«Τζένη και Μαρξ» – Μια παράσταση με «πολλά πατώματα»
Ευαίσθητη και δυναμική, εύθραυστη και θαρραλέα, καταβεβλημένη μα απίστευτα ανθεκτική στο κουβάλημα του δικού της βράχου… Ένα κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα, στο θέατρο Olvio …πρόσωπο με πρόσωπο με τη «Τζένη Μαρξ».
Περισσότερο σαν μια προσπάθεια απενοχοποίησης για την υποβάθμισή της στα εκμεταλλευτικά συστήματα, επικράτησε να λέγεται πως «πίσω από κάθε επιτυχημένο άντρα βρίσκεται μια δυναμική γυναίκα». Ακόμα όμως και με αυτή τη «λογική», στην περίπτωση του Καρλ Μαρξ δεν θα κατατάσσαμε ούτε εκατοστό πιο πίσω από τον επαναστάτη φιλόσοφο τη σύντροφό του στη ζωή και στον αγώνα, Τζένη φον Βεστφάλεν. Οι λόγοι ξεδιπλώνονται στην παράσταση «Τζένη και Μαρξ», το έργο της Σοφίας Αδαμίδου που βασίστηκε στην μεταξύ τους αλληλογραφία και ανεβαίνει κάθε Σάββατο και Κυριακή στη σκηνή του θεάτρου Olvio.
Η πλοκή του έργου φωτίζει στιγμές της πορείας της πρωταγωνίστριας και της οικογένειάς της με βασικούς σταθμούς την Τρίερ, τις Βρυξέλλες, το Παρίσι και το Λονδίνο. Τις πόλεις όπου ο Καρλ Μαρξ έζησε, έδρασε και δημιούργησε το έργο που θα κλόνιζε και θα γκρέμιζε τη μέχρι τότε δεδομένη θέση του εργάτη-προλετάριου στην εκμεταλλευτική κοινωνία και θα έσπερνε εφ’ όρου ζωής εφιάλτες στους εκμεταλλευτές.
Το έργο – ουσιαστικά ένας μονόλογος της Τζένης Μαρξ – εξιστορεί την κοινή ζωή του ζευγαριού, που ξεκίνησε κόντρα σε προκαταλήψεις της εποχής (ο Μαρξ ήταν πολύ φτωχός και τέσσερα χρόνια μικρότερος της Τζένης, που είχε αριστοκρατική καταγωγή) και γνώρισε συνεχείς πολιτικές διώξεις, βιώνοντας τις οδυνηρές συνέπειές τους. Η άθλια οικονομική κατάσταση και οι συχνά απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης σ’ ένα ασταθές περιβάλλον, κόστισαν τη ζωή στα τέσσερα από τα εφτά παιδιά του ζευγαριού. Τα τραγικά γεγονότα θα στιγματίσουν για πάντα τη ζωή της Τζένης, χωρίς όμως να καταφέρουν να λυγίσουν την ατσαλένια συνείδησή της, που την έχει τάξει στο πλευρό του συντρόφου της και στη συμπόρευση για την επίτευξη του έργου του. Οι ίδιες συνθήκες προσδίδουν στο αποτέλεσμα της δικής της συμβολής χαρακτηριστικά γιγάντιου άθλου. Η Τζένη λέει κάποια στιγμή στο έργο, περισσότερο με παράπονο παρά πικραμένη, ότι αν γνώριζαν οι εργάτες τι αγώνας χρειάστηκε να δοθεί από τον Μαρξ (και την ίδια θα προσθέταμε εμείς) και μέσα σε ποιες συνθήκες γράφτηκε το έργο που θα τους άνοιγε το δρόμο για να σπάσουν τις αλυσίδες της ταξικής σκλαβιάς και να αλλάξουν τη ζωή τους, ίσως το εκτιμούσαν περισσότερο…
Απέναντι στις ανυπέρβλητες δυσκολίες που κάθε τόσο καλούνταν να αντιμετωπίσουν, ο Μαρξ και η Τζένη είχαν στο πλευρό τους τον Φρίντριχ Ένγκελς, πιστό φίλο και στήριγμα του ζευγαριού, στενό συνεργάτη του Μαρξ, με τον οποίο θα γράψουν το περίφημο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Ο συνιδρυτής του επιστημονικού σοσιαλισμού Ένγκελς θα αναλάβει μετά τον θάνατο του Μαρξ, να ολοκληρώσει το μνημειώδες έργο του «Το Κεφάλαιο», αξιοποιώντας στοίβες με χειρόγραφα του μεγάλου φιλόσοφου (κάποια είχε προλάβει να καθαρογράψει η Τζένη), και να εκδώσει ολόκληρο το έργο.
Πριν δούμε την παράσταση διατηρούσαμε ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την πιθανή σκηνοθετική προσέγγιση. Για να μη παρεξηγηθούμε, δεν ήταν το όνομα της σκηνοθέτη που τις γέννησε, αλλά το ίδιο το έργο και ό,τι πραγματεύεται. Έχει συμβεί ένα αξιόλογο έργο να το πάρει στο λαιμό της μια «τολμηρή» ή «μοντέρνα» ή «προχωρημένη» ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε τη σκηνοθεσία, γεμίζοντας απογοήτευση το θεατή. Όμως οι όποιες επιφυλάξεις μας άρχισαν να διαλύονται από τα πρώτα λεπτά της παράστασης.
Το σκηνικό εισάγει τον θεατή, από την πρώτη κιόλας σκηνή, στην ατμόσφαιρα της εποχής και υπηρετεί επιτυχημένα την πλοκή. Χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, με το καθένα να αντιστοιχεί σε μια από τις προαναφερόμενες πόλεις. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης και τα τέσσερα αυτά «αυτόνομα μικρά σκηνικά» παραμένουν στατικά μπροστά στα μάτια του θεατή και εναλλάσσονται σε πρώτο πλάνο (δεν θα αποκαλύψουμε πώς) αναλόγως την πλοκή.
Στα θετικά επίσης του σκηνικού τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης και διακόσμησης, που μοιάζουν σα να ξεπήδησαν από το σπίτι των Μαρξ. Και είναι ακριβώς αυτή η προσοχή της σκηνογράφου Μαρίνας Λέζου στη λεπτομέρεια (υπογράφει και τα θαυμάσια κοστούμια), που κάνει τη βαλίτσα της Τζένης Μαρξ να μοιάζει με ηχηρή παραφωνία…
Το έχουμε ξαναγράψει ότι ο θεατρικός μονόλογος δεν είναι εύκολη υπόθεση. Από τη μια απαιτεί ηθοποιό με ταλέντο και βάσεις ικανές ν’ αντέξουν το βάρος, για να τον υπηρετήσει. Από την άλλη, οι υποκριτικές ικανότητες του καλύτερου ηθοποιού δεν μπορούν από μόνες τους να κρατήσουν όρθια μια παράσταση αν δεν υποστηρίζονται από το κείμενο και τη σκηνοθεσία. Στο «Τζένη και Μαρξ» και οι τρεις αυτοί πυλώνες δένουν αρμονικά στηρίζοντας ένα στιβαρό και ανθεκτικό οικοδόμημα.
Η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη εισχωρεί βαθιά στο έργο, πιάνει το σφυγμό του στο σημείο που ανασαίνει. Οδηγεί την Τζένη να μοιραστεί με τον θεατή τα βιώματα και τις μνήμες που κουβαλάει σαν βαριά βαλίτσα από πόλη σε πόλη. Να του ανοίξει την διαρκώς πολιορκημένη από τον πόνο ψυχή που φωλιάζει στο ντελικάτο κορμί της. Η σκηνοθέτης δίνει πότε στα φώτα (πολύ καλή δουλειά από τον Νίκο Βούλγαρη) και πότε στη μουσική ρόλο συμπρωταγωνιστή αφήνοντας την Τζένη να αναμετρηθεί με τη σιωπή και τα αντικείμενα. Ευαίσθητη και δυναμική, εύθραυστη και θαρραλέα, καταβεβλημένη από τη σωματική ασθένεια μα απίστευτα ανθεκτική στο κουβάλημα του δικού της βράχου, η Τζένη Μαρξ σε αντίθεση με τον Σίσυφο ευτύχησε να δει τους κόπους και τις θυσίες της να ανθίζουν. Και ο θεατής νοιώθει ευτυχής που πάνω στη σκηνή δίνει σάρκα και οστά στη Τζένη Μαρξ, κίνηση, φωνή και μια αδιάκοπη λάμψη στα μάτια που βγαίνει κατευθείαν απ’ την ψυχή, η Μαρία Κανελλοπούλου. Η κυρία Κανελλοπούλου είναι μια εξαιρετική ηθοποιός με αξιόλογη πορεία που κοσμεί τη θεατρική μας σκηνή. Ξεχωρίζει με τη φυσική της παρουσία και βέβαια με το υποκριτικό της ταλέντο, το οποίο της επιτρέπει να σηκώνει το βάρος απαιτητικών ρόλων. Ανήκει στους ηθοποιούς που η πορεία τους επιβεβαιώνει ότι η αξία και η συνέπειά τους λάμπουν το ίδιο στη σκηνή, τη μεγάλη οθόνη, την τηλεόραση, όπου κι αν παίξουν.
Η παρουσία στη σκηνή του νεαρού Μαρξ (πολύ καλός στο ρόλο ο Γιώργος Παππάς) κάθε φορά που έρχεται στη μνήμη της Τζένης, δημιουργεί μικρές γόνιμες «παύσεις» στο μονόλογό της, ακόμα και όταν εκείνη δεν σταματά να μιλάει.
Με περίσσεια χάρη και ομορφιά στην εκφραστικότητα και την κίνηση η Ματίνα Κοστιώνη, στο μικρό βουβό ρόλο της νεαρής Τζένης. Την αδικεί το γεγονός ότι το όνομά της δεν αναφέρεται ανάμεσα στους συντελεστές, στο μεγέθους Α5 μονόφυλλο που διατίθεται αντί για πρόγραμμα στους θεατές… Σημαντική παράλειψη η έλλειψη προγράμματος, που δυστυχώς την παρατηρούμε και σε άλλες παραστάσεις. Ένα αξιοπρεπές πρόγραμμα αποτελεί κομμάτι της παράστασης και στην περίπτωση του «Τζένη και Μαρξ» θα συμπλήρωνε μια παραγωγή, που γενικά στο σύνολό της χαρακτηρίζεται προσεγμένη.
Όμορφο το τραγούδι (το ερμηνεύει ο νεαρός Μαρξ – Γιώργος Παππάς) και η μουσική που έγραψε ο πολύπειρος Σταμάτης Κραουνάκης ειδικά για την παράσταση.
Η ατμόσφαιρα στο θέατρο φιλική και φιλόξενη (από την προσέλευση στο ταμείο μέχρι την καληνύχτα) για τον θεατή που αναζήτησε καταφύγιο στην τέχνη ένα κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα Κυριακής.
Ένας πολύ καλός ηθοποιός της παλιάς γενιάς, ο Ανδρέας Φιλιππίδης, αναφερόμενος σε κάποιο αριστούργημα της παγκόσμιας δραματουργίας είχε πει κάποτε ότι «ένα έργο έχει πολλά πατώματα. Το ισόγειο λέγεται ψυχαγωγία. Αλλά πάνω στο ισόγειο βασίζονται και άλλα πατώματα, που αγγίζουν τη σκέψη, την ψυχή, κι ακόμα τη συνολική αγωνία ενός τόπου, ενός λαού, μιας εποχής. Κι όσο πιο άξιοι οι τεχνίτες που το υπηρετούν τόσο πιο καλό το αποτέλεσμα».
Χωρίς να ανήκει στα αριστουργήματα, το «Τζένη και Μαρξ» είναι μια παράσταση σύγχρονη και διαχρονική, που φτιάχτηκε και υπηρετείται από άξιους τεχνίτες, αγγίζει τη σκέψη και την ψυχή του θεατή και αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις αυτού του χειμώνα για θεατρική έξοδο.