«ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΧΙΡΟΣΙΜΑ!, διαλαλείστε το με μαύρες και κόκκινες λέξεις…»
Η Εντίτα Μόρρις θέλησε να μας δώσει να καταλάβουμε πως καταβάλλουν ακόμη προσπάθειες να επιζήσουν η Γιούκα και η αδελφή της η Οχάτσου, που επιζήσανε στη Χιροσίμα…Ρωτάει…πώς η καταχθόνια αυτή βόμβα μπόρεσε να στιγματίσει το αίμα, το μυαλό, ως και τα σπλάχνα ακόμη μιας μικρής κοπελίτσας που λέγεται Οχάτσου;
Η Εντίτα Μόρρις γεννήθηκε στη Σουηδία και ήταν παντρεμένη με τον Αμερικανό συγγραφέα και ανθρωπιστή Ίρα Μόρρις. Στο πολυμεταφρασμένο έργο της «Τα λουλούδια της Χιροσίμα» δίνει το δράμα εκείνων που επέζησαν στη Χιροσίμα και αποτελεί ένα αδυσώπητο κατηγορητήριο για τη βαρβαρότητα του πυρηνικού πολέμου.
***
ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΧΙΡΟΣΙΜΑ, διαλαλείστε το με μαύρες και κόκκινες λέξεις, σεις οι χιλιάδες με τις πινακίδες που βαδίζατε κάτω από τους δέκα χιλιάδες βρόχινους δρόμους των αγγλικών δρόμων. Πέστε το με τα λάβαρα των γοητευτικών σας Μπουμπού, σεις νέοι αφρικάνοι, που σας είδαμε πολλές φορές να χτυπάτε, σχηματίζοντας κύκλο, την άσφαλτο της Νέας Υόρκης και να εξορκίζετε τη μισητή γαλλική βόμβα. Πέστο με τις μαύρες κι άσπρες εικόνες των ακατάλυτών σου φιλμ, Αλαίν Ρεναί, τιμή μας. Ποτέ πια Χιροσίμα. Η Εντίτα Μόρρις το λέει με το δικό της τρόπο, το λέει μ’ αυτά τα ίδια τα λουλούδια της Χιροσίμα, μ’ αυτά τα λευκά μπουκέτα των λευκών πανσέδων που όσοι επιζήσανε από τη βόμβα τα βάζουν να κυματίζουν πάνω στα μαύρα νερά του ποταμού Όθα.
Οι εβδομήντα οχτώ χιλιάδες πεντακόσιοι νεκροί της Χιροσίμα είναι λίγοι μπροστά στα τριανταοχτώ εκατομμύρια και τις μερικές ακόμη εκατοντάδες χιλιάδες των νεκρών, που λογαριάζουμε πως στοίχισε ο τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος. Όμως, καθώς οι καρβουνιασμένοι του Ορανταύρ, καθώς οι τυφεκισμένοι του Σατωμπριάν και του Φιλιπβίλ, ζυγίζουν βαρύτερα απ’ όσο όλοι οι άλλοι μέσα στη συνείδηση των ανθρώπων. Μερικοί τιμωρήθηκαν. Θα τιμωρηθούν κι άλλοι ακόμα. Ποιος όμως θα κάνει τη Νυρεμβέργη των νικητών; Το κατηγορώ: Χιροσίμα.
Στην Οκινάβα, την κυριότερη γιαπωνέζικη βάση στα νησιά Ρίου – Κίου, ύστερα από λυσσασμένες μάχες ογδονταριών ημερών, μέτρησαν εκατόν δέκα χιλιάδες κ’ εξήντα έναν νεκρούς. Ήταν τον Ιούνιο του 1945. Το όνομα όμως της Οκινάβα δεν τρύπωσε να κουρνιάσει στη μνήμη μας. Από το Μάη μήνα, τον ίδιο εκείνο χρόνο, το Τόκιο, το Καβασάκι, η Γιοκοχάμα, η Ναγκόγκα, το Κόμπε, η Οζάκα, βομβαρδίστηκαν χίλιες φορές, πυρπολήθηκαν και σχεδόν καταστράφηκαν. Αυτό όμως που οι λαοί όλου του κόσμου φωνάζουν κ’ επαναλαμβάνουν παντού είναι: Ποτέ πια Χιροσίμα, ποτέ πια Χιροσίμα!
Ανάμεσα στα νησιά Χόντο, Κιούσιου Σικόκου, απλώνεται μία θάλασσα εσωτερική, άβαθη και ήρεμη, που οι Γιαπωνέζοι της λένε Ιαπωνική Μεσόγειο. Οι αχτές της έχουν μια θαυμαστή διάρθρωση, σχεδιάζοντας υπέροχους όρμους. Η Χιροσίμα μία από τις πιο όμορφες πόλεις της Ιαπωνίας, στο βάθος ενός όρμου απ’ αυτούς, ξεκουράζεται πάνω στα πέντε κλαδιά του ποταμού Όθα. Θα πρέπει να διαβάσει κανείς τις γεωγραφίες που δημοσιεύτηκαν πριν από τον πόλεμο, για να μπορέσει να καταλάβει σε ποια περιοχή του κόσμου ρίχτηκε η πρώτη ατομική βόμβα. « Οι περιοχές της παράκτιας αλιείας, έγραφαν τότε αθώα οι γεωγράφοι, συγκεντρώνουν το 1/20 του πληθυσμού της Ιαπωνίας…Πρέπει να σημειώσουμε πως οι ακτές έχουν μία πολύ υψηλή πυκνότητα πληθυσμού, πυκνότητα που φτάνει να αναλογούν 1200 κάτοικοι σε κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο…Η Χιροσίμα, λιμάνια στην εσωτερική αυτή θάλασσα, έχει 360.000 κατοίκους…»
Δε θάθελα να ξεγελαστεί κανείς: οι τριακόσιες εξήντα χιλιάδες κάτοικοι της Χιροσίμα, τα εβδομήντα δύο εκατομμύρια των Γιαπωνέζων, δεν ήταν όλοι τους ειρηνικοί ψαράδες. Ένας λαός είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, είτε είναι περήφανος, είτε νιώθει ντροπή γι’ αυτή. Η Ιαπωνία, τυφλά υποταγμένη σ’ έναν αυτοκράτορα – θεό, που ποτέ δεν θέλησε να τον απαρνηθεί, χτύπησε την Κίνα, βομβάρδισε το Τιεντσίν και το Πανεπιστήμιο του Νανκίν. Αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών κ’ υπόγραψε μια προκλητική πολεμική συμμαχία με το Χίτλερ, στο Βερολίνο. Ξέρουμε με τι λύσσα ο γιαπωνέζικος στρατός χτύπησε τον αμερικάνικο στόλο που ήταν αγκυροβολημένος στο Πέρλ Χάρμπορ, ξέρουμε με ποια αγριότητα κυρίεψε τη Μανίλλα και τις Φιλιππίνες. Κι όμως απ’ όλα αυτά κ’ εντελώς ξαφνικά, ο γιαπωνέζικος λαός τυχαίνει της συγγνώμης του κόσμου, χάρη στον τερατώδικο εξιλασμό που του επέβαλαν, και τίποτα, ούτε η ιστορία, ούτε η δικαιοσύνη δε μπορούν να συγκρατήσουν πια τους λαούς από το να φωνάζουν: Ποτέ πια Χιροσίμα.
Εκείνο το πρωί, ήταν 6 Αυγούστου του 1945 – ο κόσμος, πρέπει να το ειπούμε, ξαναγεννιόταν μέσα στην αγαλλίαση της νίκης, το τσαλαπατημένο, ετοιμοθάνατο χτήνος, ξεψυχούσε πια από το Βερολίνο ως το Τόκιο – όταν ένας πιλότος, νέος, μόλις εικοσιπέντε χρονών, ο Κλωντ Έθερλυ, πετούσε πάνω από την Ιαπωνία, μέσα σ’ ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο. Τον ακολουθούσε ένα βομβαρδιστικό που έφερνε στα πλευρά του μια βόμβα νέου τύπου. Μια βόμβα που είχε μάκρος τριών μέτρων, ζύγιζε τέσσερες τόνους κ’ ήταν βαφτισμένη από τον αμερικανικό στρατό: «μικρό αγόρι». Αυτή τη βόμβα, όσοι από τους κατοίκους της Χιροσίμα θα επιζούσαν, θα την ονομάτιζαν αργότερα: πίκα – ντον, δηλαδή φως και θόρυβο. Στις οχτώ και τέταρτο ο Έθερλυ βρίσκεται ακριβώς ίσα πάνω από τη Χιροσίμα. Δίνει διαταγή στο βομβαρδιστικό, ν’ αφήσει το «μικρό αγόρι» να πέσει. Στις οχτώ και δεκάξι λεπτά η Χιροσίμα έσβηνε από την επιφάνεια της γης.
Σε ανταμοιβή των υπηρεσιών του ο Έθερλυ παρασημοφορήθηκε με το «Distinguished Flying Cross», με μια δηλαδή από τις πιο υψηλές διακρίσεις που γίνονται στην αμερικανική αεροπορία. Αργότερα θάπαιρνε κι ό ίδιος μια ιδέα του κατακλυσμού που είχε εξαπολύσει: η ψυχή του, τα νεύρα του και το μυαλό του σάλεψαν. Σήμερα νοσηλεύεται στο νοσοκομείο των παλαιών πολεμιστών του Βάκο στο Τέξας.
Από την αμερικανική πλευρά λοιπόν, στη νικητήρια μάχη της Χιροσίμα: ένα θύμα. «Σε διάστημα δεκαπέντε χρόνων, δήλωνε τις προάλλες ο Έθερλυ, η ανάμνηση της Χιροσίμα δε μ’ άφηνε να κοιμηθώ». Οι στρατιωτικές υπηρεσίες του αμερικανικού στρατού, τον φροντίζουν με σεβασμό. Ενσαρκώνει φτηνά την τύψη ενός ολόκληρου λαού. Από την ιαπωνική πλευρά: εβδομήντα οχτώ χιλιάδες νεκροί, πενηνταεννιά χιλιάδες τετρακόσιοι εικοσιπέντε πληγωμένοι ή αγνοούμενοι, σύμφωνα με τις πιο αυθεντικά ζυγισμένες εκτιμήσεις, μέσα σ’ ένα χρονικό διάστημα εξήντα δευτερολέπτων μόνο. Αυτά όμως δεν είναι παρά μόνον αριθμοί. Ας ακούσουμε καλύτερα τη νόστιμη Γιαπωνεζούλα που μας μιλάει με τη φωνή της Εντίτα Μόρρις. Βρισκόταν εκεί για το μεγάλο θέαμα « ήχος και φως», ήταν ακριβώς από κάτω – κι αυτή αποστρέφεται τις στατιστικές:
«…Παντού γύρω μου υπάρχουν άνθρωποι που τρέχουν, που τρέχουν…με κυνηγάνε με τα καρβουνιασμένα τους πρόσωπα, με κουρέλια σάρκας που έχουν ξεκολλήσει από τους ώμους τους και κρέμονται…Αυτή η κοπέλλα με το φαγωμένο από τις φλόγες πρόσωπο, αυτός ο άντρας που κουβαλάει τη νεκρή του γυναίκα πάνω στον ώμο…Εδώ μια ομάδα μαθητές στοιβαγμένοι ο ένας απάνω στον άλλο – όλοι νεκροί. Εκεί ένας σκύλος με τα πόδια πιασμένα μέσα στη λυωμένη άσφαλτο. Αυτό μας περιμένει όλους αν δεν τρέξουμε πολύ γρήγορα. Γρήγορα, γρήγορα. Ή κάνουμε γρήγορα ή ψηνόμαστε ζωντανοί…Μακριά, μπροστά μου, διακρίνω την μαύρη γραμμή του ποταμού και διακρίνω σκιές που βουτάνε μέσα στα νερά του. Σαν ζωντανοί πυρσοί, με τα μαλλιά φλογισμένα, οι γυναίκες ρίχνονται σαν τσουπωτά σταφύλια από τις όχθες…»
Είκοσι χιλιάδες πρόσωπα σύμφωνα με τη μαρτυρία της Γιούκα, βρίσκονται στο βάθος του ποταμιού. Η Γιούκα κ’ η αδελφή της Οχάτσου, έρχονται ακόμη και σήμερα ν’ αποθέσουν λουλούδια στην επιφάνεια αυτών των νερών. Δένουν τα μπουκέτα τους με σπάγγο και τα κρεμούν στον ποταμό, στο ίδιο μέρος που πνίγηκε η μητέρα τους. Ο ποταμός είναι ο μόνος τάφος που μπορούν να τον στολίσουν στη Χιροσίμα.
Είδα τα κοιμητήρια του Βερολίνου, σκαμμένα βιαστικά μες στους δημόσιους κήπους, ανάμεσα στα σκελετά της πολιτείας που έχουν ασβεστοποιηθεί, κι ανθισμένα μια μέρα των Αγίων Πάντων μετά τον πόλεμο. Η αλήθεια με υποχρεώνει να πιστεύω πως οι νέες Γερμανίδες που έπεσαν πάνω τους οι βόμβες φωσφόρου στους βομβαρδισμούς της Κολωνίας και του Αμβούργου, έζησαν τη δυστυχία των αδελφών της Οχάτσου και της Γιούκα. Αυτό όμως που οι νέες γυναίκες φωνάζουν τώρα σ’ όλο τον κόσμο, δεν είναι, Ποτέ πια Αμβούργο, Ποτέ πια Κολωνία. Είναι, Ποτέ πια Χιροσίμα.
Και γιατί αυτό; Γιατί απλούστατα ο πόλεμος στο Αμβούργο, είναι – πώς να το ειπώ; – τελειωμένος για πάντα. Την άνοιξη οι νέες γυναίκες κάνουν τον περίπατό τους στις όχθες του Άλστερ, φορώντας μικρά άσπρα καπέλλα μέσα στις ανοιχτές Μερσεντές τους· το καλοκαίρι παίρνουν γελώντας το φέρρυ – μπόουτ για τη Σουηδία· το χειμώνα γεννούν ανώδυνα μέσα σε κλινικές καμωμένες από γυαλί. Στη Χιροσίμα, δεκαπέντε χρόνια, έπειτα, ο πόλεμος συνεχίζεται και μάλιστα στη χειρότερή του μορφή. Ο ατομικός πόλεμος – αυτό μας το μαθαίνει η Εντίτα Μόρρις – δημιούργησε εκεί κάτω ένα νέο είδος ανθρωπίνων πλασμάτων: τους ραδιενεργούς ανθρώπους. Είναι αυτοί που επιζήσανε στη Χιροσίμα, είναι οι « Σεϊζούσχας». Εξωτερικά είναι φτιαγμένοι σαν εσάς και σαν εμένα: ένα κεφάλι, δυό χέρια, δυό πόδια. Εκτός αν κρύβουν κάτω από το κιμονό τους μεγάλες χειλοειδείς πληγές που ποτέ δεν κλείνουν, που τους τρώνε τους ώμους τους και τις πλάτες τους. Εκτός αν τους λείπουν τ’ αυτιά παραδείγματος χάρη, εξαφανισμένα από τις αχτινοβολίες, καταβροχθισμένα θάλεγε κανείς από κάποιο θηρίο, κάποιο είδος λευκής άρκτου λαίμαργης για ανθρώπινα αυτιά. Εκτός αν το πνεύμα τους σταμάτησε ξαφνικά, όπως όλα τα ρολόγια της Χιροσίμα, εκείνο το πρωΐ της 6ης Αυγούστου του 1945, στις οχτώ και τέταρτο ακριβώς. Εκτός αν δεν προσβληθούν ξαφνικά από την άγνωστη αρρώστια που κάνει τα χέρια να φουσκώνουν, το πρόσωπο να διογκώνεται, τα χείλη να σχίζονται και τους κάνει να πεθαίνουν μπρος στα μάτια των ανίσχυρων να τους βοηθήσουν γιατρών.
Αυτό όμως δεν είναι και το χειρότερο. Το χειρότερο είναι πως τα ραδιενεργά πλάσματα, οι άντρες ή οι γυναίκες της Χιροσίμα, δεν ξέρουν, δεν μπορούν πάντοτε να ξέρουν τι λογής ανθρώπινο ζώο, τι λογής τέρας πρόκειται να γεννήσουν. Οι Γιαπωνέζοι επιστήμονες έκαναν τρομερές ανακαλύψεις. Ένας απ’ αυτούς, ο δόκτωρ Ντομότο, το εξηγεί στην Εντίτα Μόρρις με τη ζεστή ομιλία του:
«… Ύστερα από μια βδομάδα, το ψάρι βγάζει δυό κεφάλια, έχει τέσσερα μάτια. Το ίδιο πράγμα μπορεί να συμβεί και στα μικρά των ανθρώπων, πριν από τη γέννηση, αν η μητέρα έχει ραδιοαχτινοβοληθεί, ή ακόμα και στο μωρό του μωρού…Τα πρόσωπα που έχουν δεχτεί το είδος της ακτινοβολίας αυτής, ποτέ δεν μπορούν νάναι σίγουρα πως τα τρισέγγονά τους δεν θάναι σαν αυτά τα τρομερά ψάρια…»
Αυτό είναι η Χιροσίμα δεκαπέντε χρόνια ύστερα. Η Εντίτα Μόρρις θέλησε να μας δώσει να καταλάβουμε πως καταβάλλουν ακόμη προσπάθειες να επιζήσουν η Γιούκα και η αδελφή της η Οχάτσου, που επιζήσανε στη Χιροσίμα. Δεν κατηγορεί και δεν καταδικάζει κανέναν. Ρωτάει μόνο κι αυτό το κάνει με τις πιο απλές λέξεις: πώς η καταχθόνια αυτή βόμβα μπόρεσε να στιγματίσει το αίμα, το μυαλό, ως και τα σπλάχνα ακόμη μιας μικρής κοπελίτσας που λέγεται Οχάτσου;
Πώς; Σκέφτομαι ότι οι σοφοί Αμερικάνοι που τελειοποίησαν τη βόμβα στο μυστικό εργαστήριό τους στο Λος Αλάμος, σκέφτομαι ότι οι στρατιωτικοί που πειραματίστηκαν σε πλήρη ασφάλεια στην έρημο του Νέου Μεξικού, το ήξεραν πολύ καλά. Κι αυτός ο πάστορας που στο αεροδρόμιο του Τινάν, μια ώρα πριν από την ώρα Η, ευλόγησε το αεροπλάνο της Χιροσίμα και προσευχήθηκε δημόσια για την επιτυχία της εισβολής, σκέφτομαι πως επίσης το ήξερε. Και, φυσικά, ο πρόεδρος Τρούμαν που λίγο αργότερα θάκανε αυτή την καταπληκτική δήλωση: « Παίξαμε δύο δισεκατομμύρια δολλάρια πάνω στο πιο εντυπωσιακό επιστημονικό παιχνίδι της ιστορίας – και κερδίσαμε.»
Ξέρουν πώς. Ξέρουν γιατί. Ποτέ όμως δεν θέλησαν ν’ απαντήσουν στην τόσο απλή ερώτηση της Οχάτσου. Ο Γερμανός δημοσιογράφος Robert Jungk μόλις πριν λίγο, έκαμε γνωστό πως από το 1945 τα στρατεύματα κατοχής εγκατέστησαν στην Ιαπωνία αυστηρότατη λογοκρισία. Κάθε υπαινιγμός για την ατομική βόμβα είχε απαγορευτεί, όχι μόνο στις εφημερίδες, στο ραδιόφωνο, στα βιβλία, αλλά και σ’ αυτές ακόμη – κυρίως σ’ αυτές – τις επιστημονικές δημοσιεύσεις. Στο διάστημα των μηνών Οχτώβρη και Νοέμβρη του 1945, οι κομάντος U.S κατασχέσανε τα ανατομικά παρασκευάσματα που μερικοί Γιαπωνέζοι επιστήμονες μπόρεσαν να πραγματώσουν, από τμήματα ιστών τα οποία πήρανε από τα σώματα των θυμάτων της ατομικής βόμβας. Όποιος και νάταν αυτός που με τις αναλύσεις και τις έρευνές του «προξενούσε ζημιά στις δυνάμεις κατοχής» περνούσε από στρατοδικείο. Ο καθηγητής Τσουζούκι διαμαρτυρήθηκε μ’ αυτά τα λόγια: « Τη στιγμή που στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, πεθαίνουν άνθρωποι από μια νέα αρρώστια, την « αρρώστια της ατομικής βόμβας» που το αίνιγμά της δεν το λύσαμε ακόμα…είναι ασυγχώρητο ν’ απαγορεύονται οι εργασίες κ’ οι δημοσιεύσεις που ασχολούνται μ’ επιστημονικά θέματα ιατρικού ενδιαφέροντος». Ταυτόχρονα όμως οι υπηρεσίες της αμερικανικής άμυνας κάτω από την ονομασία A.B.C.C. οργάνωσαν τη συστηματικότερη έρευνα που έγινε ποτέ στην ιστορία της ιατρικής. Χρηματοδοτούμενη από την Επιτροπή Ατομικής Ενεργείας κ’ έχοντας άλλωστε αναλάβει να τελειοποιεί αδιάκοπα τον πυρηνικό εξοπλισμό των Ηνωμένων Πολιτειών, λένε πως η έρευνα που έκανε σε περισσότερες από 70.000 περιπτώσεις, δεν είχε άλλο σκοπό από το να μελετήσει επιστημονικά τα ιατρικά και βιολογικά αποτελέσματα της ραδιοαχτινοβολίας. «Αυτές οι μελέτες, έγραφε ο υπουργός Αμύνης James Forrestal, είναι υψίστης σημασίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι έγιναν γρήγορα πόλεις – εργαστήρια για τις αμερικανικές στρατιωτικές επιτροπές, δεν διατέθηκε όμως ποτέ ούτε ένα δολλάριο από την αμερικανική κυβέρνηση για τη θεραπεία των ιαπωνικών θυμάτων της βόμβας. Τις μόνες αληθινές κλινικές της η Χιροσίμα τις χρωστάει σε ιδιωτικές πρωτοβουλίες – κ’ οι αναγνώστες του βιβλίου αυτού θα νιώσουν ευτυχία μαθαίνοντας πως στις όχθες του Όθα υψώνεται ένα μεγάλο αναρρωτήριο για τα θύματα της βόμβας Η που έχει το όνομα Ίδρυμα Μόρρις – ναι Μόρρις, όπως Εντίτα Μόρρις, όπως Ίρα Μόρρις, που είναι ο άντρας της ο γενναίος και μαχητικός αυτός αμερικανός συγγραφέας. Φτάνει κανείς στο σημείο ν’ αναρωτηθεί αν η Οχάτσου, αν η Γιούκα, αν ο Φούμιο, αν όλοι όσοι υποστήκανε τη βόμβα της Χιροσίμα δεν υπήρξαν, πολύ περισσότερο από θύματα μιας στρατιωτικής επιχείρησης φριχτά ανώφελης, τα θύματα ενός γιγάντιου, ενός τερατώδικου επιστημονικού πειράματος, που οργανώθηκε και διαπράχθηκε σ’ ένα απίστευτο αντανακλαστικό αυτοάμυνας με μεγάλη προθεσμία.
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, η παγκόσμια αποδοκιμασία έφερε σύγχυση στην εγκληματική «επιτυχία» των πολιτικών, των σοφών και των στρατιωτικών. Δεν υπάρχει στη μικρή Γιούκα, που διασώθηκε ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους και που μας μιλάει με τη φωνή της Εντίτα Μόρρις, ούτε μνησικακία, ούτε μίσος, ούτε κι απελπισία ακόμα. Όλοι όμως οι λαοί του κόσμου βρίσκονται πίσω της, όταν, αναπολώντας το μαυρισμένο πρόσωπο και τα φλογισμένα μαλλιά της μητέρας της, εκεί στην όχθη του ποταμού κι ακριβώς στο σημείο που εκείνη εξαφανίστηκε μέσα του, φωνάζει με πάθος: « Ορκίζομαι να αφιερώσω όλη μου την υπόλοιπη ζωή για να εμποδίσω να ξαναγίνουν τέτοιες φρικαλεότητες».
Ποτέ πια, όχι, Ποτέ πια Χιροσίμα!
MAURICE PONS
Πρόλογος στο βιβλίο της Εντίτα Μόρρις, Τα λουλούδια της Χιροσίμα, μετφρ. Νικηφόρος Βρεττάκος, Θεμέλιο, Αθήνα 1987