Είναι το ΝΑΤΟ, ηλίθιε…
Τότε ήταν κυβέρνηση το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ, σήμερα είναι ο «προοδευτικός» ΣΥΡΙΖΑ.
Όταν το ΝΑΤΟ βομβάρδιζε τη Γιουγκοσλαβία ήμουν 9 χρονών. Δεν καταλάβαινα πολλά από πόλεμο, βόμβες, ανταγωνισμούς και συμφέροντα. Ο Νίκος Μπογιόπουλος, όμως, καταλάβαινε και λίγο μετά τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία έγραψε το βιβλίο «Βαλκάνια – 78 μέρες “στόχος” του ΝΑΤΟ», που κυκλοφόρησε από τη Σύγχρονη Εποχή. Δεν το είχα διαβάσει τότε, δεν θα μπορούσα να το είχα διαβάσει. Το διάβασα, όμως, σήμερα, 20 χρόνια μετά τους βομβαρδισμούς και 70 χρόνια μετά από την ίδρυση του ΝΑΤΟ. Πρόκειται για ένα συμπίλημα γεγονότων, δηλώσεων, θέσεων και αντιθέσεων, που υποδεικνύουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τους δύο «κόσμους» που υπάρχουν στη χώρα μας, αλλά και σε κάθε χώρα. Από τη μία μεριά, βρίσκονται όσοι αντιλαμβάνονται τις βόμβες με όρους επένδυσης και οικονομικών συμφερόντων, όσοι συναγελάζονται με κράτη δολοφόνους, όσοι στο όνομα μίας κατ’ όνομα μόνο «πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής» γίνονται οι πιο πιστοί σύμμαχοι ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, και από την άλλη, είναι όσοι βιώνουν τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής. Όσοι συμμετέχουν στον πόλεμο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Είμαστε εμείς, τα διαχρονικά θύματα του καπιταλιστικού συστήματος, που άλλοτε προσπαθούμε να αντιδράσουμε και άλλοτε παγιδευόμαστε ανάμεσα σε ψεύτικα διλήμματα και κούφιες ελπίδες. Υπάρχουν και φορές που καμωνόμαστε τους θύτες ή φαντασιωνόμαστε πως φοράμε την προβιά τους. Το μόνο σίγουρο είναι πως συνεχίζουμε να ψάχνουμε τον βηματισμό μας, παραπαίοντας σε έναν κόσμο που κάνει τα πάντα για να μην τον βρούμε. Αλλά ας τα πάρουμε όλα με τη σειρά…
«Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει», υποστήριζε ο Ισπανοαμερικανός φιλόσοφος, George Santayana, ενώ ο Γερμανός φιλόσοφος, Φρίντριχ Χέγκελ, έλεγε με τη σειρά του πως «η ιστορία διδάσκει πως ουδείς διδάσκεται απ’ αυτήν». Σε αυτές τις δύο έννοιες, στο παρελθόν και τη μνήμη, προσπαθεί να δώσει πνοή ο Νίκος, γι’ αυτό και προχώρησε στην επανέκδοση του βιβλίου. Για να φέρει στην επιφάνεια πράγματα από πολλούς ξεχασμένα και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να συνειδητοποιήσουν οι νεότεροι αυτό που μπορεί να μοιάζει απλό ή αυτονόητο για αρκετούς, αλλά να μην γίνεται εύκολα αντιληπτό απ’ όλους: πως η συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ δεν αποτελεί παράγοντα σταθερότητας και δε διασφαλίζει την ειρήνη και την αρμονική συνεργασία με τους υπόλοιπους λαούς.
Δεν είναι τυχαία η επανέκδοση του βιβλίου σήμερα. Δεν είναι μόνο η επέτειος των 20 χρόνων από τα γεγονότα στη Γιουγκοσλαβία που το καθιστά κάτι περισσότερο από επίκαιρο, αλλά η γενικότερη παραμόρφωση και απομάγευση του κόσμου μας που μοιάζει να κινείται σε τεντωμένο σχοινί. Μάλλον έτσι ήταν ανέκαθεν, αλλά σήμερα όλα όσα συμβαίνουν δείχνουν να συνδέονται και να φωτίζουν με μεγαλύτερη ευκρίνεια ένα δυστοπικό μέλλον που αν αδιαφορήσουμε ή του αφήσουμε περισσότερο ζωτικό χώρο, θα πνίξει κάθε ικμάδα ελπίδας και προοπτικής.
Το βιβλίο του Νίκου έχει, μεταξύ άλλων, ένα πολύ σημαντικό προσόν: δεν είναι ανοικτό σε πολλαπλές ερμηνείες, δεν είναι ευεπίφορο σε επισημάνσεις και οπτικές που μπορεί να αναδείξουν διαφορετικές εκφάνσεις για το ΝΑΤΟ ή τον κόσμο μας. Ο Νίκος περιγράφει όλα όσα έγιναν χωρίς φτιασίδια ή υπερβολές, καθώς και χωρίς καμία διάθεση εξωραϊσμού, μοιάζοντας κάποιες στιγμές να παραφράζει και να φέρνει στη μνήμη μας τον τίτλο από ένα άλλο βιβλίο του: «Είναι το ΝΑΤΟ, ηλίθιε»…
«Ρισκάρουμε τις ζωές των λίγων για να σώσουμε τις ζωές των πολλών», έλεγε ο εκπρόσωπος του ΝΑΤΟ μετά το έγκλημα στην Πρίστινα, αλλά πρέπει να μπερδεύτηκε. Τις ζωές των πολλών ρίσκαραν για να σώσουν τις δικές τους, τις ζωές των λίγων, και να πλιατσικολογήσουν ύστερα πάνω σε ένα «πτώμα», που αποτελούσε την κερκόπορτα σε μία περιοχή με μεγάλες προοπτικές για τα συμφέροντά τους
Η ιστορική αξία του βιβλίου αυτού σήμερα είναι κάτι παραπάνω από σημαντική, όχι μόνο επειδή ζούμε μία περίοδο που οι ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια έχουν φουντώσει ξανά μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών και εμείς ως χώρα έχουμε αναλάβει τον ρόλο του «γεωπολιτικού μεντεσέ», αλλά και επειδή είναι πολλοί εκείνοι που κάνουν προσπάθεια να αναθεωρήσουν την ιστορία, να εμφανίσουν το ρεαλιστικό ως ουτοπικό και την αλήθεια να την ονομάσουν ψέμα. Πρόκειται για εκείνους τους πληρωμένους κονδυλοφόρους του συστήματος, που αυτοπαρουσιάζονται ως αντικειμενικοί και προπαγανδίζουν 365 μέρες τον χρόνο, 24 ώρες τη μέρα, πως «η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα και δεν μπορεί να αντιδράσει», πως «αν φύγουμε από το ΝΑΤΟ, η Τουρκία θα μας κηρύξει πόλεμο» κι άλλα τέτοια, μασκαρεμένα πάντοτε με την αντίστοιχη σοβαροφάνεια για να γίνουν πιστευτά.
Ο Νίκος Μπογιόπουλος, με γραφή που κόβει σαν μαχαίρι και με απαράμιλλη αυθεντικότητα που ξεχειλίζει σε κάθε σελίδα του βιβλίου, αποδομεί ένα-ένα τα επιχειρήματα όλων αυτών, στηριζόμενος στον ιστορικό και διαλεκτικό υλισμό, απαντώντας τεκμηριωμένα, με σαφήνεια και πληρότητα τέτοια, που δεν αφήνει κανέναν περιθώριο για παρερμηνείες ή λοξοδρομήσεις.
«Αεροσκάφη: 354. Πλοία: 126. Τρένα: 18. Στρατιώτες: 22.241. Στρατιωτικά οχήματα: 12.345. Τεθωρακισμένα: 2.042. Τανκς: 285…» Αυτές είναι οι αφίξεις των Νατοϊκών στρατευμάτων στην Ελλάδα από τις 10 Φεβρουαρίου του 1999 έως και τις 10 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, σύμφωνα με στοιχεία από το ΝΑΤΟ. Έξι μήνες όλεθρος, ακόμα περισσότεροι μήνες προετοιμασίας του ολέθρου και μοιάζει σαν να μην πέρασε μία μέρα, σαν να μην βγήκαν ακόμα συμπεράσματα. Ο εκπρόσωπος τύπου του ΝΑΤΟ, Τ. Σέι, έγραφε τότε πως «δεν υπήρξε ποτέ πρόβλημα στη συνεργασία μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και ΝΑΤΟ», ενώ σήμερα ο Αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα, Τζέφρι Πάιατ, δεν ξεχνά να αναφέρει όπου σταθεί και όπου βρεθεί πως «οι σχέσεις ΗΠΑ – Ελλάδας είναι οι καλύτερες στην ιστορία των δυο χωρών». Τότε ήταν κυβέρνηση το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ, σήμερα είναι ο «προοδευτικός» ΣΥΡΙΖΑ.
Οι παραλληλισμοί, βέβαια, δεν σταματούν εδώ. Και τότε κάποιοι μιλούσαν για αναβάθμιση της οικονομίας της Θεσσαλονίκης, επειδή «θα συνεχίσουν να διέρχονται για πολλά χρόνια οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ στην περιοχή», και τώρα μιλούν ορισμένοι για «αναβάθμιση της οικονομίας της Αλεξανδρούπολης» αν γίνει νατοϊκή βάση ελικοπτέρων στο λιμάνι της.
Στις 13/7/1999, ο αμερικανός υπουργός άμυνας, Γ. Κοέν, δήλωνε από τη Θεσσαλονίκη: «Θέλω να τονίσω ότι υπάρχουν Έλληνες στρατιώτες δίπλα στους Αμερικανούς στρατιώτες που συνεργάζονται μαζί στον τομέα του Κοσόβου που είναι υπό έλεγχο των ΗΠΑ». Στις 02/04/2019, ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, δήλωσε κατά την επίσκεψή του στη Βόρεια Μακεδονία: «είµαστε έτοιµοι να αναλάβουµε την εναέρια αστυνόµευση στη Βόρεια Μακεδονία».
Απέναντι σε αυτή την απροκάλυπτη κυνικότητα των δηλώσεων αυτών, το μόνο ελπιδοφόρο είναι πως δεν λείπουν οι παραλληλισμοί και από την άλλη πλευρά, από την πλευρά της αντίστασης του λαού απέναντι σε όλα αυτά. Και τότε υπήρχαν ναύτες και φαντάροι που έστελναν επιστολές αγανάκτησης, και σήμερα γίνεται το ίδιο. Και τότε κάποιοι έβγαιναν στους δρόμους και διαδήλωναν, και σήμερα γίνονται πορείες προς την Αμερικανική πρεσβεία. Οι ίδιοι άνθρωποι τις κάνουν, πάντοτε με το ίδιο πείσμα και την ίδια ορμή που πηγάζει από την εντιμότητα του αγώνα τους για έναν κόσμο ανθρώπινο με περισσότερη δικαιοσύνη. Οι ίδιοι άνθρωποι που τότε και τώρα δέχονταν την επίθεση από τα αστικά κόμματα και τα ΜΜΕ, επειδή είχαν αποφασίσει να πάνε κόντρα στην υποτέλεια και τη μοιρολατρία: «Η άρνηση του ναύτη να… να συμμετάσχει στην αποστολή του αντιτορπιλικού “Θεμιστοκλής” δεν είναι ένα απλό παράπτωμα. Πιθανότατα πρόκειται για το πρώτο κρούσμα μιας σχεδιασμένης πολιτικής ανυπακοής, η οποία ευνοείται ανοιχτά, εάν δεν καθοδηγείται από το ΚΚΕ», έγραφε τότε η Καθημερινή.
Όπως δεν σταμάτησαν καθόλου αυτές τις 78 μέρες οι βόμβες, έτσι δεν σταμάτησαν να γράφονται καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του άνισου πολέμου οι αναφορές υπέρ του στις εφημερίδες. Μεταξύ των πιο χαρακτηριστικών είναι το ερώτημα που απηύθυνε στις 9 Μαΐου του 1999 ένας αρθρογράφος στο Βήμα: «Ποιο είναι σημαντικότερο για το λαό μας; Ότι περνούν νατοϊκά οχήματα ή ότι ο πληθωρισμός έπεσε κάτω από 3%». Φανταζόμαστε πως ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος δεν θα είχε κανένα δίλημμα να διαλέξει και, όπως επισημαίνει και ο Νίκος, αυτή η επιλογή είναι που διαχωρίζει την αξιοπρεπή δημοσιογραφία από την «ουδέτερη» δημοσιογραφία. Τη δημοσιογραφία που δεν ονοματίζει τους «δολοφονημένους» από το ΝΑΤΟ ως «σκοτωμένους», αλλά λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Ή για να το πούμε διαφορετικά: ειρηνευτική αποστολή έκανε το ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία ή τη βομβάρδιζε;
«Και τώρα θα πρέπει να οικοδομήσουμε ένα Κόσοβο, το οποίο τελικά θα αποτελέσει σύμβολο για το πώς θα έπρεπε να είναι τα Βαλκάνια», ανέφερε ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τ. Μπλερ, όταν η Γιουγκοσλαβία αναγκάστηκε να υπογράψει τη συμφωνία με το ΝΑΤΟ στις 10 Ιουνίου του 1999. Κι όντως, κοιτώντας σήμερα το Κόσοβο 20 χρόνια μετά, μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως καταλαβαίνουμε τι είχε ο Μπλερ στο μυαλό του όταν έκανε την παραπάνω τη δήλωση. Και ίσως, αν ήθελε, θα μπορούσε τώρα να συνεχίσει εκείνη τη δήλωση ή να δώσει τη σκυτάλη σε κάποιον άλλον για να το κάνει. Φανταζόμαστε πως θα ήταν κάπως έτσι: «Και τώρα θα πρέπει να οικοδομήσουμε μία Βόρεια Μακεδονία, που θα αποτελέσει σύμβολο για το πώς θα έπρεπε να είναι τα Βαλκάνια».
Την απάντηση για το πώς θα έπρεπε να είναι τα Βαλκάνια μας τη δίνει ένα κείμενο που γράφτηκε στον Ριζοσπάστη στις 5 Νοεμβρίου του 1992: «αν η σημαντικότερη επιδίωξη και το συμφέρον της Ελλάδας πρέπει να είναι η αποκατάσταση και η στερέωση της ειρήνης στα Βαλκάνια, τότε μόνο δεινά πρέπει να περιμένουμε από την αμερικανική πολιτική». Τα δεινά ήρθαν το 1999, γι’ αυτό και πρέπει να επαγρυπνούμε για να μην έρθουν και δεύτερη φορά στο μέλλον.
Τελειώνοντας το βιβλίο, μπορεί να έχετε θυμώσει, να έχετε απογοητευτεί και να αισθάνεστε προδομένοι ή ακόμα και ανήμποροι να αντιδράσετε. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι πως θα γνωρίζετε τρία πράγματα: τι είχε συμβεί τότε, τι δεν πρέπει να συμβεί ξανά και ποιοι είναι αυτοί που έλεγαν την αλήθεια τότε και τώρα. Κι έτσι θα μένει μόνο ένα πράγμα για να γίνει – καθόλου εύκολο, αλλά πολύ πιο ρεαλιστικό και σίγουρα με καλύτερη προοπτική για εμάς και την τάξη μας σε σχέση με όσα μας ετοιμάζουν. Ν’ αλλάξουμε πορεία πλεύσης, προτού να είναι αργά.