Μαρία Παπαγιάννη: «Τα βιβλία μάς βοηθούν να μεγαλώσουμε και να καταλάβουμε τον κόσμο»
Μακριά από διδακτισμούς και με πολλή τρυφερότητα, η Μαρία Παπαγιάννη μάς «μαθαίνει» να λέμε στα παιδιά μας και τα «απλά» και τα «μεγάλα» «με ένα παραμύθι»… Μέσα από τις ιστορίες της, τα παιδιά «μαθαίνουν» «τον δρόμο για το σπίτι» και συνάμα να κάνουν μεγάλα όνειρα…
«Ένα βιβλίο δεν είναι σίγουρα το παν, είναι όμως στ’ αλήθεια πολλά πράγματα. Ένα βιβλίο σε βοηθάει να μεγαλώνεις, να πετάς, αλλά και να πατάς σταθερά. Να κοιτάς μακριά, αλλά και να βουτάς βαθιά, να ταξιδεύεις σ’ άλλες χώρες μακρινές, απάτητες φανταστικές, αλλά κι αν το παρακάνεις και ναυαγήσεις, να μπορέσεις να γυρίσεις. Ένα βιβλίο δεν είναι σίγουρα το παν, είναι όμως σίγουρα ένας ολόκληρος κόσμος»…
Με αυτές τις σκέψεις η αγαπημένη και πάντα δημιουργική Μαρία Παπαγιάννη σκαρώνει τις ιστορίες της, που μιλάνε στην καρδιά και το μυαλό των μικρών αναγνωστών και τους καλεί να ψάξουν «της ζωής το μυστικό»... Μακριά από διδακτισμούς και με πολλή τρυφερότητα, μας «μαθαίνει» να λέμε στα παιδιά μας και τα «απλά» και τα «μεγάλα» «με ένα παραμύθι»… Μέσα από τις ιστορίες της, τα παιδιά «μαθαίνουν» «τον δρόμο για το σπίτι» και συνάμα να κάνουν μεγάλα όνειρα… Μέσα από δικά της κείμενα και τη μουσική του Θάνου Μικρούτσικου ήταν πολλά τα παιδιά, πριν από μερικά χρόνια, που ταξίδεψαν στο μαγικό σύμπαν του Νίκου Καββαδία και μόλις πέρσι έφτασαν «Ως την άκρη του κόσμου» παρέα με τους δύο ήρωες που αναγκάζονται, καθώς εγκαταλείπουν την πατρίδα τους, να πάρουν το μέλλον στα χέρια τους…
Με αφορμή τα τρία νέα βιβλία, «Η κιβωτός της Θέκλας», «Η χύτρα που κελαηδούσε ιστορίες» και «Ο δρόμος για την αγάπη», που μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Πατάκη», ο «Ριζοσπάστης του Σαββατοκύριακου» συζήτησε με την Μαρία Παπαγιάννη, υποψήφια για το Διεθνές Βραβείο H.C. Andersen 2020 και Πρέσβειρα 2020 για το Παιδικό Βιβλίο. Η συζήτησή μας ξέφυγε από τη γνωριμία με τα νέα της βιβλία, μοιράστηκε μαζί μας σκέψεις για το πώς μπορεί να ενταχθεί το διάβασμα στην καθημερινότητα του παιδιού, τι προσφέρει ένα καλό παιδικό βιβλίο, αλλά και γιατί η ίδια επιλέγει να γράφει για παιδιά…
Αναδημοσιεύουμε τη συζήτηση από τον «Ριζοσπάστη»:
– Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε και να γράψετε λογοτεχνία για παιδιά; Υπάρχουν θέματα μη «παιδικά» και αν ναι, πώς τα προσεγγίζετε;
– Προσωπικά γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Γράφω για τα δικά μου ερωτηματικά, γράφω γιατί δεν έχω απαντήσεις, γράφω για να απαλλαγώ από τις ενοχές μου ή για να ξεπεράσω την ντροπή μου για όλα αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο και μας βρίσκουν στον καναπέ μας. Προσπαθώ να δω μέσα από τα μάτια των ηρώων μπας και καταλάβω.
Γιατί γράφω για παιδιά; Με συναρπάζει η φαντασία των παιδιών. Αν δεν μπορούμε να φανταστούμε κάτι, δεν μπορούμε και να το εξηγήσουμε. Αν δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν καλύτερο κόσμο, δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι αξίζει τον κόπο να παλέψουμε γι’ αυτόν. Αυτή είναι και η ιδιαιτερότητα του αναγνωστικού κοινού στο οποίο απευθύνεται η παιδική λογοτεχνία. Τα παιδιά πιστεύουν στην ανδρεία, στη δικαιοσύνη, πιστεύουν σε μια καλύτερη ζωή. Όταν λοιπόν γράφω για παιδιά, δεν έχω στο μυαλό μου ποτέ ότι απευθύνομαι σ’ ένα πιο αφελές κοινό, αλλά σε κάποιους που έχουν αποθέματα ηρωισμού, δικαιοσύνης, σε κάποιους που θεωρούν ότι είναι χρέος τους να βρούνε το μίτο που θα τους βγάλει από τον λαβύρινθο.
Το παραμύθι δεν υποστηρίζει ότι όλα είναι τέλεια. Δεν λέει στο παιδί ότι οι ήρωες ζήσανε για πάντα, λέει ότι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Πώς; Ποιοι; Μόνο αυτοί που θα μπούνε στο σκοτεινό δάσος, αυτοί που θα τολμήσουν να πολεμήσουν με όλα τα θεριά, αυτοί που θα έχουν τα μάτια τους και τα αυτιά τους ανοιχτά, αυτοί που θα φτάσουν και στην άκρη του κόσμου, αυτοί θα ζήσουν καλά…
Αν πάλι υπάρχει κάτι που διαφοροποιεί για μένα τη λογοτεχνία για παιδιά, είναι πως πάντα αφήνω έναν φεγγίτη ανοιχτό για να βλέπουν πέρα μακριά στον ορίζοντα. Να μπορούν να ονειρεύονται και να αγωνίζονται για καλύτερες μέρες σ’ έναν δικαιότερο κόσμο.
– Είναι συχνή η αγωνία των γονιών για το πώς θα μπορέσουν να εντάξουν το διάβασμα στην καθημερινότητα του παιδιού, πώς θα το βοηθήσουν να αγαπήσει το βιβλίο. Ποια είναι η άποψή σας;
– Το πρώτο βήμα είναι να αγαπάμε εμείς το διάβασμα. Ένα παιδί που βλέπει τους γονείς του να διαβάζουν και να το απολαμβάνουν, κατά τη γνώμη μου έχει πολλές περισσότερες πιθανότητες να ανακαλύψει τη χαρά της ανάγνωσης. Μ’ έναν μαγικό τρόπο τα παιδιά συνήθως κληρονομούν από τους γονείς τους εκτός από τα φυσικά χαρακτηριστικά κι άλλα πολλά, όπως την αγάπη για την εξοχή, τα ταξίδια, αλλά και τα βιβλία. Τους ανοιχτούς ορίζοντες. «Ο χρόνος που πέρασες με το τριαντάφυλλό σου είναι αυτό που το κάνει ξεχωριστό για σένα», λέει ο Σαιντ Εξυπερύ.
Όσο περισσότερο χρόνο περνάμε διαβάζοντας στα παιδιά μας, τόσο ξεχωριστή θέση θα αποκτήσουν τα βιβλία στη ζωή τους. Γιατί όπως όλα, έτσι και η ανάγνωση θέλει προπόνηση. Συνταγή δεν νομίζω πως υπάρχει. Εμείς στο σπίτι μας όταν τα παιδιά μας ήταν μικρά είχαμε καθιερώσει το «καληνύχτα μ’ ένα βιβλίο». Ήταν κομμάτι της μέρας. Τρώμε, πλένουμε τα δόντια μας και πάμε στο κρεβάτι για την τελευταία αγκαλιά, με μια αγκαλιά βιβλία. Η στιγμή αυτή ήταν για μένα όχι μόνο αγαπημένη, αλλά και απόλυτα διαφωτιστική, καθώς το βιβλίο που θα διάλεγαν, τα σημεία που τους άγγιζαν και τους προκαλούσαν ερωτηματικά μού αποκάλυπταν φόβους, αγωνίες και προσδοκίες. Ένα βιβλίο λοιπόν γινόταν δρόμος επικοινωνίας. Μέσα από την ανάγνωση μιας ιστορίας μπορούσα να δω και να μάθω πολλά για τα παιδιά μου. Ύστερα το βιβλίο που αγαπούσαν γεννούσε καινούργιες ιστορίες. Ένας ήρωας γινόταν σύντροφός τους και πλέκαμε τις δικές μας ιστορίες. Η ανάγνωση έχει θεραπευτικές ιδιότητες.
– Πώς διαλέγουμε ένα βιβλίο; Τι προσφέρει ένα καλό παιδικό βιβλίο;
– Είναι εμμονή μου το «πες το μ’ ένα παραμύθι». Νομίζω πως με ένα παραμύθι μπορούμε να μιλήσουμε στα παιδιά μας για όλα. Από την άλλη είναι σημαντικό να διαλέγουμε βιβλία που τους αρέσουν, καθώς δεν είναι όλα τα βιβλία για όλα τα παιδιά. Όταν ήμουνα μικρή δεν αγαπούσα τον Ιούλιο Βερν, που η αδελφή μου τον λάτρευε. Καλό είναι λοιπόν να ακούμε. Πολλά παιδιά ζητούν κάθε βράδυ το ίδιο παραμύθι. Γιατί όχι; Μπορεί κάτι να ψάχνουν, μπορεί να τους κάνει να γελούν ή να τους βοηθάει για να απαντήσουν κάποιο «γιατί» τους. Ένας φόβος όταν γίνεται λέξεις ή εικόνες με έναν τρόπο «εξημερώνεται». Προσωπικά δεν αγαπώ τα βιβλία που δίνουν έτοιμες συνταγές, αλλά βιβλία που ανοίγουν παράθυρα για να δούνε μακριά ως την άκρη του ορίζοντα κι ως τη ματιά του άλλου. Τα βιβλία μάς βοηθούν να μεγαλώσουμε και να καταλάβουμε τον κόσμο. Θα ήμουν ίδια αν δεν είχα κλάψει μετρώντας τα άστρα με τον Μέλιο ή αν δεν είχα διαβάσει την «Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά» όταν ήμουνα παιδί;
– Μόλις κυκλοφόρησαν τρία καινούργια παραμύθια σας, «Η κιβωτός της Θέκλας», «Η χύτρα που κελαηδούσε ιστορίες» και «Ο δρόμος για την αγάπη». Υπάρχει κάτι που τα ενώνει;
– Ναι, νομίζω πως ναι. Και στα τρία κρύβεται η αγάπη μου για τα βιβλία και τις ιστορίες. Η κυρία Θέκλα, μια μοναχική γυναίκα, κυλάει το καροτσάκι της στην πόλη. Είναι η δικιά της κιβωτός. Εκεί μέσα έχει ό,τι θέλει. Ο μικρός Χασίμ με έκπληξη θα ανακαλύψει πως η κιβωτός της Θέκλας είναι γεμάτη βιβλία. Στη «Χύτρα που κελαηδούσε ιστορίες» η μικρή ηρωίδα προσπαθεί να ανακαλύψει τι μαγικό βάζει η γιαγιά της μέσα στο φαγητό και κάνει τους μεγάλους να λένε στο τραπέζι ιστορίες. Κι εγώ σαν κι εκείνη όταν ήμουνα μικρή, λάτρευα αυτές τις στιγμές γύρω απ’ το τραπέζι που μαζευόντουσαν φίλοι και συγγενείς και ρουφούσα τις κουβέντες τους και προσπαθούσα μέσα από τις μικρές αφηγήσεις τους να αποκωδικοποιήσω, αλλά και να συναρμολογήσω τον κόσμο μου. Αλλά και «Ο δρόμος για την αγάπη» ξεκινάει με την ιστορία που άκουγε η Εύα η μικρή σκαντζοχοιρίνα από τη μαμά της για τον δικό τους τόπο, το λιβάδι που το λένε θάλασσα. Η Εύα θα τολμήσει να ξεκινήσει ένα δύσκολο ταξίδι μακριά από την ασφάλεια του αγροκτήματος που μεγάλωσε, για να βρει την πατρίδα της. Τον τόπο δηλαδή όπου θα νιώσει ευτυχισμένη. Νομίζω πως σε όλα τα παραμύθια αυτή η αναζήτηση δεν τελειώνει ποτέ.