Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ
Το βιβλίο οφείλει εν πολλοίς τη φήμη του στον τίτλο του, που είναι όμως παραπλανητικός, και στα πολιτικά συμπεράσματα του συγγραφέα, που καταγγέλλει μάλλον με ανιαρό στιλ τον σταλινισμό και τις σοβιετικές “επιβιώσεις” του στην εποχή του, κερδίζοντας έτσι θεαματικά ευρύτερο ακροατήριο και ευήκοα ώτα από την άλλη πλευρά, που είναι πάντα ανοιχτά σε όσους εγκαταλείπουν το κομμουνιστικό στρατόπεδο -ιδίως εκείνα τα χρόνια.
Είδε στη γωνία το ταξί με το κίτρινο χρώμα, όχι σαν το απαλό κίτρινο του φωτισμένου ναού, που ήταν ο καλύτερα διατηρητέος αρχαίος ναός στη χώρα, και ας έχει περάσει σαράντα κύματα και εισβολείς, όπως όλοι οι αρχαίοι ναοί που δεινοπάθησαν και καταστράφηκαν, αλλά κανείς δεν θέλει να το θυμάται όταν σου λένε για την Αγια-Σοφιά, του φωτοδότη ναού που έκανε αντίθεση με το πηχτό σκοτάδι γύρω του, το πηχτό πνευματικό σκοτάδι της χώρας του φωτός -το είχαμε στείλει και στη Γιουροβίζιον άλλωστε-, αλλά σαν του καναρινιού, που μένει πάντα στο κλουβί, ασφυκτιά μέσα του, αλλά είναι καταδικασμένο να πεθάνει αν το αφήσει, γιατί έχει μάθει σε αυτό, και σαν τις κίτρινες φανέλες του Άρη, του παλιού “αυτοκράτορα”, περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις, όπως και η χώρα άλλωστε, ένας αυτοκράτορας που εξέπεσε σε γελωτοποιός και έδρευε σε άλλη πόλη, αλλά είχε ενώσει όλη τη χώρα, μπροστά στην τηλεόραση, στα γήπεδα να αναστενάζει, να εκστασιάζεται με ένα καλάθι, αν δει τη μπάλα στο δίχτυ, να σπαρταρά σαν το εγκλωβισμένο ψάρι, πριν πέσει με πάταγο στο ξύλο και να αρχίσει το πένθιμο τακ-τακ που γινόταν πιο πυκνό, ολοένα και πιο σύντομο και σταματούσε καθώς το νικούσε η βαρύτητα, σαν την καρδιά που δίνει σήματα στον παλμογράφο και στο τέλος έναν ενιαίο ήχο και ύστερα τελειώνει, καθώς τη νικά ο χρόνος και η φθορά, κι ένιωθε πως κάτι δικό του τελειώνει κι εκεί, ένιωθε τη ματαίωση και άφησε το ταξί να περάσει αργά από μπροστά του και να χαθεί, τη ματαίωση να τον κατακλύζει, λες και κρέμονταν από αυτό το όχημα όσα ονειρεύτηκε, όσα σκέφτηκε και αγάπησε, και συνέχισε περπατώντας στην ίδια κατεύθυνση, νιώθοντας ξένος και αυτός, σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα, σε άλλον κόσμο, και έστριψε στη γωνία, όπου είδε το ταξί σταθμευμένο να τον περιμένει, με ανοιχτή πόρτα…
Αν αυτή η δική μου αυτοσχέδια παράγραφος σας άρεσε, είναι πολύ πιθανό τότε να σας αρέσει και ο τρόπος γραφής του Χόρχε Σεμπρούν, στον “δεύτερο θάνατο του Ραμόν Μερκαντέρ”, από τις εκδόσεις Θεμέλιο. Αν όχι, δε θα προσβληθώ καθόλου. Ούτε εμένα μου άρεσε, απλώς έκανα ένα πρόχειρο σκαρίφημα, σατιρίζοντας την μακροπερίοδη πρόζα του, που απεραντολογεί, χάνεται σε συνειρμούς και περιγραφές, όχι πάντα χρήσιμες και εύστοχες, που δίνουν όμως μια αισθητική απόλαυση σε μια σημαντική μερίδα του αναγνωστικού κοινού, καθώς νιώθει την υποβολή, την ατμόσφαιρα, τη μελαγχολία και τους προβληματισμούς να το κατακλύζουν.
Αν διατηρείτε αμφιβολίες σχετικά με την περιγραφή μου, μια δοκιμή και ένα μικρό δείγμα θα σας πείσει. Και δε νομίζω πως αυτό οφείλεται στη μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου και τη δυσκολία να αποδώσει κανείς έναν τέτοιο λόγο σε μια διαφορετική γλώσσα, αν και μπήκα στον πειρασμό να σκεφτώ πως τον επηρέασε αρκετά για να γράψει το Κιβώτιο και το τελευταίο κεφάλαιό του, όπου δε βλέπεις ούτε μια τελεία καθώς ξεφυλλίζεις τις σελίδες και δεν ξέρεις πού να σταματήσεις, για να κάνεις διάλειμμα. Αλλά δεν έψαξα να βρω χρονολογίες, γιατί ήταν ωραία σύνδεση και προτιμώ να την κρατήσω έτσι, αδιάψευστη -αν τυχόν δε συμφωνεί με τα γεγονότα.
Πιστεύω επίσης πως το βιβλίο μπορεί να επηρέασε τον Παδούρα, όταν έγραψε τον “Άνθρωπο που αγαπούσε τα σκυλιά”. Ο Σεμπρούν έχει ως δευτερεύοντα ήρωα έναν σκηνοθέτη που μελετά τον θάνατο-εκτέλεση-δολοφονία του Τρότσκι και σκέφτεται πως το σενάριο δεν μπορεί να περιστραφεί γύρω από το θύμα αλλά από τον εκτελεστή. Και ο Παδούρα φαίνεται να ακολουθεί ετεροχρονισμένα τον προβληματισμό του, ξετυλίγοντας τρία παράλληλα επίπεδα:
-την προετοιμασία του Ραμόν Μερκαντέρ στην Ισπανία του Εμφυλίου Πολέμου, για το καθήκον που αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας
-τη ζωή του Τρότσκι, μετά την εξορία του από τη Σοβιετική Ένωση, ακριβώς από το σημείο όπου σταματά η δική του αυτοβιογραφική αφήγηση στο βιβλίο “Η ζωή μου”.
-και το τέλος του Μερκαντέρ στην Κούβα, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και συναντά -στο μυθιστορηματικό σύμπαν- έναν άλλο ντόπιο χαρακτήρα, γιατί ο Παδούρα θεώρησε πως χωρούσαν κάποια σκωπτικά σχόλια και για την Κούβα του Φιντέλ, που παρόλα αυτά τον έχει τιμήσει με κρατικά βραβεία.
Όπως έκανε άλλωστε και η Γαλλία με τον Σεμπρούν, το παλιό στέλεχος του ΚΚ Ισπανίας, που το εγκατέλειψε προτού αυτό εγκαταλείψει ανοιχτά τον μαρξισμό και πέσει στην κινούμενη άμμο του ευρωκομμουνισμού -που σε καταπίνει και σε βγάζει κατευθείαν στην άλλη πλευρά της ταξικής πλάστιγγας. Και δεν μπορείς παρά να σκεφτείς συνειρμικά αυτά που έλεγε ο Λένιν στους παλιούς μενσεβίκους συντρόφους του, που είναι ελεύθεροι αν θέλουν να πάνε στον βάλτο, όχι όμως να παρασύρουν και όλο το κόμμα προς τα εκεί.
Επειδή προσωπικά δεν αποκόμισα αισθητική απόλαυση από τη γραφή του Σεμπρούν -σε αυτό το βιβλίο τουλάχιστον- έχω την εντύπωση πως αυτό οφείλει σε άλλους λόγους τη φήμη του. Ο συγγραφέας δε μας μιλάει καν για τον πραγματικό Μερκαντέρ -που δεν είχε καν πεθάνει τότε που γραφόταν το βιβλίο, για να λέμε για τον δεύτερο θάνατό του- και μάλλον απογοητεύει όσους περίμεναν να βυθιστούν σε μια ιστορία που θα μιλάει για αυτόν και όχι για κάποιον που πήρε απλώς το όνομά του…
Τείνω λοιπόν να πιστέψω πως το βιβλίο οφείλει εν πολλοίς τη φήμη του στον τίτλο του, που είναι όμως παραπλανητικός, και στα πολιτικά συμπεράσματα του συγγραφέα, που καταγγέλλει μάλλον με ανιαρό στιλ τον σταλινισμό και τις σοβιετικές “επιβιώσεις” του στην εποχή του, κερδίζοντας έτσι θεαματικά ευρύτερο ακροατήριο και ευήκοα ώτα από την άλλη πλευρά, που είναι πάντα ανοιχτά σε όσους εγκαταλείπουν το κομμουνιστικό στρατόπεδο -ιδίως εκείνα τα χρόνια.
Ίσως να ήταν πιο ενδιαφέρον ανάγνωσμα, αν μας έγραφε απευθείας για τον “θάνατο του κομμουνισμού”, όπως τον βίωσε αυτός, και των δικών του προσδοκιών. Κι αν η ελπίδα έπεσε σε χειμέρια νάρκη, αν ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος, είναι μια κατάσταση που συνδέεται με τα όνειρα. Αλλά και με την ανία, πχ όταν διαβάζεις κάτι που δε σε κρατάει και δεν κυλάει πολύ εύκολα. Αλλά αυτή είναι σκληρή κριτική και αναμφίβολα εξόχως υποκειμενική.
Προλαβαίνω μία ένσταση. Όχι, δεν έχω πρόβλημα να διαβάσω κάτι που δε συμφωνεί με τη δική μου οπτική, αρκεί να έχει πράγματα να μου προσφέρει. Και αν κάποιος δε βρίσκει απολαυστικό τον τρόπο γραφής που είδαμε εισαγωγικά, δε νομίζω πως έχει να πάρει -σήμερα ειδικά- κάτι παραπάνω από αυτό το βιβλίο. Εν αντιθέσει πχ με το βιβλίο του Παδούρα, που είναι απαιτητικό, πολυσέλιδο, με πολλές αδυναμίες από πολιτική σκοπιά, αλλά προσωπικά πιστεύω πως φτάνει σε άλλα βάθη, ανεξάρτητα από αυτές τις τελευταίες.
Και τότε γιατί δεν παρουσίασες αυτό; θα ρωτήσει κανείς. Γιατί δεν το έχω πρόσφατο, σε αντίθεση με αυτό του Σεμπρούν, που είναι απλώς η αφορμή να γράψω για μερικά βιβλία που βρήκα χρόνο να διαβάσω μες στο καλοκαίρι.