“Aυτοστέγαση τώρα! Η αθέατη πλευρά της αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα” – Η “συνταγή του καπιταλισμού” στους “συμμοριόπληκτους” του Εμφυλίου
Μια μελέτη που αναδεικνύει έναν παραμελημένο ως τώρα από την έρευνα τρόπο διαμόρφωσης αντικομμουνιστικής ιδεολογίας από πλευράς των ιθυνόντων του Σχεδίου Μάρσαλ στην Ελλάδα, μέσω των εκτεταμένων προγραμμάτων αυτοστέγασης στους χωρικούς που είχαν εκτοπιστεί από την κυβέρνηση στα χρόνια του Εμφυλίου.
“Ο Έλληνας θέλει το δικό του κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του” είναι μια βεβαιότητα με την οποία όλοι λίγο – πολλοί έχουμε μεγαλώσει, έχοντας εσωτερικεύσει την αντίληψη ότι αποτελεί κορωνίδα της ελληνικής οικογένειας το να χτίσει – ή να αγοράσει – το δικό της σπίτι. Το βαθμό στον οποία αυτό το αξίωμα είναι στην πραγματικότητα μια αρκετά πρόσφατη εξέλιξη, αναδεικνύει η μελέτη της ιστορικού της αρχιτεκτονικής Κωνσταντίνας Κάλφα “Αυτοστέγαση τώρα! Η αθέατη πλευρά της αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα”, Εκδόσεις futura. Όπως υποδηλώνεται και στον τίτλο, το βιβλίο φωτίζει μια πραγματικά άγνωστη πτυχή του σχεδίου Μάρσαλ στη χώρα μας, αυτό της συνειδητής επένδυσης πόρων και της δημιουργίας ανάλογου θεσμικού πλαισίου, που θα εμπέδωνε την κουλτούρα της αυτοστέγασης στην Ελλάδα.
Τη στιγμή που στα περισσότερα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης, η τεράστια ανάγκη για κατοικία στην κατεστραμμένη ήπειρο αντιμετωπίστηκε με εκτεταμένα προγράμματα δημόσιας κατοικίας και γενικότερα κρατική παρέμβαση (υψηλή φορολογία ακινήτων, ενοικιοστάσια), στην Ελλάδα προκρίθηκε απόλυτα συνειδητά το σύστημα της χορήγησης υλικών και τεχνογνωσίας ώστε οι Έλληνες να χτίσουν οι ίδιοι τα σπίτια τους, στο επίπεδο της οικογένειας ή περισσότερων οικογενειών από κοινού. Μάλιστα, σε κάποιο σημείο του βιβλίου αναφέρεται πως σε προπαγανδιστικό αμερικανικό φιλμ για τα ευεργετικά αποτελέσματα του Σχεδίου Μάρσαλ, προβάλλεται με περηφάνια η συμμετοχή παιδιών στο χτίσιμο του οικογενειακού σπιτιού, με απλά λόγια δηλαδή ωραιοποιούνταν η παιδική εργασία.
Μετά από ένα σύντομο ιστορικό περίγραμμα στην εισαγωγή, η συγγραφέας παρουσιάζει πώς και με ποιους πρωταγωνιστές από πλευράς ΗΠΑ η αυτοστέγαση, που στην Ελλάδα του μεσοπολέμου αντιμετωπιζόταν περιφρονητικά ως λύση στο ζήτημα της στέγασης των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, μετατράπηκε σε αιχμή του δόρατος της αμερικανικής βοήθειας, μολονότι, για προπαγανδιστικούς λόγους, συνήθως παρουσιαζόταν ως “αυθόρμητο αίτημα” των ίδιων των χωρικών. Μιλώντας για χωρικούς, δεν αναφερόμαστε γενικά και αόριστα σε κατοίκους της υπαίθρου, αλλά στους “συμμοριόπληκτους”, δηλαδή τις 700.000 των ανθρώπων που ξεριζώθηκαν από τα χωριά τους μεθοδευμένα από την κυβέρνηση για να μη δίνουν βοήθεια και εφεδρείες στο ΔΣΕ. Η προπαγανδιστική εκστρατεία περί αυτοστέγασης επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά σε αυτούς τους ανθρώπους, όχι μόνο επειδή προφανώς είχαν άμεση ανάγκη μόνιμης στέγης, αλλά και για να χρησιμοποιήσουμε λόγια της συγγραφέα,”γιατί μάθαινε σε αυτούς τους λαούς το ήθος και τις πρακτικές, τη “συνταγή” του καπιταλισμού”, ενώ ταυτόχρονα “έδειχνε σε αυτούς που ήταν σκλαβωμένοι από τον κομμουνισμό” ότι “οι άνθρωποι που επέλεξαν τον ελεύθερο τρόπο ζωής μπορούν να οικοδομήσουν μια καλύτερη ζωή μέσω των δικών τους προσπαθειών και την καθοδήγηση των ελεύθερων κυβερνήσεων που ενδιαφέρονται για το βιοπορισμό τους”. Η εδραία πεποίθηση των Αμερικανών πως η ιδιωτική κατοικία λειτουργούσε ως ανάχωμα στις κομμουνιστικές ιδέες διακρίνεται κι από παράγοντες του ελληνικού προγράμματος αυτοστέγασης, που θεωρούσαν τα ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα σε Ιταλία και Γαλλία ως αποτέλεσμα νόμων που αποθάρρυναν την ιδιοκτησία σπιτιών.
Το ελληνικό πείραμα της αυτοστέγασης βασίστηκε σε ανάλογες αμερικανικές εμπειρίες στο Πουέρτο Ρίκο, ενώ κρίθηκε τόσο πετυχημένο, που χρησίμευσε στη συνέχεια ως πρότυπο και σε άλλες στεγαστικές παρεμβάσεις των ΗΠΑ σε χώρες όπως η Τζαμάικα ή η Ταϊβάν. Παράλληλα, η αυτοστέγαση πήγε χέρι – χέρι με τη θέσπιση της διαβόητης “αντιπαροχής” ήδη από τα χρόνια του εμφυλίου, που τόσο ριζικά και συχνά βάναυσα άλλαξε την όψη των ελληνικών πόλεων, με προεξάρχουσα την Αθήνα στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Αν και η μελέτη δεν ασχολείται με την αντιπαροχή αυτή καθεαυτή, εξετάζει τις θεσμικές απαρχές της, και συγκεκριμένα το ψήφισμα ΚΗ’ του 1947, διαλύοντας με στοιχεία το μύθο ότι η άναρχη οικοδόμηση στις πόλεις, σε αντίθεση με το συγκροτημένο πρόγραμμα ανοικοδόμησης της υπαίθρου μέσω αυτοστέγασης, οφειλόταν “σε μια αποδιοργανωμένη κατάσταση ελλιπών σχεδιασμών και αδύναμων αποφάσεων”.
Στο τελευταίο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στον παραδοσιακό χαρακτήρα της ελληνικής λαϊκής κατοικίας μετά τον πόλεμο, όχι απλό ως μια ρομαντική πρόσδεση των ίδιων των κατοίκων στον παρελθόν, αλλά ως αποτέλεσμα μιας κατευθυνόμενης και στοχευμένης κρατικής πολιτικής. Η συγγραφέας στον επίλογο αναγνωρίζει τους περιορισμούς της μελέτης, παραπέμπει σε υπό εξέλιξη συλλογική έρευνα τη μελέτη της μετάβασης από την αυτοστέγαση στην αντιπαροχή και δίνει επίσης ιδέες προς μελλοντική έρευνα, με βασικότερη την πρόσληψη της αυτοστέγασης από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους πληθυσμούς.
Συνολικά πρόκειται για μια μικρή σε έκταση, αλλά πυκνή σε νοήματα και ερωτήματα μελέτη, ιδιαίτερα χρήσιμη για την κατανόηση της διαμόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια της “αποεαμοποίησής” της μετά την ήττα του ΔΣΕ στον Εμφύλιο.