Θέατρο τη Δευτέρα: «Όρνιθες» του Αριστοφάνη
Ο Αριστοφάνης «μέσω αυτής της – έμμεσα πολιτικής – υπερεαλιστικής αλληγορίας του τονίζει την ανάγκη ανατροπής κάθε κοινωνίας σαπισμένης από τη διαφθορά, την απάτη και την εκμετάλλευση των αδυνάτων από «θεώθεν» και επίγειους εξουσιαστές»…
«Οι «Όρνιθες», γραμμένοι το 414 π.Χ. από τον μεγάλο ποιητή, ο οποίος είχε απογοητευτεί από την τροπή του Πελοποννησιακού Πολέμου, αποτελούν μια καυστική διαμαρτυρία για την κατάσταση της Αθήνας, ενώ τα μηνύματα που τους διαπερνούν είναι πάντα επίκαιρα. Ο Μάνος Χατζιδάκις καταπιάστηκε με την κωμωδία του Αριστοφάνη, το 1959, για το ανέβασμα της ιστορικής παράστασης που έδωσε εκείνη τη χρονιά στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών το «Θέατρο Τέχνης», σε σκηνοθεσία Κ. Κουν, μετάφραση Β. Ρώτα, σκηνικά – κοστούμια Γ. Τσαρούχη και χορογραφίες Ρ. Μάνου. Μια καυστική παράσταση, που παρωδούσε τα πολιτικά, εκκλησιαστικά, εκπαιδευτικά «δρώμενα» της εποχής.
Το έργο του Μ. Χατζιδάκι πήρε την τελική του μορφή το 1964, όταν ο συνθέτης αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τις λεπτομέρειές του και να το ενορχηστρώσει. Την ίδια χρονιά παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο, σαν καντάτα, στην πρώτη συναυλία της Πειραματικής Ορχήστρας με σολίστ τους Γ. Μούτσιο, Ευγ. Συριώτη, Αγγ. Ραβανοπούλου και Σπ. Σακκά. Το 1965 παρουσιάστηκε στις Βρυξέλλες, σε μορφή μπαλέτου, σε χορογραφία Μορίς Μπεζάρ και με τον συνθέτη στο πόντιουμ. Από τότε το έργο δεν παρουσιάστηκε πουθενά. Μόνο ορισμένα τραγούδια του ακούγονται στην ιστορική και διεθνώς φημισμένη παράσταση του «ΘΤ», μετά τη διεθνή περιοδεία του το 1965. «Συναυλίες, όπερα, δίσκοι τελείωσαν, έτσι που κι αυτές (“Όρνιθες”) να ζουν καλά κι εμείς καλύτερα», ανέφερε σε σημείωμά του, το ’66, ο συνθέτης, εκφράζοντας την πικρία του.
Το έργο, πάντως, αποτελεί σταθμό της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Χορωδία, ορχήστρα, σολίστ συνυπάρχουν σε απόλυτη μουσική ισορροπία, με πλήθος αξιοθαύμαστων συνδυασμών, σ’ ένα πανδαιμόνιο ρυθμών και μελωδιών, επεξεργασμένων με πρωτοτυπία, έμπνευση και μουσική αρχιτεκτονική αυστηρότητα» διαβάζουμε σε δημοσίευμα του Ριζοσπάστη (21/7/2000).
Μέσω της κλασικής, διαχρονικά επίκαιρης κωμωδίας του αυτής, που παρουσιάστηκε το 414 π.Χ. (εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου) στα Διονύσια, χαρίζοντας στον δημιουργό της το δεύτερο βραβείο, ο Αριστοφάνης ασκεί οξύτατη κριτική στην Αθηναϊκή Δημοκρατία και στον τρόπο που λειτουργούσε. Ο Πεισθέταιρος και ο Ευελπίδης, τα δυο κεντρικά πρόσωπα, απηυδισμένοι από τη διαφθορά σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, στην οποία έχει περιέλθει η πόλη, φεύγουν για να βρουν τον Τηρέα, τώρα πια Έποπα, κάποτε άνθρωπο, τώρα πια τσαλαπετεινό, για να μάθουν από αυτόν και τα άλλα πουλιά – που πετούν ψηλά και ίσως γνωρίζουν – αν υπάρχει κάποιος τόπος ειρηνικός να πάνε να ζήσουν εκεί…
Όπως έχουν αναφέρει βασικοί παράγοντες της ιστορικής παράστασης του 1959 που παρουσίασε για πρώτη φορά ο Κάρολος Κουν το καλοκαίρι του 1959 στο Ηρώδειο, «η πρεμιέρα έκανε πάταγο. Το κοινό μοιράστηκε σε φανατικούς πολέμιους και θερμούς θαυμαστές της παράστασης. Τα πρωτοσέλιδα του ημερήσιου και απογευματινού Τύπου ασχολούνταν την επομένη με τις αντιδράσεις που προκάλεσε η πρωτοποριακή ματιά του Κάρολου Κουν στο αριστοφανικό κείμενο. Ο αρμόδιος υπουργός Κ. Τσάτσος απαγόρευσε την προγραμματισμένη δεύτερη παράσταση στο Ηρώδειο, δίνοντας λαβή στους γελοιογράφους της εποχής να σατιρίσουν μοναδικά την απόφασή του. Λίγα χρόνια όμως αργότερα, παράσταση του Κουν ταξίδευε σε φεστιβάλ του εξωτερικού και ο Τύπος έγραφε ύμνους».
Η παράσταση που θα παρακολουθήσουμε ανέβηκε από το Θέατρο Τέχνης στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, τον Αύγουστο του 1975, με τους τέσσερις βασικούς συντελεστές της παράστασης του 1959 «βαρύ οπλοστάσιό» της: Βασίλης Ρώτας (μετάφραση και διασκευή κειμένου), Μάνος Χατζιδάκις (μουσική σύνθεση), Γιάννης Τσαρούχης (σκηνικά – κοστούμια) και Κάρολος Κουν (σκηνοθεσία). Την κινηματογραφική επιμέλεια υπογράφει ο Μίμης Κουγιουμτζής. Ένα χρόνο αργότερα η παράσταση προβλήθηκε από την ΕΡΤ στα πλαίσια της τηλεοπτικής σειράς «Το θέατρο της Δευτέρας».
Παίζουν: Δημήτρης Χατζημάρκος, Γιάννης Μόρτζος, Γιώργος Αρμένης, Νίκος Κούρος, Χρήστος Καλαβρούζος, Βασίλης Παπαβασιλείου, Τάκης Μαργαρίτης, Περικλής Μουστάκης, Γιάννης Δεγαΐτης, Σπύρος Σταυρινίδης, Τότα Σακελλαρίου, Αννίτα Σαντοριναίου, Νίκος Χαραλάμπους, Γιώργος Λαζάνης, Θοδωρής Μπογιατζής, Μίμης Κουγιουμτζής, Ρένη Πιττακή, Δημήτρης Κουτσογεωργόπουλος, Τάκης Χρυσικάκος, Κώστας Χαλκιάς, Γιάννης Ρήγας, Χάρης Σώζος, Νίκος Μαστοράκης, Δευκαλίων Κόμης, Στάθης Βούτος, Θανάσης Καραγιάννης, Νίκος Μητρογιαννόπουλος, Στέφανος Κοτσίκος, Ανδρέας Γαλανόπουλος, Βασίλης Κοεμτζής, Περικλής Καρακωνσταντόγλου, Σπύρος Σακκάς, Ειρήνη Ιγγλέση, Πέπη Οικονομοπούλου, Ράσμη Τσόπελα, Γιώργος Χανδόλιας, Μελίνα Βαμβακά, Βάνα Παρθενιάδου, Μελίνα Παπανέστωρος.
«Είναι ουτοπία το όνειρο για μια άλλη κοινωνία, μια κοινωνία της ειρήνης, της ελευθερίας, της αλήθειας, της δικαιοσύνης, της ισότητας, χωρίς θρησκειολογικές φαντασιώσεις, απατεώνες εξουσιαστές, δόλιους εκμεταλλευτές; Ουκ ολίγοι χαρακτηρίζουν ουτοπική την κωμωδία του Αριστοφάνη «Όρνιθες», παραβλέποντας ότι ο μέγας αυτός ποιητής μέσω αυτής της – έμμεσα πολιτικής – υπερεαλιστικής αλληγορίας του τονίζει την ανάγκη ανατροπής κάθε κοινωνίας σαπισμένης από τη διαφθορά, την απάτη και την εκμετάλλευση των αδυνάτων από «θεώθεν» και επίγειους εξουσιαστές» έχει εύστοχα επισημάνει στο Ριζοσπάστη η αξέχαστη Θυμέλη (Αριστούλα Ελληνούδη).
Δείτε την παράσταση:
Η Κατιούσα αγαπάει το θέατρο και προβάλλει κάθε Δευτέρα από τις σελίδες της μια σειρά από ξεχωριστά έργα που βρίσκονται «αποθηκευμένα» στο πλούσιο Αρχείο της ΕΡΤ, καθώς και άλλες παραστάσεις.
Για πολλά χρόνια «Το θέατρο της Δευτέρας» που προβαλλόταν από την κρατική ΕΡΤ αποτελούσε μια όαση πολιτισμού στο άνυδρο τηλεοπτικό (και όχι μόνο) τοπίο της εποχής, που καθήλωνε κάθε βδομάδα μπροστά στους δέκτες τους χιλιάδες τηλεθεατές.
Οι μεγαλύτεροι συγγραφείς του κόσμου, αλλά και πολλοί νεότεροι, Έλληνες και ξένοι, έργα του κλασικού και νεότερου ρεπερτορίου, δοσμένα από σημαντικούς θεατράνθρωπους κι ερμηνευμένα από μερικούς από τους καλύτερους ηθοποιούς που γέννησε αυτός ο τόπος, πέρασαν από τις ασπρόμαυρες και στη συνέχεια έγχρωμες οθόνες των τηλεοράσεων κι έφεραν κοντά στο θέατρο έναν κόσμο που δεν του δινόταν άλλου τύπου κίνητρα (ούτε λόγος για την απαραίτητη παιδεία…), για να προσεγγίσει, να απολαύσει και ν’ αγαπήσει τη συγκεκριμένη μορφή τέχνης.