Αλεξάνδρα Κολοντάι: «Το γυναικείο ζήτημα από την πρωτόγονη κοινωνία στη σύγχρονη εποχή»
95 χρόνια από την πρώτη έκδοση στη ρωσική γλώσσα του βιβλίου της Αλεξάνδρας Κολοντάι «Το γυναικείο ζήτημα από την πρωτόγονη κοινωνία στη σύγχρονη εποχή», το 1925.
Η Αλεξάνδρα Κολοντάι γεννήθηκε στις 31 του Μάρτη 1872 και έφυγε από τη ζωή στις 9 του Μάρτη 1952. Στα έργα της τασσόταν υπέρ της χειραφέτησης της γυναίκας. Με την επικράτηση της Οχτωβριανής Επανάστασης διορίστηκε από τον Λένιν Λαϊκή Επίτροπος Κοινωνικής Πρόνοιας και έγινε η πρώτη γυναίκα υπουργός στην παγκόσμια ιστορία. Ακολουθούν αποσπάσματα από τον πρόλογο της Ελένης Μπέλλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στην έκδοση του έργου της Αλεξάνδρας Κολοντάι από τη «Σύγχρονη Εποχή», που δημοσιεύτηκαν την Κυριακή 9 Οχτώβρη 2016 στον Ριζοσπάστη.
Έχουν κλείσει εννιά δεκαετίες από την πρώτη έκδοση στη ρωσική γλώσσα του βιβλίου της Αλεξάνδρας Κολοντάι «Το γυναικείο ζήτημα από την πρωτόγονη κοινωνία στη σύγχρονη εποχή», το 1925.
Διαβάζοντας τον πρόλογο της ίδιας της συγγραφέα, ο αναγνώστης και η αναγνώστρια θα διαπιστώσουν ότι πρόκειται για 12 διαλέξεις επί του γυναικείου ζητήματος, που πραγματοποιήθηκαν από την ίδια το 1921, στο Πανεπιστήμιο Σβερντλόβ του Λένινγκραντ, σε φοιτήτριες που προορίζονταν να δουλέψουν στους γυναικείους τομείς. Στα χρόνια 1921-1922, η Κολοντάι ήταν γραμματέας της Παγκόσμιας Γραμματείας Γυναικών, οργάνωσης της Κομιντέρν (Κομμουνιστικής Διεθνούς), ενώ είχε διατελέσει επικεφαλής του Γυναικείου Τμήματος της ΚΕ του ΚΚ Ρωσίας (Μπ.) το 1920. (…)
Η επικαιρότητα του ανά χείρας έργου έγκειται στη διαφωτιστική του χρησιμότητα ως προς την ταξική ουσία και την ιστορικότητα της κοινωνικής θέσης της γυναίκας, που αφορά κατά βάση τη θέση της στην κοινωνική εργασία και ως παράγωγο τη θέση της στην οικογένεια – με βάση τον ειδικό της ρόλο στην αναπαραγωγή του ανθρώπου – και τη σχέση με το άλλο φύλο, γενικότερα τις σχέσεις μεταξύ των δυο φύλων. (…)
Η εκλαϊκευτική δύναμη αυτού του έργου διατηρεί και σήμερα τη σημασία της, θα λέγαμε όχι μόνο για τη λιγότερο διαφωτισμένη γυναίκα εργατικής, λαϊκής ένταξης ή καταγωγής, τη νέα γυναίκα, ακόμα και μαθήτρια, αλλά, ίσως και κυρίως, για την ταξικά αφυπνισμένη και δραστήρια, τη συνδικαλιζόμενη εργατοϋπάλληλο, τη φοιτήτρια – σπουδάστρια, για την επιστημόνισσα μισθωτή ή αυτοαπασχολούμενη και κυρίως την κομμουνίστρια, το στέλεχος και μέλος του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.
Ιδιαίτερα αυτή η τελευταία κατηγορία ταξικά συνειδητοποιημένων και μάχιμων γυναικών πρέπει να προφυλαχτεί και από τον εξής επιπλέον κίνδυνο: Τη μονόπλευρη προσέγγιση του γυναικείου ζητήματος ως απόλυτα ενσωματωμένο πλέον στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα, αφού πλέον γυναίκες και άντρες βρίσκονται από κοινού σχεδόν σ’ όλους τους κλάδους της βιομηχανίας, σ’ όλους τους κλάδους της κοινωνικής εργασίας, στους κλάδους της κρατικής διοίκησης και από κοινού συμμετέχουν ή μπορούν να συμμετέχουν στις αντίστοιχες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Σε αυτήν τη μονομέρεια σκέψης κινδυνεύουν να πέσουν κομμουνίστριες φοιτήτριες και σπουδάστριες, που δε βιώνουν πλέον το διαχωρισμό κατά φύλο στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, όπως παλιότερα, ή φραγμό λόγω φύλου στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
Είναι γεγονός ότι σήμερα τουλάχιστον τα ταξικά προσανατολισμένα συνδικάτα έχουν στις διακηρύξεις τους το αίτημα «ίση αμοιβή για ίση εργασία», δηλαδή ισότητα αντρών – γυναικών μέσα στο καθεστώς της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Ομως, στην πράξη δυσκολεύονται να δουν συγκεκριμένα πώς «παραβιάζεται» από τους καπιταλιστές και τα κράτη τους η «ισονομία» στο βαθμό εκμετάλλευσης αντρών – γυναικών ή γιατί στην πράξη η γυναικεία εργατική δύναμη ως εμπόρευμα έχει χαμηλότερη αξία από την αντρική εργατική δύναμη, π.χ. μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών στις χαμηλότερα αμειβόμενες εργασίες, περιορισμοί λόγω εγκυμοσύνης, μεγαλύτερη συμμετοχή σε εργασίες με ελαστικές εργασιακές σχέσεις κ.λπ.
Ταυτόχρονα, μεγάλο μέρος των διοικήσεων ιδιαίτερα των δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, ενσωματωμένο στον κυβερνητικό – εργοδοτικό συνδικαλισμό, στ’ όνομα της «ισότητας», στήριξε αντιδραστικά κυβερνητικά – εργοδοτικά μέτρα σε βάρος των μισθωτών γυναικών, π.χ. εξίσωση ορίου συνταξιοδότησης γυναικών – αντρών, κατάργηση της απαγόρευσης της νυχτερινής εργασίας για τις γυναίκες ή περιορισμό της εξαίρεσής της και άλλα.
Ως γενικότερο πρόβλημα που αφορά και τα ταξικά προσανατολισμένα σωματεία, Ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα, αυτά που στην Ελλάδα σήμερα συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, παρουσιάζεται η πολύ χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στις διοικήσεις, ακόμα και σε κλάδους με πολύ μεγάλη συμμετοχή του γυναικείου εργατικού δυναμικού. Ακόμη και το γεγονός ότι δεν έχει γίνει κάποια αξιόλογη μελέτη της συμμετοχής των γυναικών στις διοικήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος, είναι έκφραση της μη συνειδητοποίησης των σύγχρονων μορφών και διαστάσεων του γυναικείου ζητήματος.
Κι από την άλλη πλευρά, άλλη έκφραση του προβλήματος είναι ότι ακόμα και σωματεία εργαζομένων, π.χ. στους εκπαιδευτικούς, συχνά παρασύρονται, υιοθετούν αντιδραστικές αστικές θεωρίες με σύγχρονο μανδύα, π.χ. περί «κοινωνικού φύλου» ως γλωσσικού ή εγκεφαλικού κατασκευάσματος, ή παλιές αστικές θέσεις ότι η ανισοτιμία – ανισότητα της γυναίκας προς τον άντρα είναι πρωτίστως ζήτημα νοοτροπίας του άντρα, που μπορεί ν’ αντιπαλευτεί με ποσόστωση στην ανάδειξη των γυναικών στα κόμματα, στα «κέντρα λήψης αποφάσεων».
Συχνά, με τις εκκλήσεις για συμμετοχή των γυναικών στα «κέντρα λήψης αποφάσεων» εννοούν μόνο ή κυρίως το αστικό κοινοβούλιο και τους αστικούς θεσμούς, ενώ συνειδητά υποβαθμίζουν ή «περιφρονούν» την αναγκαιότητα εκλογής των γυναικών στα όργανα του εργατικού – λαϊκού κινήματος, γενικότερα στον αντικαπιταλιστικό, αντιμονοπωλιακό αγώνα. Αναφέρονται γενικά στη συμμετοχή του γυναικείου φύλου χωρίς ταξικά χαρακτηριστικά, ως στοιχείο ανταγωνισμού ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, ενώ αναβιώνουν αναχρονιστικές απόψεις για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, όπως «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια». (…)
Αν και ο καπιταλισμός άνοιξε τις πύλες για την είσοδο της γυναίκας στην κοινωνική εργασία, άρα άνοιξε και το δρόμο για την απελευθέρωση του γυναικείου φύλου από τα δεσμά του αντρικού, ωστόσο αυτός ο δρόμος ήταν στρωμένος με νέα εμπόδια, με νέες μορφές ανισότητας μεταξύ των δυο φύλων για τις μάζες των προλετάριων. Ο καπιταλισμός δε νοιαζόταν για την ισότητα δικαιωμάτων γυναίκας – άντρα, αλλά νοιαζόταν για τη διατήρηση της ανισότητας ως πηγή πρόσθετου κέρδους, αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης. Η σχέση της γυναίκας με τη μητρότητα αξιοποιούταν αντιδραστικά. Σωστά, λοιπόν, η Α. Κολοντάι, ως εκπρόσωπος του επαναστατικού εργατικού κινήματος, υποστηρίζει ότι η απελευθέρωση της γυναίκας θα έρθει με την απελευθέρωση του ανθρώπου από την καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Προσαρμογή στις σημερινές συνθήκες
Βέβαια, η μορφή της διπλής καταπίεσης της γυναίκας, ταξικής και φύλου, σήμερα δεν ταυτίζεται με εκείνη των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Αυτό αφορά και τα γενικά αστικά δικαιώματα (π.χ. στην Εκπαίδευση) και τα ειδικά για τη γυναίκα (π.χ. στο οικογενειακό δίκαιο, στη γενίκευση αστικών εκλογικών δικαιωμάτων). Φυσικά και η ανάγνωση ορισμένων θέσεων ή συνθημάτων που χρησιμοποιεί η Α. Κολοντάι χρειάζεται την απαιτούμενη χρονική προσαρμογή τους, να τα δούμε δηλαδή προσαρμοσμένα στις σημερινές συνθήκες. Για παράδειγμα, αν και έχει ικανοποιηθεί το αίτημα για εκλογικό δικαίωμα, ωστόσο για την πλειοψηφία των γυναικών, αυτών που ανήκουν στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, σε μεγάλο βαθμό παραμένει τυπικό ή, καλύτερα, υπό τη χειραγώγηση της καπιταλιστικής εξουσίας. Με άλλα λόγια, μια εργατοϋπάλληλος, μια αυτοαπασχολούμενη, μια αγρότισσα μπορούν ν’ αξιοποιήσουν το δικαίωμα του «εκλέγεσθαι» μόνο υπό την προστασία των αστικών κομμάτων, ενώ προς όφελος της ολόπλευρης κοινωνικής της απελευθέρωσης μόνο με την ένταξή τους – άμεσα ή ως συνεργαζόμενες – στο επαναστατικό εργατικό κίνημα, στο Κομμουνιστικό Κόμμα.
Η ίδια προσαρμογή απαιτείται για το σύνθημα που προβάλλει η Κολοντάι για «απαλλαγή των γυναικών από τις κατσαρόλες τους». Σήμερα, λόγω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η «σκλαβιά του ατομικού νοικοκυριού» έχει διαφορετικούς τεχνικούς όρους απ’ ό,τι πριν έναν αιώνα. Σε πολύ μεγάλο μέρος του παγκόσμιου καπιταλισμού, η γυναίκα δεν πλένει στη σκάφη, δε μαγειρεύει στην γκαζιέρα. Βέβαια, υπάρχει κι αυτό, ακόμα και στο σύγχρονο καπιταλισμό, πολύ περισσότερο σ’ εκτεταμένες ζώνες της Ασίας, της Αφρικής, στη Λατινική Αμερική. (…)
Ωστόσο, αυτό που είναι γενικευμένο σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο είναι η ανασφάλεια της μισθωτής εργαζόμενης γυναίκας – και αυτοαπασχολούμενης – η έλλειψη σταθερού ημερήσιου και βδομαδιάτικου χρόνου εργασίας, η εντατικοποίηση της δουλειάς, χωρίς ουσιαστικά η γυναίκα να έχει απαλλαγεί από την ατομική φροντίδα και ευθύνη όχι μόνο για την αναπαραγωγή της δικής της δύναμης, αλλά και των παιδιών της, συχνά και του άνεργου άντρα της ή την επιβίωση ανασφάλιστων γονιών κ.λπ. Ουσιαστικά, καθίσταται ατομική υπόθεση ό,τι θα έπρεπε να είναι κοινωνικό δικαίωμα.
Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, κυρίως η καπιταλιστική της έκφραση, ήταν που επέφερε μια σχετική οικονομική ανεξαρτησία της γυναίκας από τον άντρα (σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σήμερα το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών κατά μέσο όρο βρίσκεται στο 63,5% του ικανού προς εργασία γυναικείου δυναμικού στην ΕΕ). Ομως, αυτή η ανεξαρτησία δεν μπορούσε να πάρει χαρακτήρα ουσιαστικής οικονομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης σε συνθήκες εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων. Δεν απάλλαξε τη γυναίκα από τον ταξικό οικονομικό και κοινωνικό καταναγκασμό, όπως δεν απάλλαξε και τον άντρα. Μια τέτοια απελευθέρωση απαιτούσε την κοινωνική και πολιτική προλεταριακή επανάσταση για την εγκαθίδρυση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. (…)
Ανάγκη επιβεβαιωμένη από την πείρα του κομμουνιστικού κινήματος
Ολη η ιστορία του 20ού αιώνα, καθώς και της 15ετίας του 21ου αιώνα, επιβεβαιώνει την ανάγκη της εξειδικευμένης ιδεολογικής – πολιτικής και μαζικής δράσης των κομμουνιστών, πρώτ’ απ’ όλα των κομμουνιστριών, προς τις γυναίκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Επιβεβαιώνει την ανάγκη της διπλής αφύπνισης των γυναικών, της πολιτικής ταξικής τους συνειδητοποίησης, αλλά και της συνειδητοποίησης ότι η πολιτική αφύπνιση της γυναίκας έχει πρόσθετη δυσκολία, πρέπει να υπερβεί πρόσθετα αντικειμενικά εμπόδια, άρα χρειάζεται πρόσθετη εξειδικευμένη δουλειά, όχι μόνο μέσα στο κίνημα, αλλά στην ίδια την πρωτοπορία του, το ΚΚ. (…)
Η παρούσα έκδοση επιλέχτηκε για να υπηρετήσει αυτόν το σκοπό, σε μια προσπάθεια να πυκνώσουν οι σχετικές εκδόσεις παλιότερων, αλλά και σύγχρονων σχετικών έργων.