Αυτοκτονία και ανθρώπινα όρια σε μία κοινωνία σε αποσύνθεση
Δεν σταμάτησαν οι αυτοκτονίες. Έπαψαν απλώς να προβάλονται, από εκεί που βρίσκονταν ψηλά στην ημερήσια διάταξη πριν από μερικά χρόνια. Τους χαλάνε, βλέπετε, τον «αγγελικά πλασμένο κόσμο» που προσπαθούν να παρουσιάσουν.
«Αυτοκτόνησε», λένε, και συνήθως μετά ακολουθεί σιωπή. Σαν μία προσπάθεια να αφουγκραστούμε τον εαυτό μας και να αποδώσουμε τιμές στον νεκρό. Ύστερα, επιστρέφουμε στην καθημερινότητά μας. Ίσως, επειδή, θεωρούμε πως δεν μπορούμε να αλλάξουμε κάτι ή απλώς επειδή διστάζουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με το «τέρας», που κρύβει ο καθένας μας μέσα του. Αυτό το «τέρας» θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε με αφορμή το βιβλίο «Σημειώσεις περί αυτοκτονίας» του καθηγητή πανεπιστημίου στη Νέα Υόρκη, Simon Critchley, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ποταμός, σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά.
Ο Simon Critchley αναφέρει στις πρώτες σελίδες του βιβλίου: «η αυτοκτονία πρέπει να γίνει κατανοητή, κι έχουμε απελπισμένα ανάγκη από μία πιο ώριμη, συγχωρητική και στοχαστική συζήτηση γύρω από το θέμα». Με αυτά τα λόγια θέτει τους πυλώνες που θα αναπτύξει παρακάτω περί αυτοκτονίας.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως η αύξηση των αυτοκτονιών στη χειμαζόμενη Ελλάδα της τελευταίας δεκαετίας οφείλεται αποκλειστικά στην οικονομική κρίση, αλλά έτσι θα υποβαθμίζαμε ένα πρόβλημα πολύμορφο και πολυπαραγοντικό. Άλλωστε, όπως γράφει ο σκωτσέζος ιστορικός και φιλόσοφος, Ντέιβιντ Χιουμ, «πιστεύω ότι κανείς ποτέ, δεν πέταξε μια ζωή όσο άξιζε να την κρατήσει». Αυτό το «άξιζε να την κρατήσει» διαφέρει φυσικά από άνθρωπο σε άνθρωπο και έχει να κάνει με τα προσωπικά όρια, τις αντοχές, την οπτική απέναντι στα πράγματα, τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει ο καθένας μας τις δυσκολίες, τις αποτυχίες και τις απογοητεύσεις της καθημερινότητας. Φυσικά, πάνω απ’ όλα, έχει ως προμετωπίδα του την θέση πως «τα άτομα είναι ελεύθερα να επιλέξουν τον θάνατό τους».
«Το να φιλοσοφεί κανείς σημαίνει να μαθαίνει πώς να πεθάνει», υποστηρίζει ο Σωκράτης στον Φαίδωνα και θυμόμαστε όλοι πως ο Σωκράτης επέλεξε να πεθάνει, παρά να εγκαταλείψει την Αθήνα, λέγοντας μεταξύ άλλων στην απολογία του: «έφτασε πια η ώρα να πηγαίνουμε, εγώ για να πεθάνω και εσείς για να ζήσετε. Ποιος από τους δύο μας πηγαίνει σε καλύτερη μοίρα δεν το ξέρει κανείς άλλος παρά μόνο ο Θεός».
Αυτή την συγκαταβατική άποψη περί αυτοκτονίας στην αρχαιότητα, ακολούθησε η συντηρητική χριστιανική οπτική, που υποστήριζε ότι «η ζωή, για τον χριστιανό, είναι κάτι που του έχει δοθεί, στο οποίο έχει δικαίωμα χρήσης, αλλά όχι εξουσία. Γι’ αυτό το λόγο η αυτοκτονία είναι αμάρτημα». Σε αυτή την οπτική, ο Simon Critchley αντιτάσσει πως «ο Ιησούς πουθενά δεν καταδικάζει την αυτοκτονία», ενώ το προχωράει και παραπέρα, λέγοντας πως η ίδια η σταύρωση του Χριστού «θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μία σχεδόν αυτοκτονική πράξη». Αυτή η μη καταδίκη της αυτοκτονίας θα μπορούσε, όμως, να παρερμηνευτεί από ορισμένους, που θα υποστηρίξουν πως η μη καταδίκη ισοδυναμεί με απενεχοποίηση της αυτοκτονίας.
Σύμφωνα με μελέτες στο εξωτερικό, για κάθε έναν που αυτοκτονεί πενθούν τουλάχιστον πέντε άτομα, κάτι που σημαίνει πως το αποτέλεσμα της αυτοκτονίας διαχέεται γενικότερα στην κοινωνία. Αυτό θα μπορούσε, ίσως, να αποτελέσει μία σύγχρονη απάντηση σε αυτό που έλεγε πάλι ο Ντέιβιντ Χιουμ, πως «αυτός που αποσύρεται από τη ζωή δεν βλάπτει την κοινωνία. Παύει απλώς να την ωφελεί· πράγμα που, αν αποτελεί βλάβη, είναι ελάχιστη». Αυτό το επιχείρημα έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον σε συζητήσεις που έχουν να κάνουν με την υποβοηθούμενη αυτοκτονία, παραμένοντας επίκαιρο, παρότι έχει διατυπωθεί 240 χρόνια πριν.
Επιστρέφοντας στην χριστιανική οπτική, αξίζει να επισημάνουμε πως παραμένει αρκετά ισχυρή σήμερα στις περισσότερες χώρες με επιχειρήματα του τύπου, «η ζωή είναι ένα δώρο από τον Θεό», αλλά ο συγγραφέας προσπαθεί να αποδομήσει αυτή τη λογική, υποστηρίζοντας: «προκειμένου να είναι δώρο, η ζωή πρέπει να είναι κάτι που μπορούμε να το αρνηθούμε, να το πετάξουμε, να το χαρίσουμε σε κάποιον άλλο, να το πουλήσουμε για χρήματα ή να το δώσουμε. Αν η ζωή είναι ένα δώρο από τον Θεό, τότε ο Θεός πρέπει να επιτρέπει τη δυνατότητα της αυτοκτονίας ως απόρριψη αυτού του δώρου».
Παρότι, τα επιχειρήματα μοιάζουν να γέρνουν περισσότερο υπέρ της αυτοκτονίας, ο συγγραφέας ευφυώς χρησιμοποιεί τα ίδια τα χριστιανικά επιχειρήματα περί αυτοκτονίας για να μιλήσει εναντίον της. Υποστηρίζει, λοιπόν, πως αν μπορεί να δικαιολογηθεί ο θάνατος του δικού μας εαυτού, τότε «θα ήταν εξίσου δικαιολογημένο για τον Θεό, τον Βασιλιά ή το κράτος να ισχυριστούν ότι κι αυτοί έχουν το δικαίωμα να αφαιρέσουν το δικαίωμά μας στη ζωή». Αναφέρει, ουσιαστικά, πως μπορεί η απενεχοποίηση της αυτοκτονίας να οδηγήσει από την πίσω πόρτα την αύξηση της καταστολής ή ακόμα και να ανοίξει ένα παράθυρο στην θανατική ποινή ως αποδεκτή πρακτική σε μία κοινωνία. Ξέρω, «μοιάζει δύσκολο ως ακατόρθωτο» θα ισχυριστούν πολλοί, αλλά στους σκοτεινούς καιρούς που ζούμε, τίποτα δεν αποκλείεται…
Συνήθως, οι αυτοκτονίες συνδέονται με κάποια απότομη μεταβολή στη ζωή κάποιου, ειδικά όταν αυτή έχει να κάνει με ξαφνική φτωχοποίηση, ανεργία ή διάψευση προσδοκιών, κάτι που αποτυπώνεται και στα πλείστα όσα σημειώματα αυτοκτονίας, που είδαν το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του 77χρονου συνταξιούχου, Δημήτρη Χριστούλα, που αυτοκτόνησε το 2012 στην πλατεία Συντάγματος, αφήνοντας πίσω του ένα σημείωμα που έγραφε, μεταξύ άλλων: «δεν βρίσκω άλλη λύση από ένα αξιοπρεπές τέλος πριν αρχίσω να ψάχνω στα σκουπίδια για τη διατροφή μου».
Ο Simon Critchley αφιερώνει ένα σημαντικό κομμάτι του βιβλίου του στα σημειώματα αυτοκτονίας, αφού υποστηρίζει πως αποτελούν το «πιο σημαντικό τεκμήριο που διαθέτουμε σε μία προσπάθεια κατανόησης της αυτοκτονίας» και είναι μια «απελπισμένη απόπειρα επικοινωνίας» και το «σύμπτωμα μιας ηθελημένης επιδειξιομανίας», που ομολογεί πολλά γι’ αυτόν που αυτοκτονεί.
Στα περισσότερα σημειώματα αυτοκτονίας παρατηρείται συγκερασμός αγάπης και μίσους. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, «πεθαίνουμε μισώντας αυτούς που αγαπάμε και θέλοντας να τους τιμωρήσουμε με τον θάνατό μας». Αυτού του είδους η εκδικητική αυτοκτονία – που μπορεί να δημιουργήσει μία αίσθηση καταδίωξης ή θυματοποίησης –, αν την προεκτείνουμε περισσότερο, θα δούμε πως παίρνει σήμερα τη μορφή της πολιτικής αυτοκτονίας και μοιάζει να αναβιώνει μία άποψη που υποστηρίζει: «αυτοκτόνησε αν επιμένεις, αλλά σε παρακαλώ μη σκοτώσεις κανέναν άλλο».
Επίσης, «πίσω από τα προφανή κίνητρα ντροπής, υπερηφάνειας ή μιας απλής επαγγελματικής απόφασης βρίσκεται μια βαθύτερη αίσθηση της αυτοκτονίας ως δίκαιης πράξης αντέγκλησης μπροστά σε μια αδικία…», που κάποιοι την παρουσιάζουν κι ως επαναστατική πράξη. Αλλά εδώ θα διαφωνήσουμε, επειδή θεωρούμε πως επαναστατική πράξη είναι να παλεύεις να κάνεις τη ζωή καλύτερη με όλα τα εμπόδια και τις δυσκολίες που έχει.
Στο τέλος, ο συγγραφέας στοχάζεται γύρω από το τι συμβαίνει «αν δεν υπάρχει προφανής αιτία για αυτοκτονία», επισημαίνοντας πως αυτή η αυτοκτονία φοβίζει περισσότερο επειδή ρίχνει πάνω από το φαινόμενο ένα πέπλο σκιάς, και μας καλεί να την προσεγγίζουμε με κατανόηση, αφού αποτελεί «μία ικανότητα που μας ξεχωρίζει ως ανθρώπους». Δεν μπορούμε να ξέρουμε, άλλωστε, αν αυτοκτονούν τα φυτά ή τα ζώα.
«Μόνο οι αισιόδοξοι αυτοκτονούν, οι αισιόδοξοι που δεν μπορούν πια να είναι… αισιόδοξοι. Οι υπόλοιποι, αφού δεν έχουν λόγο να ζουν, γιατί να έχουν λόγο να πεθάνουν;» γράφει με περιπαιχτικό τόνο ο ρουμάνος φιλόσοφος, Εμίλ Σιοράν, και ο συγγραφέας πιάνεται από εκεί για πει πως πραγματικά θαρραλέο είναι να ζεις και να προσφέρεις, μιας και αποτελεί αυταπάτη πως η αυτοκτονία μπορεί να αλλάξει κάτι στον κόσμο, παρότι μπορεί να αποτελέσει υπό προϋποθέσεις «μια δεξαμενή οξυγόνου […] σ’ έναν κόσμο που έχει γίνει, με τα λόγια του Άμλετ, φυλακή».
Συμπερασματικά, δεν χρειάζεται ούτε να εξαπολύουμε μύδρους απέναντι σε όσους υποστηρίζουν την αυτοκτονία, ούτε φυσικά να προπαγανδίζουμε υπέρ της. Μπορούμε απλώς να αγωνιστούμε για ένα καλύτερο αύριο και ένα μέλλον με προοπτική, ακόμη κι αν όλα μας πάνε στραβά. Άλλωστε, όπως θα έλεγε και ο Νίκος Γκάτσος, «μην κλαις το μαράζι, μάθε φυλακτό να μην κρεμάς. Να λες “Δεν πειράζει, θα `ρθει η άσπρη μέρα και για μας”».