Τίτος Βανδής: «Κάθε τίμιος άνθρωπος πρέπει να είναι κομμουνιστής»
Γεννήθηκε στις 7 του Νοέμβρη 1917, μέρα και χρονιά της Οχτωβριανής Επανάστασης, ο ΕΑΜίτης αγωνιστής, ο κομμουνιστής, ο σπουδαίος ηθοποιός με τη διεθνή λαμπρή παρουσία στο θέατρο και τον κινηματογράφο κι έμελλε να περάσει στην ιστορία των αγώνων του λαού και του πολιτισμού μας.
100 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη γέννηση του αξέχαστου Τίτου Βανδή. Γεννήθηκε στις 7 του Νοέμβρη 1917, μέρα και χρονιά της Οχτωβριανής Επανάστασης, ο ΕΑΜίτης αγωνιστής, ο κομμουνιστής, ο σπουδαίος ηθοποιός με τη διεθνή λαμπρή παρουσία στο θέατρο και τον κινηματογράφο κι έμελλε να περάσει στην ιστορία των αγώνων του λαού και του πολιτισμού μας.
Είχε συμπληρώσει 64 ολόκληρα χρόνια στο θέατρο και τον κινηματογράφο, όταν τον ρώτησαν τι άλλο περιμένει ένας ηθοποιός. Κι ο Τίτος Βανδής απάντησε: «Να τελειώσω με το κεφάλι ψηλά!»
Σύνδεσε από νεαρή ηλικία τη ζωή του με το κίνημα, κι έμεινε κομμουνιστής μέχρι το τέλος. «Πιστεύω ότι κάθε τίμιος άνθρωπος πρέπει να είναι κομμουνιστής. Δεν μπορεί να είναι δίκαιο, δεν μπορεί να είναι ζωή το να οικονομάνε οι λίγοι και οι πολλοί να πεινάνε. Αρχίζεις και σκέφτεσαι, πώς έγινε η κοινωνία. Από τη στιγμή που υπάρχει ο άνθρωπος, μερικοί έχουν βρει τον τρόπο να κυριαρχούν, να είναι πιο δυνατοί. Αυτοί έκαναν τους νόμους, αυτοί εφεύραν την αστυνομία και το στρατό, για το έθνος λέει, αλλά δεν το έχουν για το έθνος, όλα για την τσέπη τους», έλεγε.
Ο Τίτος Βανδής σπούδασε στο Ωδείο Θεσσαλονίκης και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Πρωτοεμφανίστηκε στο Εθνικό, το 1934, στον «Ιούδα» του Σπ. Μελά. Τον ίδιο χρόνο, έγινε μέλος του ΣΕΗ. Δραστήριο μέλος της εργατικής «Κοινωνικής Αλληλεγγύης» από τα 1934, συνδέθηκε με το ΚΚΕ και έπειτα με το ΕΑΜ Θεάτρου. Μετά την υποχώρηση συμμετείχε στους ΕΑΜίτικους θιάσους, που έδιναν παραστάσεις στην επαρχία.
Στο Εθνικό Θέατρο πρωταγωνίστησε από τη δεκαετία του ’30 («Ρωμαίος και Ιουλιέτα»,«Θυσία του Αβραάμ» κ.ά.). Το 1938 συνεργάζεται με τη «Νέα Σκηνή» του Μιχ. Κουνελάκη και περιοδεύει στην Ελλάδα. Το 1940 συνεργάζεται με το θίασο Μαρίκας Κοτοπούλη («Προανάκριση» και «Το Ξύπνημα» του Αλ. Λιδωρίκη). Από το 1941 μέχρι το 1943 με την Κατερίνα, όπου πρωταγωνίστησε σε κορυφαία έργα («Νόρα» του Ιψεν, «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Μπέρναρντ Σο, «Σουπιά» του Αιμ. Φαμπρ κ.ά.).
Μετά το θίασο της Κατερίνας, δοκιμάζεται στο μουσικό θέατρο κι έπειτα με τους ΕΑΜίτες «Ενωμένους Καλλιτέχνες» («Θάψτε τους νεκρούς», «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε», κ.ά.). Το 1946, με την Αλέκα Παΐζη και τον Δήμο Σταρένιο συγκροτούν θίασο και ανεβάζουν τους «Αδελφούς Καραμαζόφ» του Ντοστογιέφσκι. Επανέρχεται στο θίασο της Κατερίνας και πρωταγωνιστεί στο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» και στην «Εντα Γκάμπλερ». Στο θέατρο «Κοτοπούλη», από το ’51 έως το ’56, εμφανίζεται στη «Μις Μέιμπελ», στο «Μάκμπεθ» κ.ά. Συνεργάζεται με τον Αδαμάντιο Λεμό, το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη, με το θίασο Αλεξανδράκη, με το θίασο της Ελένης Χατζηαργύρη, το θίασο Αλεξανδράκη – Ζαβιτσιάνου, με το ΚΘΒΕ. Το ’64, συγκροτεί δικό του θίασο στο «Μετάλλιον» στο Παγκράτι και ανεβάζει το «Ενας όμηρος» του Ιρλανδού Μπ. Μπίαν, σε μουσική Μ. Θεοδωράκη και το «Ασπρο Ατι» του Κάρολ.
Το 1960, όταν πήγε στις Κάννες για την προβολή της ταινίας του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή» (ήταν συμπρωταγωνιστής της Μελίνας στην ταινία αυτή, όπως και στο «Τοπ Καπί», επίσης του Ντασσέν), γνώρισε έναν Αμερικάνο ατζέντη. Αυτός ο ατζέντης, Μάη του 1965, του ζήτησε τηλεφωνικά να «πεταχτεί» στο Παρίσι για μια πρόταση του Αμερικανού παραγωγού Λέρνερ να παίξει στο «On a clear day yoy can see for ever», στο θέατρο «Mark Hellinger», το δεύτερο μεγαλύτερο του Μπροντγουέι, με «χίλια δολάρια τη βδομάδα». Ελπίζοντας να ξελασπώσει από τα θιασαρχικά του χρέη, ο Τίτος Βανδής πάει στο Παρίσι και την άλλη μέρα στη Ν. Υόρκη, για ακρόαση από το επιτελείο του παραγωγού. Αγγλικά δεν ήξερε. Έκανε αγώνα για να τα μάθει το ταχύτερο. Αύγουστο του ’65 άρχισε πρόβες. Η επιτυχία του σ’ αυτήν την παράσταση και σε άλλες, σε πολλές ταινίες και σίριαλ, τον έκανε να παραμείνει και να δουλέψει στις ΗΠΑ, περίπου, 26 χρόνια.
Το 1979 πραγματοποιεί μια έκτακτη εμφάνιση στην Αθήνα, με την Ελλη Λαμπέτη, στο έργο του Ντε Φίλιππο «Φιλουμένα Μαρτουράνο». Επιστρέφει στην Αμερική, απ’ όπου φεύγει οριστικά το ’83.
Στην Αθήνα επανέρχεται με το μιούζικαλ «Μάγκες και Κούκλες» («Παρκ», 1984), ακολουθούν, «Λυσσασμένη Γάτα» του Τενεσί Ουίλιαμς (Εθνικό Θέατρο), «Ρετρό» του Α. Γκάλιν, «Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα» του Ντε Φίλιππο (ΚΘΒΕ). Από το ’93 έως το ’95, ξανασυνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο («Χορεύοντας στη Λουνάσα» κ.ά.), στο «Βέμπο» («Αδελφοί Καραμαζόφ»).
Εξίσου σημαντική είναι η παρουσία του στον κινηματογράφο. Πρωταγωνιστεί στις ταινίες «Μηδέν πέντε» του Γιάννη Πετροπουλάκη (’58), «Παράνομοι», «Το Ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου (’58-’59), «Αστέρω» του Ντίνου Δημόπουλου (’59), «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν (’60), «Πολιορκία» του Κλοντ Μπερνάρ Ομπέρ, κ.ά. Οι περισσότερες ταινίες έγιναν στην Αμερική. Αναφέρουμε μερικές: «Young Doctors in love», «The Betsy» (με τον Λόρενς Ολιβιέ), «The other side of midnight», «Gus», «Smile», «The Exorcist», «The dead duck», «Topkapi», «It happened in Athens» κ.ά. Το ’62 βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στην ταινία «Πολιορκία», ενώ το ’83 πήρε το Α` βραβείο ανδρικού ρόλου στην ταινία «Προσοχή κίνδυνος» του Γ. Σταμπουλόπουλου.
Ασχολήθηκε και με τη μετάφραση θεατρικών έργων και από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 με τη διδασκαλία της Υποκριτικής σε δραματικές σχολές. Με τον σκηνοθέτη Γιώργο Θεοδοσιάδη ίδρυσε τη Δραματική Σχολή Αθηνών, όπου και δίδαξε επί χρόνια. Αλλά και στην Αμερική υπήρξε καθηγητής Υποκριτικής (τέλη δεκαετίας ’70, στο Κολέγιο της Σάντα Μόνικα).
Από τη δεκαετία του ’30, ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση. Το ’95 ανέλαβε τη διεύθυνση του Φεστιβάλ Ολύμπου, το οποίο καθιέρωσε με σοβαρές πολιτιστικές εκδηλώσεις, ενώ τα τελευταία χρόνια ήταν συνεργάτης του Ριζοσπάστη, γράφοντας πάντα από καρδιάς.
Αγωνιστής που πίστευε ακράδαντα στο δίκιο του λαού: «Ξέρω ότι αιώνες υπέφερε ο κόσμος και ξέρω ότι αιώνες μπορεί να υποφέρει ακόμη, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να πούμε δε βαριέσαι. Μπορεί να είναι ασήμαντο, αν και τίποτε δεν είναι ασήμαντο. Αν ο καθένας έκανε από λίγο, θα γινόταν πολύ».
Εμφανής ήταν πάντα, σε κάθε του κουβέντα η αισιοδοξία και η πίστη του στη δύναμη του ανθρώπου όταν αυτή ενισχύεται από το όνειρο για ένα δικαιότερο κόσμο: «Πάντα θα υπάρχουν πολλοί που θα μείνουν με τα μάτια ανοιχτά και με το όνειρο να φτιάξουν έναν καινούριο και δίκαιο κόσμο. Κι αυτοί θα τον αλλάξουν σίγουρα τον κόσμο. Είναι μακρύς ο δρόμος, όμως υπάρχει όαση στο τέλος. Γιατί αυτός ο λαός που έχει τόσους μεγάλους και μικρούς λόγους να ενωθεί και να αντισταθεί στην εκμετάλλευση και την κοροϊδία, δεν το έχει κάνει ακόμα, είναι απορίας άξιο. Ας ελπίσουμε ότι κάποια μέρα θα το κάνουν. Όλοι μαζί».
Ο Τίτος Βανδής, πέρα από όλα τ’ άλλα, μας άφησε παρακαταθήκη και ένα βιβλίο, το «Κουβέντα με τους φίλους μου» (εκδόσεις «Προσκήνιο» – Αγγελου Σιδεράτου), στο οποίο, χωρίς πρόθεση να θεωρητικολογήσει, να αναλύσει ή να υποδείξει, αυτοβιογραφείται.
* Από αφιερώματα του Ριζοσπάστη που έγραψε και επιμελήθηκε η Σοφία Αδαμίδου.