«Ντα ζβιντάνιγια – Дo свидания» – Σα να ζεις σε μυθιστόρημα από το μέλλον

Ντα ζβιντάνιγια, δηλαδή στο επανιδείν κι όχι κάποιος οριστικός, αμετάκλητος αποχαιρετισμός. Η εικόνα που μένει στο τέλος είναι σαν το δάκρυ του Μίσα, στους Αγώνες της Μόσχας, να μας δίνει ραντεβού στην κοινωνία του μέλλοντος, που κάποιοι είχαν την ευκαιρία να την γευτούν, ζώντας για λίγα χρόνια στη Σοβιετική Ένωση, σαν σε ένα μυθιστόρημα από το αύριο.

Ντα ζβιντάνιγια. Δηλαδή στο επανιδείν κι όχι κάποιος οριστικός, αμετάκλητος αποχαιρετισμός. Ούτε ένας επικήδειος για τη σοσιαλιστική Αλεξάνδρεια που χάσαμε ή ένα «ανάθεμα» στη σοσιαλιστική Ιθάκη, που τάχα «μας γέλασε» και φτωχική την βρήκαμε. Κι αν σήμερα είμαστε περικυκλωμένοι από τους βαρβάρους -που κάποιοι τους περίμεναν ως σωτήρες- και τη σύγχρονη βαρβαρότητα ενός συστήματος αδίστακτου για κέρδη, το σοβιετικό φάντασμα και το όραμα μια κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση εξακολουθεί να πλανάται πάνω από αυτόν τον γέρικο, σάπιο κόσμο, στοιχειώνοντας τις κυρίαρχες τάξεις. Ό,τι έγινε στο παρελθόν, μπορεί να ξανασυμβεί, να επανέλθει καλύτερο, πιο δυνατό.

Τι θα είχε να πει όμως στον σημερινό αναγνώστη μια συλλογή κειμένων και προ 40αετίας ανταποκρίσεων του Φώντα Λάδη από τη Σοβιετική Ένωση; Το ερώτημα επανέρχεται, όπως και στα «Κυριακάτικα» -την προηγούμενη συλλογή κειμένων κι επιφυλλίδων του από τον Ριζοσπάστη.

Καταρχάς είναι σημαντικό να επιστρέφεις στα παλιά σου γραπτά για να διαπιστώσεις ότι δεν έγραφες ανοησίες κι ότι οι ιδέες σου δεν έχουν «κακογεράσει». Τα κείμενα του Λάδη για τη Σοβιετική Ένωση αντέχουν στη δοκιμασία του χρόνου, παρά τις ανατροπές που μεσολάβησαν και τις αναγκαίες (αυτο)κριτικές διευκρινίσεις. Αλλά αυτό από μόνο του δε θα ’ταν επαρκής λόγος για μια έκδοση.

Σήμερα που έχουν αλλάξει -λέει- τα ανεμολόγια και οι ορίζοντες, πολλοί από τους παλιούς ομοϊδεάτες, τους συγγραφείς αντίστοιχων άρθρων και εντυπώσεων για τον υπαρκτό, θέλουν σήμερα να ξεχάσουν ή να κρύψουν τα γραπτά τους. Μετανιώνουν για τις ιδέες που είχαν, ντρέπονται για το παρελθόν τους, αποκαθηλώνουν τα λάβαρα που κρατούσαν, φαίνονται πρόθυμοι να τα ποδοπατήσουν, πλειοδοτώντας σε αντικομμουνισμό. Ο Λάδης όχι μόνο δεν (προσ)υπογράφει αυτήν την άτυπη δήλωση μετανοίας, αλλά υπεραμύνεται «επιθετικά» των ιδανικών της νιότης του, που δεν ήταν απλώς σημαίες ευκαιρίας.

Το βιβλίο περιλαμβάνει ταξιδιωτικές εντυπώσεις του συγγραφέα από τη Μόσχα, το Λένινγκραντ και άλλες σοβιετικές πόλεις, ανταποκρίσεις για την καθημερινότητα, την πολιτιστική κίνηση κ.ά. Ο Λάδης εντυπωσιάζεται από τον πανταχού παρόντα σοσιαλισμό, τη διαρκή μέριμνα του εργατικού κράτους για τον ποιοτικό ελεύθερο χρόνο των πολιτών και από τα προνόμια που απολαμβάνουν οι τελευταίοι -πχ τις άπειρες επιλογές που τους προσφέρουν οι δημόσιες δανειστικές βιβλιοθήκες. Ενθουσιάζεται με μια χώρα όπου «σε κυκλώνει ο πολιτισμός» και «όλοι διαβάζουν παντού», με τον εντατικό και γεμάτο, αλλά σε καμία περίπτωση αγχώδη τρόπο ζωής. Δεν κλείνει τα μάτια στις αδυναμίες -ελλείψεις σε προϊόντα, ουρές για μερικά σπάνια αγαθά-, επιλέγει όμως να σταθεί στις ουρές που σχηματίζονται για κάποια βιβλία που γίνονται ανάρπαστα και εξαντλούνται πριν καν κυκλοφορήσουν σε εκατομμύρια αντίτυπα -με το σύστημα των προεγγραφών-, παραμένοντας ωστόσο φτηνά και προσιτά για όλους, και όχι ένα πανάκριβο εμπόρευμα.

Η κοφτερή, διεισδυτική ματιά του λογοτέχνη προχωρά σε οξυδερκείς επισημάνσεις. Αναρωτιέται «πόσο κοστίζει το δωρεάν» και αν το αντιλαμβάνονται όσοι το έχουν. Σημειώνει πώς εκπαιδεύεται ο λαός στην ελευθερία, που δεν έχει σχέση με τις κάλπικες ευκολίες. Μπρος στο καλύβι όπου γράφτηκε το «Κράτος και Επανάσταση» ή στον κοινό τάφο 500 χιλιάδων ηρωικών θυμάτων της πολιορκίας του Λένινγκραντ από τους Ναζί, αναλογίζεται με δέος ότι ο ιστορικός χρόνος ενοποιείται, σμικρύνεται και ξαναδημιουργείται. «Εδώ το χτες συνυπάρχει αρμονικά με το σήμερα, αλλά το αύριο έχει κιόλας πραγματοποιηθεί». Προβληματίζεται τι γνωρίζουν στη δύση για την καθημερινότητα του σοβιετικού εργάτη, ποιος από τους δύο κόσμους στήνει ένα παραπέτασμα παραπέτασμα παραπληροφόρησης και προκαταλήψεων και ποιος φοβάται πραγματικά την επαφή με την άλλη πλευρά.

Το Ντα ζβιντάνιγια δεν είναι θεωρητικό εγχειρίδιο με πολιτικές ερμηνείες, απαντά όμως σε δύο καίρια ζητήματα.

Ποια ήταν η πραγματική «προνομιούχος τάξη» στη χώρα των Σοβιέτ: οι φοιτητές, το αναγνωστικό κοινό, οι φίλοι του Πολιτισμού, τα παιδιά -με τις δικές τους οργανώσεις και ένα ιδιότυπο… πολιτικό κίνημα, που χωρίς υπερβολή έδωσε τη δική του μάχη για την επικράτηση και την εδραίωση της Οχτωβριανής επανάστασης. Με δυο λόγια, το προλεταριάτο οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη -όπως σημειωνόταν στο Μανιφέστο- και σε κράτος, με όσες αδυναμίες είχε -που προφανώς βάρυναν στην τελική του ήττα.

Τι χαρακτηριστικά είχε ο homo sovieticus, ο νέος τύπος ανθρώπου της σοσιαλιστικής κοινωνίας: Κοσμοσυρροή στα Μουσεία, λατρεία για τους καλλιτέχνες, πάθος για τα λουλούδια και τους καλούς τρόπους. Σεβασμός στην παράδοση, δίψα για τα καλύτερα έργα πολιτισμού και της πνευματικής κίνησης. Και βασικά, μια παροιμιώδης νηφαλιότητα και ηρεμία, ένα είδος «αποστασιοποίησης» που αργότερα κάποιοι το ερμήνευσαν ως απάθεια και μοιρολατρία. Πρωτίστως, όμως, ήταν ο καρπός μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από το άγχος, την οικονομική ανασφάλεια, τον ανταγωνισμό – κανιβαλισμό -στοιχεία πρωτοφανή κι ασύλληπτα για τους λαούς ακόμα και των πιο προηγμένων δυτικών χωρών. Ο «σοβιετικός άνθρωπος» ήταν ώριμο τέκνο ενός συστήματος που έμοιαζε πράγματι να μην έχει θεμελιώδεις αντιφάσεις -παρά μόνο δευτερεύουσες- όπως σημείωνε ο συγγραφέας, κι ας διέψευσε η πράξη αυτήν την εκτίμηση.

Είναι άραγε αυτή η -σαφώς στρατευμένη- ματιά απαλλαγμένη από εξωραϊσμούς και εξιδανικεύσεις; Ο Λάδης γράφει έναν μεστό πρόλογο -ίσως το πιο απαραίτητο κεφάλαιο του βιβλίου- όπου αναμετράται γενναία με το ερώτημα και τις δικές του αδυναμίες. Γράφει χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων:

Χωρίς τα βιώματα και τα συναισθήματα, πάντα κάτι λείπει, πολύ ουσιαστικό, από την κατανόηση της πραγματικότητας. Μήπως τα συναισθήματα (…) είναι υπεύθυνα για την ωραιοποίηση για την οποία μιλήσαμε; (…) Μπορεί όμως κανείς να αφαιρέσει από την ανθρώπινη δραστηριότητα αυτή τη συναισθηματική ταύτιση με πρόσωπα και καταστάσεις; (…) Υπάρχει έκφανση του ανθρώπου χωρίς αυτή την εξιδανίκευση τόσο στις προσωπικές, όσο και στις ευρύτερα κοινωνικές μας σχέσεις;

Οι κομμουνιστές έχουν τα θεωρητικά εργαλεία για να υπερβούν τον στενό εμπειρικό ορίζοντα, να βγάλουν συμπεράσματα κάνοντας γενικεύσεις – αφαιρέσεις ή αυτό που οι σοβιετικοί φιλόσοφοι ονόμασαν «ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο». Δεν αφαιρούν ποτέ όμως τα ατομικά βιώματα και την προσωπικότητα του καθενός. Τι νόημα θα είχε άλλωστε ένας αγώνας χωρίς πάθος και «συναισθηματικές» ταυτίσεις; Τι αποτέλεσμα θα είχε η δουλειά των συντρόφων αν λειτουργούσαν ψυχρά και άψυχα, αν δε συνδύαζαν την επιστημονική σκέψη και τη σχεδιασμένη δράση με την εσωτερική τους φλόγα, τη θέρμη των ιδεών που κατακτούν τον κόσμο και γίνονται υλική δύναμη;

Ο λόγος και πάλι στον Λάδη.

Κανείς διανοούμενος, επισκέπτης ή οπαδός του σοσιαλισμού δεν μπόρεσε να ξεφύγει στην πρώτη του επαφή με τη σοβιετική κοινωνία από αυτή την απλοποιητική γραφή, από το «θετικό δέος» μπροστά σε μια κοινωνία, όπου έλειπε -και με θεσμική κατοχύρωση- το κυνήγι του κέρδους και ο άκρατος ανταγωνισμός.

Πώς να μη νιώσει «θετικό δέος» ο Έλληνας φοιτητής μπροστά στο σοβιετικό εκπαιδευτικό σύστημα και την άμεση επαγγελματική αποκατάσταση των συμφοιτητών του, που γνώριζαν από πριν που θα δουλέψουν -σε αντίθεση με την ανεργία και την εργασιακή αβεβαιότητα που τον περίμενε στη δική του πατρίδα; Πώς να μην εντυπωσιαστεί ο επισκέπτης από την Ελλάδα με τις απέραντες εκτάσεις πρασίνου της Μόσχας, αν έχει ως μέτρο σύγκρισης μια τσιμεντούπολη σαν την Αθήνα; Και πώς να μη ζηλεύει τα επιτεύγματα της σοβιετικής οικονομίας, όταν έπρεπε -και πρέπει ακόμα- να ξοδεύει τον μισό του μισθό για νοίκι και άλλα πάγια έξοδα;

Το χτίσιμο της κοινωνίας του μέλλοντος είναι που δίνει την αίσθηση του (πολύ) μεγάλου και συγκλονιστικού -όπως θα έλεγε και ο Μπελογιάννης. Η συστράτευση σε έναν τέτοιο συλλογικό στόχο ήταν κάτι απτό, αντικειμενικό, μακριά από εξιδανικεύσεις κι όσα θα ήθελαν ίσως να δουν τα μάτια της ψυχής ενός συντρόφου, καλλωπίζοντας την πραγματικότητα. Κι η απαραίτητη αυτοκριτική για τις αδυναμίες που δεν εντοπίσαμε – αντιμετωπίσαμε εγκαίρως δεν μπορεί να χάνει από την οπτική της το δάσος και την παρακαταθήκη του σοβιετικού παραδείγματος.

Στον επίλογο του «Ντα ζβιντάνιγια» θα βρούμε επίσης:

-δύο ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις του Λάδη με σοβιετικούς γλωσσοψυχολόγους, για το πιο υποψιασμένο και απαιτητικό κοινό.
-μια σύντομη γνωριμία με δύο σοβιετικούς σκιτσογράφους -το έργο, τους προβληματισμούς τους- και με το σοβιετικό χιούμορ της εποχής.
-την εκπληκτική απόδοση του Λάδη στα ελληνικά διάσημων ή λιγότερο γνωστών ρωσικών λαϊκών τραγουδιών, όπως η «Κατιούσα» -πολλοί έχουν συνδέσει τη μελωδία με τον ύμνο του ΕΑΜ, αλλά αγνοούν τι λένε οι αρχικοί ρώσικοι στίχοι.
-Και το συγκινητικό κατευόδιο του Λάδη στον Μάνο Λοΐζο, που εξέπνευσε σε ένα νοσοκομείο της Μόσχας, αλλά παραμένει αθάνατος στη συλλογική μνήμη, γιατί έδωσε κάτι από τον εαυτό του σε όποιον του το ζητούσε. Κι αν ο Λάδης απολογείται για τον προσωπικό, «εγωιστικό» τόνο του αποχαιρετισμού, στην πραγματικότητα όμως του οφείλουμε θερμές ευχαριστίες για αυτό το υπέροχο, ανθρώπινο κείμενο, μακριά από κλισέ και πομπώδη εγκώμια που δε θα πρόσθεταν τίποτα ουσιαστικό για τον Μάνο.

Το «Ντα ζβιντάνιγια» δεν είναι ένα βιβλίο για νοσταλγούς και απολιθώματα που θρηνούν τα «περασμένα μεγαλεία -και διηγώντας τα να κλαις». Επιδιώκει κυρίως να μιλήσει και να εμπνεύσει τις νεότερες γενιές, που δεν πρόλαβαν να ζήσουν (σ)τον σοσιαλισμό που γνωρίσαμε. Τι μένει λοιπόν στο τέλος της ανάγνωσης;

Προσωπικά μου έμεινε η αναφορά του Λάδη στον χνουδάτο, λούτρινο Μίσα που έστειλε στην κόρη του στην Ελλάδα. Μπλέκει συνειρμικά στο μυαλό μου, με το «ανθρώπινο κολάζ» και το περίφημο δάκρυ του Μίσα στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών της Μόσχας, υπό τους ήχους του «Ντα ζβιντάνιγια», πριν η μασκότ αναληφθεί στον ουρανό για τη δική της έφοδο -μια εικόνα που θα μπορούσε να κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης. Μια εικόνα που έρχεται από το παρελθόν, για να φωτίσει τις σκοτεινές προοπτικές του παρόντος και να μας δώσει ραντεβού στο μέλλον, που κάποιοι είχαν την ευκαιρία να το γευτούν, ζώντας για λίγα χρόνια σε ένα μυθιστόρημα από το αύριο.

Εις το επανιδείν! Και δεν είναι απλώς ευχή.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: