιο της. 

Η Έρη Μαριόγλου παίζει μ’ επιτυχία τη μικρή κόρη της οικογένειας, φανατική ως ναζίστρια όταν πρέπει, ενθουσιώδης και πανορμητική άλλοτε και τελικά ευαίσθητη και προβληματισμένη, μετά από την ανθρωπιστική στάση της μάνας της και την αποκάλυψη των στυγερών εγκλημάτων πολέμου του αδελφού της. Κινήσεις μετρημένες, έκφραση ανάλογη των περιστάσεων, που υποδηλώνει χαρά, ειρωνεία, πόνο, έκπληξη. 

Ο Πάνος Κωνσταντέλης είναι γαλήνιος στον ρόλο του μπολσεβίκου αιχμαλώτου και εκρηκτικός στον ρόλο του ναζί, γιου της οικογένειας. Η κινησιολογία του υποδειγματική, το ίδιο ο εκφραστικός λόγος του, ο οποίος εναλλάσσεται διαρκώς, με διάφορους χρωματισμούς και με αυξομειώσεις στην ένταση της φωνής του, ανάλογα με τα συναισθήματά του. Κατορθώνει να γίνει «μισητός» από το κοινό, αφού υποδύεται έναν αποτρόπαιο, απάνθρωπο εγκληματία ναζί, που είναι ικανός για όλα… 

Οι ηθοποιοί ως ομάδα λειτουργούν υπέροχα πάνω στη μικρή σκηνή, μέσα σ’ ένα μικρό θεατράκι, όπου οι ολιγόριθμοι θεατές έχουν το προνόμιο να ζουν τις εξελίξεις της υπόθεσης του έργου, τόσο έντονα, αφού οι ηθοποιοί βρίσκονται μια ανάσα απ’ αυτούς, κάτι που δεν συμβαίνει στα μεγάλα θέατρα, όπου εκεί βρίσκονται εκατοντάδες θεατές, που οι περισσότεροι θεατές βλέπουν τους ηθοποιούς «με τα κυάλια»…  

Βοηθός της παράστασης είναι η Μαρία Μακρυδήμα, η οποία ασφαλώς έπαιξε θετικό ρόλο στο υποστηρικτικό σκηνοθετικό πόστο της.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι αποτέλεσμα της συλλόγικής δουλειάς της  Θεατρικής Ομάδας 2510 και ομολογουμένως είναι πετυχημένα. Αρκετά στρατιωτικά άρβυλα, κατά ζευγάρια, βρίκονται επάνω στη σκηνή, ημικυκλικά τοποθετημένα, Δίπλα στο κάθε ζευγάρι είναι γραμμένο το όνομα του νεκρού στρατιώτη που τα φορούσε πριν από τη μάχη στην οποία έδωσε τη ζωή του, άδοξα και άδικα, για τα οικονομικά συμφέροντα των πολεμοκάπηλων  καπιταλιστών/ιμπεριαλιστών αφεντάδων της Γης, που ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να τους ξεπαστρέψουμε, για να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο ειρηνικό. Λίγα ακόμη αντικείμενα βρίσκονται επάνω στη σκηνή ή στα χέρια των ηθοποιών. Το σκηνικό σχεδόν αφαιρετικό, αλλά αρκετά λειτουργικό. Τα κοστούμια είναι εποχής, είτε αυτών που παίζουν τους οικοδεσπότες του αγροκτήματος και ασφαλώς η στολή του αξιωματικού ναζί, θυμίζει το Γ΄ Ράιχ.

Οι φωτογραφίες που προβάλλονται στον τοίχο είναι αντιπροσωπευτικές της ναζιστικής θηριωδίας και άκρως πετυχημένες. Ανήκουν στον Πέτρο Πουλόπουλο. 

Η επικοινωνία και οι δημόσιες σχέσεις είναι ευθύνη της Ελευθερίας Σακαρέλη, η οποία τις πραγματοποιεί με συνέπεια και υπευθυνότητα.

Ελπίζω να έγινα σαφής. Κανένας δεν πρέπει να χάσει αυτή την παράσταση. Γι’ αυτό προτείνω σε διάφορους πολιτιστικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς να σπεύσουν οργανωμένα να την παρακολουθήσουν, πριν αυτή κατεβεί από τη θεατρική σκηνή. 

1.Ενδεικτικά, για πληροφόρηση του ενδιαφερόμενου αναγνώστη: κοίτα στο διαδίκτυο DOCVILLE, Σπύρου Οικόπουλου. «Ανδρέας Ζαφείρης, “Ο τελευταίος αντάρτης”: Η τέχνη της πολιτικής και η πολιτική της τέχνης», 03.02.2020, όπου δημοσιεύεται μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη του σκηνοθέτη για το συγκεκριμένο έργο της παράστασης. Σημειωτέον ότι  «Ο τελευταίος αντάρτης» είναι ο πατέρας του σκηνοθέτη και δραματουργού Ζαφείρη, ο οποίος εξιστορεί στο έργο πραγματικά ιστορικά γεγονότα, αφού ο πατέρας του Δημήτρης Ζαφείρης (ψευδ. Τάκης Σάντρας) κατά την περίοδο της Κατοχής συμμετείχε ως ηθοποιός σε θεατρικές ομάδες της ΕΠΟΝ, έφηβος 16-18 χρόνων, το 1946 εξορίστηκε στη Μακρόνησο, το 1948 δραπέτευσε και συμμετείχε ως επικεφαλής στην τελευταία ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (Δ.Σ.Ε.), που αποχώρησε από τον Γράμμο. Στη συνέχεια έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη και επιστρέφοντας παράνομα στην Ελλάδα, καταδικάστηκε «δις» σε θάνατο και φυλακίστηκε.

2.Ο καθηγητής Γερμανικής Φιλολογίας στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Καρλορούης, Ian Knopf, μας δίνει μια πανοραμική και λίαν επεξηγηματική ανάλυση διαφόρων θεμάτων που αφορούν την μπρεχτική σκηνοθετική μέθοδο, στο άρθρο του με τίτλο: «Η έννοια και τα στοιχεία της αποστασιοποίησης». Κοίτα περ. «Θέματα Παιδείας» (Αφιέρωμα στον Μπέρτολτ Μπρεχτ), τεύχ. 49-50, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2012, σελ. 227-234 (σ.σ. 354), όπου ο συγγραφέας αναφέρεται και στο στοιχείο «Στροφή στο ακροατήριο» (σελ. 230). Βέβαια, για το θέμα αυτό γράφει σχετικά και ο ίδιος ο Μπρεχτ στο κείμενό του «Σύντομη περιγραφή μιας καινούργιας τεχνικής της θεατρικής τέχνης που παράγει ένα εφφέ αποξένωσης», στο ίδο περιοδικό, σελ. 235-244 και συγκεκριμένα στο υποκεφάλαιο «Σχέση του ηθοποιού με το κοινό του» (σελ. 239). 

3.Είναι ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη η άποψη και πρόταση του Ηθοποιού, Σκηνοθέτη, Φωνοδιδάσκαλου Δημήτρη Παπακωνσταντίνου για τη μετονομασία του όρου «αποστασιοποίση» σε «διαξένωση». Κοίτα το κείμενο της εισήγησής του, με τίτλο «Αποξένωση, αλλοτρίωση, αποστασιοποίηση ή μήπως κάτι άλλο;», Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου της Κ.Ε. του ΚΚΕ, «Μπέρτολτ Μπρεχτ. Για τους σεισμούς που μέλλονται να ’ρθουν», εκδ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 2014, σελ. 27 (σ.σ. 447).

4.Κοίτα Ιωάννας Μενδρινού, Bertolt Brecht. Η ποιητική της Αποστασιοποίησης, εκδ. ΟΤΑΝ, Αθήνα 2021, σελ. 180 (σ.σ. 219).

5.Κοίτα Ελένης Μηλιαρονικολάκη, «Μπέρτολτ Μπεχτ: Για το “απλό που είναι δύσκολο να γίνει”», Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου της Κ.Ε. του ΚΚΕ, «Μπέρτολτ Μπρεχτ. Για τους σεισμούς που μέλλονται να ’ρθουν», ό.π., σελ. 359-365 (σ.σ. 447).  

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: