Από τη μάχη του Μελιγαλά στη μάχη με τον προστάτη
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
«Είχαμε μεγάλο πρόβλημα με τα γύρω χωριά, Μερόπη, Σκάλα, Νησί που μπήκαν μέσα μόλις τέλειωσε η μάχη και ζητούσαν τους δικούς τους ταγματασφαλίτες να τους καθαρίσουν. Δεν μπορείς να φανταστείς τι γινότανε…»
Από το υπό έκδοση βιβλίο του Μίμη Β. Χριστοφιλάκη “Η εύνοια του δράκου”
Το διήγημα Από τη μάχη του Μελιγαλά στη μάχη με τον προστάτη περιλαμβάνεται στην υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων του Μίμη Β. Χριστοφιλάκη Η εύνοια του δράκου και δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά.
***
Φέτος το καλοκαίρι δεν τον είδα στην πλατεία και στενοχωρήθηκα. Ρώτησα, μου είπαν μετακόμισε στη Σπάρτη. Τον θυμάμαι τον περσινό Αύγουστο που υπόφερε από τον προστάτη. Δεν προλάβαινε να πάει στην τουαλέτα και λερωνόταν ή δε σημάδευε σωστά τη λεκάνη. Στο καφενείο τον μάλωσαν, τον πρόσβαλαν. Του κακοφάνηκε. Μου έκανε παράπονα. «Δεν έχω υπόληψη στο χωριό. Δε μου βρίσκεις κανά δυαράκι στην ΑΘήνα να φύγω» μου είπε . «Εσύ ένας αντάρτης του Ε.Λ.Α.Σ πάντα έχεις υπόληψη μπάρμπα Βάσο» προσπάθησα να τον εξυψώσω. Δεν κατάφερα τίποτα. Δεν άκουγε και καλά . Με κοίταγε στο στόμα. Εγώ όμως ήθελα να τον ακούω να μου αφηγείται. Είχε ένα ιδιαίτερο τρόπο γαλήνιο, χωρίς πάθος.
Τον ρωτούσα κάθε φορά τα ίδια. Μου απαντούσε χωρίς ν’ αλλάζει κεραία. Αψευδής μάρτυς. «Εγώ τα έζησα, εγώ τα είδα, άλλοι δεν τα έζησαν δεν ήταν εκεί και παριστάνουν πως τα ξέρουν καλύτερα». Ήταν μια μπηχτή για δύο νεώτερους φίλους του. Ήξερα πως οι μάρτυρες δεν είναι αμερόληπτοι. Δεν υπάρχουν όρια μεταξύ του γεγονότος και της κατασκευής, το ένα διατρέχει το άλλο. Λέγοντας μια ιστορία είναι και ταυτόχρονα δημιουργοί της. Την σμιλεύουν. Γι’ αυτό ρωτούσα και ξαναρωτούσα για την περιώνυμη μάχη του Μελιγαλά.
Ο Βάσος είκοσι χρονών το 1943, πήγε στην Άρνα με τον Λιακάκη Νικολούδη και έγιναν αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. «Την ίδια μέρα» μου έλεγε. Μετά από λίγες μέρες βγήκε στο βουνό και ο δίδυμος αδελφός του ο Παναγιώτης. Ως δίδυμοι τα έκαναν όλα μαζί.
Η Άρνα ορεινό χωριό στα Μπαρδουνοχώρια του Ταϋγέτου ήταν κέντρο κατάταξης. Τον έριξαν στο λόχο του Μανώλη Σταθάκη στο 8° Σύνταγμα Λακωνίας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες αψιμαχίες και παρενοχλήσεις με τους Γερμανούς. Όργωσε με τα πόδια τον Πάρνωνα και τον Ταΰγετο. Μια φορά το 44 χτύπησε η ομάδα του τους Γερμανούς στις Κροκεές από το ύψωμα Παύλος . «Από κει αγνάντεψα το σπίτι μου στον Αη Γιάννη. Είδα και τη μάνα μου στο χαγιάτι». Το σπίτι του ήταν στο πιο ψηλό μέρος. Έκανα αυτοψία και πράγματι από κει φαινότανε και φαντάστηκα που θα καθόταν η μάνα του, η Λοστρόμπενα. Στην μεγαλύτερη μάχη που πήρε μέρος, δυστυχώς δεν ήταν με τους Γερμανούς , αλλά με τους ταγματασφαλίτες στο Μελιγαλά, στις 14 και 15 Σεπτέμβρη το 44, εκεί που ήταν το μεγάλο ενδιαφέρον για μένα. Τον ρώτησα «τι όπλο είχες μπάρμπα Βάσο στη μάχη του Μελιγαλά;» «είχα ένα ταχυβόλο της αεροπορίας, ζύγιζε καμιά δεκαριά κιλά ξίκικο. Δεν είχε τρίποδο για να το στήνω , πήγα σε ένα γύφτο και μου έφτιαξε ένα». Τον ρώτησα περιπαιχτικά. «Πόσους ρε μπάρμπα σκότωσε αυτό το ταχυβόλο;» «Αυτό κανένα, εγώ τους σκότωσα που πάταγα τη σκανδάλη” μου είπε γελώντας.
Και άρχιζε την αφήγηση για τη μάχη στο Μελιγαλά Μεσσηνίας. «Τη δουλειά την κάναμε μεις οι Λάκωνες, το όγδοο Σύνταγμα με διοικητή το Ρουμπέα. Μην ακούς άλλα. Οι Καλαματιανοί δεν είναι για πόλεμο, δεν ξέρανε. Χωρίς εμάς δεν θα έπεφτε ο Μελιγαλάς. Είχανε οχυρωθεί, ήταν ψηλότερα από μας και μας ρίχνανε με πολυβόλο από το καμπαναριό. Είχαμε μπροστά μας και τις φραγκοσυκιές που ήταν δύσκολο να τις περάσουμε. Στην πρώτη επίθεση τα βρήκαμε σκούρα, χάσαμε καμιά τριανταριά αντάρτες. Μετά από πολλά κατάφερε ο δικός μας ο Πότης ο Χιώτης και εξουδετέρωσε το καμπαναριό και μπήκαμε μέσα. Εγώ ήμουν στην ομάδα του καπετάνιου του Μανώλη Σταθάκη. Άρχισαν να παραδίδονται. Βλέπουμε πεντέξι να έρχουνται κρατώντας ένα ξύλο με λευκό πανί και σηκωμένα χέρια. Τους περιμέναμε. Ήταν ο λοχαγός των Ταγμάτων Ασφαλείας, έχω ξεχάσει πως τον λέγανε, πλησίασε το Μανώλη και τον χαιρέτισε στρατιωτικά. Γνωριζόντουσαν από προπολεμικά, ήταν συμφοιτητές στην Ευελπίδων». «Για σου Μανώλη» του είπε. «Μανώλη τι θα κάνεις τώρα, θα με σκοτώσεις;» Ο Μανώλης τον κοίταξε στα μάτια. Όλοι μας ακούσαμε «Δεν μου ρε, γιατί σε σπούδασε ο ελληνικός λαός, για να τον προδώσεις, για να πας με τους Γερμανούς;» και τότε έβγαλε το περίστροφό του και του έριξε έξι σφαίρες. Στο κεφάλι και στο σώμα. Κόσκινο τον έκανε. Παρά λίγο να με πιτσιλίσουν τα αίματα του. Άλλο να στο λέω και άλλο να το βλέπεις. Κάποιος από τους αντάρτες, όχι εγώ, του είπε «ρε Μανώλη δεν έπρεπε, αφού παραδόθηκε» «μη μιλάει κανείς, τσιμουδιά, έπρεπε». Αυτό δε μου άρεσε. Γιατί έπρεπε;
Μετά κάναμε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα σπίτια για να ξετρυπώσουμε κρυμμένους. Μπήκα σένα σπίτι κοντά στο Μπεζεστένι και βρήκα ένα τραυματία, τη γυναίκα του και τις δυο κόρες του να κλαίνε. «συναγωνιστή με έχουν τραυματίσει οι άλλοι, οι ταγματασφαλίτες , είμαι δικός σας» «Μου λες αλήθεια;» τον ρωτάω. Τον πίστεψα και τον άφησα. Μπήκα στο διπλανό σπίτι. Μετά από μένα όμως κάνανε στο ίδιο σπίτι έρευνα δύο άλλοι αντάρτες και άκουσα τους πυροβολισμούς. Τους σκότωσαν.
Είχαμε μεγάλο πρόβλημα με τα γύρω χωριά, Μερόπη, Σκάλα, Νησί που μπήκαν μέσα μόλις τέλειωσε η μάχη και ζητούσαν τους δικούς τους ταγματασφαλίτες να τους καθαρίσουν. Δεν μπορείς να φανταστείς τι γινότανε. Δεν μπορούσαμε να τους κάνουμε καλά, ιδίως τις χήρες. Ούρλιαζαν, αναγκαστήκαμε να πυροβολούμε στον αέρα, μας τους αρπάζανε τους αιχμαλώτους απ’ τα χέρια. Ο χαμός.
Την επόμενη μέρα ήρθε ο Άρης. Ήμουν μπροστά που αγκάλιασε το Μανώλη. Ο Βελουχιώτης είπε στους δικηγόρους τον Καραμούζη και τον Μπράβο τις εκτελέσεις να μην τις κάνουν οι Μεσσήνιοι και έχουν μετά νιτερέσα μεταξύ τους, αλλά Λάκωνες. Τις κάναμε εμείς , ένας λόχος από το 8° Σύνταγμα.
«Μπάρμπα Βάσο, ήσουν και συ στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Πες μου την αλήθεια» . Η απάντησή του ήταν ένα όχι, όχι και τόσο κατηγορηματικό. Μου συμπλήρωσε όμως ότι τότε δεν είχαμε πολύ μυαλό, ότι δηλαδή δεν υπήρχε πολύ λογική, μόνο θυμός. «Οι πιο πολλοί θέλαμε να μπούμε στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Είχαμε ανοιχτούς λογαριασμούς με τους ταγματασφαλίτες. Μη κοιτάς πως σκεφτόμαστε σήμερα». Στο δεύτερο αντάρτικο δεν βγήκε, είχε πάθει μια περιπνευμονία όπως είπε από τα βουνά και κατάφερε το 45 μετά τη Βάρκιζα να έρθει στην Αθήνα και παρίστανε τον ψόφιο κοριό. Κανείς δεν τον πείραξε.
Ο μπαμπά Βάσος, που στα ενενήντα του χρόνια οδηγεί μηχανάκι, τώρα είναι στο σπίτι στη Σπάρτη, δίνει κάθε μέρα τη μάχη με τον προστάτη και κανείς δεν τον μαλώνει, όταν δεν σημαδεύει σωστά τη λεκάνη. Εμένα μου λείπει το καλοκαίρι. Είναι ο τελευταίος επιζών μιας θυμωμένης γενιάς.
Μίμης Β. Χριστοφιλάκης
(Στη φωτογραφία: Ταγματασφαλίτες στην Πελοπόννησο)
Ο Μίμης Β. Χριστοφιλάκης γεννήθηκε στις Κροκεές Λακωνίας το 1949. Εντάχθηκε από επιλογή και όχι οικογενειακούς λόγους το 1965 στην Αριστερά (Δ.Ν. Λαμπράκη). Κατά την διάρκεια της δικτατορίας ήταν μέλος του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. Συνελήφθη από την Γενική ασφάλεια το 1972 και το1973. Σήμερα παραμένει ανενεργός στην Αριστερά και με συναίσθημα σε μια παρελθοντική Αριστερά. Είναι υπερενεργός συλλέκτης ντοκουμέντων και αντικειμένων της επανάστασης του ’21, της Μικρασιατικής εκστρατείας και ιδίως της κατοχής και του εμφύλιου. Έχουν εκδοθεί επτά ποιητικές συλλογές του και τελευταία ένα βιβλίο διηγημάτων του με τίτλο Η χειραψία έγινε με το βλέμμα. Είναι υπό έκδοση διηγήματά του με τον τίτλο Η εύνοια του δράκου. Μοιράζει το χρόνο και το συναίσθημά του ανάμεσα στον γενέθλιο τόπο του και την Καισαριανή. Έργα του Μίμη Β. Χριστοφιλάκη μπορείτε να διαβάσετε εδώ.