Νίκος Μαραντζίδης, «Στη σκιά του Στάλιν» – Στη σκιά του καπιταλισμού, η αιώνια σκοτεινιά των απολογητών του
Η Ιστορία του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος είναι γεμάτη από αποτυχημένους προφήτες που προέβλεψαν ή και θέλησαν να επιβάλουν με νόμους και όπλα το τέλος του κομμουνισμού. Οι περισσότεροι ήταν πολύ ικανότεροι ή πολύ δυνατότεροι από τους σύγχρονους μιμητές τους, αλλά όλοι τους ανίσχυροι μπροστά στην ίδια την ιστορική εξέλιξη, στην ίδια την ταξική πάλη.
Του Κώστα Σκολαρίκου, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνου του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ
Κάθε βιβλίο Ιστορίας δεν αποτελεί ένα άθροισμα ιστορικών πηγών, ούτε οι εκτιμήσεις του μια απλή προέκταση των ιστορικών ντοκουμέντων. Την επιλογή της θεματολογίας και των αντίστοιχων ντοκουμέντων, τη μέθοδο της ιστορικής μελέτης και πολύ περισσότερο τα πορίσματα της ιστορικής έρευνας τα επηρεάζει η πολιτική και ταξική τοποθέτηση του ιστορικού – συγγραφέα του.
Αυτό πρέπει να θεωρείται δεδομένο σε μια κοινωνία ταξικής εκμετάλλευσης, αφού όσοι όρκοι επιστημονικής αντικειμενικότητας κι αν δοθούν, δεν είναι ικανοί να υπερβούν το ταξικό χάσμα ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και στους υπό εκμετάλλευση. Με αυτήν την έννοια, κάθε βιβλίο κάθε ιστορικού που υπερασπίζεται την καπιταλιστική εκμετάλλευση δεν είναι δυνατόν να αντικρίζει την Ιστορία από τη σκοπιά των συμφερόντων και των πόθων των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων.
Ωστόσο, στην περίπτωση του Ν. Μαραντζίδη δεν μπορούμε να μιλήσουμε απλά για έναν αστό ιστορικό που αντιμετωπίζει τα ιστορικά τεκταινόμενα μέσα από τα «ταξικά γυαλιά» του. Και αυτό γιατί προχωρά παραπέρα, αφού σκόπιμα επιχειρεί να «προσαρμόσει» τα ιστορικά γεγονότα στην προκρούστεια κλίνη των απαιτήσεων ενός προκατασκευασμένου αντικομμουνιστικού αφηγήματος – ιδεολογήματος.
Επομένως, κάθε βιβλίο του Μαραντζίδη δημιουργεί σε κάθε επίδοξο κριτικό του το ίδιο πρόβλημα: Από πού να αρχίσει την κριτική του; Διότι δίπλα στις αρχειακές πηγές, το περιεχόμενο των οποίων αποδίδεται συχνά παραπλανητικά, συνυπάρχουν συνειδητές στρεβλώσεις, εσκεμμένες παραλείψεις, μισές αλήθειες (χειρότερες κι από ψέματα), επιλεκτικές (και συμβατές με το αντικομμουνιστικό αφήγημα) προσωπικές μαρτυρίες, προβληματικές εκτιμήσεις και μια επιλεκτικά διφορούμενη γλώσσα. Ολα μαζί επιδιώκουν να προωθήσουν τις πολιτικές και ταξικές στοχεύσεις του συγγραφέα.
Από αυτήν τη σκοπιά, το πρόσφατο βιβλίο του Ν. Μαραντζίδη «Στη σκιά του Στάλιν» (εκδ. «Μεταίχμιο», Αθήνα, 2023) κινείται στις ράγες των προηγούμενων, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις.
Βέβαια, ο Μαραντζίδης επιχειρεί να μεταφέρει το επίκεντρο της ιστορικής τεκμηρίωσης των θέσεών του, από τον χαοτικό και αντιφατικό κόσμο των προσωπικών μαρτυριών, στον επιστημονικά «στιβαρότερο» κόσμο των ιστορικών αρχείων. Παράλληλα, φροντίζει να λειάνει παλιότερες εξόφθαλμα λαθεμένες και αντιδημοφιλείς τοποθετήσεις του. Για παράδειγμα, δεν αποδίδει την τεράστια ανάπτυξη και επιρροή του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ στην Ελλάδα της τριπλής φασιστικής Κατοχής στην οικονομική στήριξη που του παρείχαν οι Βρετανοί ή στη βία που ασκούσε, όπως υποστήριζε παλιότερα1. Ούτε επιχειρεί να δικαιολογήσει τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Ομως, η όποια μεθοδολογική και ερμηνευτική αναδίπλωσή του δεν είναι αποτέλεσμα μιας κάποιας επιστημονικής ανέλιξής του. Αντίθετα, αποτελεί συνέπεια της πολεμικής που του ασκήθηκε και της θέλησής του να παρουσιαστεί ως περισσότερο αντικειμενικός. Με αυτόν τον τρόπο, επιχειρεί να καταστήσει τις αντικομμουνιστικές θέσεις του πιο ευκολοχώνευτες και επομένως αποδεκτές από ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, έτσι ώστε το βιβλίο του να αποτελέσει βιβλίο αναφοράς για την Ιστορία του ΚΚΕ2. Ετσι κι αλλιώς, ο πιο εκλεπτυσμένος αντικομμουνισμός διευκολύνει και διευκολύνεται από την πρόσφατη πολιτική του σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ποιος είναι ο σκοπός της έρευνας;
Η έρευνά του, που σημειώνουμε ότι χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ και το αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Yale, είναι συμβολή στην προσπάθεια για αποδυνάμωση του ΚΚΕ και του κομμουνιστικού κινήματος.
Η εκτίμηση αυτή φανερώνεται ξεκάθαρα στον επίλογο του έργου του, όπου αναφέρει:
«…από τις πρώτες ημέρες της ύπαρξής του ένα ανθεκτικό, χαρακτηριστικό και πολύ διακριτό γνώρισμα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος ήταν ο διττός χαρακτήρας του: το σεχταριστικό και νομιμόφρον προς το διεθνές κομμουνιστικό κέντρο κόμμα συνυπήρχε και ανταγωνιζόταν με τις “λικβινταριστικές” τάσεις – με άλλα λόγια με την προθυμία σύναψης συμμαχιών με τους σοσιαλδημοκράτες – οι οποίες αναπόφευκτα ταυτίζονταν με την επιθυμία για ορισμένη ανεξαρτησία από το κέντρο και για κάποια χαλάρωση των κομμουνιστικών οργανωτικών πειθαρχιών (συμπεριλαμβανομένης της κατά καιρούς επιθυμίας απαλλαγής από το “Κ”, δηλαδή το κομμουνιστικό στον τίτλο του κόμματος). Ωστόσο, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε άλλα κομμουνιστικά κόμματα, στην ελληνική περίπτωση η στρατηγική της ιδεολογικής και οργανωτικής αγκύλωσης και νομιμοφροσύνης προς τη Μόσχα υπερίσχυε ανελλιπώς της στρατηγικής του “λικβινταρισμού” μέχρι το 2012, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα μη κομμουνιστικό κόμμα, αν και ανήκον στη ριζοσπαστική Αριστερά, απέκτησε ηγεμονική θέση στους κόλπους της ελληνικής Αριστεράς. Αλλά τότε υπήρξε μια ουσιώδης διαφορά: δεν υπήρχε πλέον η ΕΣΣΔ να επηρεάσει τις εξελίξεις ή έστω να αποτελέσει ένα μοντέλο αναφοράς»3.
Δεν θα ασχοληθούμε με διάφορες προβληματικές διατυπώσεις και εκτιμήσεις του παραπάνω αποσπάσματος. Σε αυτό αναφερόμαστε μόνο γιατί, εμμέσως αλλά σαφώς, ο Μαραντζίδης ανακοινώνει ότι διαχρονικά υπερασπίζεται εκείνες τις δυνάμεις που ήθελαν να αλώσουν το ΚΚΕ από τα μέσα, να το μετατρέψουν σε έναν ακίνδυνο σοσιαλδημοκρατικό φορέα. Γι’ αυτό και μνημόνευσε στη διάρκεια της βιβλιοπαρουσίασης τον Γρηγόρη Φαράκο ως τον σημαντικότερο κομμουνιστή ηγέτη μεταπολεμικά. Επιπλέον, εκτιμά ότι αυτές οι προσπάθειες βρήκαν δικαίωση το 2012, με την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ.
Το αφήγημα
Δεν θα επικεντρώσουμε στην ανάδειξη ιστορικών λαθροχειριών και διαστρεβλώσεων του Μαραντζίδη4, κάτι που άλλωστε δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου. Γι’ αυτό και θα μείνουμε, προς το παρόν, στο αντικομμουνιστικό αφήγημα που προβάλλει. Το βασικό επιχείρημα του Μαραντζίδη είναι ότι οι κομμουνιστές πίστευαν μεταφυσικά στη σοσιαλιστική επανάσταση και στην πάλη για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο:
«Ο κομμουνιστής έπαιρνε δύναμη από τον παγκόσμιο χαρακτήρα της ιδεολογίας του και διαμόρφωνε βεβαιότητες, τις βεβαιότητες μιας τελεολογίας, μιας πίστης σχεδόν θρησκευτικού χαρακτήρα…»5.
Η απόπειρα παραλληλισμού του κομμουνιστικού κινήματος με τη θρησκευτική πίστη υπενθυμίζεται διαρκώς στον αναγνώστη μέσα από τον χαρακτηρισμό κομμουνιστών ως «χιλιαστών», «ιησουιτών» κ.λπ. Η προσπάθεια αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία, ούτε και καινοτόμα. Ωστόσο, επιτρέπει στον συγγραφέα να πραγματεύεται το εργατικό κίνημα και κατά προέκταση τη συνειδητή του πρωτοπορία, τους κομμουνιστές, όχι ως γέννημα της υπαρκτής υλικά ταξικής πάλης, αλλά ως μια πίστη, μια δοξασία προερχόμενη από τον νεφελώδη κόσμο των ιδεών. Μια δοξασία ανίκανη να εφαρμοστεί, αλλά ικανή να κατανοηθεί ψυχολογικά.
Ετσι, ξεμπλέκει εύκολα με την αιτιολόγηση της κίνησης εκατομμυρίων μαζών εργατικών – λαϊκών δυνάμεων διεθνώς, παρουσιάζοντάς τη, λίγο έως πολύ, ως ψευδαίσθηση ή ως συλλογική παράνοια. Παράλληλα, αποκρύπτει τη δική του στράτευση υπέρ της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, που παρουσιάζεται έντεχνα ως φυσική και ορθολογική.
Το χτύπημα του προλεταριακού διεθνισμού
Η παρουσίαση της πάλης για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού ως απόρροιας θρησκευτικής πίστης δίνει στη συνέχεια τη δυνατότητα στον Μαραντζίδη να ερμηνεύσει με εξίσου ανορθολογικούς όρους τη στήριξη των κομμουνιστών στην ΕΣΣΔ και στην Κομμουνιστική Διεθνή:
«Αυτό το διεθνές κέντρο δεν ήταν απλώς συμβολικό ούτε θεωρητικό. Ούτε ήταν απλώς δύναμη, όπως κάποιοι νομίζουν. Ηταν ένα εκπληκτικό σύνολο ανθρώπων και δικτύων, που έχοντας ενθουσιασμό, αυταπάρνηση και πόρους υπηρετούσαν τον ίδιο σκοπό: την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ και, μέσω αυτής, την παγκόσμια επανάσταση, όπως πίστευαν. Αν κάτι θέλω να αναδείξω στο βιβλίο ετούτο, είναι ακριβώς η εντυπωσιακά πολύπλοκη παγκόσμια διάσταση ενός κινήματος που ξεπέρασε τα σύνορα με τέτοιον τρόπο που, μέχρι σήμερα, μόνο οι μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες μπορούν να υπερηφανευτούν ότι το έχουν κάνει».
«Οι αντισοβιετικοί κομμουνισμοί (πρωτίστως οι τροτσκιστές στην αρχή, σταδιακά και οι άλλοι) αποτέλεσαν σέχτες ή αιρέσεις στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας θρησκείας που το δικό της Βατικανό ήταν η Μόσχα»6.
Για τον Μαραντζίδη, λοιπόν, η συγκρότηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων και της Κομμουνιστικής Διεθνούς σχετίζεται αποκλειστικά με αυτήν τη «μεταφυσική», «θρησκευτική πίστη» στην παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση. Καμία σημασία δεν δίνει στην προηγούμενη ανάπτυξη του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος, στα εργατικά κινήματα που εμφανίστηκαν ήδη από την εποχή των αστικών επαναστάσεων, στη συγκρότηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Καμία σημασία δεν αποδίδει στην εργατική – λαϊκή αντίδραση στον Α’ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο, στην επίδραση της νικηφόρας Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, στο ξέσπασμα άλλων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και εξεγέρσεων μετά το τέλος του πολέμου. Ειδικά για την Οκτωβριανή Επανάσταση, θέλοντας να σβήσει τη διεθνή σημασία της κοινωνικής – πολιτικής σοσιαλιστικής επανάστασης, την εξομοιώνει με την επίδραση μονοθεϊστικών θρησκειών.
Ανάλογα, στην περίπτωση της Ελλάδας, «ξεχνά» τη δοκιμαζόμενη εργατική τάξη στις αρχές του 20ού αιώνα, τα θύματα των πολεμικών αναμετρήσεων και τους πρόσφυγες, τους αγώνες όλων των προηγούμενων και την ανάγκη ανάδειξης μιας πολιτικής πρωτοπορίας σε αυτούς τους αγώνες. Εξίσου αποσιωπά ότι όλες οι αποφάσεις του ΣΕΚΕ και μετέπειτα του ΚΚΕ δοκιμάστηκαν και κρίθηκαν όχι στο πλαίσιο θεολογικών αναζητήσεων, αλλά σε συνθήκες σκληρών ταξικών αναμετρήσεων, όπως ενάντια στην πείνα και την επιστράτευση την περίοδο της τριπλής φασιστικής Κατοχής. Ετσι διαμορφώθηκαν οι ισχυροί δεσμοί των κομμουνιστών με τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις.
Στόχος του Μαραντζίδη είναι να αποκρύψει τον διεθνή χαρακτήρα της ταξικής πάλης, ο οποίος αποτελεί το υπόβαθρο της διεθνούς οργάνωσης της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό παρουσιάζεται ακόμα και να «ξεχνά» ότι πολύ πριν από τους μπολσεβίκους, την Οκτωβριανή Επανάσταση και την Κομμουνιστική Διεθνή, οι Μαρξ και Ενγκελς πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση της Α’ Διεθνούς των Εργατών. Η τελευταία ξεπέρασε τα εθνικά σύνορα και παρήκμασε έπειτα από την ήττα της Παρισινής Κομμούνας, αφού πρώτα επιχείρησε να συντονίσει την κοινή δράση των εργατών στις δύο όχθες του Ρήνου και μάλιστα εν μέσω πολέμου.
«Ξεχνά» ακόμα τη συγκρότηση της Β’ Σοσιαλδημοκρατικής Διεθνούς, καθώς και ότι όταν η πλειοψηφία των κομμάτων – μελών της αθέτησαν την κοινή τους υπόσχεση να μετατρέψουν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε σοσιαλιστική επανάσταση, μια σειρά από κόμματα (όπως αυτό των μπολσεβίκων), οι επαναστατικές πτέρυγες άλλων και συνδικαλιστικές οργανώσεις επιχείρησαν να συντονίσουν την αντιπολεμική τους δράση. Φυσικά, αυτό προϋπέθετε τη συνειδητοποίηση των κοινών συμφερόντων εθνικά διαφορετικών τμημάτων της εργατικής τάξης ενάντια στους κοινούς τους ταξικούς εχθρούς, την αποδοχή δηλαδή του προλεταριακού διεθνισμού και της διεθνικής οργάνωσης των επαναστατών σοσιαλιστών.
Με άλλα λόγια, η διεθνής οργάνωση του κομμουνιστικού κινήματος δεν αποτέλεσε ένα κάποιο σοβιετικό εφεύρημα – όπως θέλει να μας πει ο Μαραντζίδης – αλλά συνέχεια της συνολικής πορείας του εργατικού συνδικαλιστικού και σοσιαλιστικού κινήματος, που ανδρώθηκε και ωρίμασε στο πλαίσιο των ταξικών αντιθέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Εξάλλου, ο Μαραντζίδης που τάσσεται αναφανδόν υπέρ των διακρατικών καπιταλιστικών ενώσεων (ΕΕ, ΝΑΤΟ κ.λπ.) και των διαφόρων διεθνών καπιταλιστικών οργανισμών (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ κ.λπ.), που φτιάχτηκαν για να υπηρετούν και να θωρακίζουν την καπιταλιστική εξουσία, ο Μαραντζίδης που χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ και το αμερικανικό Πανεπιστήμιο Yale για να εκπονήσει αυτήν την έρευνα, πάει πολύ να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του επειδή η εργατική τάξη που είναι διεθνής δύναμη επιχειρεί να συνενωθεί σε διεθνή κλίμακα, με ενιαία επαναστατική στρατηγική απέναντι στα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα. Αυτό που θέλει είναι η εργατική τάξη κάθε χώρας να παραμένει «εθνική», να σέρνεται δηλαδή πίσω από το άρμα της εγχώριας αστικής τάξης και των διεθνών συμμάχων της.
Γι’ αυτό και κατηγορεί το ΚΚΕ – που διαφύλαξε ως κόρη οφθαλμού τον προλεταριακό διεθνισμό σε όλη του την ιστορική διαδρομή και με κάθε τίμημα – ως υπαγόμενο ουσιαστικά σε ξένο κέντρο. Επαναφέρει τις διατυπώσεις των έκτακτων στρατοδικείων του μετεμφυλιακού κράτους, απλά σημειώνοντας ότι οι κομμουνιστές δεν ήταν ξένοι πράκτορες από συμφέρον, αλλά από αντίληψη, ή, για να το πούμε με όρους Μαραντζίδη, από «πίστη». Το συμπέρασμα δεν αλλάζει, αν και γίνεται πιο ευκολοχώνευτο σε πλατύτερο κοινό, καθιστώντας την αντικομμουνιστική προπαγάνδα αποδοτικότερη.
Φυσικά, τα προηγούμενα δεν αρκούν για να απαντηθεί ένα ερώτημα που του τέθηκε στη διάρκεια της βιβλιοπαρουσίασής του (Μέγαρο Μουσικής, 24 Μάρτη 2023): Γιατί το ΚΚΕ, αν και βρισκόταν στη σκιά της ΕΣΣΔ, συνεχίζει να υπάρχει 32 χρόνια μετά τη διάλυσή της;
Δεν μπόρεσε να απαντήσει, ακριβώς γιατί το κομμουνιστικό κίνημα και το ΚΚΕ αποτελούν αντανάκλαση και καρπό της ταξικής πάλης, που συνεχίζεται και κινεί την Ιστορία, και όχι μια δοξασία.
Τα ερείσματα του Μαραντζίδη
Ωστόσο, στην προπαγάνδα του υπέρ του καπιταλισμού ο Μαραντζίδης επιχειρεί να αξιοποιήσει αδυναμίες και προβλήματα στη σοβιετική εξωτερική πολιτική, καθώς και την ιδεολογικοποίησή της από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα. Αυτές δεν συνδέονται, όπως υποστηρίζει ο Μαραντζίδης, με τη θεωρία της επικράτησης του «σοσιαλισμού σε μία χώρα», που αποδίδει λαθεμένα στον Στάλιν7, για να επιβεβαιώσει το αφήγημά του και τον τίτλο του βιβλίου. Σχετίζονται πρώτιστα με τις επεξεργασίες που επικράτησαν στο ΚΚΣΕ και στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, ιδιαίτερα λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο και στη διάρκειά του.
Οπως έχει σημειωθεί προ τριετίας σε σχετικό άρθρο του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ:
«Οι μάχες στο Στάλινγκραντ ήταν το σημείο αναφοράς στην έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ακόμα και από μη κομμουνιστικές δυνάμεις, ανεξάρτητα από τον βαθμό ταξικής πολιτικής συνειδητοποίησής τους. Στη συνέχεια, η απελευθέρωση από τον Κόκκινο Στρατό χωρών κατεχόμενων από τις δυνάμεις του Αξονα πολιτικά ενίσχυσε τις εγχώριες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις.
Δηλαδή, πλησιάζοντας προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήδη από το φθινόπωρο του 1944 υπάρχει μια σημαντική αλλαγή στον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων: Το ένα μπλοκ του διασπασμένου διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος έχει σχεδόν ηττηθεί, η Σοβιετική Ενωση δεν είναι απομονωμένη κι έχει μεγάλη απήχηση τουλάχιστον στη διεθνή εργατική τάξη, ενώ το άλλο μπλοκ των καπιταλιστικών κρατών, με αιχμή του δόρατος ΗΠΑ – Ην. Βασίλειο, εμφανίζεται ως “δημοκρατικό” – σύμμαχο της ΕΣΣΔ, αλλά μεθοδικά εργάζεται για τη νέα αποδυνάμωσή της.
Σε αυτές τις νέες συνθήκες, η Σοβιετική Ενωση επιδίωξε έναν νέο, ευνοϊκότερο συσχετισμό δυνάμεων, κυρίως προς τα δυτικά σύνορά της.
Ετσι, οι συζητήσεις – διαπραγματεύσεις μεταξύ των ταξικά διαφορετικών σύμμαχων κρατών (ΕΣΣΔ – ΗΠΑ – Ην. Βασίλειο) δεν αφορούσαν μόνο την αντιμετώπιση των εχθρικών δυνάμεων, αλλά και την προοπτική ανακωχής με τις εμπόλεμες δυνάμεις (ποιες δυνάμεις των κρατών του Αξονα θα υπέγραφαν τις συμφωνίες, με τι όρους κ.λπ.). Εκ των πραγμάτων η Αντιφασιστική Συμμαχία άγγιζε και το μεταπολεμικό πολιτικό καθεστώς αυτών των χωρών.
Το βέβαιο είναι ότι η ταξική πάλη διέτρεχε την αντιπαράθεση μεταξύ της ΕΣΣΔ και των καπιταλιστικών κρατών ΗΠΑ και Ην. Βασιλείου και κατά τις διαπραγματεύσεις. Η Σοβιετική Ενωση ενδιαφερόταν οι γειτονικές της χώρες να μπουν σε διαδικασία μιας πιο σταθερής συμμαχίας μαζί της, στην κατεύθυνση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ενώ οι ΗΠΑ και το Ην. Βασίλειο ενδιαφέρονταν να εξασφαλίσουν την καπιταλιστική κυριαρχία στην Ευρώπη, σε όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες, οπωσδήποτε στη Μεσόγειο, στα Βαλκάνια και ειδικότερα στην Ελλάδα.
Οπως αποδεικνύουν όλα τα μετέπειτα στοιχεία, προερχόμενα από αρχεία καπιταλιστικών κρατών, αλλά και της ΕΣΣΔ, οι ηγεσίες και οι υπηρεσίες των “συμμάχων” καπιταλιστικών κρατών, ήδη μεσούντος του πολέμου, εργάζονταν πυρετωδώς για την “επόμενη μέρα” με καθαρό ταξικό προσανατολισμό, την ισχυροποίηση του καπιταλισμού. Αυτό αφορούσε και τις στοχεύσεις τους για την ΕΣΣΔ, με σχέδια και πρακτικές διάβρωσης του σοσιαλισμού από τα μέσα, αξιοποιώντας την προσέγγιση της ΕΣΣΔ, μέσω των πολυποίκιλων διπλωματικών, στρατιωτικών, οικονομικών αντιπροσωπειών και μηχανισμών τους. Ταυτόχρονα, έθεταν τα θεμέλια νέων ιμπεριαλιστικών ενώσεων, οικονομικοπολιτικών (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ), διακρατικών ενώσεων, όπως ΟΟΣΑ, ΟΗΕ, μέσω των οποίων θα εγκλώβιζαν τη σοβιετική εξωτερική πολιτική, ταξικά θα την απονεύρωναν. Επίσης, προετοιμάζονταν και για νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους με νέα όπλα, όπως η ατομική βόμβα, την οποία άλλωστε δοκίμασαν στην Ιαπωνία χωρίς να υπάρχει στρατιωτικός επιχειρησιακός λόγος, μόνο ως απειλή προς την ΕΣΣΔ. Αλλά και μετά από τη λήξη του πολέμου, γρήγορα πέρασαν σε πιο φανερές επιθετικές ενέργειες, π.χ. το Δόγμα Τρούμαν που ουσιαστικά σηματοδοτούσε τον “Ψυχρό Πόλεμο”, το Σχέδιο Μάρσαλ για την καπιταλιστική οικονομική ανόρθωση της Ευρώπης και ειδικότερα της ΟΔΓ, ενώ στη συνέχεια ιδρύθηκε η στρατιωτικοπολιτική συμμαχία του ΝΑΤΟ. Εκμεταλλεύτηκαν τη σύγχυση ή και τον πλήρη αποπροσανατολισμό που δημιουργούσε η Αντιφασιστική Συμμαχία στη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, σε δεκάδες ΚΚ των χωρών που με τον έναν ή άλλο τρόπο γνώρισαν τον πόλεμο (Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο, Αυστρία κ.λπ.), κέρδισαν χρόνο, κυρίως στην κρίσιμη για την αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας περίοδο 1944 – 1945.
Ομως και ο οπορτουνιστικός εγκλωβισμός του κομμουνιστικού κινήματος σε κράτη όπως οι ΗΠΑ και το Ην. Βασίλειο έγινε αιτία το κομμουνιστικό κίνημα να στερηθεί την αναγκαία προλεταριακή διεθνιστική αλληλεγγύη σε κράτη με συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, όπως στην Ελλάδα και την Ιταλία. Αντίθετα, τα ΚΚ των ΗΠΑ, του Ην. Βασιλείου, της Γαλλίας έγιναν φορείς καλλιέργειας της καταστροφικής για το εργατικό κίνημα αντίληψης περί στήριξης δημοκρατικών αντιφασιστικών ή αντιμονοπωλιακών αστικών κυβερνήσεων.
Το βέβαιο είναι ότι το επαναστατικό εργατικό κίνημα βρέθηκε χωρίς επαναστατική στρατηγική κατά την έκβαση και λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αυτό συνέβαλε και η ιδεολογικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ, ακόμη και των τακτικών ελιγμών της, για την οποία ευθύνεται και το ίδιο το ΚΚΣΕ»8.
Μόνο που ο Μαραντζίδης δεν ενδιαφέρεται για τα προηγούμενα. Και λογικό είναι… Προσανατολισμένος στην υπεράσπιση της καπιταλιστικής εξουσίας, χρησιμοποιεί τις αδυναμίες στις επεξεργασίες του ΚΚΕ και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος για να προάγει και πάλι το κεντρικό του αντικομμουνιστικό αφήγημα – ιδεολόγημα.
Στην πραγματικότητα, όμως, η έλλειψη επαναστατικής στρατηγικής δεν απειλούσε μόνο το ΚΚΕ, αλλά και την ίδια την ΕΣΣΔ, στον βαθμό που συνέτεινε τόσο στην αποδυνάμωσή της στον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων όσο και στην εσωτερική διάβρωσή της. Αντίθετα, η υιοθέτηση μιας επαναστατικής στρατηγικής θα τροποποιούσε τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, μειώνοντας τους κινδύνους για την ίδια την ΕΣΣΔ και ανοίγοντας τον δρόμο ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας σε άλλες χώρες.
Η προηγούμενη δυνατότητα αποδείχθηκε από την Κινεζική Επανάσταση, κι αυτό δεν αναιρείται από τη μετέπειτα πορεία της ΛΔ Κίνας.
Η σύγκλιση του Μαραντζίδη με τον ΣΥΡΙΖΑ
Η πρόσφατη σύμπλευση του Μαραντζίδη με τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ενός συγγραφέα με οργανική σχέση με ιμπεριαλιστικά κέντρα, είναι το άλλο πρόσωπο της ολοκλήρωσης της μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ από οπορτουνιστικό (ως ΣΥΝ αρχικά) σε αστικό κόμμα. Γεγονός που στην ιστοριογραφική του προέκταση σηματοδοτείται από την ταύτισή του με τις αντιλήψεις της αστικής ιστοριογραφίας.
Αυτό φανερώνει η προσπάθεια αποστασιοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ από ιστορικούς και αντίστοιχες επεξεργασίες που, αν και προέρχονται από τις γραμμές ή από τη θεωρητική παράδοσή του, τώρα λογίζονται ως ξένο σώμα. Ετσι κι αλλιώς, δεν θέλει πλέον να παρουσιάζεται ως συνέχεια του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, όπως λάθρα επιχειρούσε κάποτε, αλλά ως η αριστερά του αστικού πολιτικού συστήματος.
Το ίδιο φανερώνει η πρόσκληση του Μαραντζίδη στο φεστιβάλ της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, η παρουσίασή του ως μεγαλύτερου ιστορικού για τη δεκαετία του 1940 από τον Κωστή Καρπόζηλο, δηλαδή τον αρμόδιο για τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (που στο μεγαλύτερό τους μέρος αποτελούν το κλεμμένο Αρχείο του ΚΚΕ και στεγάζονται στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ).
Το ίδιο φανερώνουν η παρουσία του Γιάννη Ραγκούση στη βιβλιοπαρουσίαση και στη διάρκειά της η ρητή διαβεβαίωση του Καρπόζηλου ότι «η υπόθεση του κομμουνισμού τελείωσε οριστικά το 1991». Αυτό, πέρα από τον Μαραντζίδη, φαίνεται να ευχαρίστησε τους άλλους σοσιαλδημοκράτες συνδαιτυμόνες του στο πάνελ (Γιώργο Καμίνη, Μαριλένα Κοππά). Σίγουρα θα ευχαριστούσε και τον υφυπουργό Παιδείας Αγγελο Συρίγο, που ήταν προγραμματισμένο να συμμετέχει στην αρχική βιβλιοπαρουσίαση αλλά η τελευταία ακυρώθηκε, έπειτα από το έγκλημα στα Τέμπη.
Εμείς θα τον λυπήσουμε! Η Ιστορία του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος είναι γεμάτη από αποτυχημένους προφήτες που προέβλεψαν ή και θέλησαν να επιβάλουν με νόμους και όπλα το τέλος του κομμουνισμού. Οι περισσότεροι ήταν πολύ ικανότεροι ή πολύ δυνατότεροι από τους σύγχρονους μιμητές τους, αλλά όλοι τους ανίσχυροι μπροστά στην ίδια την ιστορική εξέλιξη, στην ίδια την ταξική πάλη.
- Παραπομπές:
1. Στάθης Ν. Καλύβας – Ν. Μαραντζίδης, «Τα εμφύλια πάθη. 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο», σελ. 363 και 135 – 145 αντίστοιχα.
2. Οπως ομολογεί στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο «έτερος Καππαδόκης» Στ. Καλύβας.
3. Νίκος Μαραντζίδης, ό.π., 356 – 357.
4. Για του λόγου το αληθές, επιλέγουμε ορισμένες από τις «χτυπητές» ιστορικές ανακρίβειες και τις εμφανείς στρεψοδικίες που περιλαμβάνονται στο νέο βιβλίο.
Ο Μαραντζίδης υποστηρίζει αρχικά ότι και μόνο η ονομασία ΚΚΕ και όχι Ελληνικό ΚΚ είναι ενδεικτική της αντίληψης της Κομμουνιστικής Διεθνούς περί του χαρακτήρα του ελληνικού έθνους – κράτους (ό.π. σελ 115-116)
Ωστόσο, όπως είναι ευρύτερα γνωστό, ένας από τους 21 όρους για την προσχώρηση στην Κομμουνιστική Διεθνή – τον οποίο λειψό αναφέρει σε προηγούμενες σελίδες και ο Μαραντζίδης – προέβλεπε: «… όλα τα κόμματα που ανήκουν στην Κομμουνιστική Διεθνή πρέπει ν’ αλλάξουν όνομα. Κάθε κόμμα που θέλει να προσχωρήσει στην Κομμουνιστική Διεθνή πρέπει να πάρει τον τίτλο: Κομμουνιστικό Κόμμα της τάδε χώρας (Τμήμα της Γ’ Κομμουνιστικής Διεθνούς)».
Στη συνέχεια, θα σημειώσει για την εκλογή του Νίκου Ζαχαριάδη στη θέση του Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ:
«Ετσι, η ανάδειξη του Ζαχαριάδη αποτέλεσε μια πρωτοφανή και μοναδική εμπειρία για το ΚΚΕ, που συνδέθηκε με το φαινόμενο της προσωπολατρίας, το οποίο στιγματίστηκε αργότερα, μετά τον θάνατο του Στάλιν. Υπό την ηγεσία του, γράφτηκαν αναρίθμητα άρθρα στον κομματικό τύπο και σε άλλα έντυπα του κόμματος, που εκθείαζαν τις αρετές του» (ό.π. σελ 163).
Ωστόσο δεν υπάρχουν «αναρίθμητα άρθρα» με τέτοιο περιεχόμενο αλλά ένα συγκεκριμένο άρθρο που δημοσιεύτηκε στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» στις 6 Νοέμβρη 1942, δηλαδή όταν ο Ζαχαριάδης διατηρούσε τυπικά τον τίτλο του Γενικού Γραμματέα («υπό την ηγεσία του») αλλά βρισκόταν φυλακισμένος στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου.
Οι παρόμοιες παραποιήσεις, διαστρεβλώσεις και αντιφάσεις του Μαραντζίδη επεκτείνονται σε όλη την περίοδο της Ιστορίας του ΚΚΕ.
5. Νίκος Μαραντζίδης, ό.π., σελ. 39.
6. Νίκος Μαραντζίδης, ό.π., σελ.17.
7. Οταν η επαναστατική θύελλα που ξεσήκωσε η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση άρχισε να κοπάζει, ο Λένιν ήταν αυτός που πρώτος μίλησε για τη δράση των κομμουνιστών σε συνθήκες επικράτησης του σοσιαλισμού σε μία χώρα (Β. Ι. Λένιν, «Λόγος της 21ης Νοέμβρη 1920 στη Συνδιάσκεψη του ΚΚΡ (μπ.) του κυβερνείου της Μόσχας» στο Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τόμ. 42, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2021, σελ. 20 – 24.
8. ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Συμπεράσματα για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό», «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τεύχ. 3/2020.
Αναδημοσίευση από τον «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου» (Σάββατο 1 Απρίλη 2023 – Κυριακή 2 Απρίλη 2023 – αριθ. φύλλου: 14220)