“Τι σαχλαμάρες είναι αυτές; Θα τσακωνόμαστε για ξένα γίδια;” – Όταν η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή πιάστηκαν στα χέρια για τον Βασιλιά και τον Βενιζέλο

Χόρευαν, άλλες τραγουδούσαν “Του αϊτού ο γιος” κι άλλες “Βενιζέλε μας, γενναίε της πατρίδας”, όμως αγκαλιασμένες. Η Άλκη με τη Ζωρζ, στο θρανίο τους κάθονταν φρόνιμα κι έγραφαν στα τετράδιά τους τα κεφαλαία γράμματα της φιλίας: Ε.Π., Ε.Π.

Το Ε.Π. είναι το βιβλίο όπου η Ζωρζ Σαρή περιγράφει τα σχολικά της χρόνια στο Γυμνάσιο Θηλέων. Και μαζί με αυτά τη γνωριμία της με την Άλκη Ζέη που εξελίχθηκε σε μια φιλία ζωής και ας… δοκιμάστηκε από τις παιδικές πολιτικές τους διαφωνίες, όταν η Ζωρζ Σαρή αγαπούσε ακόμα τον βασιλιά -και για λίγο και τις στολές της ΕΟΝ του Μεταξά- ενώ η Άλκη Ζέη ήταν ακόμα Βενιζελική και παραλίγο να πιαστούν στα χέρια για αυτό και για τον χαρακτηρισμό “ξενοκίνητος” -που αγνοούσαν τη σημασία του, αλλά τους φάνηκε βαρύς.

Παρακάτω θα βρείτε τρία αποσπάσματα από το βιβλίο “Ε.Π.”, που σημαίνει ενωμένες πάντα και συμβολίζει την αιώνια φιλία μεταξύ των δύο συγγραφέων. Το πρώτο είναι ο πρόλογος που έγραψε η Άλκη Ζέη για το βιβλίο της επιστήθιας φίλης της. Το δεύτερο είναι η πρώτη μέρα της Ζωρζ Σαρή στο σχολείο, όπου κάθεται στο ίδιο θρανίο με τη Ζέη και κάνει εντύπωση στις συμμαθήτριές της με το “αγορίστικο” όνομά της. Και το τρίτο είναι το σπαρταριστό επεισόδιο που προαναγγέλλεται και στον τίτλο της ανάρτησης.

Γιωργάκη μου,

Μου ζήτησες να σου γράψω πρόλογο για το βιβλίο σου, το τελευταίο, γιατί κι εγώ δε θυμάμαι πόσα έχεις γράψει. Δε φτάνει που μου την έσκασες, θέλεις και πρόλογο! Δεν τα είχαμε συμφωνήσει ωραία και καλά από τα δώδεκά μας χρόνια; Εσύ ηθοποιός κι εγώ συγγραφέας; Μέχρι και στο Χόλλυγουντ σε είχα φανταστεί να φτάνεις, να παίρνεις το Όσκαρ και να με καλείς να έρθω να σε βρω. Δεν πειράζει, με κάλεσες στο “Έγκλημα στα παρασκήνια”, κι εγώ καμάρωνα το ίδιο σα να ήσουνα στο Χόλλυγουντ! Ακόμα σε φανταζόμουνα… άγαλμα. Στημένο στην πλατεία Κυψέλης, εκεί κοντά που είχες τραυματιστεί βαριά σε μια από τις τόσες μάχες που πήγαινες εσύ μπροστά κι εγώ ξοπίσω. Μας ξεγέλασες όλους και δεν πέθανες, κι έτσι δε σου στήσανε άγαλμα, να το στολίζω εγώ με λουλουδάκια και να δακρύζω. Ευτυχώς, δεν έγινε ηρωίδα όπως το επιθυμούσες, κι έτσι δε σ’ έχασα.

Όλα λοιπόν τα φανταζόμουν πως μπορούσες να γίνεις, ακόμα και… βασίλισσα, αφού όταν ήσουνα μικρή σού άρεσαν οι βασιλιάδες (ευτυχώς τους απαρνήθηκες γρήγορα). Μονάχα συγγραφέα δεν μπορούσα να σε φανταστώ. Έσπαγα το κεφάλι μου να βρω τι σ’ έκανε να γίνεις συγγραφέας, και δεν πίστευα, βέβαια, το παραμύθι που λες στα παιδιά: πως τάχατες το 1967 που ήρθε η Χούντα, οι ηθοποιοί στην αρχή της δικτατορίας αποφάσισαν να μην παίζουν στο θέατρο, κι εσύ, μην ξέροντας τι να κάνεις, από απελπισία άρχισες να γράφεις τις ιστορίες και τα παιχνίδια των παιδιών. Ύστερα γλυκάθηκες και συνέχισες και ένα και δύο και τρία και είκοσι τρία μυθιστορήματα. Ενώ μου διάβαζες τις δακτυλογραφημένες σελίδες από το καινούριο σου βιβλίο, ξαφνικά κατάλαβα γιατί έγινες συγγραφέας. Θέλησες (όπως και στο βιβλίο) να πάμε ξανά χέρι με χέρι στο σχολείο. Όχι, βέβαια, σαν μαθήτριες πια. Μπράβο, Γιωργάκη, τα κατάφερες, έγινες συγγραφέας και, όπως το λογάριασες, πιασμένες τώρα από το χέρι πάμε στα σχολεία σ’ όλη την Ελλάδα και κουβεντιάζουμε με τα παιδιά και τους λέμε, ανάμεσα σε άλλα πολλά, πως μια φιλία (η δική μας) μπορεί να αντέξει στο χρόνο.

Ε.Π. λοιπόν! Καλή επιτυχία και καλή αντάμωση ξανά… στο σχολείο.

Άλκη Ζέη
Φθινόπωρο 1995

-.-

Το γραφείο της κυρίας Ερασμίας ήταν ανάμεσα σε δύο μπαλκονόπορτες, κάτω από το πορτρέτο του πατέρα της, του Ευφράνορος Δελαπόρτα: ένας μουσάτος, με αρειμάνιον μύστακα, με αυστηρό βλέμμα.

Η κυρία Ερασμία σηκώθηκε από την πολυθρόνα της για να τους υποδεχτεί:

-Χαίρομαι τέκνον μου, που θα είσαι μαθήτριά μου. Ο πατήρ σου είναι ένας άριστος καθηγητής. Σου εύχομαι καλή πρόοδον.

Η Ζωρζ έσκυψε το κεφάλι και δεν ήξερε αν έπρεπε να την ευχαριστήσει ή να της φιλήσει το χέρι. Η κυρία Ερασμία πάτησε ένα επιτραπέζιο κουδούνι, κι αμέσως μπήκε μια κοπέλα.

-Υπαπαντή, της είπε, συνόδευσε την Γεωργία Σαριβαξεβάνη εις την τάξιν της.

Η Ζωρζ τα ‘χασε. Ποια ήταν αυτή η Γεωργία; Το Γεωργία δεν το είχε ακούσει ποτέ της. Εκείνη την είχαν βαφτίσει GEORGE σαν τη GEORGE SAND…

Η κοπέλα που τη φώναζαν Υπαπαντή ήταν λεπτή, χλωμή, με μεγάλα μάτια. Την πήρε από το χέρι και την πήγε σε μια τάξη που δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Τα θρανία έμοιαζαν με θρανία και στους τοίχους κρέμονταν οι ήρωες του 1821, λίγο κιτρινισμένοι. Στο σχολειάκι της κρέμονταν οι ίδιοι. Πάνω από την έδρα ήταν κι ένας Χριστός με κόκκινο μανδύα και μια κόκκινη καρδιά στο χέρι.

Η Υπαπαντή σύστησε το κορίτσι στις μαθήτριες:

-Η καινούρια σας συμμαθήτρια, η Γεωργία Σαριβαξεβάνη. Ποια θα την φιλοξενήσει;

Μια αδυνατούλα, με κόκκινα φιογκάκια στις πλαϊνές αλογοουρές της, πετάχτηκε απάνω.

-Εγώ! είπε.

Η Ζωρζ κάθισε πλάι της.

Το θρανίο ήταν το πρώτο στη σειρά, δεξιά, κοντά στο παράθυρο. Έκανε να βγάλει από την τσάντα της την κασετίνα και κάποιο τετράδιο.

-Δε χρειάζεται να βγάλεις τα σύνεργά σου, της είπε το κορίτσι με τις αλογοουρίτσες.
-Γιατί; απόρησε η Ζωρζ.
-Σήμερα δε θα κάνουμε μάθημα.
-Και πώς το ξέρεις εσύ;
-Μου το ‘πε η Λενιώ, η αδερφή μου, αυτή πάει στη Β’ Γυμνασίου. Την πρώτη μέρα δεν έχει μάθημα. Όλοι οι καθηγηταί θα παρελάσουν για να μας γνωρίσουν. Ο καθένας θα πει τα δικά του. Κατάλαβες, Γεωργία;
-Δε με λένε Γεωργία.
-Και πώς σε λένε;
-Ζωρζ.
-Ζωρζ; Σαν το συγγραφέα Ζωρζ Ονέ; Αγόρι είσαι;
-Η συγγραφέας Ζωρζ Σαντ ήταν γυναίκα.
-Και γιατί ξένο όνομα;
-Η μαμά μου είναι Γαλλίδα, από τη Σενεγάλη. Από την Αφρική… Εσένα πώς σε λένε;
-Άλκη. Άλκη Ζέη!
-Αγόρι είσαι; Έχω έναν ξάδερφο που τον λένε Άλκη.
-Το Άλκη είναι και κοριτσίστικο όνομα.
-Τότε, είμαστε πάτσι.

Γέλασε η Άλκη.

Το κορίτσι που καθόταν στο πίσω θρανίο έσκυψε μπροστά.

-Μα τι λέτε τόσην ώρα και χασκογελάτε;

Φορούσε γυαλιά, ήταν χοντρούλα.

Η Άλκη γύρισε και της είπε:

-Συστηθήκαμε. Τη λένε Ζωρζ.
-Ζωρζ; απόρησε το κορίτσι.
-Η μαμά της είναι από την Αφρική, Γαλλίδα!
-Από την Αφρική!
-Γαλλίδα, από τη Σενεγάλη…
-Άποικος, διευκρίνισε η Ζωρζ…
-Και γιατί έχει αντρικό όνομα; Ζωρζ Ονέ;
-Όχου, να τα ξαναλέμε; Άσ’ το για αργότερα. Ζωρζ, να σου συστήσω την Αθηνά, την καλύτερη μαθήτρια της τάξεως.
-Και πού το ξέρεις εσύ; ρώτησε η Ζωρζ την Άλκη.
-Ήμασταν μαζί στο δημοτικό. Εκτός από σένα κι άλλες τρεις καινούριες, όλες ήμασταν μαζί στο δημοτικό, φίλες…

Ένας κάβουρας άνοιξε τις δαγκάνες του.

-Θα τηλεφωνήσω τα νέα της Ζωρζ, είπε η Αθηνά.
-Τηλεφώνησε, και γρήγορα, να προλάβουμε! είπε η Άλκη.

Τώρα ο κάβουρας δάγκωσε τη Ζωρζ. Την κορόιδευαν οι φίλες. Γύρισε να πει στην Αθηνά, στη σπουδαία μαθήτρια, πως δεν ήταν δα και τόσο βλάκας, να μην καταλαβαίνει τα σαχλά αστεία τους, όμως εκείνη τη στιγμή η Αθηνά ψιθύριζε κάτι στ’ αυτί της διπλανής της, κι αμέσως η διπλανή γύρισε, έσκυψε και κάτι είπε στ’ αυτί της μαθήτριας που καθόταν πίσω της.

-Μα τι λένε; ρώτησε την Άλκη.

-Τηλεφωνούν. Όλες να μάθουν τα νέα σου πριν από το διάλειμμα… Το τηλέφωνο το παίζαμε από πάντα, στο δημοτικό, ακόμη κι όταν ο δάσκαλος ήταν πάνω στην έδρα: “Από το στόμα στ’ αυτί”, έτσι λέγεται το παιχνίδι. Κοίτα, τώρα το όνομά σου και η Αφρική σου έφτασαν στο πίσω θρανίο της μεσαίας σειράς…

Ο κάβουρας άνοιξε τις δαγκάνες του και παράτησε τη Ζωρζ, που πολύ ευχαριστήθηκε με τα λόγια της Άλκης. Κι εκείνη έπαιζε το ίδιο παιχνίδι, στη Βαγία, τα καλοκαίρια. Καθόταν με το φίλο της τον Παναγιώτη, με όλη την παρέα, κορίτσια αγόρια, πλάι στην πεζούλα, κι ο ένας ψιθύριζε κάτι στ’ αυτί του άλλου. Αυτό που ψιθυριζόταν, μέχρι να φτάσει στο τελευταίο αυτί, γινόταν άλλο των άλλων. Λόγου χάρη, έλεγε ο πρώτος: σκουληκομερμηγκότρυπα, κι ο τελευταίος άκουγε και φώναζε: σκούζει ο λύκος για μια τρύπα, και γελούσαν. Και τώρα γελούσε. Άραγε θα φτάνανε το όνομά της και η μαμά της σώα στο τέρμα;

-.-

Η Ζωρζ άκουγε χωρίς ν’ ακούει, σκεφτόταν το γράμμα που της έκαιγε την τσάντα. Κι αμέσως μετά μπήκαν η Αννούλα, η Άλκη, η Κική, η Πόπη, η Λιλή… Αυτές δεν είχαν δει το μεθυσμένο, και ο κυρ Στάθης τους είπε: “Μπείτε γρήγορα μέσα γιατί στη γωνιά είναι ένας μπεκρούλιακας!”

-Έχουμε ένα τέταρτο πριν αρχίσει η προσευχή, ε; είπε η Ίντα που είχε ρολόι, δώρο του Χαϊλέ Σελασιέ στον μπαμπά της, για την κόρη του.

Χαϊλέ Σελασιέ εσύ, σκέφτηκε η Ζωρζ, βασιλέα Γεώργιο το Β’ εγώ. Χα!

Όταν μαζεύτηκαν όλες, ήταν η ώρα της προσευχής, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για το γράμμα. Έψαλαν όλες μαζί το “Γλυκό του κόσμου στήριγμα, αθάνατη Μαρία” κι ύστερα μπήκαν στις τάξεις. Πρώτη ώρα είχαν Καλιμάνη. Η Ζωρζ θα περίμενε το διάλειμμα. Όμως, η Υπαπαντή ήρθε να τους πει πως ο Καλιμάνης δε θα ερχόταν γιατί ήταν ασθενής.

-…Να μείνετε στην τάξη σας, φρόνιμα, και η Παπακυριακοπούλου να σας προσέχει.

Χαράς ευαγγέλια!

Η Λένα ανέβηκε στην έδρα και χτύπησε το χάρακα.

-Λοιπόν, λοιπόν, αγαπηταί μου μαθήτριαι, ποια έχει να πει ενδιαφέροντα;

-Εγώ, πετάχτηκε η Ζωρζ. Όμως, πρέπει όλες να προσέχετε. Τα νέα μου είναι σπουδαία, σπουδαιότατα! Χτες ήρθε ο βασιλιάς στο σπίτι μας, θέλω να πω ο σοφέρ του!

-Τρελάθηκες ή θες να μας τρελάνεις; τη ρώτησε η Αθηνά. Ποιος βασιλιάς και κουραφέξαλα;

-Του έγραψα γράμμα και μου απάντησε.

-Γράμμα του έγραψες; Και τι του ‘λεγες.
-Να πάω στο παλάτι του και να τα πούμε.
-Να τους πεις τι; ρώτησε η Άλκη.
-Ήθελα να του τα πω όλα, για σένα, για μας, για τους γονείς μου…

Η Αννούλα δεν ήξερε τι να πει.

-Ησύχασε, Ζωρζ, ησύχασε, όλα θα περάσουν…
-Μα δε θέλω τίποτε να περάσει. Ο βασιλιάς μού έγραψε, εδώ έχω το γράμμα του, στην τσάντα μου!

Και έχωσε το χέρι της στην τσάντα θριαμβευτικά.
Η Άλκη την κορόιδεψε:

-Πάλι παραμύθια;
-Όχι κυρία μου, πάρε και διάβασε!

Η Άλκη διάβασε, είδε τη φωτογραφία και ύστερα κοίταξε την καλύτερή της φίλη:

-Δηλαδή, του έγραψες;
-Και βέβαια του έγραψα, είπε δυνατά η Ζωρζ. Του έγραψα και μου απάντησε. Κοίτα τη φωτογραφία την οποίαν ευηρεστήθη να υπογράψει δι’ ημάς!
-Και γιατί του έγραψες; ρώτησε η Άλκη.
-Γιατί είναι ο βασιλιάς μας.
-Ένας ξένος! φώναξε η Άλκη.
-Γιατί, αχ, γιατί του έγραψες; ρώτησε η Αθηνούλα.
-Του έγραψα γιατί τον αγαπώ! της απάντησε η Ζωρζ.
-Δηλαδή, αγαπάς έναν εχθρό; τη ρώτησε η Άλκη.
-Εχθρός; Ο βασιλιάς μας; Αν θες να ξέρεις, είναι ο προστάτης μας!
-Ε, όχι και προστάτης μας! είπα η Ίντα.
-Γιατί, δηλαδή, ο Χαϊλέ Σελασιέ σου είναι καλύτερος; της φώναξε θυμωμένη η Ζωρζ.
-Άλλα αντ’ άλλων λες, της αντεπιτίθεται η Ίντα. Εγώ μιλώ για την Ελλάδα.
-Συμφωνώ με την Ίντα, είπε και η Λένα, που στεκόταν πάνω στην έδρα και προσπαθούσε να βάλει τάξη. Το θέμα μας είναι η Ελλάδα κι όχι αν ο βασιλιάς είναι καλός ή κακός…
-Καλός! φώναξε η Όλγα.
-Καλός! φώναξε η Λιλίκα.
Και η Αθηνούλα είπε:
-Πήγαν να σκοτώσουν το Βενιζέλο!
-Εχθρός! φώναξε η Άλκη.
-Εχθρός! είπε και η Αννούλα με ψιθυριστή φωνή.

Η Ζωρζ προχώρησε, πήγε και στάθηκε μπροστά στην Άλκη.

-Ζήτω ο βασιλιάς! φώναξε.
-Ζήτω ο Βενιζέλος! φώναξε η Άλκη.

Η Λένα χτυπούσε το χάρακα πάνω στην έδρα.

-Σιωπή, ησυχάστε…

-Τι ξέρεις εσύ για το βασιλιά και φωνάζεις ζήτω;
-Ξέρω και παραξέρω! Ο Βενιζέλος αγωνίζεται να σώσει την Ελλάδα! Ο βασιλιάς σου είναι ξενοκίνητος…

Η Ζωρζ δεν ήξερε τι πάει να πει “ξενοκίνητος”, όμως κατάλαβε πως ήταν βρισιά. Η Άλκη της έβριζε το βασιλιά της. Προχώρησε καταπάνω της:

-Πάρε το λόγο σου πίσω.

Η Άλκη πείσμωσε:

-Ξενοκίνητος!… Ξενοκίνητος!… Ξέρεις τι πάει να πει ξενοκίνητος;
-Όχι, δεν ξέρω κι ούτε με νοιάζει…

Ούτε και η Άλκη ήξερε τι πάει να πει ξενοκίνητος.

-Ε λοιπόν, κι εγώ δε θα σου το πω ποτέ!

Η Ζωρζ σήκωσε το χέρι να τη βαρέσει. Η Άλκη τής το άρπαξε στον αέρα. Με το άλλο χέρι η Ζωρζ τράβηξε τα μαλλιά της. Η Άλκη στρίγγλισε, παράτησε το χέρι της Ζωρζ, και με τα δυο της χέρια άρχισε να τη χτυπάει όπου έβρισκε, όμως και η Ζωρζ δεν έκανε πίσω, βαρούσε κι εκείνη, και σε λίγο τα δυο κορίτσια βρέθηκαν χάμω, στα ξεπλυμένα σανίδια της τάξης, και πάλευαν. Οι μαθήτριες παρακολουθούσαν βουβές, άλλες περίεργες κι άλλες τρομαγμένες.

Η Λένα κατέβηκε από την έδρα και, σαν υπεύθυνη της τάξης, πήγε να της χωρίσει. Τα κατάφερε. Η Ζωρζ και η Άλκη είχαν κουραστεί.

Η Ζωρζ προπαντός δεν άντεξε άλλο. Έμπηξε τα κλάματα και κάθισε στο θρανίο της. Οι ώμοι της τραντάζονταν, να τη λυπάσαι. Η Αθηνούλα ξέχασε το Βενιζέλο και το βασιλιά κι έτρεξε κοντά της.

-Μην κλαις, κουτή, μην κλαις…

Η Ζωρζ πήρε στραβά την παρηγοριά:

-Κι εσύ με λες κουτή;

Η Αθηνούλα δεν ήξερε πώς να την παρηγορήσει. Αυτό το κουτή το είπε όπως θα έλεγε “Ζωρζάκι μου”.

Όμως, και οι άλλες λυπήθηκαν τη Ζωρζ. Έτρεξαν κοντά της.

Η Λένα θύμωσε:

-Τι σαχλαμάρες είναι όλα αυτά; Θα τσακωνόμασταν για ξένα γίδια; Άιντε να φιλιώσουμε, κι όπου να ‘ναι θα χτυπήσει ο κώδων, κι αν μας πάρουν είδηση, εγώ θα πληρώσω τα σπασμένα…

Η Αθηνά, η Αννούλα, η Ίντα, η Τίλδα, η Κική συμφώνησαν, όχι άλλος τσακωμός. Η Άλκη στεκόταν βουβή χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Η φίλη της, η καλύτερη φίλη της, θα πέθαινε από το κλάμα. Άλλη λύση δεν υπήρχε. Πήγε κοντά της και την αγκάλιασε:

-Γιωργάκη μου, μην κλαις άλλο, συγχώρεσέ με, σε στενοχώρησα, παίρνω πίσω το ξενοκίνητος, έλα σε παρακαλώ, σταμάτα, γιατί θ’ αρχίσω να κλαίω κι εγώ!

Κι έβαλε κι εκείνη τα κλάματα. Κλαίγαν τώρα κι οι δυο αγκαλιασμένες.

Όταν μπήκε ο Παπαδόπουλος, σάστισε. Του φάνηκε πως οι μαθήτριές του γιόρταζαν ένα σπουδαίο γεγονός. Χόρευαν, άλλες τραγουδούσαν “Του αϊτού ο γιος” κι άλλες “Βενιζέλε μας, γενναίε της πατρίδας”, όμως αγκαλιασμένες. Η Άλκη με τη Ζωρζ, στο θρανίο τους κάθονταν φρόνιμα κι έγραφαν στα τετράδιά τους τα κεφαλαία γράμματα της φιλίας: Ε.Π., Ε.Π.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: