«Απολύεσαι εν πλω!» ή Οχτώ αντάρτες στην Ικαριά το ’55
Οι άνθρωποι αυτοί…μ’ έμαθαν κι άλλα πολλά. Γιατί δεν παραδόθηκαν…Ποιοι είμαστε. Ποια είναι η ταυτότητα του κομμουνιστή, βαριά μα και απέριττη, και πώς τη ζει και την κάνει πράξη την κάθε μέρα…Και μ’ έμαθαν, ίσως πάνω απ’ όλα, πως αυτό που μας διαφοροποιεί, είναι το ήθος. Το Ψηλά το κεφάλι. Κομμάτι της ταυτότητας όλων μας, ναι.
Η σιγουριά μου για τον τελικό θρίαμβο αυτού που πιστεύω είναι απόλυτη. Ερνέστο Γκεβάρα δε λα Σέρνα
Το διάβασα, πρώτη φορά, Κυριακή πρωί στην αυλή, με τον καφέ, κάτω απ’ την αμπέλοψη στην πέργκολα, πλάι στη μανόλια. Δίχως κανέναν να κοιτάζει τα μάτια μου. Η αλήθεια είναι πως ο τίτλος δεν με παρέπεμπε κάπου, και το όνομα του συγγραφέα είχε ξεθωριάσει στη μνήμη, ας με συγχωρέσει.
Πέρασα διαγωνίως την εισαγωγή για την Ιστορία του Κόμματος στην Ικαριά, θες γιατί την ξέρω (κι ας μου διαφεύγουν ημερομηνίες, ονόματα κι αριθμοί), θες γιατί κάποια δίψα με έσπρωχνε παρακάτω. Εσείς που δεν είστε Καριώτες, ούτε καν μισοί σαν και του λόγου μου, να τη διαβάστε την Ιστορία μας, ή να πάτε στην Ικαριά, στο προπύργιο, να την ακούσετε και από πρώτο χέρι. Το νου σας μόνο στα νερά μας, στις στροφές, και στις απαρέγκλιτες κρασοκατανύξεις ώσπου ν’ ανέβει ο ήλιος ένα καλάμι μπόι – τουλάχιστον.
Και διάβασα απνευστί όχι τόσο την ιστορία του ναυτόπαιδου, μα εκείνη που πραγματικά πραγματεύεται το βιβλίο. Την ιστορία μιας αφέγγαρης νύχτας, 17 του Ιούλη του 1955. Οταν οι Καριώτες δεν γιορτάζουν την Αγιά-Μαρίνα, μα την Απελευθέρωση και την ανακήρυξη της Ελευθέρας Πολιτείας Ικαρίας, 17 του Ιούλη του 1912. Και μ’ έκανε να ξαναθυμηθώ -δίχως ποτέ να έχω ξεχάσει- εκείνη την ιστορία.
Γιατί ναι, είχα την πολύτιμη τύχη να έχω ακούσει εκείνη την ιστορία -τις ιστορίες!- απ’ το στόμα των ίδιων εκείνων που την έγραψαν, ή τουλάχιστον των τεσσάρων απ’ τους οχτώ, του Στρατή Τσαμπή, του Στεφανή Παπαγεωργάκη, του Αντώνη Καλαμπόγια και του Κώστα Λίτσα (τούτος δεν ήταν Καριώτης, ήταν Μαρουσιώτης, μα «πολιτογραφήθηκε»). Την ιστορία που τούτο το μικρό βιβλίο θα σας κάνει ν’ ανασκαλέψετε. Γιατί και πώς έμειναν στο βουνό τόσα χρόνια μετά. «Το ατσάλι δένεται στη δυνατή φωτιά και στο μεγάλο ψύχος. Τότε γίνεται γερό και τίποτα δε φοβάται». Για τις σοσιαλιστικές πατρίδες που τους αγκάλιασαν. Για την πορεία τους στη συνέχεια. Και ν’ ανακαλύψετε πως αυτοί οι αντάρτες, αυτοί οι παλαβοί, αποτελούν κομμάτι της ταυτότητας όλων μας. Οι παλαβοί, ναι, όπως θ’ ακούσετε καμιά φορά να τους αποκαλούν στην Ικαριά, ατενίζοντας ένα τραχύ πρόσωπο να γίνεται ξάφνου τρυφερό, να γλυκαίνει, ν’ αφήνει μόλις να διαφανεί κάτι βαθύ εντός του. Τιμητικό πολύ να σε λένε παλαβό οι παλαβοί. Σαν να υπηρετείς σ’ έναν λόχο μουστακαλήδων και να σε φωνάζουνε Ο Μουστάκιας.
Ακουσα την ιστορία -τις ιστορίες!- κι απ’ τα κορίτσια τους, τις συντρόφισσές τους, τη Ζηνοβία, τη Γιαννούλα, την Τικώ και την Ερμιόνη, που ήταν η αγαπημένη μου γυναικοπαρέα τα χρόνια εκείνα, σαν επέστρεψαν μετά τη μεταπολίτευση, με νωπές ακόμα τις μνήμες απ’ τις Λαϊκές Δημοκρατίες, και κάποιες (ξανα)παντρεύτηκαν τα ταίρια τους, και βάφτισαν τα παιδιά τους για να μπορούν να τα γράψουν στο σχολείο. Τις άκουσα κάποτε με μάγουλα αναψοκοκκινισμένα. Με γέλια τρελά. Με τραγούδια: «Ζήτω το Κόμμα μας το κόκκινο!»
Οι άνθρωποι αυτοί, μου ‘παν την ιστορία -τις ιστορίες!- και μ’ έμαθαν κι άλλα πολλά. Γιατί δεν παραδόθηκαν. Δεν παραδινόμαστε. «Εμείς, καθένας από μας, κρατάμε μέσα στη γροθιά μας τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος». Ποιοι είμαστε. Ποια είναι η ταυτότητα του κομμουνιστή, βαριά μα και απέριττη, και πώς τη ζει και την κάνει πράξη την κάθε μέρα. Μ’ έμαθαν και πώς να πίνω, – με βότκα το φροντιστήριο! Και μ’ έμαθαν, ίσως πάνω απ’ όλα, πως αυτό που μας διαφοροποιεί, είναι το ήθος. Το Ψηλά το κεφάλι. Κομμάτι της ταυτότητας όλων μας, ναι.
Τούτο το μικρό βιβλίο λοιπόν κάνει τον -ανυποψίαστο ίσως κατ’ αρχάς- αναγνώστη να ψάξει βαθύτερα. Γιατί δεν τα λέει όλα, όχι, κάθε άλλο. Ετσι πρέπει. Να μην χορταίνεις τον αναγνώστη, τον ακροατή, μα να του κεντρίζεις λιγουλάκι την περιέργεια, το ενδιαφέρον, τη φαντασία. Μιλάει, απλά, με την καριώτικη ντοπιολαλιά, για τον καπετάνιο και τον ναύτη που φυγάδεψαν στ’ αμπάρι του καϊκιού τους τελευταίους αντάρτες. Μας δίνει τον μίτο. Αφηγείται ίσα-ίσα τον σκελετό της ιστορίας των ανθρώπων εκείνων που δεν παρέδωσαν όπλα, δεν γνώρισαν τα δάκρυα του «Παρά πόδα» στις γενειάδες τους. (Λες γι’ αυτό να μας ξυπνούσαν αξημέρωτα για να ξυριστούν τα χρόνια τα κατοπινά;) Μα «τα γεγονότα είναι πεισματάρικα»… Κι έτσι, όποτε βρεθείτε σε κάποια ομιλία, εκδήλωση, συζήτηση, όπου γίνεται λόγος για τον Εμφύλιο, και για το πότε και το πώς έληξε, ε, θα ξέρετε κάτι ακόμα.
Ποιοι ήταν αυτοί οι οχτώ αντάρτες, άνθρωποι όπως εσείς κι εγώ, που όμως, όταν το επέταξε η ώρα, σήκωσαν ανάστημα, και θέριεψαν, «άπαρτα βουνά», ένα με τον Αθέρα γινήκανε, και κράτησαν ψηλά, ψηλά πολύ, τη σημαία στην Ιστορία μας και στις καρδιές μας, ψηλά πολύ τη σημαία για το Κόμμα μας το κόκκινο.