Μ. Λυμπεράτος: Εκεί που το βίωμα και η λογοτεχνική έκφραση διασταυρώνονται με την Ιστορία
Για το βιβλίο του Γ. Μπίμη «Τα Μονοπάτια της Μνήμης»
Δεν υπάρχει λογοτεχνικό φαινόμενο χωρίς την εξωκειμενική του αναφορά, εμφανή ή υποβόσκουσα. Ακόμα και στις περιπτώσεις μιας αφηγηματικής μορφής που αντιστρέφει τις λογικές δομές αντίληψης της πραγματικότητας, όπως στον υπερρεαλισμό, η εξωκειμενική συνιστώσα είναι διαρκώς, αν και εμμέσως, παρούσα. Είναι αυτή που ορίζει και τα πλαίσια πρόσβασης του αναγνώστη στο λογοτεχνικό κείμενο και του προσδίδει δυνατότητα αναγνωσιμότητας.
Αντίθετα, μια λογοτεχνία που προσπαθεί εσκεμμένα να αποφύγει την πραγματικότητα, αναπτύσσεται αυτό-αναφορικά, συνιστώντας μια κατασκευή που αξιοποιεί απλά κρατούσες αφηγηματικές νόρμες, είναι κακή λογοτεχνία. Κακή λογοτεχνία, επίσης, υπάρχει όταν οι πραγματικότητες στις οποίες, έμμεσα ή άμεσα, αναφέρεται δεν αφορούν σε υπαρκτές μνήμες και δεν συνιστούν μια ειλικρινή πρόθεση ερμηνείας του πραγματικού.
Τότε το λογοτεχνικό αποτέλεσμα είναι ένα εγχείρημα αποκλεισμένο στον χρυσελεφάντινο πύργο του, χωρίς κανένα ορίζοντα πραγματικής ανταπόκρισης στην προσδοκία του αναγνώστη. Είναι, δηλαδή, μια εκδήλωση ακραίου ατομισμού με πρόθεση τον φτηνό εντυπωσιασμό, που ξεχνά ότι ακόμα και η μνήμη, το βίωμα και η αφήγηση του, ακόμα ίσως και ο εγκλωβισμός σε έναν φαινομενικά ακραίο ψυχολογισμό, ποτέ δεν είναι απολύτως ατομικές υποθέσεις. Θα έλεγε, μάλιστα, κανείς ότι ιδίως η μνήμη είναι απολύτως συλλογική υπόθεση, αφού θυμόμαστε σε αναφορά με την μνήμη των άλλων, αυτοί μας υποδεικνύουν τι θυμόμαστε, αυτοί συγκροτούν την εμπειρία μας και τον ορίζοντα της προσδοκίας της μνήμης μας.
Στην ουσία, κριτήριο της πραγματικής λογοτεχνικής αξίας είναι η αφήγηση της πραγματικότητας ακόμα και όταν φαίνεται το κείμενο αποστασιοποιημένο από αυτήν. Το μυθιστόρημα, ο αφηγηματικός λόγος είναι πάντα αφήγηση τινός. Όχι με την έννοια φυσικά μιας αντανάκλασης, ενός αντικαθρεπτίσματος, αλλά ως μια απόδοση του υπαρκτού στα πλαίσια μιας ερμηνείας του, ως μια συμπυκνωμένη απόδοση του, ως μια παρέμβαση για την παραγωγής νοήματος υπό το καθεστώς μιας επιλεγμένης αφηγηματικής δομής,
Με την έννοια αυτή, αξία έχει η δομή του λογοτεχνήματος, οι τρόποι εκφοράς του καλλιτεχνικού λόγου, τα αφηγηματικά του επίπεδα, η «τέχνη» του, όσο, όμως, και η πραγματικότητα η ίδια που εκφράζει και αναγκαστικά εκπροσωπεί. Ο πλούτος των εμπειριών που αυτή γεννά, η συνθετότητα της, το μέτρο της επίδρασης που ασκεί στα άτομα και στις μάζες, η σημασία της ως προς τα επιγενόμενα που παράγει παίζουν καθοριστικό ρόλο στην αξία ενός λογοτεχνικού κειμένου. Είναι για αυτό ακριβώς το λόγο, που σε περιόδους ιστορικές, που συμπυκνώνουν μια ολόκληρη κοινωνική εξέλιξη, τα λογοτεχνικά έργα προσλαμβάνουν μια διαχρονική αξία, όπως για παράδειγμα το αστικό μυθιστόρημα του μεσοπολέμου, τα έργα που αφηγούνται την Κατοχή και τον Εμφύλιο, αλλά και αυτά τις πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής περιόδου. Είναι μια αξία που διεκδικεί και τμήμα της μεταγενέστερης λογοτεχνικής παραγωγής, όταν αποδίδουν και μνήμες μεγάλων ιστορικών περιόδων, πράγμα που εξηγεί την σύγχρονη άνθιση του ιστορικού μυθιστορήματος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι μεγάλη λογοτεχνία δεν μπορεί να παραχθεί και σε εποχές φαινομενικά άνυδρες ως προς την κοινωνική πραγματικότητα που έμμεσα ή άμεσα, παραπέμπει. Γιατί η ιστορία, όσο πεζή και αν φαίνεται, κρύβει μια διαλεκτική δυναμική που, αν αποδοθεί, συγκροτεί το έδαφος για ένα πλήρες λογοτεχνικό αποτέλεσμα. Βασική, όμως, προϋπόθεση, ο επίδοξος λογοτέχνης να έχει επίγνωση των γεγονότων που ζει, ότι θέλει πραγματικά να γνωρίσει αυτό που τον περιβάλλει και δεν αρνείται να παραδεχτεί ότι εμπλέκεται αναγκαστικά στην ιστορία του καιρού του. Το να βιώνεις την ιστορία αυτή ως ακούσιος παίχτης, ως ένα δράμα που σκηνοθετούν οι περιστάσεις, ως μέρος μιας μάζας που την ταλαιπωρεί η ροή των γεγονότων, ως κάποιος που δεν θέλει να ξέρει τίποτα (εγώ δεν κάνω πολιτική, είμαι ένας άδολος καλλιτέχνης), όλα αυτά είναι απαγορευτικά για τη δημιουργία ενός έργου με πραγματική λογοτεχνική αξία.
Σε ευθεία αντιστοίχηση με τις επισημάνσεις αυτές βρίσκεται η μυθιστορία και το έργο του Γιώργου Μπίμη. Γιατί είναι η αφήγηση μιας μνήμης και η πρόταξη μιας ερμηνείας σε αναφορά με πραγματικότητες που συνιστούν το έδαφος μιας μεγάλης λογοτεχνίας, όπου ο άνθρωπος αποδίδεται ως το κέντρο της Ιστορίας, μιας διαδικασίας που τον περιέχει και τον υπερβαίνει, χωρίς να την αγνοεί και να την αρνείται. Αντίθετα, ο Μπίμης εμβαπτίζεται σε αυτήν, έχοντας συνείδηση ότι αποδίδοντας τις μνήμες ιστορικών εποχών δημιουργεί άμεσους συνειδησιακούς καθορισμούς, προσδιορίζοντας καταλυτικά τον αναγνώστη.
Πέραν, όμως, από τη σχέση του με το πραγματικό και την ιστορία, το έργο του Μπίμη, διαθέτει πολύ ενδιαφέρουσες αφηγηματικές αρετές. Η δομή του κειμένου αφορά σε συμπύκνωση χρόνων, σε εναλλαγή των ροών αφήγησης, αναστροφές στην χρονική αλληλουχία, ενδιάθετες αναφορές, λογοτεχνικές παρεκβάσεις, εναλλαγή ποιητικού και πεζού λόγου, γλωσσικούς κώδικες με επάλληλες παραθέσεις στίχων και πρόζας, πολλαπλές οπτικές γωνίες, χώρους δράσης που εναλλάσσονται και συγχωνεύονται. Οι χώροι αυτοί είναι την ίδια στιγμή συγκεκριμένοι και ασαφείς, ονειρικοί και γειωμένοι, το Βουνό και το Αντάρτικο, η πόλη και η γειτονιά, ο ιδιωτικός χώρος και η δημόσια αναφορά, το σπίτι και το γλέντι, ο τόπος.
Όμως, παράλληλα με αυτά, το κείμενο αυτό διαθέτει και την αφηγηματική ένταση που συνιστά ένα αυθεντικό μυθιστόρημα, με αναδιπλώσεις και απροσδόκητες εξελίξεις, αλλά και με πλοκή που γεννά στον αναγνώστη αναμονές και συναισθηματική προσήλωση. Και το πιο δυναμικό του σημείο είναι ο εσωτερικός στοχασμός, η ποιητική αναγνώριση της πραγματικότητας, η μεταφορά και η μετωνυμία, ο αναστοχασμός και η φιλοσοφική ενατένιση. Και αυτά μέσα σε διαδοχικούς εγκιβωτισμούς, δηλαδή μορφές ένθετης αφήγησης με πολλαπλούς πρωταγωνιστές, κάτι που συναντά κανείς σε έργα μοναδικής αφηγηματικής πυκνότητας, όπως, για παράδειγμα, το Τρίτο Στεφάνι του Ταχτσή.
Εγγραφόμενο στο αφηγηματικό είδος της μικτής αφήγησης πραγματικών και πλασματικών γεγονότων του τύπου της μυθιστορηματικής βιογραφίας, το βιβλίο του Μπίμη χρησιμοποιεί έναν αφηγητή, που χρησιμοποιώντας συχνά την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, διαμεσολαβεί ανάμεσα στον συγγραφέα και στον αναγνώστη. Είναι πρόσωπο του κειμένου, υπάρχει μόνο στο πλαίσιο του πλασματικού λόγου, συνιστά ένα κατασκεύασμα από λέξεις, αλλά παραθέτει τα αυτοβιογραφικά στοιχεία με τον τρόπο μιας πραγματικής ιστορικής αφήγησης. Με την χρήση του τρίτου προσώπου δημιουργεί ταυτόχρονα την αίσθηση της αντικειμενικότητας, της αποστασιοποίησης από τα δρώμενα, προσιδιάζοντας στη δομή ενός λογοτεχνικού ντοκουμέντου. Επιπλέον, για την επίτευξη του λογοτεχνικού σχεδίου του βιβλίου υπάρχει ο διάλογος που αποδίδει τα πρόσωπα στον ορίζοντα των συνθηκών μέσα στις οποίες ζουν, από άποψη ύφους, λεκτικού ιδιώματος και λεξιλογίου, ενώ ο εσωτερικός μονόλογος (λόγος χωρίς ακροατή, η λεγόμενη «ροή της συνείδησης»), αναμιγνύει τον λόγο του αφηγητή με αυτόν των ηρώων, επιχειρώντας να αποτιμήσει τη δράση τους.
Ωστόσο, το κύριο πλεονέκτημα και χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ότι σε αυτό η ιστορία διασταυρώνεται με την λογοτεχνία, σε μια εποχή που, εν γένει, η ελληνική πεζογραφία αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση με την ιστορική αναπαράσταση. Είναι μια κατεύθυνση που μορφοποιεί στο πλαίσιο της την ίδια τη σχέση που επιδιώκει η λογοτεχνία με την πραγματική ζωή. Έτσι, στο βιβλίο υπάρχει η ιστορία της εσωτερικής μετανάστευσης για πολιτικούς λόγου, αλλά και προς εύρεση εργασίας ή για σπουδές με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, παράλληλα με τη ζωή στις προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας, όπως η Νέα Φιλαδέλφεια και η Νέα Ιωνία, περιοχές έμφορτες με μνήμες τόπων και των ανθρώπων που βίωσαν την προσφυγιά.
Το ίδιο υπαρκτά στο βιβλίο είναι η φτώχεια και η εγκατάλειψη των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, τότε, που με εξαίρεση το κέντρο της Αθήνας και συνοικίες, όπως η Φιλοθέη και το Παλαιό Ψυχικό, η υπόλοιπη Αθήνα, παρουσίαζε την εικόνα παραγκούπολης, χωρίς καν αποχετευτικό σύστημα ή υποδομές για ύδρευση. Ήταν τότε που οι ταξικές διαφορές και οι κοινωνικοί διαχωρισμοί μεταξύ συνοικιών της ίδιας πόλης ήταν απολύτως εμφανείς, τότε που η περιθωριοποίηση και ο κοινωνικός αποκλεισμός συμβάδιζε με τον χωροταξικό εκτοπισμό. Και μέσα στις συνθήκες αυτές να προβάλει η διάψευση της πραγματικής αποκατάστασης των προσφύγων στους συνοικισμούς της χώρας και η ματαίωση των υποσχέσεων που αφειδώς εκστόμιζε το ελληνικό κράτος.
Ωστόσο, το βιβλίο του Μπίμη παρουσιάζει εξίσου ανάγλυφα τις πολλαπλές αντιστάσεις των ανθρώπων, τους μηχανισμούς κοινωνικής αλληλεγγύης της ελληνικής κοινωνίας, τις προσδοκίες τους και το αίσθημα υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας που χαρακτήριζε τους ανθρώπους τότε στην πάλη τους για επιβίωση. Μάλιστα, αποδίδει απόλυτα το πώς η εμπειρία της Κατοχής και του αντιφασιστικού αγώνα, ανήγαγε το αίσθημα συλλογικότητας, αυταπάρνησης, διαθεσιμότητας και αλληλεγγύης σε καθολική αξία ζωής. Αλλά και την εμπιστοσύνη προς τον άνθρωπο και στο λαϊκό κίνημα σε οδούς για την συλλογική πρόοδο.
Και όλα αυτά παρουσιάζονται στο βιβλίο στο φόντο καθοριστικών ιστορικών στιγμών, όπως τα Δεκεμβριανά, με τους φόνους άοπλων ανθρώπων από αστυνομικούς και ελεύθερους σκοπευτές στην πλατεία Συντάγματος, τα Χαυτεία, την Ομόνοια, να εξωθούν σε μια αντίδραση που όπλισε τα στρατεύματα των Βρετανών σε μια απροκάλυπτη αιματηρή επέμβαση.
Και μετά ήρθαν η υποχρεωτική στράτευση χιλιάδων πολιτών στον βασιλικό στρατό, διαβατήριο για την Μακρόνησο και τα εκτελεστικά αποσπάσματα, αλλά και οι εκατοντάδες παρακρατικές οργανώσεις που δολοφονούσαν μαζικά πολίτες (1.347 τους μέτρησε μια έκθεση του ΕΑΜ, τον Μάρτιο του 1946), εξωθώντας χιλιάδες ανθρώπους να βρουν καταφύγιο στα βουνά. Για αυτούς δεν απέμενε άλλη λύση από το Δεύτερο Αντάρτικο του ΔΣΕ. Και την ίδια στιγμή εκτυλίχθηκε το δράμα εκείνων που των φαντάρων που αναγκάστηκαν να πολεμήσουν στον Γράμμο και στο Βίτσι εναντίον των παλιών συναγωνιστών τους στην Αντίσταση, πυροβολώντας στον βρόντο, ώστε να ωρύεται ο Αμερικανός στρατηγός Βαν Φλητ για την ανικανότητα των φαντάρων του εθνικού στρατού. Ήταν άνθρωποι που σύρθηκαν να πολεμήσουν με το πιστόλι των αξιωματικών τους στον κρόταφο, ενώ επιβλήθηκε μια απροκάλυπτη δικτατορία με τον στρατό να διοικεί, στην ουσία, τη χώρα. Την ίδια στιγμή 650. 000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν από τις εστίες στους και στάλθηκαν σε στρατόπεδα στις πόλεις, χιλιάδες εξοντώθηκαν ή εξαναγκάστηκαν να διαφύγουν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Ειδικά, ως προς τον εμφύλιο πόλεμο, το βιβλίο αποτυπώνει με τον πλέον εναργή τρόπο την βαθύτερη σημασία του. Σε μια χώρα με έντονες τις επιρροές της Κλεφτουρίας και των Κολοκοτρωναίων, ήταν αδύνατον να αποφευχθεί η Αντίσταση στις μεθοδεύσεις που επιβλήθηκαν, ώστε να εκδιωχθεί βίαια η Αριστερά από την πολιτική ζωή της χώρας. Ήταν τότε που η χώρα γέμισε με κομμένα κεφάλια αριστερών αιχμαλώτων να κρέμονται από φανοστάτες. Για αυτό, και παρά τις τρομακτικές συνθήκες ενός αγώνα που στηριζόταν μόνο στην γενναιότητα των μαχητών του ΔΣΕ και την πλαισίωση των τοπικών πληθυσμών, το αντάρτικο αυτό παρέμεινε ενεργό 4 χρόνια. Και αυτό, ενώ οι μαχητές του πολεμούσαν ξυπόλητοι μέσα στα χιόνια, με ελάχιστο οπλισμό και πεινασμένοι, έναντι ενός στρατού υπερ-δεκαπλάσιου, πάνοπλου, εξοπλισμένου με αεροπορία και βόμβες ναπάλμ. Αλλά και με χιλιάδες παρακρατικούς ως εφεδρεία ή ομάδες κρούσεις, χωρίς κανένα απολύτως ίχνος στοιχειώδους ηθικής,
Και μετά η χώρα έζησε για μια ακόμα 15ετία υπό το καθεστώς ενός άτυπου μονομερούς εμφυλίου πολέμου, αναμένοντας την επάνοδο και την επανένταξη των χιλιάδων που εξορίστηκαν για δεκαετίες, ή βρέθηκαν στις χώρες τις Υπερωρίας, αφήνοντας τις οικογένειες τους διαλυμένες. Αλλά και έρμαιο στις δεκάδες στρεβλώσεις που προκάλεσε η επίσημη κρατική προπαγάνδα και διατήρησε την πολιτική πόλωση για δεκαετίες. Χρειάστηκαν 5 χρόνια μετά την συνθηκολόγηση του Δημοκρατικού Στρατού για να κλείσει η Μακρόνησος, δεκατρία χρόνια για να ξεκινήσει η διάλυση του στρατοπέδου του Άι Στράτη, τον Δεκέμβριο του 1962, ενώ δεν ήρθη ποτέ το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, όπως και αυτό των αθρόων, «υπό άδεια», εκτοπίσεων. Και πριν μεταφερθούν οι τελευταίοι έγκλειστοι, άνοιξε το Λακκί και το Παρθένι της Λέρου στα 1967, επί χούντας, με τους ίδιους θύτες από τον καιρό του εμφυλίου.
Όμως το βιβλίο αποδίδει και την θετική δυναμική των συνθηκών της εποχής. Την μετάδοση, δηλαδή, πολιτικής εμπειρίας που μετέτρεψε την νέα γενιά της εποχής στους ανθρώπους εκείνους που θα προκαλέσουν την εποποιία του Πολυτεχνείου. Και αυτό παρά τον απίστευτο ιδεολογικό εξαναγκασμό που υπέστησαν οι μετεμφυλιακοί πολίτες, παρά τις αξίες του αμερικανικού τρόπου ζωής που επέβαλαν οι νικητές του Εμφυλίου, παρά τον μανιώδη αντικομμουνισμό. Γιατί μέσα στον πολιτικό ζόφο της εποχής κυλούσε και η καθημερινότητα των ανθρώπινων σχέσεων, η ζωτικότητα της νεότητας, η οικονομία των προσωπικών αναγκών, η χαρά της ζωής με την ορμή της αναπαραγωγής της, την γέννηση και τον θάνατο, το πένθος και τον αγώνα επιβίωσης, τον έρωτα, και κυρίως, την ελπίδα.
Εν κατακλείδι, το βιβλίο του Γιώργου του Μπίμη αξίζει, γιατί μας δείχνει, πρωτίστως, τους τρόπους με του οποίους η ιστορία εγγράφεται στη λογοτεχνία ή, με άλλα λόγια, ο τρόπος με τον οποίο η λογοτεχνία μιλά για τα ιστορικά γεγονότα και τις ιστορικές εμπειρίες. Πως, δηλαδή, «αναπαρίστανται» τα ιστορικά γεγονότα και τα ιστορικά βιώματα στην τέχνη. Και ποια μορφή και όρια πρέπει να έχει σε αυτό η διαμεσολάβηση του λογοτέχνη και του ποιητή. Και όλα αυτά στα πλαίσια της προσδοκίας του αναγνώστη που χρειάζεται εξίσου την καλλιτεχνική καλλιέργεια, όσο και την γνώση της ιστορίας και των πραγματικών υλικών συνθηκών της ζωής.
Μιχάλης Π. Λυμπεράτος,
Φιλόλογος, Διδάκτορας Ιστορίας
του Παντείου Πανεπιστημίου, συγγραφέας.