Μαριάννα Τζιαντζή: το «Επτά χρόνια στο αμόνι» είναι ένα βιβλίο γερά ριζωμένο στο παρόν
Όσα είπε η δημοσιογράφος και συγγραφέας, Μαριάννα Τζιαντζή, στην παρουσίαση του βιβλίου «Επτά χρόνια στο αμόνι», στις 20 Φεβρουαρίου, στο Public Συντάγματος.
Μια αφετηρία για να προσεγγίσουμε το βιβλίο του Παναγιώτη Κολέλη είναι η ηλικία του συγγραφέα. Δεν εννοώ να τονίσουμε ότι είναι νέος – και άλλοι δημιουργοί, ποιητές και πεζογράφοι, έγραψαν λαμπρά έργα σε νεαρή ηλικία. Εννοώ κυρίως να λάβουμε υπόψη ότι ο Παναγιώτης ανήκει στη γενιά των millenials, όπως τους αποκαλούν στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, και στην οποία ανήκουν όσοι γεννήθηκαν λίγο πριν το 2000. Ο συγγραφέας ενηλικιώθηκε στην αρχή της κρίσης, στην εποχή των πρώτων μνημονίων και νομίζω ότι αυτό ήταν που σφράγισε την απόφασή του να στραφεί στη λογοτεχνία, να γράψει για τη γενιά του και τα βιώματά της, να μιλήσει για την εποχή του. Από αυτή την άποψη, το βιβλίο του παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, γιατί διαβάζοντας τα επτά χρόνια στο αμόνι βλέπει κανείς πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο η νέα γενιά. Για την ακρίβεια ένα κομμάτι της νέας γενιάς, μειοψηφικό βέβαια. Το σίγουρο είναι ότι δεν τον βλέπει με τα ίδια μάτια που τον βλέπει η γενιά η δική μου ή η γενιά της μεταπολίτευσης ή η γενιά του lifestyle της δεκαετίας του ’80.
Ίσως αν δεν υπήρχε το σοκ της κρίσης, ο Παναγιώτης Κολέλης να γινόταν ένας καλός τεχνοκράτης, που θα τελείωνε τη σχολή του, την Ανωτάτη Εμπορική, ωραία και καλά, θα έκανε κάποιο μεταπτυχιακό στο εξωτερικό, θα διοριζόταν σε κάποια τράπεζα ή ιδιωτική εταιρεία και ίσως, με λίγη τύχη και πολλή φιλοδοξία, κάποτε να γινόταν ένα από αυτά τα golden boys για τα οποία μιλούσαμε στην προ κρίσης εποχή.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι και τη σχολή του τελείωσε και μεταπτυχιακό του έκανε, όμως εκείνο που τον τρώει και θα τον τρώει και αύριο είναι η λογοτεχνία. Όχι πως ο Παναγιώτης ζητά απεγνωσμένα μια θέση στον ήλιο της λογοτεχνίας, όχι πως ζητά την αναγνώρισή του ως συγγραφέας. Απ’ ότι μαντεύω διαβάζοντας το «Επτά χρόνια στο αμόνι», όπως και το προηγούμενο μυθιστόρημά του, την «Εξαπάτηση της Δημοκρατίας», ο Παναγιώτης ζητά μια θέση στον ήλιο της ελπίδας, και νομίζω ότι αυτό ζητούν και οι περισσότεροι ίσως από εμάς – και συγχωρέστε με αν αυτό ηχεί κάπως μελό.
Αλλά επιμένω και διευκρινίζω: ο συγγραφέας ζητά μια θέση στον ήλιο της συλλογικής ελπίδας, στον ήλιο του «μαζί», έναν ήλιο που διαρκώς κρύβεται πίσω από σύννεφα, έναν ήλιο που συχνά παίζει μαζί μας κρυφτό, κάποτε μοιάζει να μας κοροιδεύει, να μας παραπλανά. Και ίσως η ομορφιά να μη βρίσκεται στον ίδιο τον ήλιο, αλλά στους ανθρώπους που τον αναζητούν. Εδώ, στο βιβλίο, η αναζήτηση παίρνει τη μορφή της αφήγησης μιας ιστορίας. Μιας ιστορίας που τα κύρια πρόσωπά της είναι ένας κατεστραμμένος από την κρίση ζωγράφος, ένας οικονομικός πρόσφυγας, ο Οσμάν, δύο νέοι, η Χαρά και ο Λευτέρης, ο Δημήτρης, εκπρόσωπος αυτού που ονομάζουμε «οικονομική ολιγαρχία», και η συζυγός του, η Μάνθα. Το βιβλίο αυτό δεν είναι ούτε πολιτικό μανιφέστο ούτε χρονικό ούτε μία δημοσιογραφική καταγραφή της μνημονιακής περιπέτειας. Κάνει αυτό που εδώ και περίπου 4-5 αιώνες κάνουν τα μυθιστορήματα: αφηγείται μια ιστορία. Μια ιστορία που εκτυλίσσεται στα χρόνια της κρίσης.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην αναζήτηση της ελπίδας. Είναι φυσικό η ελπίδα να βρίσκεται στην αντίσταση των λαών για την οποία διαβάζουμε στη σελίδα 43: «Πολλά γίνονται τον τελευταίο καιρό σε ολάκερο τον κόσμο. Απ’ άκρη σ’ άκρη, οι λαοί ξεκίνησαν την αντίστασή του. Μα είναι μία αντίσταση που δεν έχει πάρει σάρκα ακόμα. Δεν κάνει πράξεις, ούτε μιλάει. Είναι μία αντίσταση σχεδόν αόρατη, γι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να τη βρει και να την αντιμετωπίσει».
Ο Παναγιώτης έχει ένα χάρισμα. Δεν εννοώ την ευχέρεια στο γράψιμο, την ικανότητα να βρίσκει κομψούς τρόπους για να διατυπώνει τις σκέψεις του και να περιγράφει πρόσωπα και καταστάσεις. Εννοώ τη ικανότητα να παρατηρεί. Να βλέπει, να ακούει, να ρουφάει, να μαθαίνει. Δεν βλέπει τον εαυτό του σαν το κέντρο του σύμπαντος. Έτσι, παρόλο που αναπόφευκτα περιέχονται βιωματικά στοιχεία, το βιβλίο αυτό δεν είναι αυτοβιογραφικό, εξομολογητικό – και αυτό συγκαταλέγεται στα υπέρ του.
Ο χρόνος του βιβλίου είναι συγκεκριμένος, όπως υπονοεί και ο τίτλος του. Από το 2011 όταν εκδηλώνεται το κίνημα των πλατειών, των αγανακτισμένων όπως ονομάστηκε, μέχρι την «αριστερή» κυβέρνηση, το δημοψήφισμα του 2015, αλλά και μετά απ’ αυτό. Στο βιβλίο δεν αναφέρονται χρονολογίες, αλλά τα πρόσφατα χρόνια κυριαρχούν. (Για παράδειγμα, γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στην κυβέρνηση Παπαδήμου.) Δεν υπάρχουν αναφορές ούτε στην προμνημονιακή εποχή ούτε γενικότερα στη μεταπολίτευση και είναι φυσικό αφού ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1990 και εδώ μιλάει για τα πράγματα που γνώρισε και που έζήσε. Όπως λέει ένα τραγούδι των Φατμέ «χούντα δεν εγνώρισα μα ούτε ελευθερία». Όπως και στο προηγούμενο βιβλιό του, έτσι κι εδώ ο Παναγιώτης αμφισβητεί και την ελευθερία και την «επίσημη» δημοκρατία, τις καθαγιασμένες αρχές εν ονόματι των οποίων δρα η εξουσία, όχι μόνο η πολιτική, αλλά και η επιχειρηματική και η μιντιακή. Με λίγα λόγια, το «Επτά χρόνια στο αμόνι» είναι γερά ριζωμένο στο παρόν, στις εμπειρίες του ίδιου του συγγραφέα και της γενιάς του.
Ο συγγραφέας δεν πέφτει στην παγίδα να φορτώσει την ιστορία του με ένα πλήθος επικαιρικών αναφορών. Από το πολύχρωμο καλειδοσκοπικό παρόν επιλέγει εκείνα τα γεγονότα που σφραγίζουν, που σημαδεύουν την εποχή μας. Για παράδειγμα, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ή οι δολοφονίες μεταναστών από ναζιστές περνούν από τις σελίδες του βιβλίου, όχι όμως με δημοσιογραφικό τρόπο αλλά δείχνοντας το κλίμα της εποχής και το πώς η εποχή επηρεάζει τη συμπεριφορά των χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας επιλέγει τις πλευρές της πραγματικότητας με τις οποίες θα ασχοληθεί.
Ένα μεγάλο μέρος των επιλογών του αφορά τον εξευτελισμό της εργασίας που συντελέστηκε στα μνημονιακά χρόνια και ο οποίος δεν φαίνεται να ανήκει στο παρελθόν. Για παράδειγμα, στη σελίδα 48 βλέπουμε δύο φίλες, φοιτήτριες, να διαβάζουν για να περάσουν ένα μάθημα. Παραγγέλνουν σουβλάκια και ο διανομέας που τους τα φέρνει παρατηρεί: «κι εγώ αυτό έκανα πριν δύο χρόνια». Μια πινελιά αρκεί.
Η αθλιότητα των εργασιακών σχέσεων απεικονίζεται με φυσικότητα στο βιβλίο χωρίς πουθενά να δίνεται η εντύπωση ότι ο συγγραφέας κάνει κήρυγμα. Επίσης, εκτός από τις εργασιακές σχέσεις, στο βιβλίο υπάρχουν πολλές αναφορές στα μεγάλα ζητήματα που καθορίζουν τη ζωή μας και θα την καθορίζουν και τα επόμενα χρόνια (στο ΔΝΤ, την Ευρωπαική Ένωση, το ΝΑΤΟ, το ευρώ κ.λπ.). Ωστόσο, το βιβλίο δεν είναι ένα άθροισμα καταγγελιών. Συχνά χρησιμοποιείται η υπερβολή, όταν για παράδειγμα οι συνταξιούχοι είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν, εκτός από τον έναν τους πνεύμονα, και το ένα τους πόδι ώστε να πληρωθεί το χρέος και να υπάρξει πρωτογενής ανάπτυξη. Άλλοτε ένας μετεωρίτης χτυπά μια πόλη και απ΄ τους κατοίκους της σώζονται μόνο οι μισοί, για την ακρίβεία οι πλουσιότεροι. Με λίγα λόγια, η πραγματικότητα διυλίζεται λογοτεχνικά.
Η ελπίδα ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος συνυπάρχει με τη βεβαιότητα ότι αξίζει κανείς να παλεύει για έναν καλύτερο κόσμο, ακόμα κι αν η νίκη δεν είναι εγγυημένη. Ο συγγραφέας δεν μας κάνει ενέσεις αισιοδοξίας, αλλά και μόνο το γεγονός ότι μέσα στη γενική καθίζηση ένας νέος λογοτέχνης επιχειρεί να σηκώσει τις «μεγάλες πέτρες» είναι από μόνο του ελπιδοφόρο.
Τα «Επτά χρόνια στο αμόνι» είναι ένα πολιτικό βιβλίο. Ο πολιτικός του χαρακτήρας έγκειται στο ότι ο συγγραφέας έχει κάνει μια πολιτική επιλογή: να βρίσκεται στο πλευρό των ταπεινών και καταφρονεμένων, να μην ξεχνά σε τι κόσμο πραγματικά ζούμε. Απ’ αυτή την άποψη, μου θύμισε έναν μεγάλο βρετανό συγγραφέα, τεχνοκριτικό, ποιητή και μυθιστοριογράφο, τον Τζον Μπέρτζες, που πέθανε πριν δύο περίπου χρόνια. Στο «Ένας ζωγράφος του καιρού μας», το πρώτο του μυθιστόρημα, λέει: «Και ο σημαντικότερος βιολιστής του καιρού μας δεν δικαιώνεται αν συνεχίζει να παίζει το βιολί του στην όχθη του ποταμού όταν κάποιος πνίγεται φωνάζοντας για βοήθεια…»
Την κραυγή αυτών που πνίγονται μεταφέρει με λεπτότητα και ευαισθησία ο Παναγιώτης Κολέλης στο βιβλίο του, εκφράζοντας ταυχόχρονα τη βαθιά περιφρόνησή του για εκείνους που τους αφήνουν να πνιγούν ή κερδίζουν από τον πνιγμό τους.