“Μια διαχρονικά ατίθαση χώρα” – Μεσαιωνική ιστορία της Ιταλίας 400 – 1125 μ.Χ από ιταλοελληνικά κείμενα
Μια ιστοριογραφική “terra incognita” στην ελληνόφωνη βιβλιογραφία καθίσταται προσιτή, μέσα από ένα πόνημα που αναδεικνύει τα υπόγεια ρεύματα που διαμορφώθηκαν σε μια εποχή σκοτεινή και φαινομενικά στάσιμη, τροφοδοτώντας εξελίξεις που θα ξεπερνούσαν κατά πολύ τα όρια της ιταλικής χερσονήσου.
Τι κοινό έχουν ένας παγανιστής αριστοκράτης στη δύση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με έναν υπερφιλόδοξο αυτοκράτορα του 6ου αιώνα και μια βυζαντινή πριγκίπισσα του 10ου αιώνα; Πώς μια χερσόνησος που ήταν για αιώνες στο επίκεντρο της ιστορικής εξέλιξης βυθίστηκε στο σκοτάδι της αφάνειας, κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη – που θα ‘λεγε κι ο ποιητής – αρκετή για να την ξανακαταστήσει φωτοδότη της Ευρώπης στην αυγή της πρώτης μεταχριστιανικής χιλιετίας;
Η “Μεσαιωνική Ιστορία της Ιταλίας” του Τηλέμαχου Λουγγή, για τον οποίο δε χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις, δεν έρχεται μόνο να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα σαν αυτά και πολλά ακόμα περισσότερα, αλλά κυρίως να θέσει ερωτήσεις, μια διαδικασία που πάντα αποτελεί την κινητήριο δύναμη της επιστημονικής έρευνας. Παράλληλα καλύπτει ένα μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία, όπου η ιστορία της γειτονικής χώρας κατά τους μέσους χρόνους παραδοσιακά απλώς εγκιβωτίζεται σε εγχειρίδια ευρωπαϊκής μεσαιωνικής ιστορίας ή – ακόμα συνηθέστερα – εξετάζεται παρεμπιπτόντως σε συνάρτηση με την ιστορία του Βυζαντίου. Ακριβώς όμως το γεγονός ότι η Ιταλία βρέθηκε στο μεταίχμιο των δύο κόσμων, ανατολής και δύσης, ως πολύφερνη νύφη -ακόμα και στις περιόδους της πιο βαθιάς της παρακμής- και μήλον της έριδος, είναι που καθιστά τόσο απαραίτητη αυτή την αυτοτελή μονογραφία στα ελληνικά.
Ο συγγραφέας αφήνει τις ίδιες τις πρωτογενείς πηγές, λατινικές κυρίως και δευτερευόντως ελληνικές, να μιλήσουν, όχι “αδιαμεσολάβητα”, αλλά με τον απαραίτητο σχολιασμό από πλευράς του, ενίοτε ιδιαίτερα γλαφυρά, χωρίς να λείπει ακόμα και η σκωπτική διάθεση, που τόσο απουσιάζει συνήθως από τα ακαδημαϊκά κείμενα. Με τον τρόπο αυτό, το βιβλίο διαβάζεται σχεδόν ως ένα συναρπαστικό ιστορικό μυθιστόρημα.
To ταξίδι στο χρόνο ξεκινά το 417 μ.Χ, λίγα χρόνια μετά την άλωση της Ρώμης από τον Αλάριχο και σχεδόν έξι δεκαετίες πριν την αθόρυβη, όπως τη χαρακτηρίζει ο συγγραφέας κατάλυση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την παράδοση της σκυτάλης ουσιαστικά στη νέα βαρβαρική εξουσία υπό τον Οστρογότθο ηγεμόνα Οδόακρο. Η παλιά ελίτ προσαρμόζεται στους νέους κυριάρχους με σχετικά μικρές απώλειες, ενώ η νέα προσπαθεί να ανασυστήσει το ένδοξο παρελθόν, εγχείρημα καταδικασμένο μπροστά στις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που ήδη έχουν δρομολογήσει το πέρασμα από την ύστερη αρχαιότητα στον πρώιμο Μεσαίωνα, όσο και αν δεν υπάρχουν, όπως και πουθενά στην ιστορία, στεγανά μεταξύ των διαδοχικών περιόδων.
Παράλληλα, στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας έχει ήδη αναδυθεί το άστρο της Κωνσταντινούπολης, της Νέας Ρώμης, που με ζήλο θα συνεχίσει να υπερασπίζεται για μια χιλιετία τον τίτλο της αποκλειστικής κληρονόμου και συνεχίστριας του ρωμαϊκού imperium. Η επανακατάκτηση του παλιού λίκνου της αυτοκρατορίας αποτελεί εύλογο στόχο από τη σκοπιά της βυζαντινής άρχουσας τάξης, στόχο που θα προσπαθήσει να φέρει σε πέρας ένας από τους ισχυρότερους εκπροσώπους της, που δεν είναι άλλος φυσικά από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό.
To μεγαλεπήβολο έργο της reconquista στη Δύση, προσπάθησε να παγώσει τον ιστορικό χρόνο, σε μια εποχή που οι αλλαγές σε οικονομικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο είχαν πάρει ήδη έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Εκτός από τις μεγάλες ανθρώπινες και υλικές απώλειες, η ιουστινιάνεια επανακατάκτηση κληροδότησε στην ιταλική χερσόνησο, όπως αναδεικνύει ο Λουγγής, το καθεστώς μιας ιδιόρρυθμης βυζαντινής επαρχίας, που στο πέρασμα του χρόνου θα δει τους δεσμούς με τη “μητρόπολη” να χαλαρώνουν ολοένα και περισσότερο.
Η καθημαγμένη ιταλική επικράτεια θα αποτελέσει έτσι εύκολο στόχο για ένα νέο βαρβαρικό φύλο, τους Λομβαρδούς (από το λατινικό longobardus ο “μακρυγένης”), πιο άγριο και λιγότερο δεκτικό στις ρωμαϊκές πολιτιστικές και θεσμικές επιρροές από τους Οστρογότθους του 5ου αιώνα. Από τα μέσα του 6ου αιώνα και για περίπου δύο αιώνες, οι Λομβαρδοί θα εγκαθιδρύσουν την εξουσία τους σχεδόν σε όλη τη βόρεια και σημαντικά κομμάτια της κεντρικής Ιταλίας.
Κερδισμένος από αυτή την εποχή γενικής αποσάθρωσης και παρακμής θα βγει ο παπικός θεσμός, που αυτονομείται ολοένα και περισσότερα από την Κωνσταντινούπολη, αναπτύσσοντας σταδιακά ολοένα και πιο ξεκάθαρα ανταγωνιστικά σχέδια προς το βυζαντινό αυτοκράτορα. Η Αγία Έδρα, αξιοποιώντας προπαγανδιστικά και την εικονομαχική πολιτική της δυναστείας των Ισαύρων, θα συμμαχήσει με τους άλλοτε εχθρούς Λογγοβάρδους, για να διεξαγάγει αυτό που κάποιοι ιστορικοί ονόμασαν “ιταλική επανάσταση” (όρο με τον οποίο διαφωνεί ο Λουγγής), δηλαδή την εκδίωξη των υπολειμμάτων της βυζαντινής κυριαρχίας στην κεντρική Ιταλία, με αποκορύφωμα την απώλεια της Ραβέννας το 751. Η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία θα αντιδράσει επανεπιβεβαιώνοντας εμφατικά την εξουσία της στη νότια Ιταλία, εδραιώνοντας ένα κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό ακόμα ρήγμα της περιοχής αυτής σε σχέση με την υπόλοιπη χερσόνησο, το οποίο με διάφορες παραλλαγές επιβιώνει ως και σήμερα.
Η εδραίωση της παποσύνης ως βασικού παίκτη στα πολιτικά πράγματα της δυτικής Ευρώπης επισφραγίζεται με μία ακόμα συμμαχία, αυτή τη φορά με τους Φράγκους, συμμαχία που επισφραγίζεται από τη μια με τη στέψη του Φράγκου ηγεμόνα Πιπίνου (ή Πεπίνου, όπως προτιμά ο συγγραφέας) του Βραχύ από τον – ελληνικής καταγωγής – πάπα Ζαχαρία το 751, κι από την άλλη με την παραχώρηση εδαφών από τον Πιπίνο στον πάπα, δίνοντας πια και εδαφική υπόσταση στην παπική εξουσία.
Για το συγγραφέα η αλλαγή της τάξης πραγμάτων στην κεντρική και πάνω Ιταλία σχετίζεται με το γεγονός πως φυλογενετικές κοινωνίες σαν των Λογγοβάρδων και των Φράγκων ήταν πιο έτοιμες για τη μετάβαση στη φεουδαρχία, την ώρα που οι Βυζαντινοί ιθύνοντες παρέμεναν με το βλέμμα στραμμένο στο ένδοξο, αλλά οριστικά παρωχημένο πια παρελθόν.
Σε ό,τι αφορά το γεγονός της στέψης του Καρλομάγνου, ως αυτοκράτορα της “Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας”, κάτι που επισφραγίζει και επίσημα το πολιτικό χάσμα με το Βυζάντιο, το οποίο σταθερά ως το τέλος θα υπερασπιζόταν με ζήλο τον τίτλο του μοναδικού νόμιμου κληρονόμου της Ρώμης, ο Λουγγής την αποτιμά μάλλον αρνητικά για την Ιταλία, καθώς έκτοτε μετατρέπεται σε πεδίο συγκρούσεων, ιδίως ιδεολογικών, κυρίως όμως υπονομεύονται οι δυνατότητες ενοποίησής της, που ως γνωστόν θα επέλθει πολύ αργότερα, μόλις στο τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα. Οι επόμενες δεκαετίες του 9ου αιώνα θα σημαδευτούν από την έντονη δραστηριότητα των Αράβων στη Νότια Ιταλία, αλλά και από τον ακόμα πιο έντονο κατακερματισμό μεταξύ των ιταλικών πόλεων της περιοχής, εντείνοντας τη διαφοροποίηση της περιοχής, όχι μόνο σε σχέση με την υπόλοιπη ιταλική χερσόνησο, αλλά και εσωτερικά.
Δεν προκαλεί έκπληξη ότι αφιερώνεται ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου στην άνοδο της Βενετίας σε κυρίαρχη δύναμη, όχι μόνο της Ιταλίας, αλλά και συνολικά της Μεσογείου, από το 10ο αιώνα και μετά, κάτι που εκφράζεται με τον απογαλακτισμό της από τη βυζαντινή εξουσία, στην οποία παραδοσιακά υπαγόταν από την ίδρυσή της, όσο και την επίζηλη διατήρηση της ανεξαρτησίας της έναντι των Φράγγων, παρά τις περιστασιακές συμμαχίες μαζί τους.
Με οξυδέρκεια ο Λουγγής αναδεικνύει τον παράγοντα που θα καταστήσει από το 1200 περίπου την Ιταλία στην πιο προηγμένη κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά περιοχή της Ευρώπης. Ο παράγοντας αυτός δεν ήταν παρά η επιβίωση του αστικού φαινομένου, σε βαθμό άγνωστο στην υπόλοιπη ήπειρο, κι η διατήρηση ενός μεγάλου αριθμού ελεύθερων καλλιεργητών, συνθήκες που επέτρεψαν ένα πιο ρηχό ρίζωμα της φεουδαρχίας σε σχέση με τις βορειότερες περιοχές.
Νωρίτερα, ο συγγραφέας σκιαγραφεί τον πολυτάραχο 10ο αιώνα, και τις μεταστροφές της βυζαντινής πολιτικής στην Ιταλία, δίνοντας ωστόσο έμφαση από τη μια στην παροδική παρακμή της παποσύνης κι από την άλλη στην άνοδο της γερμανικής δυναστείας των Οθωνιδών, στην οποία θα συνέβαλε φυσικά και μια από τις πιο αξιοπρόσεκτες γυναικείες παρουσίες του ανδροκρατούμενου Μεσαίωνα, που δεν ήταν άλλη από τη Θεοφανώ.
Στο γύρισμα της χιλιετίας, που δε συνοδεύτηκε από το προβλεπόμενο τέλος του κόσμου (πριν κοροϊδέψει κανείς τους ανθρώπους της εποχής για τις δεισιδαιμονίες τους, ας θυμηθεί ανάλογες αντιδράσεις στην αυγή του 2000 από τις σύγχρονες καπιταλιστικές “ορθολογικές” κοινωνίες), η Αγία Έδρα θα ξαναμπεί δυναμικά στο παιχνίδι της εξουσίας, πλέον όμως αρχίζει δειλά – δειλά να εμφανίζεται κι ένας τρίτος παίκτης, εκείνος των λαϊκών μαζών, που θα εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους για το status quo μέσω του εναγκαλισμού με αιρετικά ρεύματα στην ύπαιθρο ή τοπικών εξεγέρσεων στις πόλεις.
Η πρώιμη σε σχέση με άλλες περιοχές της Ευρώπης, οικονομική ανάπτυξη της βόρειας κυρίως Ιταλίας, από τη μια βαθαίνει τον ανταγωνισμό των ιταλικών πόλεων και το χάσμα με τον κυριαρχούμενο από βυζαντινούς μοναχούς νότο, αλλά από την άλλη δημιουργεί τους όρους για αυτό που ο Λουγγής αποκαλεί πρώτους “γενετήσιους σπασμούς της εθνικής συνείδησης”. Αυτοί εκφράζονται με απόπειρες αποτίναξης της γερμανικής επιρροής στην ιταλική χερσόνησο, που έρχονται αντιμέτωπες με εξίσου ισχυρές εσωτερικές αντιδράσεις, δείγμα του ότι αυτή η διαδικασία ιταλικής αυτοσυνειδησίας δεν πορευόταν ισόμετρα ή ομοιόμορφα.
O 11oς αιώνας θα σημάνει και το οριστικό τέλος της βυζαντινής παρουσίας στην Ιταλία, υπό την προέλαση των Νορμανδών, οι οποίοι, μετά το σχίσμα των δύο εκκλησιών το 1054, μπορούσαν να υπολογίζουν οριστικά πλέον στην παπική εύνοια κατά των εξ Ανατολών εχθρό τους. H συμμαχία ποντίφικα και Νορμανδών συμβάλλει στην επανεδραίωση της παπικής εξουσίας, η οποία επισφραγίζεται με την -φαινομενική τουλάχιστον- επικράτηση του πάπα Γρηγορίου Ζ’ εναντίον του Γερμανού αυτοκράτορα Ερρίκου Δ’ κατά τη λεγόμενη “έριδα της περιβολής”, που εξέφρασε την αναμέτρηση των δύο βασικών πόλων της φεουδαρχικής εξουσίας, με τελικά αμφίρροπο αποτέλεσμα. Το πραγματικά ενδιαφέρον σε αυτή την αντιπαράθεση αυτοκράτορα και πάπα είναι για το συγγραφέα η στάση που θα τηρήσουν πόλεις του ιταλικού βορρά που ήδη βρισκόταν στη δική τους τροχιά πολιτικής αυτονόμησης, μη διστάζοντας να αλλάζουν πλευρά αυστηρά με βάση τα κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα των ηγετικών στρωμάτων σε αυτές, τα οποία ολοένα και περισσότερο προέρχονταν από στρώματα εμπόρων και βιοτεχνών που άνοιγαν το δρόμο σε μια αστικού τύπου ανάπτυξη, συνοδευόμενη από μια εξαιρετική για την εποχή πολιτιστική άνθιση.
Αντίθετα, το Βυζάντιο θα παραμείνει στάσιμο και οπισθοδρομικό, με την αριστοκρατία της γης να κινεί τα ηνία και να καταπνίγει τη διαμόρφωση μιας εντόπιας εμποροβιοτεχνικής τάξης ως φορέα κοινωνικοπολιτικών αλλαγών. Βασικότερη τροχοπέδη σε μια τέτοια εξέλιξη ήταν η γνωστή παραχώρηση εμπορικών προνομίων από τη δυναστεία των Κομνηνών στις ιταλικές ναυτικές δυνάμεις με προεξάρχουσα τη Βενετία, καίτοι αξίζει να σημειωθεί πως ο Λουγγής αποφεύγει να απαντήσει στο ερώτημα που ο ίδιος θέτει, αν αυτή η ολέθρια μακροπρόθεσμα για τη βυζαντινή αυτοκρατορία πρακτική απέρρεε από αντικειμενική ανάγκη ή ως απόρροια ταξικού ενστίκτου αυτοσυντήρησης της γαιοκτητικής βυζαντινής ελίτ.
Η έλλειψη αφορισμών και τελεσίδικων ετυμηγοριών είναι βέβαια ένα χαρακτηριστικό που διατρέχει όλο το έργο, όπως και τον επίλογό του. Eπιβεβαιώνεται έτσι αυτό που λέγαμε και στην αρχή του κειμένου, πως κάθε θεράπων της Κλειούς οφείλει πρωτίστως να θέτει ερωτήματα παρά να σερβίρει έτοιμες απαντήσεις, προσφέροντας αυτό που συνηθίζουμε ελέω αγγλοσαξωνικού μεταφραστικού δανείου να αποκαλούμε “τροφή για σκέψη”.