Θέατρο τη Δευτέρα: «Ο Φούρναρης, η Φουρνάρισσα και ο Παραγιός» του Ζαν Ανούιγ
“Στα περισσότερα έργα του Ζάν Ανούιγ επανέρχονται οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιες καταστάσεις, το ίδιο σχεδόν κεντρικό θέμα: Να πονέσεις και να κάμεις τούς άλλους να πονέσουν, γιατί τα ρόδινα όνειρα, δεν κατορθώνουν να εξαγνίσουν τη ζωή με ό,τι έχει το πιο φριχτό: την παραδοχή της καθημερινής μετριότητας, των συμβιβασμών, την αναπόφευκτη χρεωκοπία του έρωτα, ενώ παραμονεύει η φθορά του χρόνου και ο θάνατος”
«Ο Φούρναρης, η Φουρνάρισσα και ο παραγιός» είναι ο τίτλος του 21ου θεατρικού έργου του Ζαν Ανούιγ. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Νοέμβρη του 1968 σκηνοθετημένο από τον ίδιο τον συγγραφέα και τον Ρολάν Πιετρί.
Στην Ελλάδα παίχτηκε στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το διάστημα Δεκέμβρης 1970 – Γενάρης 1971, μεταφρασμένο από τη σπουδαία ηθοποιό και μεταφράστρια θεατρικών έργων Ελένη Χαλκούση, με πρωταγωνιστές τους σπουδαίους ηθοποιούς Νίκο Τζόγια και Ελένη Χατζηαργύρη. Στο πρόγραμμα εκείνης της παράστασης η Ελένη Χατζηαργύρη σημείωνε μεταξύ άλλων για το έργο: «Ο τίτλος του έργου, παρά την πεζότητά του, δίνει την εντύπωση – για όσους γνωρίζουν την ιστορία της Γαλλικής Επαναστάσεως – ότι πρόκειται για ιστορικό έργο, αφού η φράση αυτή «ήταν ίσως η τελευταία κραυγή αγάπης του μακροχρόνιου ερωτικού δεσμού της Γαλλίας με τους βασιλιάδες της, όταν ο όχλος, πού έσερνε από τις Βερσαλλίες πίσω στο Παρίσι τον Λουδοβίκο XVI και την οικογένειά του, φώναζε σε όλη τή διαδρομή: Σας φέρνουμε πίσω το Φούρναρη, τη Φουρνάρισσα και τον παραγιό, γιατί νόμιζε αφελώς, ότι με την επιστροφή τους θα σταματούσαν οι στερήσεις και η πείνα του γαλλικού λαού», όπως γράφει ο Ζαν Ανούιγ.
Σε μια συνέντευξή του, την παραμονή της πρεμιέρας, ο Ανούιγ είπε: «Η μόνη συσχέτιση του έργου μου με τα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα είναι ότι πρόκειται για έργο που άφορά την οικογένεια».
Την οικογένειά, με τις καθημερινές συγκρούσεις, τις δραματικές μαζί και κωμικές, τις σπαρακτικές και ξεκαρδιστικές συγχρόνως. Όμως τα παιδιά παρίστανται μάρτυρες των σκηνών αυτών, βλέπουν και ακούνε τους γονείς τους, ενώ τους αρέσει να τους φαντάζονται εντελώς διαφορετικούς: «Ονειρεύονται τους ευτυχισμένους έρωτες των γονιών τους – που είναι τα πρώτα ερωτικά όνειρα των αγοριών – περιμένοντας, χαρούμενα, να πάρουν τη θέση τού μπαμπά, για να κατασπαράξουν κι αυτά, όταν έλθει η ώρα τους και δίχως να το καταλάβουν, κάποιο μικρό παραγιό.
Έτσι, ο δεκάχρονος Τοτός του έργου, που παρακολουθεί τις φριχτές οικογενειακές σκηνές και συγχρόνως μελετά την ιστορία της πατρίδας του και μαζί τα περιπετειώδη αναγνώσματα για Ινδιάνους, συγχέει μέσα στο παιδικό του όραμα την πραγματικότητα με τις φανταστικές μορφές των αναγνώσεών του.
Μαθαίνει πως η βασιλική οικογένεια του Λουδοβίκου XVI και της Μαρίας Αντουανέτας δεν υπήρξε πράγματι ευτυχισμένη, παρά μόνον όταν βρέθηκε εγκάθειρκτη στις φυλακές του Φρουρίου, λίγο πριν από το μοιραίο τέλος. Μέσα στην προχωρημένη νύχτα και στον πόθο του για τη συμφιλίωση των γονιών του, υποκαθιστά τη μορφή του μπαμπά και της μαμάς, κάτω από τα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα. Οραματίζεται τους γονιούς του, έτσι μασκαρεμένους, να λένε – όχι τα ανεπανόρθωτα λόγια που ανταλλάσσουν κάθε μέρα – αλλά τον ιστορικό βασιλικό διάλογο:
Λουδοβίκος: Τι συμπαθητικά που είναι εδώ στο Φρούριο! Τα παλάτια μας ήταν τόσο μεγάλα, που δε μάς ήταν βολετό να βρεθούμε έτσι κοντά και να κουβεντιάσουμε οι δυο μας.
Μαρία Αντουανέτα: Από τότε που μάς βρήκαν οι συμφορές, κατάλαβα, αλήθεια, τι αξίζεις… και ήθελα να σού πω πως σ’ αγαπώ πολύ, Λουδοβίκο…
Λουδοβίκος: Κι εγώ σ’ αγαπώ πολύ, μικρή μου Μαρία Αντουανέτα…
Μήπως θάπρεπε να βρει και το δικό τους σπίτι κάποια μεγάλη συμφορά όπως του συμμαθητή του, του Περπέρ, που πέθανε η αδελφούλα του, για να πάψουν να τσακώνονται οι γονείς του και να ξαναβρούν την ανθρωπιά και την αγάπη τους;
Παρά τις ιστορικές αυτές φαντασιώσεις και προεκτάσεις, το έργο παίζεται, σχεδόν ολόκληρο με νυχτικά και εσώρουχα, κρεβατοκάμαρας, σε μια σκηνή, σχεδόν άδεια, με κυρίαρχο έπιπλο ένα διπλό συζυγικό κρεββάτι, όπως στις φάρσες του Φεϋντώ («Το νου σου στην Αμάλια», «Ψύλλοι στ’ αυτιά» κτλ.) για τον οποίον ο Ζαν Ανούιγ φαίνεται να αισθάνεται ιδιαίτερη προτίμηση και θαυμασμό.
Όπως στα περισσότερα έργα του, έτσι και στο «Φούρναρη» είναι φανερή η αγάπη του Ζαν Ανούιγ και η προτίμησή του για την αγνή παιδική ηλικία και δεν διστάζει να καταλογίσει βαρείες, ασύγγνωστες ευθύνες στους μεγάλους (βιώματα, ασφαλώς, ανεξίτηλα), χωρίς, στο έργο αυτό, να φθάνει σε ακραία συμπεράσματα, όπως σε άλλα έργα, στο «Άρπαξε και μη σε μέλλει» λόγου χάριν, όπου ένας άλλος Λουδοβίκος, ο XVIII, λέει στον νεαρό ιδεολόγο, που θέλει να πεθάνει για τον Ναπολέοντα:
– Όλο το κακό, πίστεψέ με, προέρχεται από τους γέρους που έχουν ανάγκη να τρέφονται με τις ιδέες. Ενώ οι νέοι πεθαίνουν γι’ αυτές.
Στα περισσότερα έργα του Ζάν Ανούιγ επανέρχονται οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιες καταστάσεις, το ίδιο σχεδόν κεντρικό θέμα: Να πονέσεις και να κάμεις τούς άλλους να πονέσουν, γιατί τα ρόδινα όνειρα, δεν κατορθώνουν να εξαγνίσουν τη ζωή με ό,τι έχει το πιο φριχτό: την παραδοχή της καθημερινής μετριότητας, των συμβιβασμών, την αναπόφευκτη χρεωκοπία του έρωτα, ενώ παραμονεύει η φθορά του χρόνου και ο θάνατος. – «Υπάρχει βέβαια ο έρωτας. Και ύστερα υπάρχει η ζωή, η μεγάλη εχθρά του. Λέει, ήδη από το 1948, ο στρατηγός, στο «Άρντελ».
Αυτή «η εχθρά του έρωτα, η ζωή», με την καταλυτική δύναμη της καθημερινότητας, επανέρχεται και στο «Φούρναρη», όπως και στο «Βαλς των ταυρομάχων». Εκεί η ανάπηρη γυναίκα του στρατηγού, που τον ζηλεύει παθολογικά και τον θέλει διαρκώς κοντά της, τον φωνάζει ολοένα με το όνομά του.
—Λεόν! Λεόν! Λεόν! Λεόν!
Και ο θεατής δεν ξέρει, στο τέλος, αν είναι η φωνή της άρρωστης ή του παγωνιού, στο πάρκο, που φωνάζει τη συντρόφισσά του.
Στο «Φούρναρη», το ζευγάρι των συζύγων, ύστερα από δεκαπέντε χρόνια έγγαμου βίου, τσακώνεται, και όχι «γιατί δεν αγαπιούνται πιά», αλλά «γιατί κάποτε αγαπήθηκαν πολύ» και σε μια κρίση αλλόφρονου εγωϊσμού, όταν κι οι δυο φωνάζουν «Εγώ! Εγώ! Εγώ! Εγώ!», οι θεατές δεν ξέρουν αν πρόκειται για δυο ανθρώπινα πλάσματα που διεκδικούν τα δικαιώματά τους στην ευτυχία και στον έρωτα ή για δυο σκυλιά που γαυγίζουν έτοιμα να αλληλοσπαραχθούν.
Πολλοί κατηγόρησαν τον Ζαν Ανούιγ για τις επαναλήψεις αυτές, που τις χαρακτηρίζουν συγγραφικές αδυναμίες.
Όμως, άλλοι επικαλούνται τον ορισμό του Αλμπέρ Καμύ: «Κλασσικός είναι αυτός που επαναλαμβάνεται. Αλλά και που ξέρει πώς να επαναλαμβάνεται». (Πηγή: Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)
Η παράσταση που θα παρακολουθήσουμε εδώ προβλήθηκε το 1990 από την ΕΤ1 και την εκπομπή «Το θέατρο της Δευτέρας», στην ίδια μετάφραση της Ελένης Χαλκούση, σε σκηνοθεσία Γιάννη Βεάκη και με τους Κώστα Ρηγόπουλο και Τζένη Ρουσσέα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Τηλεσκηνοθεσία: Μιχάλης Παπανικολάου. Σκηνικά: Ρένα Γεωργιάδου. Κοστούμια: Ρένα Γεωργιάδου – Άννα Μπουλαξή. Χορογραφίες: Γιάννης Φλερύ. Μουσική σύνθεση: Βασίλης Τενίδης.
Ηθοποιοί: Κώστας Ρηγόπουλος, Τζένη Ρουσσέα, Γιάννης Κάσδαγλης, Κώστας Αποστολίδης, Βαρβάρα Λαζαρίδου, Μαρίνος Δεσύλλας, Ευδοκία Σουβατζή, Ελένη Γεωργιάδου και τα παιδιά Ιράνα Σαμίτα και Γιώργος Μαραμένος.
Δείτε την παράσταση:
Η Κατιούσα αγαπάει το θέατρο και προβάλλει κάθε Δευτέρα από τις σελίδες της μια σειρά από ξεχωριστά έργα που βρίσκονται «αποθηκευμένα» στο πλούσιο Αρχείο της ΕΡΤ, καθώς και άλλες παραστάσεις.
Για πολλά χρόνια «Το θέατρο της Δευτέρας» που προβαλλόταν από την κρατική ΕΡΤ αποτελούσε μια όαση πολιτισμού στο άνυδρο τηλεοπτικό (και όχι μόνο) τοπίο της εποχής, που καθήλωνε κάθε βδομάδα μπροστά στους δέκτες τους χιλιάδες τηλεθεατές.
Οι μεγαλύτεροι συγγραφείς του κόσμου, αλλά και πολλοί νεότεροι, Έλληνες και ξένοι, έργα του κλασικού και νεότερου ρεπερτορίου, δοσμένα από σημαντικούς θεατράνθρωπους κι ερμηνευμένα από μερικούς από τους καλύτερους ηθοποιούς που γέννησε αυτός ο τόπος, πέρασαν από τις ασπρόμαυρες και στη συνέχεια έγχρωμες οθόνες των τηλεοράσεων κι έφεραν κοντά στο θέατρο έναν κόσμο που δεν του δινόταν άλλου τύπου κίνητρα (ούτε λόγος για την απαραίτητη παιδεία…), για να προσεγγίσει, να απολαύσει και ν’ αγαπήσει τη συγκεκριμένη μορφή τέχνης.