Ντάριο Φο-Από τη Δημοκρατία του Σαλό στο εξωκοινοβούλιο με κατάληξη τον Μπέπε Γκρίλο
Στιγμές από την πολυκύμαντη διαδρομή του διασημότερου θεατρικού συγγραφέας της Ιταλίας στο β’ μισό του 20ου αιώνα.
Ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας, ευθυμογράφος, ηθοποιός, θεατρικός σκηνοθέτης και συνθέτης Ντάριο Φο γεννήθηκε σαν σήμερα στο Σαν Τζιάνο της Λομβαρδίας στη Βόρεια Ιταλία. Ο πατέρας του είχε σοσιαλιστικές ιδέες και δούλευε ως σταθμάρχης, δουλειά που του έφερνε τακτικές μεταθέσεις. Οι πρώτες επαφές του νεαρού Ντάριο με το χώρο της υποκριτικής ήταν στο χωριό Πόρτο Βαλτραβάλια, όπου έβλεπε τους ντόπιους να τραγουδούν και να αφηγούνται παραμύθια. Όταν ήταν 17 χρονών δήλωσε εθελοντής στο στρατό της λεγόμενης “Δημοκρατίας του Σαλό” του φασιστικού κράτους που είχε δηλαδή συγκροτήσει ο Μουσολίνι στη Βόρεια Ιταλία με τη στήριξη των ναζί, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943. Η θλιβερή αυτή παρένθεση στη ζωή του Φο αποκαλύφθηκε τη δεκαετία του ΄70, προκαλώντας μεγάλη πολεμική στον τύπο της εποχής καθώς και δικαστικές διαμάχες, με την αντιπαράθεση να εκτείνεται για δεκαετίες. Ο ίδιος προσπάθησε να δικαιολογήσει την επιλογή του λέγοντας πως το έκανε για να προστατεύσει τον πατέρα του από αντίποινα και για να αποφύγει τη μεταφορά του για καταναγκαστικά έργα στη Γερμανία, ενώ αργότερα λιποτάκτησε παραμένοντας κρυμμένος ως το τέλος του πολέμου.
Μετά τον πόλεμο αποφάσισε να σπουδάσει στη σχολή Καλών Τεχνών του Μιλάνου, μετά την εγγραφή του εκεί ωστόσο στράφηκε στην αρχιτεκτονική. Μετά από ένα νευρικό κλονισμό, αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο, όπου επηρεάστηκε από τον ηθοποιό και συγγραφέα Εντουάρντο ντε Φίλιπο και το σκηνοθέτη Τζορτζιο Στρέλερ. Την ίδια περίοδο μελέτησε το έργο των Αντόνιο Γκράμσι, Μπέρτολτ Μπρεχτ και Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι. Ξεκίνησε την καριέρα του στο ραδιόφωνο και στη συνέχεια συνεργάστηκε στη σατιρική επιθεώρηση “Το δάχτυλο στο μάτι”, ενώ στη συνέχεια μια πιο πολιτική επιθεώρηση του δημιούργησε προβλήματα με τη λογοκρισία. Το 1954 παντρεύτηκε την ηθοποιό και θεατρική συγγραφέα Φράνκα Ράμε, με την οποία απέκτησαν το μοναχοπαίδι τους Γιάκοπο ένα χρόνο αργότερα. Μαζί εμφανίστηκαν σε ταινίες όπως “Ο περίεργος” (1956) και το 1958 ίδρυσαν από κοινού τον πρώτο τους θίασο, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Κάνοντας περιοδείες ανά την Ιταλία, το ζεύγος ανέβαζε μια νέα παράσταση κάθε σαιζόν επί μία δεκαετία, κυρίως σατιρικού περιεχομένου, δημιουργώντας πολτιικές αντιπαραθέσεις. Όταν υπέγραψαν με την κρατική τηλεόραση RAI το 1962 για σατιρική εκπομπή, γρήγορα συνάντησαν τις αντιδράσεις των λογοκριτών για τα σκετς που ήταν βγαλμένα από τη ζωή της εργατικής τάξης. Ο Φο και η Ράμε αρνούμενοι να δεχτούν περικοπές στο έργο του, εγκατέλειψαν τα στούντιο της RAI και δεν ξαναεμφανίστηκαν στην ιταλική τηλεόραση για τα επόμενα 15 χρόνια.
Το 1969 ίδρυσαν τη θεατρική ομάδα “La Comune” στο Μιλάνο, και το 1974 κατέλαβαν ένα χώρο σε δημόσιο κήπο της πόλης, με το όνομα “La Palazzina Libertá”. Εκείνα τα χρόνια σηματοδοτούν και το αποκορύφωμα της πολιτικής δράση του Φο, εν μέσω των λεγόμενων “Μολυβένιων χρόνων” (Anni di piombo) που διακρίνονταν στην πρώτη φάση κυρίως από διαδηλώσεις, απεργίες και άλλες φοιτητικές και εργατικές κινητοποιήσεις, με παράλληλη έξαρση των ένοπλων οργανώσεων της άκρας αριστεράς αλλά και νεοφασιστικών ομάδων, με συχνά αιματηρά επεισόδια. Ο Φο και η Ράμε, ως μέλη της “Κόκκινης Μαχητικής Αρωγής” (Soccorso Rosso Militante) συμμετείχαν στη νομική και οικονομική υποστήριξη συλληφθέντων και φυλακισμένων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Ως συνέπεια της δράσης τους δέχονταν συχνά απειλές και παρενοχλήσεις, ενώ τοποθετούνταν συχνά βόμβες στα μέρη όπου εμφανίζονταν. Μάλιστα το 1973 η Ράμε απήχθη για ένα διάστημα από νεοφασίστες, ενώ το 1980 οι ΗΠΑ αρνήθηκαν την άδεια εισόδου στο Φο, προκαλώντας ένα μεγάλο κύμα αλληλεγγύης από ανθρώπους του πνεύματος όπως ο Άρθουρ Μίλλερ (θύμα ο ίδιος του μακαρθισμού) και ο σκηνοθέτης Μάρτιν Σκορσέζε. Τα γνωστότερα έργα εκείνης της περιόδου είναι αναμφίβολα “Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού” (1970) καθώς και το “Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω” (1974). Το πρώτο βασίστηκε στο πραγματικό περιστατικό του μυστηριώδους θανάτου του αναρχικού σιδηροδρομικού Τζουζέπε Πινέλι σε αστυνομικό τμήμα του Μιλάνου το 1969, όπου κρατούνταν ως φερόμενος συμμετέχων στη βομβιστική επίθεση -της ακροδεξιάς οργάνωσης Όρντινε Νουόβο, όπως αποδείχθηκε αργότερα- στην πιάτσα Φοντάνα, που στοίχισε τη ζωή σε 17 ανθρώπους. Ο Πινέλι έπεσε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες από τον τέταρτο όροφο του κτιρίου, ενώ η έρευνα κατά του αστυνομικού που θεωρήθηκε ύποπτος για το θάνατό του ανεστάλη το 1971, όταν το περιστατικό κρίθηκε οριστικά ως ατύχημα. Το δεύτερο έργο εμφάνιζε τη Ράμε στο ρόλο μια νοικοκυράς που λεηλατεί σουπερμάρκετ για να διαμαρτυρηθεί κατά της οικονομικής κρίσης.
Το 1973 εκδόθηκε το έργο “Μιστέρο Μπούφο”, που είχε γραφτεί λίγα χρόνια νωρίτερα, όπου παρωδούνται διάφορες σκηνές του Χριστιανισμού, προκαλώντας την αντίδραση του Βατικανού, όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 το έργο προβλήθηκε ζωντανά από την Ιταλική τηλεόραση. Ο Φο συνέχισε το δημιουργικό του έργο στο θέατρο και την τηλεόραση τα επόμενα χρόνια, ενώ ασχολήθηκε επίσης με την σκηνοθεσία όπερας και τη συγγραφή τραγουδιών. Η διεθνής αναγνώριση του έργου του επισφραγίστηκε με την απονομή του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας το 1997, το οποίο αποδέχτηκε λέγοντας πως έτσι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να τιμήσει τον κόσμο του θεάτρου.
Σε ό,τι αφορά την πολιτική του σταδιοδρομία, είχε ήδη αρχίσει να εγκαταλείπει τον παλαιότερο ριζοσπαστισμό του,συμμετέχοντας στις δημοτικές εκλογές του 2006 ως προτεινόμενος για δήμαρχος του Μιλάνου μεταξύ των υποψηφίων της κεντροαριστεράς του Ρομάνο Πρόντι. Ήρθε δεύτερος με 23,3%, την ίδια χρονιά ωστόσο με το προσωπικό του ψηφοδέλτιο εξελέγη νομαρχιακός σύμβουλος Λομβαρδίας, αξίωμα από το οποίο παραιτήθηκε πριν την ανάληψή του, λέγοντας πως δε διέθετε χρόνο να το ασκήσει. Συμμετείχε στις διαδηλώσεις κατά της κατασκευής αμερικανικού στρατιωτικού αεροδρομία κοντά στο Νταλ Μολίν, ενώ το 2013 προκάλεσε αίσθηση με τη στήριξη του στο λαϊκίστικο Κίνημα των 5 αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, με τον οποίο μάλιστα εμφανίστηκε σε προεκλογική συγκέντρωση στο Μιλάνο, συγκρίνοντας την πορεία του κινήματος με τον απελευθερωτικό αγώνα του β’ παγκοσμίου πολέμου. Στην πρόταση του Γκρίλο να είναι ο Φο προεδρικός υποψήφιος των πέντε αστέρων απάντησε πως έτσι θα έχανε χρόνο από τις αγαπημένες του δραστηριότητες.
Έφυγε από τη ζωή στις 13 Οκτώβρη 2016 σε κλινική του Μιλάνου, όπου νοσηλευόταν για 12 μέρες λόγω αναπνευστικών προβλημάτων.