Emine Sevgi Özdamar – Η γέφυρα του χρυσού Κεράτιου
Πώς είναι να είσαι σε μια ξένη χώρα αλλά να μην έχεις σχεδόν καμία επαφή με αυτή, τους ανθρώπους της ή ακόμη και τους μη ομοεθνείς συναδέλφους σου; Και πώς είναι να ενηλικιώνεσαι σε ένα τέτοιο περιβάλλον;
Η Emine Sevgi Özdamar είναι πιθανότατα σήμερα η πιο γνωστή Τουρκογερμανίδα λογοτέχνιδα και σίγουρα μια περίπτωση σύγχρονου λογοτέχνη και καλλιτέχνη, που αξίζει την προσοχή μας. Γεννημένη το 1946 και μεγαλωμένη σε μια μικροαστική οικογένεια που στην εφηβεία της μετακόμισε από την Προύσα στη Κωνσταντινούπολη, παίρνει στα 18 της, το 1965, μια απόφαση ζωής: Εγκαταλείπει την πατρική στέγη και πάει να δουλέψει με ετήσιο συμβόλαιο ως ανειδίκευτη εργάτρια σε εργοστάσιο ηλεκτρολογικών εργαλείων στο Δυτικό Βερολίνο. Χωρίς να ξέρει ούτε λέξη Γερμανικά. Χωρίς να γνωρίζει καμία από τις δεκάδες συμπατριώτισσές της, μαζί με τις οποίες ξεκινούν αυτό το ταξίδι.
Πώς είναι η ζωή αυτών των μεταναστριών; Πώς είναι η συμβίωση τόσων γυναικών στους ειδικούς κοιτώνες-οικισμούς (Wohnheime) που ετοίμαζαν την εποχή εκείνη για τους Gastarbeiter οι δυτικογερμανικές βιομηχανίες; Πώς είναι να είσαι σε μια ξένη χώρα αλλά να μην έχεις σχεδόν καμία επαφή με αυτή, τους ανθρώπους της ή ακόμη και τους μη ομοεθνείς συναδέλφους σου; Και πώς είναι να ενηλικιώνεσαι σε ένα τέτοιο περιβάλλον;
Η Emine δίνει απαντήσεις σε αυτά και πολλά ακόμη ερωτήματα στο βιβλίο της «Η γέφυρα του χρυσού Κεράτιου». Με έναν τρόπο εξιστόρησης σπιρτόζικο, αστείο και φρέσκο, που πολλές φορές μεταδίδει θαυμάσια την «αφέλεια», την «άγνοια κινδύνου» κι έμφυτη περιέργεια που την χαρακτήριζε και τότε κι έπειτα.
Εκεί, στο δυτικό Βερολίνο της εποχής, όπου επανέρχεται και για μια «δεύτερη θητεία» ώστε να μάθει και τη γλώσσα, έρχεται σε επαφή με το εργατικό και το φοιτητικό κίνημα, με κάποια πρώτα μαρξιστικά βιβλία, με κομμουνιστές Τούρκους αλλά και Έλληνες, ειδικά μετά την εγκαθίδρυση της Χούντας. Την κερδίζει ακόμη περισσότερο το θέατρο, ενώ κομμάτι της αφήγησης αυτής της περιόδου είναι και οι πρώτες της ερωτικές αναζητήσεις.
Η επιστροφή στη Κωνσταντινούπολη φέρνει την έναρξη των θεατρικών σπουδών της, καθώς και την πολιτική στράτευσή της στο «Εργατικό Κόμμα Τουρκίας». Πρόκειται για το ενιαίο σοσιαλιστικό κόμμα της εποχής, όπου συνυπήρχαν κομμουνιστές και φιλοσοβιετικοί σοσιαλιστές της Τουρκίας και το οποίο μόλις είχε εκλέξει -πρώτη φορά γι’ αριστερό κόμμα στην ιστορία της Τουρκίας- 15 βουλευτές. Στο βιβλίο περιγράφει άριστα το τεταμένο πολιτικό κλίμα της περιόδου, με την κρατική καταπίεση και τους παρακρατικούς εθνικιστές να κορυφώνουν τις επιθέσεις τους απέναντι σε κάθε προοδευτική φωνή και ομάδες της αριστεράς να φλερτάρουν με την ένοπλη πάλη, αντλώντας έμπνευση από την κουβανική επανάσταση. Γλαφυρή και η περιγραφή των συνθηκών στην τουρκική επαρχία, όταν μαζί με άλλους νεαρούς συντρόφους της επιχειρεί να φτάσει στ’ ανατολικά σύνορα της χώρας, προκειμένου να γράψουν κάποιου είδους ρεπορτάζ για την κομματική εφημερίδα. Παράλληλα, πάντοτε η εξιστόρηση περιλαμβάνει και τις προσωπικές αναζητήσεις μιας κοπέλας στα 20 της χρόνια. Εδώ καμιά φορά μπλέκουν αρκετά οι αφηγήσεις, ώστε θέατρο, πολιτική, έρωτας, οικογένεια, ψυχολογία να γίνονται ένα κουβάρι. Αλλά και πάλι, έτσι δεν είναι η ζωή;
Τελικά το 1971 επιβάλλεται στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο όπως φαίνεται κομμάτια της αριστεράς αρχικά ήλπιζαν πως μπορεί να έχει και «προοδευτικό» χαρακτήρα. Όμως γίνεται ακριβώς το αντίθετο: Διώξεις, φυλακίσεις & βασανιστήρια κάθε οργανωμένης αριστερής πολιτικής έκφρασης, κατάσχεση και καταστροφή κάθε ριζοσπαστικού εντύπου. Η ίδια βοηθά αρχικά συντρόφους και φίλους της στην παρανομία, μέχρι που συλλαμβάνεται κι αυτή. Όταν αποφυλακίζεται, παίρνει στα μέσα της δεκαετίας του 1970 την απόφαση και αναχωρεί ξανά για το Βερολίνο.
Εδώ τελειώνει η αφήγηση του συγκεκριμένου βιβλίου. Στο Βερολίνο η Emine θα παρουσιαστεί στην Volksbühne (λαϊκή σκηνή) του Ανατολικού Βερολίνου μπροστά στον μαθητή του Μπρεχτ Benno Besson, με την απαίτηση να της μάθει μπρεχτικό θέατρο. Θα παίξει σε έργα του Μπρεχτ υπό τη σκηνοθεσία του, περιοδεύοντας και στη δυτική Ευρώπη. Θα γίνει σκηνοθέτιδα και η ίδια. Θα γράψει θεατρικά, όπως το «Ο καραγκιόζης στη Γερμανία». Θα γράψει το επίσης αυτοβιογραφικό και σχετικό με την παιδική της ηλικία «η ζωή είναι ένα καραβανσαράι», ενώ τη δίχρονη ζωή της στην DDR της δεκαετίας του 1970 θα την καταγράψει επίσης, στο “Seltsame Sterne starren zur Erde” «παράξενα αστέρια παρατηρούν τη Γη», που ωστόσο δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Και θα συνεχίσει να ζει στο Βερολίνο μέχρι και σήμερα, ως μια Τουρκογερμανίδα «ανατολίτισσα παραμυθού», όπως την είχε περιγράψει κάποτε κι ο Ριζοσπάστης.