Βίνσεντ Βαν Γκονγκ, ένας ξεχωριστός άνθρωπος.
Σαν σήμερα το 1890 ο σπουδαίος ζωγράφος αυτοπυροβολήθηκε, ενώ τρεις μέρες μετά άφησε την τελευταία του πνοή.
Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ γεννήθηκε στην Ολλανδία το 1853 στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ (Zundert) και ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου βαν Γκογκ. Στον Βίνσεντ δόθηκε το όνομα του παππού του, το οποίο είχε δοθεί και στο πρωτότοκο παιδί της οικογένειας, το οποίο είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα.
Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, όπου τον επόμενο χρόνο προσελήφθη και ο αδελφός του Τεό βαν Γκογκ (Theo van Gogh). Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος εμφανώς και από την ιδιότητα του πατέρα του. Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος και το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο βαν Γκογκ κηρύττει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και πιθανόν αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.
Το 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεκινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα. Τα επόμενα χρόνια δημιουργεί έργα κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιγέ (Jean-François Millet), ενώ ταξιδεύει στην ολλανδική επαρχία ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή. Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αμβέρσας, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt). Παρά το γεγονός αυτό, ο βαν Γκογκ προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης σε δεύτερο πλάνο κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης.
Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του — επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης — στην περιοχή της Μονμάρτρης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από την χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.
Στην ουσία ενώ σπόυδασε στημ Ακαδημία Καλών Τεχνών, ήταν αυτοδίδακτος. Δημιουργεί ατέλειωτη σειρά από μελέτες και πίνακες φιλοτεχνημένους σε σκοτεινούς τόνους και διαποτισμένους από ολόθερμη συμπόνια προς τον άνθρωπο του μόχθου. Ο Βαν Γκογκ, όπως και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες του 19ου αιώνα, εμπνεόταν από τις εμπειρίες που του πρόσφεραν η φτώχεια και η κοινωνική αδικία, καθώς και από τη συμπάθειά του για το συνάνθρωπο.
Η εντατική δουλιά στα τελευταία χρόνια της ζωής του επιδείνωσε τις κρίσεις της ψυχικής του αρρώστιας και τον έφερε σε τραγική σύγκρουση με τον Γκογκέν, που βρισκόταν και αυτός τότε στην Αρλ.
Σχεδόν άσημος στη διάρκεια της ζωής του, ο Βαν Γκογκ κέρδισε την αναγνώριση μετά το θάνατό του. Έζησε μια ζωή ταραγμένη. Υπήρξε άνθρωπος μεγάλος, ξεχωριστός και δυστυχισμένος. Ο Βίνσεντ που φλογίστηκε από τον εκθαμβωτικό κατακίτρινο ήλιο και “έσταξε” πάνω στο μουσαμά το υπέροχο χρυσό του χρώμα πάνω στα στάχυα, ο άτυχος Βίνσεντ Βαν Γκογκ που η φύση τον προίκισε με το ταλέντο και η τύχη του με πίκρα, θα αναγνωριστεί μετά το θάνατό του και οι πίνακές του θα γίνονται ανάρπαστοι. Οσο ζούσε, πουλήθηκε ένας και μοναδικός πίνακάς του σε ανοιχτή αγορά στις Βρυξέλλες, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες οι πίνακές του είναι από τους πιο ακριβοπληρωμένους της αγοράς. Στα εννέα περίπου χρόνια δουλειάς, έδωσε γύρω στους 600 πίνακες και περισσότερα από 800 σχέδια και ακουαρέλες.
Εργα του: «Στην εκκλησία», «Πατατοφάγοι», «Παπούτσια», «Το δέντρο», «Μουλέν ντε λα Γκαλέτ», «Εστιατόριο», «Αυτοπροσωπογραφίες», «Εξωτερικό καφενείου το βράδυ», «Το δωμάτιο του καλλιτέχνη με το κρεβάτι του», «Εναστρη νύχτα», «Σιταροχώραφο με κοράκια», «Κυπαρίσσια», «Προσωπογραφία του γιατρού Γκασέ» και πολλές αυτοπροσωπογραφίες.
Σαν σήμερα το 1890 αυτοπυροβολήθηκε, ενώ τρεις μέρες μετά άφησε την τελευταία του πνοή.
*Με πληροφορίες από το Ριζσοσπάστη και την Βικιπαίδεια