Θέατρο τη Δευτέρα: «Μένγκελε» του Θανάση Τριαρίδη
“Ένα έργο που επιχειρεί να αναμετρηθεί με την πιο ακατανόητη κτηνωδία…το Εργαστήρι Πειραμάτων του Γιόζεφ Μένγκελε στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Μια ακραία ηθική παραβολή (ή και μια μετα-πολιτική δυστοπία), ένα θρίλερ επιστημονικής φαντασίας και μια ερωτική τραγωδία συμπλέκονται πέρα από τα όρια της ηθικής, στο αόρατο μεταίχμιο όπου η πιο έξαλλη αγάπη συναντιέται με το απόλυτο κακό”
Το έργο «Μένγκελε» (Όνειρο για δύο πρόσωπα σε ένα βαγόνι) υπήρξε το τρίτο θεατρικό του Θανάση Τριαρίδη που ανέβηκε στις σκηνές της Αθήνας. «Πρόκειται για ένα έργο που επιχειρεί να αναμετρηθεί με την πιο ακατανόητη κτηνωδία στην ιστορία της Δύσης: το Εργαστήρι Πειραμάτων του Γιόζεφ Μένγκελε στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Μια ακραία ηθική παραβολή (ή και μια μετα-πολιτική δυστοπία), ένα θρίλερ επιστημονικής φαντασίας και μια ερωτική τραγωδία συμπλέκονται πέρα από τα όρια της ηθικής, στο αόρατο μεταίχμιο όπου η πιο έξαλλη αγάπη συναντιέται με το απόλυτο κακό».
Δύο άγνωστοι άνθρωποι της σημερινής εποχής: Ένας άντρας (διοικητικός υπάλληλος κάποιας δημόσιας υπηρεσίας) και μία γυναίκα (υποψήφια διδάκτορας Ιστορίας) στο κουπέ ενός ηλεκτροκίνητου τρένου, σε ένα νυχτερινό δρομολόγιο – μία τυπική συζήτηση γνωριμίας.
Όλα ξεκινούν με μία ξαφνική διακοπή ρεύματος, οπότε οι δύο πρωταγωνιστές για να ξεπεράσουν την αμηχανία τους θα παίξουν το παιδικό παιχνίδι των ρόλων (όπου ο καθένας από τους δύο αναλαμβάνει να υποδυθεί μία πολύ συγκεκριμένη ιστορική ή φανταστική προσωπικότητα). Ο άντρας θα παραστήσει τον «Γιόζεφ Μένγκελε», τον διαβόητο «Άγγελο του Θανάτου» του Άουσβιτς, και η γυναίκα την «Εσθήρ», την εγγονή μίας Εβραίας επιζήσασας, θύματος των φρικτών πειραμάτων του μυστηριώδους γιατρού. Γρήγορα όμως το παιχνίδι θα αλλάξει τροπή για τους δυο εγκλωβισμένους στο κουπέ του τρένου…
Ο συγγραφέας σημειώνει για το έργο του: «Ο Μένγκελε (όπως και κάθε άλλο γραπτό μου) είναι (σωστότερα: θα ήθελα να είναι) μια ακόμη αφήγηση προορισμένη για να διαβαστεί. Η θεατρική φόρμα που χρησιμοποίησα ήταν μονάχα το μέσο που ένιωσα προσφορότερο για να καταγράψω μια φριχτή ιστορία αγάπης και φόνων – ή την αποκαλυπτική ιστορία της αγάπης διά του εξακολουθητικού όσο και ακαταλόγιστου φόνου μέσα στους αιώνες.
Για τον Μένγκελε ισχύουν όσα σημείωνα και για τα προηγούμενα «θεατρικά έργα» μου (La ultima noche ή οι καρχαρίες, 2010, Historia de un amor ή τα μυρμήγκια, 2011): δεν γνωρίζω αν μπορεί να παρουσιαστεί στο θέατρο, αν έχει αυτό που ονομάζουμε «θεατρικότητα». Οι σκηνικές (;) οδηγίες που ενσωμάτωσα στο «έργο» ήταν για μένα απαραίτητο κομμάτι της αφήγησης. Αν κάποιος σκηνοθέτης (ή όποιος άλλος) νιώσει πως δεν του είναι χρήσιμες, ας τις αγνοήσει ή ας τις αλλάξει. Δεν έχω αντίρρηση αντί για έναν άντρα και μια γυναίκα να παίξουν δυο γυναίκες ή δυο άντρες, ένας εγγαστρίμυθος με μια κούκλα – ή ακόμη και παιδιά. Εξάλλου, όπως επιμένω σε κάθε αντίστοιχη εισαγωγή, νιώθω πως όλες οι αφηγήσεις απευθύνονται σε παιδιά – οι ενήλικοι είναι ήδη πνευματικά νεκροί, γυαλιστερά ταριχευμένα πτώματα.(…)»
Η παράσταση πρωτοπαρουσιάστηκε στη σκηνή του θεάτρου Faust, τον Δεκέμβρη του 2013, σε σκηνοθεσία του Κώστα Φιλίππογλου, παίχτηκε επί 4 θεατρικές σεζόν και απέσπασε θερμότατες κριτικές.
Στο ρόλο του Γιόζεφ Μένγκελε, του ανθρώπου που ενσαρκώνει την πιο ακραία έννοια του κακού στον 20ό αιώνα, ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος. Στο ρόλο της Εσθήρ η Μυρτώ Αλικάκη.
Βοηθός σκηνοθέτη και δραματολογική ανάλυση: Ροζαλί Σινοπούλου. Μουσική και ηχητικός σχεδιασμός: Δημήτρης Γιακουμάκης. Εικαστική επιμέλεια: Όλγα Μπρούμα. Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα. Παραγωγή: Θέατρο Faust και Εκδόσεις Ευρασία.
Δείτε την παράσταση:
Η Κατιούσα αγαπάει το θέατρο και προβάλλει κάθε Δευτέρα από τις σελίδες της μια σειρά από ξεχωριστά έργα που βρίσκονται «αποθηκευμένα» στο πλούσιο Αρχείο της ΕΡΤ, καθώς και άλλες παραστάσεις.
Για πολλά χρόνια «Το θέατρο της Δευτέρας» που προβαλλόταν από την κρατική ΕΡΤ αποτελούσε μια όαση πολιτισμού στο άνυδρο τηλεοπτικό (και όχι μόνο) τοπίο της εποχής, που καθήλωνε κάθε βδομάδα μπροστά στους δέκτες τους χιλιάδες τηλεθεατές.
Οι μεγαλύτεροι συγγραφείς του κόσμου, αλλά και πολλοί νεότεροι, Έλληνες και ξένοι, έργα του κλασικού και νεότερου ρεπερτορίου, δοσμένα από σημαντικούς θεατράνθρωπους κι ερμηνευμένα από μερικούς από τους καλύτερους ηθοποιούς που γέννησε αυτός ο τόπος, πέρασαν από τις ασπρόμαυρες και στη συνέχεια έγχρωμες οθόνες των τηλεοράσεων κι έφεραν κοντά στο θέατρο έναν κόσμο που δεν του δινόταν άλλου τύπου κίνητρα (ούτε λόγος για την απαραίτητη παιδεία…), για να προσεγγίσει, να απολαύσει και ν’ αγαπήσει τη συγκεκριμένη μορφή τέχνης.