Β. Ραφαηλίδης: Βλακικά βλήματα κατά ευφυούς Μαλβίνας
Πέντε κείμενα για τη Μαλβίνα Κάραλη
Στις 3 του Φλεβάρη 1952 γεννήθηκε η Μαλβίνα Κάραλη, δημοσιογράφος – συγγραφέας. Με αφορμή την επέτειο, αντιγράφουμε από το τεύχος 119 του περιοδικού Οδός Πανός πέντε από τα Είκοσι ένα (21) κείμενα του Βασίλη Ραφαηλίδη Για την Μαλβίνα, που έγιναν η αιτία ο πρώτος να απολυθεί από το Έθνος μετά από 13 χρόνια συνεργασίας. Όλα τα κείμενα βγήκαν σε βιβλίο από τις εκδόσεις Το Ποντίκι.
Βλακικά βλήματα κατά ευφυούς Μαλβίνας
Αν, όπως λέει ο Νίκος Κοτζιάς σ’ ένα κείμενό του θυμίζοντας μας τον Ένγκελς, η θεωρία είναι γενικευμένη πράξη, τότε η αναπαράσταση της πραγματικότητας από τα μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δεν μπορεί παρά να αποτελεί μέρος της πραγματικότητας που αναπαρίσταται. μολονότι τα ΜΜΕ ανήκουν στην περιοχή που ορίζεται από τη θεωρία μάλλον παρά από την πράξη, παραμένοντας ωστόσο μέρος της πράξης. Εφ’ όσον η θεωρία καθορίζει τα μάξιμουμ όρια εντός των οποίων είναι δυνατόν να εμφανιστεί μια πράξη (που μπορεί και να μην εμφανιστεί, κι αυτή είναι η διαφορά της θεωρίας από την κυρίως ειπείν πράξη), τότε τα ΜΜΕ, τα οποία είναι και πραγματικότητα που αποτελεί μέρος της ευρύτερης πραγματικότητας, με τη λειτουργία τους και μόνον επιδρούν στην πραγματικότητα και την επηρεάζουν λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με το πόσο αποτελεσματικά είναι διαμορφωμένο το μήνυμα, που ως τέτοιο ανήκει στην περιοχή της θεωρίας.
Ένα έργο τέχνης, μια θεωρητική άποψη, μια ανάκλαση – και συνεπώς θεωρητικοποίηση – της πραγματικότητας, που καθώς ανακλάται παύει να είναι κυρίως ειπείν πραγματική (όπως το είδωλο στον καθρέφτη), επιδρούν με τους τρόπους που έχουν στη διάθεσή τους η τέχνη ή τα ΜΜΕ όταν αποκολλώνται από το επίπεδο της θεωρίας, όπου μέχρι τότε ανήκαν, και προσκολλώνται στο επίπεδο της πράξης απ’ όπου άρχισε η διαδικασία της θεωρητικοποίησης. Για να το πούμε με δυο λόγια: Η θεωρία είναι πράξη εφ’ όσον διαμορφώνει χαρακτήρες και επηρεάζει συμπεριφορές. Όποιος λοιπόν περιφρονεί τη θεωρία αργά ή γρήγορα θα βρει μπροστά του κάτι ανθρώπους όπως η Μαλβίνα, που και από θεωρία ξέρουν και στην πράξη τα καταφέρνουν, ακριβώς επειδή ξέρουν από θεωρία.
Η Μαλβίνα διαφέρει από τους κυρίως ειπείν θεωρητικούς διότι επιχειρεί να ασκήσει επιρροή άμεσα και συνειδητά. Ανακλώντας παραμορφωτικά την πολιτική επικαιρότητα δεν κάνει τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από το να αποκαλύπτει την ενυπάρχουσα στην πολιτική παραμόρφωση, την οποία μόνον το άλογον που αυτοπροτείνεται ως έλλογον, αλλά και η απαιδευσία – αν όχι και η ανοησία – των πολιτικών την κάνουν να «χάνεται εύτακτη, ενώ είναι στο έπακρον άτακτη και βλακώδης.
Ο πολιτικός, ως βιολογικόν ον νοούμενος, μπορεί να είναι ευφυής, αλλά ως άνθρωπος απαίδευτος δεν μπορεί παρά να είναι επίκτητα βλαξ. Όπως θα έλεγε ο Ευάγγελος Λεμπέσης, η βιολογική, η κληρονομική ευφυία μειώνεται όταν συναντάται, μέσα στο ίδιο άτομο, με την επίκτητη βλακεία, που ονομάζεται και αποβλάκωση, ενώ ισχυροποιείται όταν ο ήδη βιολογικά ευφυής είναι και πεπαιδευμένος, δηλαδή επίκτητα ευφυής. Είναι προφανές πως η επίκτητη ευφυία ενός ατόμου καθίσταται είτε ελλειμματική είτε εντελώς αδύνατη όταν προσκρούει στη βιολογική βλακεία του ιδίου ατόμου. Ωστόσο, με την πρόσκρουση δημιουργούνται θραύσματα επίκτητης ευφυίας, που με την κατάλληλη μεθόδευση από τη μεριά του βιολογικά μη ευφυούς στρέφονται προς τη μεριά ατόμων ευφυών και με τη βιολογική και με την κοινωνική (επίκτητη) έννοια, όπως η Μαλβίνα.
Τα λάιτ μοτίβ της Μαλβίνας
Η αναπαράσταση είναι μια ταύτιση που ακόμη δεν συντελέστηκε, λέει ο μεγάλος Ούγγρος μαρξιστής φιλόσοφος και αισθητικός Γκέοργκ Λούκατς στο κείμενό του με τον τίτλο «Είναι και συνείδηση», που υπάρχει στη συλλογή «Προβλήματα οντολογίας και πολιτικής» (μετάφραση Βας. Ραφαηλίδης, εκδόσεις «70»). Εδώ το «ακόμη δε συντελέστηκε» σημαίνει πως, αν και περιμένεις να εμφανιστεί πάλι η αρχική πράξη που τώρα αναπαρίσταται, ξέρεις πως δεν πρόκειται να επανεμφανιστεί. Κάθε επανεμφάνιση είναι εκταφή πτώματος. Μάλιστα στην «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου ούτε η ίδια η αναπαράσταση είναι δυνατή. Στην ταινία δεν υπάρχει η αναπαράσταση ενός εγκλήματος, υπάρχει μόνο η απεγνωσμένη προσπάθεια για αναπαράσταση . Η αρχικκή πράξη, η αφετηριακή πράξη της τέχνης είναι πιο εύκολη. Ο ρεέλ φόνος είναι πιο εύκολος από τη ρεαλιστική αναπαράστασή του.
Άλλωστε τι νόημα θα είχε η αναπαράσταση, αν δεν μπορούσε να ξεκλειδώσει τους μηχανισμούς που οδήγησαν στην πράξη την οποία τώρα πασχίζεις να αναπαραστήσεις, για να κάνεις τον θεατή εκ του ασφαλούς συμμέτοχο σε μια εικονική πράξη, που ούτως ή άλλως είναι πράξη μόνον έως τον βαθμό που η ίδια η τέχνη είναι πράξη άλλης τάξεως, αισθητικής; ρεαλισμός δεν είναι το ρεέλ (το πραγματικό). Ο Ρεαλισμός δεν έχει σχέση με την ίδια την πράξη, ακόμη κι αν πρόκειται για κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ. Το ντεκουπάζ και το μοντάζ καταστρέφουν εξ ορισμού το πραγματικό και το ανάγουν σε μια πραγματικότητα άλλης τάξεως· όπως αυτήν που φτιάχνει με τη μεγάλη τέχνη του ο Ρόμπερτ Φλάερτυ στο «Νανούκ του Βορρά» ή ο Γίορις Ίβενς στο «Βαλπαράιζο» ή το «Ζούντερζι». Οι τίτλοι είναι τοπωνύμια. Αλλά ούτε η χώρα των Εσκιμώων στο «Νανούκ» ούτε η Χιλή στο «Βαλπαράιζο» ούτε η Ολλανδία στο «Ζούντερζι» θα είχαν κάποιο σοβαρό αισθηματικό νόημα, αν πίσω από τη γεωγραφία δεν υπήρχαν μεγάλοι δημιουργοί. Τίποτε πιο απατηλό και πιο δημαγωγικό από τον ρεαλισμό. Άλλωστε ο λαϊκός άνθρωπος πάντα προτιμούσε το παραμύθι από το ρεαλισμό, που είναι απαίτηση του μικρόνοος μικροαστού.
Η τεράστια επιτυχία που έχει και η ανταπόκριση που βρίσκει στο ευρύ λαϊκό κοινό η εκπομπή «Hostess» της Μαλβίνας νομίζω πως δεν οφείλεται τόσο στον περίτεχνο ιδιωματικό λόγο, που απαιτεί μια κάποια παιδεία για να γίνει αντιληπτός ως αισθηματικό γεγονός, όσο στα οπτικά λάιτ μοτίβ της μόδας και της αγγλικής βασιλικής οικογένειας και στον ευφυή αντιστικτικό τους σχολιασμό. Εδώ η Μαλβίνα κάνει όντως τέχνη. Με τον αντιστικτικό λόγο αναποδογυρίζει τον ρεαλισμό της εικόνας και αυτή μεταφέρεται αυτομάτως στην περιοχή του σουρεαλισμού. Και την κάνει κάθε μέρα αυτή την τέχνη! Τα λεκτικά λάιτ μοτίβ ενεργούν διαφορετικά. Τηρουμένων των αναλογιών, όπως στη μουσική του Βάγκνερ, του πρώτου διδάξαντος την αισθητική τεχνική του λάιτ μοτίβ, μιας σύντομης δηλαδή μελωδίας που επαναλαμβάνεται κάθε τόσο για να λειτουργεί σαν «σημαδούρα» ώστε να μην χάνεται ο ακροατής ο βουτηγμένος μέσα στην ατέρμονη βαγκνερική μελωδία, που είναι ατέρμονη διότι ποτέ δεν κλείνει.
Τα ΙΕΚ της Μαλβίνας
Μπορεί να πανηγυρίζουμε για τον θάνατο των ιδεολογιών που είναι ο κρυφός πυρήνας της μισαλλοδοξίας, όμως προσέξτε τι λέει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στο έξοχο βιβλίο του «Τετέλεσται», εκδόσεις «Opera»: «Θα έλεγε κανείς πως ο θάνατος των ιδεολογιών – αυτών των αλεξικέραυνων της ανθρώπινης επιθετικότητας, που τη διοχέτευαν, σε ό,τι εκείνες όριζαν ως αλλότριο και εχθρικό – έδωσε επιτέλους στον άνθρωπο τη δυνατότητα να στρέφει τη βία του εκεί όπου φαίνεται ότι την απολαμβάνει περισσότερο: εναντίον του άμεσου περιβάλλοντος του, εναντίον του ίδιου του εαυτού του. Η αυτοκαταστροφή είναι το βαθύτερο, το ηδονικότερο κίνητρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Δικαιώνονται, έτσι, οι σκοτεινοί εκείνοι φιλόσοφοι που υποστήριξαν ότι η ύπαρξη είναι ύβρις και η κάθαρση βρίσκεται μόνο στην εκμηδένισή της».
Όσο καταστροφικές κι αν υπήρξαν οι ιδεολογίες, παρείχαν ωστόσο στον χωρίς μυαλό άνθρωπο τη δυνατότητα να ζει με δανεικό μυαλό. Όλες οι θρησκείες, ως ιδεολογικά συστήματα νοούμενες, έπαιξαν επ’ αυτού έναν σωτήριο ρόλο: φόρτωσαν τον πιστό με ένα pret a porter ιδεολογικό φορτίο και τον αμόλησαν να πορεύεται στη ζωή με παρωπίδες. Βεβαίως, είναι φρικτό να γκαρίζουν όλοι οι γάιδαροι μαζί, όμως είναι ακόμη πιο φρικτό να γκαρίζει ο καθένας όποτε του έρχεται να γκαρίξει, στη Βουλή ή όπου αλλού ο πολιτικός λόγος παίρνει την αφασική μορφή μουγκανητού. Στην αποσαθρωμένη και διαλυμένη Ελλάδα της σήμερον, το να καλείς του Έλληνες να διδαχθούν σωστά ελληνικά στα ΙΕΚ Ταπερμαν, ώστε να μάθουν να γκαρίζουν με συγκεκριμένο τρόπο, είναι σαν αν θέλεις να τους δείξεις τι δεν είναι ελληνικό στην ελληνική γλώσσα.
Μπορεί να μην έχουμε πολλούς ορθοφωνούντες την ελληνική πολιτικούς είχαμε όμως κάποτε τον ιδιοφυή Θρασύβουλο Γεωργιάδη (1907 – 1977), που αμφιβάλλω αν τον γνωρίζει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ο γραμμοφωνικός His Master’s Voice. Ο Θρασύβουλος Γεωργιάδης ήταν διεθνούς επιπέδου και φήμης μουσικολόγος και μουσικογλωσσολόγος, που έζησε τα περισσότερα χρόνια του στη Γερμανία και έγραψε στα γερμανικά, μεταξύ πολλών άλλων σπουδαίων που έκανε αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος ήταν το να δείξει με τρόπο επιστημονικό τη στενή σχέση της ελληνικής γλώσσας με τη μουσική. Δεν τον κάλεσαν όσο ζούσε να διδάξει στην Ελλάδα και τώρα είμαστε υποχρεωμένοι να στέλνουμε τα παιδιά μας στα ΙΕΚ Τάπερμαν, τα οποία η Μαλβίνα στελέχωσε με έναν μόνο δάσκαλο, αλλά στον νου της έχει, αυτή η καλλικέλαδη της ελληνικής γλώσσας, όλους τους κακούς δασκάλους που ποτέ δεν μας έμαθαν πως το Ω έχει μουσική αξία δύο Ο και πως το πολύ βαρύ Η, που οι ξένοι το προφέρουν Ε, έχει μουσική αξία τριών Υ. Που λέγεται έτσι, ύψιλον, γιατί είναι το πιο ψιλό από τα τρία ελληνικά «ι». (Στις ξένες γλώσσες λέγεται «ι ελληνικό» διότι μόνον οι Έλληνες κατάφεραν να βγάλουν απ’ το λαρύγγι τους τόσο ψιλό ήχο). Όποιος περιφρονεί τον Γεωργιάδη και δεν διαβάζει τα βιβλία του, τουλάχιστον όσα μεταφράστηκαν στα ελληνικά, είναι υποχρεωμένος να φοιτήσει στα ΙΕΚ Τάπερμαν – ένα πραγματικά έξυπνο εύρημα της εξόχως ευρηματικής Μαλβίνας.
Η γοητεία της διαλεκτικής
Η Μαλβίνα είναι προοδευτική, συντηρητική, λαϊκίστρια, εθνικίστρια, σνομπ, εστέτ, άνθρωπος καλός, άνθρωπος κακός, υβριστική, προκλητική, προσβλητική, χυδαία, βωμολόχος, ωραιοπαθής, εγωπαθής, σταρ, αντιστάρ, ανίκανη να αποδεχτεί την αρνητική κριτική ως σταρ, ον εμπλεγμένο στο σταρ σύστεμ από σύμπτωση ή από πρόθεση, δημόσιο πρόσωπο που επιδιώκει τη θετική κριτική για λόγους έχοντας σχέσιν με τη θεαματικότητα, ον αλλοτριωμένο, ον παιγνιώδες κατά τα φιλοσοφικά πρότυπα του Κώστα Αξελού; Δεν θα είχε νόημα μια κωδικοποίηση των αρνητικών και των θετικών χαρακτηριστικών όταν αναφέρεται κάποιος σε άνθρωπο με δυνατή προσωπικότητα, που καταφέρνει να πνίγει την άρνηση μέσα στην κατάφαση.
Πέρα και πριν απ’ το στυλ, που είναι μια κατάφαση αισθητικού τύπου η οποία δεν θα ήταν δυνατόν αν επισημανθεί εύκολα απ’ όλους, η τηλεοπτική συμπεριφορά της Μαλβίνας είναι διαλεκτική. Θα θυμίζουμε πως η διαλεκτική περιγράφει μια κατάσταση κατά την οποία η άρνηση σχηματίζει σταθερό δίπολο με την κατάφαση. Όπως λέει ο Χέγκελ, η διαλεκτική είναι η ταυτότητα της ταυτότητας και της μη ταυτότητας, μια μονίμως περιπλεγμένη σχέση ανάμεσα στην άρνηση και την κατάφαση. Το πιο υποβλητικό στον συμβολισμό του διαλεκτικό δίπολο είναι αυτό που σχηματίζουν οι έννοιες Θεός και Διάβολος. Μόνον όσοι απορρίπτουν την πάντα ανησυχητική – καμιά φορά και επίφοβη – διαλεκτική θα ήθελαν να ξεχωρίσουν τους δυο πόλους του δίπολου. Όμως, αν καταργήσεις τον Διάβολο, ο Θεός χάνει το νόημά του. Απάλειψη της άρνησης, λοιπόν, σημαίνει κατάργηση της διαλεκτικής. Εντούτοις, τούτη η κατάργηση παραμένει η πιο σταθερή φαντασίωση κάθε οντολόγου, που μισεί τη διαλεκτική, ένα από τα πιο μεγάλα κατορθώματα της αρχαίας ελληνικής σκέψης, ίσως διότι βάζει σταθερά στο παιχνίδι την άρνηση. Χωρίς την οποία, ωστόσο, δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει κατάφαση, όπως τονίζει ο Αντόρνο.
Η Μαλβίνα, λοιπόν, είναι και «πλήρης προσωπικότητα». Η πληρότητα εν προκειμένω προκύπτει από σύνθεση του περιεχομένου της συνείδησης και του περιεχομένου του υποσυνείδητου, όπως θα έλεγε ο Μπουνιουέλ. Όσο φαίνονται οι πολλές συνιστώσες, οι εξαρτημένες άλλοτε από τη συνείδηση και άλλοτε από το υποσυνείδητο, αυτές θα παραμένουν πάντα ορατές για κείνον που έχει αισθητική παιδεία, χάρη σε ένα γεγονός στυλιστικής τάξεως: όσο σημαντικά κι αν είναι αυτά που λέει, γίνονται αυτομάτως ασήμαντα αν μια μέρα η προσωπικότητά της εμφανιστεί μειωμένη, οπότε χάνεται ή παραποιείται το στυλ. Τα κείμενα καθ’ εαυτά δεν επαρκούν για να προκύψει απ’ αυτά με την εκφώνηση ένα στυλ, που παραμένει απολύτως εξαρτημένο απ’ τη ζωντανή της παρουσία. Αφού, λοιπόν, η ποιότητα της εκπομπής «Hostess» είναι εξαρτημένη από το στυλ της παρουσιάστριας, δεν μπορεί παρά αυτή η ποιότητα να είναι κατ’ αρχήν και κατά κύριο λόγο φορμαλιστική. Να έχει δηλαδή ως αντικείμενο τον εαυτό της. Πράγμα που σημαίνει πως μόνον προσχηματικά είναι πολιτική η εκπομπή «Hostess». Η εκπομπή «Hostess» δεν είναι ακριβώς εκπομπή, είναι η Μαλβίνα. To on woman show μιας θεατρίνας που λέγεται Μαλβίνα.
Μαλβίνα, η Γκίλντα με τα μαύρα γάντια
Γοητεία είναι αυτό που δεν λέγεται, αυτό που δεν φαίνεται, αυτό που υπονοείται, αυτό που υπαινίσσεται χωρίς να θέλεις να υπαινιχθείς τίποτε, λέει ο Ζαν Μποντριγιάρ στη «Γοητεία» (μετάφραση Γιάννης Εμίρης, εκδόσεις «Θεωρία»). Η γοητεία είναι τόσο λεπτός και πολύπλοκος αυτοματισμός, ώστε κάθε φορά που επιχειρείς να την διερευνήσεις ως θεωρητικός τον καταστρέφεις. Η γοητεία είναι και κβαντική κατάσταση, που επιβάλλει στον παρατηρητή συμπεριφορές ανάλογες μ’ αυτές που περιγράφει ο Χάιζενμπεργκ στην «αρχή της απροσδιοριστίας»: Η ύπαρξη και μόνον του παρατηρητή κάνει το παρατηρούμενο να εξαφανίζεται. Η ενέργεια που εκπέμπεται από τα μάτια του παρατηρητή με τη μορφή φωτονίων καταστρέφει το μικροσωμάτιο ή μάλλον το κάνει να αλλάζει μορφή και να κρυφτεί.
Η γοητεία λοιπόν είναι πάντα κάτι το κρυμμένο. Μόνον οι διεστραμμένες μορφές γοητείας, λέει ο Μποντριγιάρ, έχουν την τάση να προσδίδουν το μυστικό, αυτό που πρέπει να μείνει κρυμμένο προκειμένου να παραμείνει γοητευτικό. Ωστόσο η γοητεία πάντα βρίσκει τρόπο να γλιστρήσει έξω. Ένα σχίσιμο στο πλάι της φούστας που φοράει η γοητευτική γυναίκα, ένα σήκωμα του ποδιού που αποκαλύπτει στιγμιαία τα απόκρυφα, μια κίνηση του κεφαλιού γεμάτη ασαφές νόημα αλλά και υποσχέσεις που ξέρεις πως δεν θα τηρηθούν, όλα αυτά και πολλά άλλα τεχνάσματα είναι οι τρόποι που βρίσκει η γοητεία να αναστατώνει. Ο γοητευτικός άνδρας έχει στη διάθεσή του λιγότερα τεχνάσματα για να κάνει τη γοητεία του να χυθεί προς τα έξω, απ’ τις ρωγμές (ηδονογόνα χάσματα τις λέει ο Ρολάν Μπαρτ), και γι’ αυτό η γοητεία του είναι περισσότερο κρυφή. Αλλά και περισσότερο ανατρεπτική, αναρχική, επαναστατική. Διότι η γοητεία είναι πάντα επαναστατική, αφού προκαλεί ταραχές κι απορυθμίζει τα πάντα. Οι παπάδες τη φοβούνται ακόμη κι όταν δεν σχετίζεται με τη σεξουαλικότητα. Γι’ αυτούς, γοητευτικός είναι ,μόνον ο πάντα καλά κρυμμένος Θεός, που κάπου κάπου βγάζει το κεφάλι του απ’ τις χαραμάδες του Σύμπαντος, σε κάνει άνω – κάτω έτσι που σε κοιτάει λοξά κι εξαφανίζεται αμέσως για ν’ αφήσει ελεύθερο το πεδίο δράσης στο έτερον ήμισύ του τον Σατανά.
Η Μαλβίνα ως Hostess γοητεύει – και μάλιστα τα πλήθη. Χρησιμοποιεί διάφορες γητειές (γοητευτικές μεθόδους), η πιο αποτελεσματική απ’ τις οποίες νομίζω πως είναι δανεισμένη από την «Γκίλντα» (1946) του Τσαρλς Βίντορ, με τη Ρίτα Χαίηγουορθ και τον Γκλεν Φορντ. Όταν η Γκίλντα αντιλαμβάνεται πως παγιδεύτηκε παγιδεύοντας με τη γοητεία της τον Τζώνυ, προσπαθεί να του εκφράσει τα μπερδεμένα αισθήματά της με ένα υπέροχο ηδονογόνο τραγούδι που συνοδεύεται από το πιο συναρπαστικό στριπτίζ που έγινε ποτέ επί οθόνης: βγάζει αργά, τελετουργικά μόνον το ένα απ’ τα δυο μεγάλα μαύρα γάντια της, μεγάλα σαν κάλτσες (κι αυτό έχει σημασία για να λειτουργήσει σωστά το σκηνοθετικό εύρημα), και προκαλεί ερωτική θύελλα που παρασύρει τους πάντες, η Μαλβίνα μια πουριτανή κατά βάθος, ποτέ δεν θα βγάλει, τουλάχιστον δημοσίως, κάτι περισσότερο απ’ τα γάντια της ψυχής της. Της αρκεί για να ενεργοποιήσει τη φυσική γοητεία της.