Ξαναδιαβάζοντας τον Αριστοφάνη σε μια «γιάφκα», στο Χαϊδάρι…
Ο Αντ. Ξένος εκλαϊκεύει το αρχαίο κείμενο· ξαναδροσίζει, μετά από τόσους αιώνες, τους χυμούς του, το κάνει θελκτικό σήμερα στον βαλλόμενο, πανταχόθεν, πολίτη αυτής της χώρας, που μαστίζεται από την οικονομική κρίση, έχει ν’ αντιμετωπίσει ένα σωρό προβλήματα και που θεωρεί πολυτέλεια το διάβασμα ενός ―ακόμα και― καλού βιβλίου.
«Πώς μας ενώνει και πώς μας δονεί του Διακογιάννη η φωνή», ο στίχος από το κλασικό τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη, που πρόσφατα στερνοταξίδεψε κι αυτός, μου ήρθε ασυναίσθητα στο μυαλό παρακολουθώντας την παρουσίαση του βιβλίου “Εκκλησιάζουσες” του Αριστοφάνη, σε ελεύθερη απόδοση Αντώνη Ξένου (εκδόσεις Όστρια).
Με τον Αριστοφάνη στη θέση του Διακογιάννη και με επιφυλάξεις για το πόσους και πόσο τους «ενώνει», αλλά με πλήρη βεβαιότητα ότι το έργο του μέγιστου κωμωδιογράφου δονεί ακόμα τις αισθήσεις και τις συνειδήσεις κάποιων απογόνων του. Και ο μεταφραστής και ηθοποιός (όπως τον γνωρίζαμε οι περισσότεροι) Αντώνης Ξένος, ένας εργάτης του θεάτρου και του πολιτισμού, με αθόρυβη διαδρομή και ουσιαστική προσφορά, έβαλε γερά το χέρι του σ’ αυτό.
Νιώθω τυχερός που βρέθηκα την Πέμπτη 2 του Μάρτη στο θεατράκι της Στέγης Πολιτισμού του Δήμου Χαϊδαρίου, σ’ αυτή τη «σύναξη των υποψιασμένων». Έπρεπε περισσότεροι να βρίσκονται εκεί εκείνο το βράδυ, όμως, όπως απάντησε με χιούμορ ο Αντ. Ξένος σε σχετικό καλοπροαίρετο πείραγμα, η πρωτοπορία πάντα αποτελούταν από λίγους…
Όχι πολλοί αλλά καλοί, λοιπόν και πρώτα και πάνω απ’ όλα υποψιασμένοι. Σίγουρα, δεν βρέθηκαν εκεί γιατί βομβαρδίζονταν επί μέρες από τα «μεγάλα» ΜΜΕ (για την εκδήλωση ούτε λόγος…), ούτε για τη «σελεμπριτέ» χρυσόσκονη των εξαιρετικών ηθοποιών (τι όμορφα, αλήθεια, που απέδωσαν τους διαλόγους από το βιβλίο!), της Ελένης Γερασιμίδου, του Ζαχαρία Ρόχα, του Μιχάλη Αλικάκου και της Αγγελικής Ξένου, που γουστάρουν να «μιλάνε» με τη δουλειά και το μεράκι τους και όχι με εξώφυλλα. Δεν βρέθηκαν επίσης εκεί, όσοι ήρθαν, για να πάρουν λάμψη από το «σταριλίκι» του κεντρικού ―μετά τον Αριστοφάνη βέβαια―, προσώπου της βραδιάς Αντώνη Ξένου, του θεατρολόγου Διονύση Ξενάκη (εξαιρετική και ζωντανή ―κείμενο και εκφορά λόγου― η ομιλία του) και της κόκκινης Λιάνας (Κανέλλη, που χαρακτήρισε «γιάφκα» και κάτι σαν αντιστασιακή πράξη τη μάζωξη), απλά γιατί οι προαναφερόμενοι είναι κομμουνιστές και, όπως είναι γνωστό σε όλους, οι κομμουνιστές έχουν ισχυρά αντισώματα για να μη προσβάλλονται από τέτοιες «ασθένειες».
Ο αθυρόστομος Αριστοφάνης κωμωδιογραφούσε τα μεγάλα πολιτικοκοινωνικά προβλήματα της εποχής του. Γνωστότερο έργο του είναι η Λυσιστράτη (το έχει αποδώσει και αυτό ο Αντώνης Ξένος και κυκλοφορεί από τις ίδιες εκδόσεις). Οι Εκκλησιάζουσες είναι το προτελευταίο έργο του Αριστοφάνη, μια πολιτική σάτιρα γραμμένη το 393 ή 392 π.Χ. Μια νύχτα οι γυναίκες της Αθήνας με αρχηγό την πανούργα Πραξαγόρα προβάλλουν ντυμένες με τα ρούχα των αντρών τους και με σχέδιο να εισχωρήσουν στη λαϊκή συνέλευση των αντρών, στην Πνύκα και να ψηφίσουν τη μεταβίβαση της εξουσίας στο γυναικείο φύλο. Την επόμενη μέρα ο σύζυγος της Πραξαγόρας Βλέπυρος που δεν βρίσκει τα ρούχα του, βγαίνοντας απ’ το σπίτι του συναντάει έναν ομοιοπαθή γείτονά του και συζητώντας αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά. Τότε εμφανίζεται ο Χρέμης από τη συνέλευση και εξιστορεί τα γεγονότα, ότι δηλαδή ο λαός αποφάσισε να παραχωρήσει την κυβέρνηση στις γυναίκες και η Πραξαγόρα είναι έτοιμη να παρουσιάσει το νέο κοινωνικό πρόγραμμα. Βάσει αυτού κάθε πολίτης οφείλει να παραδώσει τα υπάρχοντά του στο δημόσιο και όλα πλέον θα είναι κοινά. Και όταν λέμε όλα, κοινή θα είναι και η ερωτική συνεύρεση, δηλαδή, στην καθομιλουμένη, το σεξ. Με τη διαφορά ότι, σύμφωνα και με τη νέα νομοθεσία, προτεραιότητα στην σεξουαλική ικανοποίηση θα έχουν οι γηραιότερες γυναίκες… Είναι σπαρταριστές οι σχετικές σκηνές όπως τις δίνει ο Αριστοφάνης και αποδίδει με ταξικό κέφι, δημιουργική φαντασία και οξύνοια ο Αντώνης Ξένος (οι διάλογοι που διαβάστηκαν από τους ηθοποιούς στην εκδήλωση «ξεσήκωσαν» το ακροατήριο).
Έχοντας ν’ αντιμετωπίσει τη λογοκρισία της εποχής του (το καθεστώς των Τριάκοντα Τυράννων λογόκρινε αυστηρά τις παραστάσεις και είχε απαγορεύσει την πολιτική σάτιρα που απευθυνόταν σε ζωντανά πρόσωπα), ο Αριστοφάνης αναγκαζόταν να βρίσκει διάφορα τεχνάσματα. Το σεξ στην προκειμένη περίπτωση είναι το εργαλείο, η έμμεση αναφορά στο χρήμα, τον κρατικό κορβανά, την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Χαρακτηριστικές οι αναφορές (αρκετές εύστοχα «επικαιροποιημένες» από τον μεταφραστή) στην κλοπή του δημοσίου χρήματος, στο δανεισμό και τα «κόκκινα» δάνεια, στην οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση, στους άστεγους και τις εξώσεις, στο κυνήγι της εργασίας και των μόνιμα φορολογικών υποζυγίων μισθωτών και συνταξιούχων, στις εταιρείες «οφσόρ», στην εξουσία των ισχυρών της πλουτοκρατίας, στην έλλειψη διαφάνειας. Ο Αριστοφάνης δεν αφήνει στο απυρόβλητο τους πολίτες, αναδεικνύει τις ευθύνες τους για τα κακώς κείμενα στην πόλη και στο πολίτευμα, μέσα από την αδιαφορία και το βαθμό διαφθοράς του καθενός, που τους μετατρέπει από ενεργούς πολίτες σε συμμέτοχους-συνένοχους στην «κρίση» της εποχής του.
Ο Αντ. Ξένος με την απόδοσή του εκλαϊκεύει το αρχαίο κείμενο· ξαναδροσίζει, μετά από τόσους αιώνες, τους χυμούς του, το κάνει θελκτικό σήμερα στον βαλλόμενο, πανταχόθεν, πολίτη αυτής της χώρας, που μαστίζεται από την οικονομική κρίση, έχει ν’ αντιμετωπίσει ένα σωρό προβλήματα που σέρνονται μαζί και πίσω απ’ αυτή και που θεωρεί πολυτέλεια το διάβασμα ενός ―ακόμα και― καλού και ποιοτικού βιβλίου. Οι Εκκλησιάζουσες διαβάζονται ευχάριστα μονορούφι, ενισχύοντας τον προβληματισμό… των υποψιασμένων και ποτίζοντάς τον όπου δεν έχει ακόμα βλαστήσει…
Αυτό που επιβεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά, μετά και από την εκδήλωση-βιβλιοπαρουσίαση στο Χαϊδάρι είναι ότι σήμερα, σε καμιά περίπτωση, δεν έχουν χαθεί όλα. Υπάρχει ελπίδα όταν μέσα στον πολτό της παρακμής και της σήψης που καταπίνει αμάσητες ψυχές και συνειδήσεις, κάποιοι αντιστέκονται. Η αντίσταση του λαού μας που κάποτε πήρε ηρωικές, θρυλικές διαστάσεις στις κορφές των βουνών, στα οδοφράγματα της Αθήνας, στις φυλακές και μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα, δεν έπαψε να ζει και ν’ ανασαίνει.
Όταν κάποιοι, ναι πρωτοπόροι, «τρώνε την πετριά» και κατεβάζουν τον Αριστοφάνη απ’ το σκονισμένο ράφι, αναμετριούνται με το αρχαίο κείμενο και δίνουν (προσφέρουν είναι πιο σωστό) στους πολλούς τη δυνατότητα να ξεστραβωθούν (πριν τα μάτια τους αλλάξουν διαστάσεις και σχήμα και γίνουν «16:9»), τέρποντας παράλληλα και τις αισθήσεις τους, τότε υπάρχει ελπίδα.
Οι Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, σε ελεύθερη απόδοση από τον Αντωνη Ξένο (εκδ. Όστρια) είναι ένα βιβλίο σύγχρονο και «ζωντανό» που έχει πολλά να «πει» σε όποιον το διαβάσει και ταυτόχρονα ένα στοίχημα, που περιμένει να κερδηθεί από αυτόν ή αυτούς που θα «τολμήσουν» να το κάνουν παράσταση.