Θέατρο τη Δευτέρα: «Νόρα» (ή «Το σπίτι της κούκλας») του Ερρίκου Ίψεν
Διαχρονικό δραματουργικό σύμβολο των δικαιωμάτων της γυναίκας για την ισότητά της στην κοινωνία, στην εργασία και την οικογένεια, θα παραμένει – όσο και όπου θα υπάρχει ταξική κοινωνία – το αριστουργηματικό, ιψενικό κοινωνικό και ψυχολογικό δράμα «Νόρα» (ή «Το σπίτι της κούκλας») του Ερρίκου Ίψεν.
«Διαχρονικό δραματουργικό σύμβολο των δικαιωμάτων της γυναίκας για την ισότητά της στην κοινωνία, στην εργασία και την οικογένεια, θα παραμένει – όσο και όπου θα υπάρχει ταξική κοινωνία – το αριστουργηματικό, ιψενικό κοινωνικό και ψυχολογικό δράμα «Νόρα» (ή «Το σπίτι της κούκλας»).
Παρά τις αυταπάτες, με τη σημερινή – άνευ αντίπαλου δέους – «παλινορθωμένη» καπιταλιστική βαρβαρότητα και την ποικιλόμορφη εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η γυναίκα είναι ο πιο «αδύνατος κρίκος» και όπου κατέκτησε κάποια δικαιώματα. Γι’ αυτό, το έργο του «θεμελιωτή» του κριτικού κοινωνικού ρεαλισμού στην ευρωπαϊκή δραματουργία ξαναγίνεται οικουμενικό και επίκαιρο.
Παιδί πτωχευμένης αστικής οικογένειας, έχοντας βιώσει από έφηβος την ανάγκη αλλά και την αφυπνιστική δύναμη της βιοπάλης, μυημένος, στη Γερμανία, από επαναστάτες διανοούμενους-θαυμαστές της θεωρίας του εξόριστου τότε Μαρξ στις σοσιαλιστικές ιδέες, με τα έργα του ξεσπαθώνει κατά της κοινωνικής, ηθικής, θεσμικής αθλιότητας της άρχουσας τάξης.
Δύο χρόνια μετά το χαρακτηριστικά επαναστατικό έργο του «Τα στηρίγματα της κοινωνίας» (1877), γράφοντας τη «Νόρα», καταγγέλλει την αστική κοινωνία και για την ενδοοικογενειακή καταδίκη της γυναίκας ως «αντικειμένου», υποταγμένου στον άνδρα, χωρίς δικαιώματα βούλησης και δράσης. Ο Ίψεν δεν αρκέστηκε στην καταγγελία. Μέσω της ηρωίδας του εξέφρασε και την ανάγκη διεκδικητικής «εξόδου» και πορείας κάθε γυναίκας (και όχι μόνο της εργατικής τάξης) προς την εργασιακή και κοινωνική της χειραφέτηση.
Τα μέσα της αστικής τάξης επιτέθηκαν στο έργο του, γιατί η Νόρα, κόρη πτωχευμένης αστικής οικογένειας, μάνα δυο παιδιών, παύει να είναι η «κούκλα» του άντρα της. Επειδή ως γυναίκα δε δικαιούται δανεισμού, για να σώσει τη ζωή του αγαπημένου, βαριά άρρωστου, τραπεζοϋπαλλήλου άντρα της, ερήμην του δανείζεται, πλαστογραφώντας την υπογραφή του μόλις πεθαμένου πατέρα της και πληρώνει το χρέος, κάνοντας μεγάλη οικονομία και πουλώντας κρυφά εργόχειρά της. Όταν ένας εκβιαστής αποκαλύπτει το «έγκλημά» της στον, διευθύνοντα πια την τράπεζα, άντρα της, εκείνος αντί να εκτιμήσει τη θυσία της, εξαγριώνεται και την ταπεινώνει πλήρως, σκεπτόμενος μόνο μη θιγεί η ανδρική και διευθυντική «τιμή» του, αλλά όταν εκλείπει αυτός ο κίνδυνος, ξαναθέλει την «κούκλα» του. Τότε, ακριβώς, η Νόρα παίρνει την τολμηρή απόφαση να τον εγκαταλείψει, αφήνοντάς του και τη φροντίδα των παιδιών, και μόνη να βιοποριστεί και χειραφετηθεί», σημειώνει στο Ριζοσπάστη, για το έργο του Ίψεν, «Νόρα», η αξέχαστη Θυμέλη (Αριστούλα Ελληνούδη).
Το σπουδαίο θεατρικό έργο του Νορβηγού θεατρικού συγγραφέα Χένρικ Ίψεν, «Νόρα» ή «Το σπίτι της κούκλας» ή «Κουκλόσπιτο», έκανε πρεμιέρα στο Βασιλικό Θέατρο της Κοπεγχάγης, στις 21 του Δεκέμβρη 1879, προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις. Στην Ελλάδα πρωτοανέβηκε σε μετάφραση Μιχάλη Γιανουκάκη, το 1899, στο θέατρο «Νεαπόλεως», με την Ολυμπία Δαμάσκου στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Στη συνέχεια από την Κυβέλη, το 1907, για να ακολουθήσουν πολλές ακόμα «Νόρες» μέχρι τις μέρες μας, καθώς πρόκειται για ρόλο πρόκληση διαχρονικά, για κάθε ηθοποιό.
Η παράσταση που θα παρακολουθήσουμε από εδώ προβλήθηκε το 1980 από την ΕΡΤ, στα πλαίσια της τηλεοπτικής σειράς «Το θέατρο της Δευτέρας», σε μετάφραση Βάσου Δασκαλάκη και σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη και Ελίνας Τανιμανίδη. Παρουσιάζει η Κέλλυ Σακάκου και παίζουν οι ηθοποιοί: Αντιγόνη Βαλάκου (Νόρα Χέλμερ), Μαρία Βασιλείου, Πάνος Κυριακόπουλος, Διονύσης Καλός, Λίνα Λαμπράκη, Στέλιος Καπάτος, Καίτη Μητροπούλου, Κοσμάς Ζαχάρωφ.
Δείτε την παράσταση:
Η Κατιούσα αγαπάει το θέατρο και προβάλλει κάθε Δευτέρα από τις σελίδες της μια σειρά από ξεχωριστά έργα που βρίσκονται «αποθηκευμένα» στο πλούσιο Αρχείο της ΕΡΤ, καθώς και άλλες παραστάσεις.
Για πολλά χρόνια «Το θέατρο της Δευτέρας» που προβαλλόταν από την κρατική ΕΡΤ αποτελούσε μια όαση πολιτισμού στο άνυδρο τηλεοπτικό (και όχι μόνο) τοπίο της εποχής, που καθήλωνε κάθε βδομάδα μπροστά στους δέκτες τους χιλιάδες τηλεθεατές.
Οι μεγαλύτεροι συγγραφείς του κόσμου, αλλά και πολλοί νεότεροι, Έλληνες και ξένοι, έργα του κλασικού και νεότερου ρεπερτορίου, δοσμένα από σημαντικούς θεατράνθρωπους κι ερμηνευμένα από μερικούς από τους καλύτερους ηθοποιούς που γέννησε αυτός ο τόπος, πέρασαν από τις ασπρόμαυρες και στη συνέχεια έγχρωμες οθόνες των τηλεοράσεων κι έφεραν κοντά στο θέατρο έναν κόσμο που δεν του δινόταν άλλου τύπου κίνητρα (ούτε λόγος για την απαραίτητη παιδεία…), για να προσεγγίσει, να απολαύσει και ν’ αγαπήσει τη συγκεκριμένη μορφή τέχνης.