Μάνος Ελευθερίου: Οι «κοινές» γυναίκες στην Ερμούπολη
Από τη μια η ευμάρεια των πλουσίων, από την άλλη οι τεκέδες, τα πορνεία και οι κουτσαβάκηδες. Τα εφοπλιστικά πλοία και οι καρβουνιάρηδες, τα εργοστάσια και η παιδική εργασία… Όλα αυτά που πότισαν την ψυχή του μικρού Μάρκου κι έγιναν μουσική, στίχος, τραγούδι…
Αποχαιρετώντας τον σπουδαίο ποιητή, στιχουργό και πεζογράφο Μάνο Ελευθερίου που πριν λίγες ώρες έφυγε από τη ζωή, μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του «Μαύρα μάτια, Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920» (εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2013).
Στις σελίδες του βιβλίου η προσωπική μαρτυρία του ίδιου του Μάρκου Βαμβακάρη για τα πρώτα του νεανικά χρόνια, εμπλουτίζεται με σπάνιο αρχειακό υλικό (περιγραφές εφημερίδων, αστυνομικές διατάξεις, δικαστικά έγγραφα, σπάνιες φωτογραφίες και ντοκουμέντα), μεταφέροντας μπροστά στα μάτια του αναγνώστη την ατμόσφαιρα της συριανής κοινωνίας εκείνης της εποχής, με την ομορφιά αλλά και την παρακμή και τις αντιθέσεις της. Όπως αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο της έκδοσης: Η Άνω Χώρα με τους καθολικούς Φράγκους συνυπάρχει με την Κάτω Χώρα των ορθοδόξων. Από τη μια η ευμάρεια των πλουσίων, από την άλλη οι τεκέδες, τα πορνεία και οι κουτσαβάκηδες. Τα εφοπλιστικά πλοία και οι καρβουνιάρηδες, τα εργοστάσια και η παιδική εργασία… Όλα αυτά που πότισαν την ψυχή του μικρού Μάρκου κι έγιναν μουσική, στίχος, τραγούδι…
Οι «κοινές» γυναίκες στην Ερμούπολη την περίοδο 1905-1920
«Ό,τι βρωμοδουλειά εγινότανε στη Σύρα, όλα τα ’βλεπα μπροστά μου, π.χ. κάτι μικροκλοπές, κάτι ζάρια, χαρτιά, κάτι κακόφημοι οίκοι. Έβλεπα τις ελεύθερες γυναίκες στα δημόσια [πορνεία]. Μάλλον επέρναγα από κάτω και επειδή επούλαγα εφημερίδες και περιοδικά και με φωνάζαν οι γυναίκες: “έλα βρε απάνω”. Πήγαινα, μου δίναν λεφτά, με χαδέβανε, αλλά εγώ αγρόν ηγόραζα».
Αυτοβιογραφία Μάρκου
Ο Βαμβακάρης πρέπει τότε να ήταν ανάμεσα στα εννέα με έντεκα χρόνια του. Κλοπές, ζάρια και χαρτιά που αναφέρει τα έχω ενσωματώσει σε άλλες ενότητες.
(…)Ας έρθουμε στις «ελεύθερες» γυναίκες, αφού πολλές είχαν εγκατασταθεί ομαδικά πλέον στην άκρη του λιμανιού σε κάπως, τότε, απόκεντρο σημείο. Μου φαίνεται παράλογο να πήγαινε ο μικρός Μάρκος να πουλήσει εφημερίδες και περιοδικά στο «γκέτο» των κοινών γυναικών στην περιοχή των Καταλυμάτων. Εκείνο το «επέρναγα από κάτω και με φωνάζαν» που λέει παραπέμπει ασφαλώς σε διώροφα κτίρια με μπαλκόνι, κάτι που δεν είχαν τα Καταλύματα. Εκεί, όπως τα περιγράφει ο Θωμάς Δρίκος, υπήρχαν ισόγεια άθλια σπιτάκια. Τα γνωστά «χαμαιτυπεία», όπως θα δούμε παρακάτω. Τα δημοσιεύματα του συριανού Τύπου, ιδίως του 19ου αιώνα, είναι άπειρα.
Ένα απ’ αυτά τα ψηλοτάβανα νεοκλασικά σπίτια που αναφέρει ο Βαμβακάρης σώζεται έως σήμερα στην οδό Αφροδίτης! Κατάκλειστο από χρόνια, με λουκέτο στη θαυμάσια εξώπορτα, με σκουριασμένες τις σιδεριές του, περιμένοντας καλύτερη τύχη. Δεν κάνει όμως για κατοικία. Το στενό όπου βρίσκεται «δεν βλέπει πουθενά». Βλέπει μόνο τους απέναντι τοίχους. Ένα δεύτερο, πολύ μεγαλύτερο, μετατράπηκε σ’ ένα έξοχο ξενοδοχείο.
Μέρες της γέννησης του Βαμβακάρη, στις 9 Απριλίου 1905, υπάρχουν πάλι προβλήματα με τις κοινές γυναίκες:
«Πληροφορούμεθα θετικώς ότι εσχάτως κοιναί γυναίκες μετέδωκαν συφιλίδα εις πολλούς νέους και ότι αύται πάντοτε ενδιαιτώνται εν ενί και τω αυτώ χαμαιτυπίω, ενώ αι μαυλίστραι των άλλων προσέχουσι. Και ανεκαλύφθη μεν η πάσχουσα και απεστάλη εις το νοσοκομείον -διότι μεταξύ των δύο ιατρικών επισκέψεων εξεδηλώθη το νόσημα- αλλ’ ως μανθάνομεν εν τω νοσοκομείω επικρατεί άκρα επιείκια περί την ταχείαν έξοδον των ως ασθενών παραπεμπομένων γυναικών. Διά τούτο ενώ αφ’ ενός συνιστώμεν εις την αστυνομικήν αρχήν ίνα αντί δύο διατάξη και τρίτην εβδομαδιαίαν επίσκεψιν [στους γιατρούς], αφ’ ετέρου συνιστώμεν εις την διεύθυνσιν του νοσοκομείου αυστηρότητα περί την έξοδον των γυναίων τούτων. Τέλος παρακαλούμεν την αστυνομίαν να επιστήση ειδικώς την προσοχήν της επί του χαμαιτυπίου όπερ πάντοτε παρουσιάζει κρούσματα νόσου».
Το 1908 (ο Βαμβακάρης τριών χρόνων) η αστυνομία του νησιού πήρε μια μάλλον βάρβαρη πρωτοβουλία, νομίζοντας ότι με τέτοιους τρόπους σώζεται η ανθρωπότητα από τους πειρασμούς της σαρκός:
«Η αστυνομία Σύρου συλλαβούσα πάσας τας εν τη συνοικία των Καταλυμάτων ιεροδούλους και εγκλείσασα αυτάς εις ένα των παρά το παλαιόν ιχθυοπωλείον οίκων ασωτείας επεβίβασε την εσπέραν της προχθές του διά τον Πειραιά ατμοπλοίου απελάσασα πάσας εκεί. Ταυτοχρόνως απηγόρευσε την εν τοις οίκοις τούτοις ενοίκησιν άλλων ιεροδούλων. Αγνοούμεν προς τίνα σκοπόν κατέφυγεν η αστυνομία εις το μέτρον τούτο και απεφάσισεν ούτως να καταργήση τα χαμαιτυπία, αλλ’ έπραξε κάκιστα, διότι ούτω θα επαυξηθή η κατ’ ιδίαν αισχρότης, και δεν θα υπάρχη ουδεμία επιτήρησις. Εάν δε νομίζει ότι δέον να υποστήριξη τους υπάρχοντας οίκους ανοχής τον άνεμον διώκει, διότι ο πτωχός κόσμος δεν καταβάλλει αριστοκρατικά τέλη προς τοιούτον σκοπόν».
Εννοείται ότι οι γυναίκες επιστρέψανε την άλλη κιόλας μέρα στην Ερμούπολη με τα πλοία της γραμμής. Τον Αύγουστο του 1911 (ο Βαμβακάρης έξι χρόνων και φυσικά δεν πήρε είδηση για τα συμβαίνοντα) δημοσιεύεται ακόμα μία είδηση, αλλά αυτή τη φορά αφορούσε «επιχείρηση αρετή» της αστυνομίας, η οποία αστυνομία «συναθροίσασα πάσας τας ανά τας συνοικίας διασκορπισμένας ιεροδούλους της Αφροδίτης, υπέβαλεν αυτάς εις την κεκανονισμένην επίσκεψιν του αστυνομικού ιατρού όστις απέστειλεν αρκετάς εξ αυτών εις το νοσοκομείον, ευρών αυτάς πασχούσας εκ διαφόρων αφροδισίων παθημάτων».
Ο δρόμος είχε ανοίξει ακόμα μία φορά. Η πορνεία ήταν πια απαραίτητο «εξάρτημα» της πόλης και με τον νόμο, ακολουθώντας την παράδοση του 19ου αιώνα. Ασφαλώς ο Βαμβακάρης ό,τι γινόταν θα τα μάθαινε αργότερα από τους πρώτους, αφού τέτοια χαριτωμένα διαδίδονται αμέσως.
Δεν ήταν μόνο οι ελεύθερες γυναίκες που απασχολούσαν τους κατοίκους και την αστυνομία. Ήταν και οι «ασχημονούντες σάτυροι» στα κάπως απόμερα και σκοτεινά μέρη της Ερμούπολης. Από τις σποραδικές όμως σπόντες των εφημερίδων καταλαβαίνουμε ότι δεν γράφονταν πάντα οι άθλοι τους. Ήταν κι αυτό ένα από τα προβλήματα και τα θέματα που έπρεπε να μένουν κρυφά όσο ήταν δυνατόν, όπως τα εργατικά ατυχήματα, για παράδειγμα, και οι συνθήκες των εργαζομένου στα εργοστάσια. Το παρακάτω άρθρο γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1910:
«Εις την αστυνομίαν γνωρίζομεν ότι εν τη πλατεία Μεταμορφώσεως εδρεύει σάτυρός τις κατά πάσαν νύχτα, όστις άμα ίδη γυναίκα ή κόρην διερχομένην ασχημονών επιτίθεται κατ’ αυτών. Τούτο γνωρίζοντες τη αστυνομική αρχή είμεθα πεπεισμένοι ότι θα λάβη τα προσήκοντα μέτρα. Πρό τίνος καιρού όμως η προηγουμένη διεύθυνσις της αστυνομίας είχε τοποθέτηση φρουρόν παρά το Νησάκιον, όστις παρεκώλυε τους εκεί ασχημονούντας και ούτως είχε καθαρισθή η συνοικία εκείνη και εξυγιάνθη. Δεν νομίζει και η παρούσα διεύθυνσις της αστυνομίας ότι το αυτό μέτρον θα απαλλάξη την εκεί συνοικία της αφορήτου δυσωδίας;»
Παρόμοιο είναι και το δημοσίευμα της εφημερίδας Μάστιξ της 15ης Μαρτίου 1875. Όπως βλέπουμε, μετρημένες είναι οι φορές που αναφέρονται τέτοια κρούσματα. Ήταν από τα «ταμπού» της κοινωνίας. Φαίνεται όμως ότι και οι δύο το είχαν παρακάνει στην προκλητική έκθεση της «ιδιοκτησίας» τους, αν και ορισμένες πολύτροπες κυρίες εκείνου του καιρού θα τους κατασκόπευαν πίσω από τις κλειστές γρίλιες των παραθύρων τους.
«Είναι ανάγκη να περιορίση η αστυνομία τον γνωστόν [sic] υπό το όνομα του “φαύλου” [εννοεί τον συνονόματο, δύο χρόνια πριν πεθάνει, πρωθυπουργό Δημήτριο Βούλγαρη] από τας συνοικίας, διότι περιφέρεται και ασχημονεί μη αφίνων υπηρέτριαν ανενόχλητον ή κυρίαν να προβάλη από το παράθυρόν της, καθόσον επιδεικνύει ασυστόλως εις την τυχούσαν τα μέλη της αιδούς και εκφράζεται φαύλους λόγους· τοιαύτα διότι αν η αρχή δεν φροντίση θα φροντίσουν οι πολίται, αλλ’ ίσως θα φροντίσουν πολύ αυστηρά δι’ ένα τόσον αχρείον άνθρωπον».
Για να γνωρίζει η εφημερίδα τα στοιχεία του δράστη, φαίνεται ότι ήταν γνωστός «τύπος» της Ερμούπολης (όπως οι τρελοί των χωριών) και θα μπαινόβγαινε στη φυλακή. Ασφαλώς μετά την έκτιση της ποινής του θα ξανάρχιζε το «θεάρεστο» έργο του, ώσπου να ξανασυλληφθεί επ’ αυτοφώρω. Φαντάζεται κανείς τη σκηνή μιας τέτοιας σύλληψης, όταν το εντεταλμένο αστυνομικό όργανο ήταν υποχρεωμένο να παρακολουθεί κρυφίως τον ύποπτο κατά πόδας και να περιμένει με καρδιοχτύπι αθέατος πότε θ’ αρχίσει την «παράστασή» του για να τρέξει να τον συλλάβει!
Και μια τραγική είδηση της 26ης Φεβρουαρίου 1911:
«Απεπειράθη να αυτοκτονήση ποιούσα σουμπλιμέ εν τοις χαμαιτυπίοις η κοινή γυνή Κλημεντίνη [ευτυχώς χωρίς επίθετο, έστω κι αν δεν ήταν Συριανή]. Εσώθη όμως τη εγκαίρω ιατρική βοήθεια».
Το σουμπλιμέ ήταν δηλητήριο, ειδικό εκείνη την εποχή για τις αυτοκτονίες, δινόταν όμως με ειδικές δόσεις από τους γιατρούς και για την ίαση από τη σύφιλη. Άχνη υδραργύρου, γράφουν τα λεξικά, από το γαλλικό «sublime».
To 1913 (ο Βαμβακάρης οκτώ χρόνων) μια κυρία άνοιξε πορνείο στο κέντρο ακριβώς της Ερμούπολης. δίπλα σε τίμια σπίτια:
«Άνωθεν του Δημοτικού Θεάτρου Απόλλων παρά τας οικίας Ζαφειροπούλου και Μωραΐτου, κάποια κυρία συνέστησεν πορνείον ή μάλλον οίκον διαφθοράς, περί του οποίου πολλά λέγονται, πλείστα δε ονόματα αναφέρονται, και το σκάνδαλον, ο κίνδυνος και το απρεπές είναι μέγιστα. Όθεν θερμώς παρακαλούμεν την διεύθυνσιν της Αστυνομίας να κλείση τον οίκον τούτον της ακολασίας, χάριν της δημοσίας υγείας και της ησυχίας της φιλησύχου ταύτης συνοικίας εν τω μέσω της οποίας αληθής εγεννήθη κόλασις. Απευθυνόμενοι προς τον [αστυνόμον] κ. Καστρινόν φρονούμεν ότι δεν είναι ανάγκη να επεκταθώμεν περισσότερον».
Δεν ξέρουμε τι απέγινε. Το πιθανότερο είναι να μετακόμισε σε κάποιο απόκεντρο μέρος. Σήμερα «επίσημη» πορνεία στη Σύρα δεν υπάρχει. Όλοι έγιναν άγγελοι δοξολογούντες τον Παντοκράτορα.
Την επόμενη χρονιά, το 1914, το ζεύγος Ξ. κατηγορήθηκε για προσβολή ηθών.
«Ήτοι ότι διατηρούντες ενταύθα οικίαν κατά την [διαβόητη] συνοικίαν Καταλύματα, προ πολλού χρόνου παρέχουσιν τόπον προς ασέλγειαν και τόπον διατριβής συντελούντες προς τούτο διά προαγωγών». Επειδή το δικαστήριο είχε αμφιβολίες για την ενοχή τους, τους έδωσε άδεια να συνεχίσουν το έργο τους.
Και ακόμα: «Κηρύχθηκε αθώα η κ. Μαριγώ Κ. από την κατηγορία της πορνείας και την «εξώθησιν προς διαφθοράν των ανηλίκων Αδριάνας Ξ. και Μαρίας Τ. Πράττει δε τούτο συνήθως και επί σκοπώ κέρδους». Τι σκαρφίστηκαν, τι ειπώθηκε από τον δικηγόρο της, τι απολογήθηκε η ίδια, άγνωστο. Η Μαριγώ πάντως αθωώθηκε!
Τον Αύγουστο του 1916 συνελήφθη ακόμα μια φορά η απροστάτευτη χήρα Μαριγώ Κ. ή Σαντορινιά, 53 χρόνων, νοικοκυρά, προπάντων, η οποία κηρύχθηκε ένοχη αυτή τη φορά από το δικαστήριο διότι «προς τον σκοπόν να υπηρετήση αλλότριον ακολασίαν προήγαγεν εις πορνείαν και εξώθησεν εις διαφθοράν [πάλι] ανήλικον πρόσωπον ήτοι την Ελένην Λ. μη συμπληρώσασαν το δέκατον πέμπτον έτος της ηλικίας της, την παρεπλάνησε διά χρημάτων και ωδήγησεν εις την οικίαν του Αντωνίου Π. προς τον σκοπόν της πορνείας, τούτο δε έπραξεν αύτη επί σκοπώ κέρδους».
Και καλά η απροστάτευτη χήρα και ο ερωτοπαθής Αντώνης να δουν τα ονόματά τους να γράφονται ολογράφως. Δεν σκέφτηκε όμως ο τιμωρός συντάκτης της εφημερίδας ότι τουλάχιστον ένας αναγνώστης, ο πλέον ύπουλος και φθονερός, θα κρατούσε αργότερα την εφημερίδα για να την πετάξει κατάμουτρα στην ανήλικη παθούσα των 14 χρόνων, σε μια δύσκολη στιγμή της, προκειμένου κάτι να κερδίσει;
Εξίσου χειρότερα ήταν τα πράγματα το 1872, όταν πέντε αμαξηλάτες, όχι στην πρώτη νεότητα, παρασύρανε έναν δεκαπενταετή νεαρό στο χωριό Μάννα με σκοπό να τον διαφθείρουν. Πρώτα όμως τον πήγαν, για να ευθυμήσουν, σε κάποια ταβέρνα της περιοχής. Τα ονόματα όλων, σε όλες τις εφημερίδες, ολογράφως. Και του νεαρού και των άλλων. Άντε μετά να μείνεις την υπόλοιπη ζωή σου στο νησί και να κάνεις καριέρα!