Οι φιλολογικές συνεντεύξεις του Γιώργου Κοτζιούλα
«Συνεντεύξεις και συνομιλίες» είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του Γιώργου Κοτζιούλα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Δρόμων». Παλαμάς, Βάρναλης, Σικελιανός, Γρυπάρης, Παπαντωνίου, Πορφύρας, Προβελέγγιος, Φιλήντας, Βουτυράς, Δάφνη, Ζυμαρίδης… όπως δεν τους είχαμε φανταστεί…
Δεν θα είναι υπερβολή να ειπωθεί, παρά την βαθιά εκτίμηση και την αγάπη που τρέφει ο γράφων για τον Γιώργο Κοτζιούλα, ότι ο σημερινός αναγνώστης εκπλήσσεται όταν συνειδητοποιεί τον όγκο του λογοτεχνικού έργου ενός σπουδαίου ποιητή-συγγραφέα που από ειδικούς και από την επίσημη πολιτεία δεν αναδείχτηκε καθώς του αξίζει και δεν του δόθηκε η θέση που του αναλογεί στο πάνθεον των Γραμμάτων.
Είναι αλήθεια ότι η καταξίωση καταχτιέται και δεν επιβάλλεται, ούτε επικυρώνεται με τις επίσημες τιμές, όπως και ότι υπήρξαν λογοτέχνες που παρά την απουσία των πραναφερόμενων, κατέκτησαν με το σπαθί τους την εκτίμηση και την αγάπη του αναγνωστικού κοινού και δεν έπαψαν, κόντρα στη σκόνη της λήθης που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου, να συναρπάζουν, να συγκινούν, να εμπνέουν, να διεγείρουν τις συνειδήσεις και να εμπλουτίζουν τα γνωστικά του πεδία. Σ’ αυτούς ανήκει ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο σπουδαίος ποιητής και πεζογράφος, μεταφραστής, κριτικός και θεατρικός συγγραφέας με την κοινωνική δράση και ενεργό συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας αποτελεί μια ξεχωριστή, φωτεινή περίπτωση στα ελληνικά Γράμματα. Έζησε μόλις 47 χρόνια, όλα γεμάτα ανείπωτες στερήσεις και κακουχίες, φτώχεια, πείνα και – ως αποτέλεσμα όλων αυτών – με εύθραυστη, διαρκώς τσακισμένη υγεία. Αν και έβρισκε «στέγη» πολύ συχνά σε ακατάλληλα καταλύματα, όπως κρύους και υγρούς επαγγελματικούς χώρους, πλυσταριά, ακόμα και περιστερώνες, και περιδιάβαινε τα σανατόρια και τις παράγκες της Πάρνηθας και της Πεντέλης τσακισμένος από τη φυματίωση, δεν σταμάτησε ποτέ να δουλεύει σκληρά, συχνά νηστικός και λίγες φορές με γεμάτο στομάχι, πάντα όμως με αξιοθαύμαστη καρτερικότητα και αξιοπρέπεια, παράγοντας πλουσιότατο έργο.
Το οξύμωρο αυτό «σχήμα» (για το σημερινό άνθρωπο ευρύτερα και όχι μόνο αναγνώστη) που μας άφησε παρακαταθήκη ως στάση ζωής ο Γιώργος Κοτζιούλας, επισημαίνει ο Μάρκος Αυγέρης: «Το κατόρθωμα του Κοτζιούλα είναι σπάνιο και εξαιρετικό. (…) Πολύ λίγοι άνθρωποι στον κόσμο ξεπερνούν τέτοια εμπόδια και με τέτοια αποτελέσματα. Πολύ λίγοι άνθρωποι μέσα σε τέτοιες συνθήκες έχουν να επιδείξουν τέτοιες νίκες».
Στο άκουσμα και μόνο της κυκλοφορίας του νέου βιβλίου του Γιώργου Κοτζιούλα, με τίτλο «Συνεντεύξεις και συνομιλίες», από τις εκδόσεις Δρόμων, με εισαγωγή, σημειώσεις και σχόλια του Κώστα Κοτζιούλα, κινητοποιήθηκαν το ενδιαφέρον και η περιέργεια και ενεργοποιήθηκε χωρίς άλλη σκέψη ο ανταγωνισμός μεταξύ τους. Ο λόγος δεν είναι άλλος από τα πρόσωπα από τα οποία ο Κοτζιούλας παίρνει συνεντεύξεις ή συνομιλεί μαζί τους, όπου μεταξύ τους βρίσκονται σημαντικοί εκπρόσωποι – κάποιοι «ιερά τέρατα» – των Γραμμάτων: Κωστής Παλαμάς, Κώστας Βάρναλης, Άγγελος Σικελιανός, Ιωάννης Γρυπάρης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Λάμπρος Πορφύρας, Αριστομένης Προβελέγγιος, Μένος Φιλήντας, Δημοσθένης Βουτυράς, Αιμιλία Δάφνη και ο γλύπτης Στάθης Ζυμαρίδης.
Ο συγγραφέας ονομάζει τις συνεντεύξεις του φιλολογικές και μάλιστα πρόθεσή του ήταν να τις εκδώσει σε βιβλίο με τον τίτλο: «Φιλολογικές Συνεντεύξεις». Όπως σημειώνεται στην εισαγωγή της έκδοσης «το επίθετο φιλολογικός χρησιμοποιείται συχνά από τον ίδιο, αλλά και από άλλους εκείνη την περίοδο, χωρίς διάκριση και με ίδια σημασία με το λογοτεχνικός. Εξαίρεση αυτού του προσδιορισμού αποτελεί η συνέντευξη με το Στάθη Ζυμαρίδη. Κάποιες θα χαρακτηρίζονταν ως συνομιλίες».
Το βιβλίο περιλαμβάνει φιλολογικές συνεντεύξεις που δημοσιεύτηκαν σε διάστημα δεκαοκτώ χρόνων, από τον Οκτώβρη του 1931 (Λάμπρος Πορφύρας) έως τον Σεπτέμβρη του 1948 (Άγγελος Σικελιανός) και που πριν συγκεντρωθούν εδώ, είχαν δημοσιευτεί στα έντυπα: «Μπουκέτο» (λαϊκό περιοδικό ποικίλης ύλης με λογοτεχνικά ενδιαφέροντα), «Δημοκρατία» (εφημερίδα, όργανο του κόμματος της «Δημοκρατικής Ενώσεως» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου), «Α.Ο.Α.Ο.» (Απ’ όλα δι’ όλους – λαϊκό περιοδικό ποικίλης ύλης με σελίδες για τα Γράμματα και τις Τέχνες), «Νεοελληνικά Γράμματα» (περιοδικό που ενδιαφερόταν για τα φιλολογικά, καλλιτεχνικά και γλωσσικά ζητήματα) και «Ελεύθερα Γράμματα» (περιοδικό που απηχούσε τις πνευματικές και καλλιτεχνικές αντιλήψεις και τάσεις της Αριστεράς).
«Ο κρίκος που συνδέει όλα αυτά τα πρόσωπα είναι ο Κοτζιούλας (1909-1956). Την εποχή που παίρνει τις συνεντεύξεις έχει ήδη εργασθεί στο «Μπουκέτο» (μεταφράσεις, διορθώσεις, πάρεργα, πρωτότυπα), γράφει κριτικές «Ελληνικά Γράμματα», «Οικογένεια», «Δημοκρατία», «Ιδέα» (μια δημοσίευση), «Ταχυδρόμος Μυτιλήνης», «Μελέτη-Κριτική, Ελλοπία», «Μακεδονικές Ημέρες», «Ρυθμός»). Έχει δημοσιεύσει ποιήματα και πεζά, κριτικές, μεταφράσεις, βιβλιοκρισίες, χρονογραφήματα κλπ. στα «Νεοελληνικά Γράμματα» και στα «Ελεύθερα Γράμματα». Γνωρίζει προσωπικά πολλούς από τους συνομιλητές του και με κάποιους είναι φίλος. Συμμετέχει σε έναν κύκλο επαφών απ’ όπου μπορεί να αντλεί απευθείας πληροφορίες για κείνους που πρόκειται να συναντήσει. Στις προσεγγίσεις του αυτές έχει ως εφόδιο την πολυμάθειά του και τη σε βάθος γνώση του έργου των προσώπων με τα οποία θα συνομιλήσει» σημειώνει στην πολύ κατατοπιστική εισαγωγή του ο Κώστας Κοτζιούλας.
Ας επανέλθουμε στον χαρακτηρισμό «φιλολογικές». Τι διαφορετικό έχουν οι συνεντεύξεις του Γ. Κοτζιούλα από τις συνεντεύξεις που λίγο πολύ ο καθένας μας έχει διαβάσει; Η απάντηση δίνεται στην εισαγωγή: «Κάνοντας αναφορά σε φιλολογικές συνεντεύξεις -πέρα από τη χρησιμοποίηση του επιθετικού προσδιορισμού φιλολογικός με ίδια σημασία με το λογοτεχνικός (καλλιτεχνικός, κάποιες φορές)- θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας την κυριολεκτική σημασία, αλλά και τη διάκρισή τους από τις «πολιτικές» και τις «δημοσιογραφικές» συνεντεύξεις. Τιτλοφορούνται «φιλολογικές» για να διαφοροποιηθούν από εκείνες δημοσιογράφων, οι οποίοι δεν έχουν άμεση τριβή με τον πνευματικό χώρο και τους ανθρώπους του, αλλά διεκπεραιώνουν την εντολή ρουτίνας του εντύπου τους, συνομιλώντας με πρόσωπα της επικαιρότητας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συχνά, ούτε ο δέκτης ούτε ο πομπός έχουν σχέση με φιλολογικά, καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά και γενικά με πνευματικά ζητήματα. Ακόμη, με τον όρο φιλολογικές γίνεται θεματική διάκριση με τις πολιτικές και άλλου τέτοιου είδους συνεντεύξεις, έστω κι αν συμβαίνει, κάποιες φορές, τα πρόσωπα της συνδιάλεξης να έχουν και πνευματική «δράση». Στις φιλολογικές συνεντεύξεις προϋπόθεση είναι από τη μία το πρόσωπο-πομπός και το πρόσωπο-δέκτης να έχουν ιδιότητα λογοτέχνη, συγγραφέα, λογίου, καλλιτέχνη, στοχαστή· από την άλλη το θέμα της συζήτησης να έχει επίκεντρο «φιλολογικό». Επιπλέον οι φιλολογικές συνεντεύξεις προϋποθέτουν ειδική γνώση και προπαρασκευή εκείνου που αναλαμβάνει το ρόλο του δημοσιογράφου για το έργο και το πρόσωπο που θα αποκριθεί στα ερωτήματα».
Για να καταλάβει τη σπουδαιότητα και τη χρησιμότητα τέτοιων συνεντεύξεων, ο σημερινός αναγνώστης και ιδιαίτερα της νεότερης ηλικίας, θα πρέπει… να προσπαθήσει να φανταστεί πώς θα ήταν η ζωή (του) χωρίς την πληθώρα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, μέσω των οποίων συντελείται ένας ανηλεής και αδιάκοπος βομβαρδισμός με πληροφορίες, τις περισσότερες φορές άχρηστες. Να σκεφτεί πώς θα ήταν να ζούσε σε μια εποχή όπου η ενημέρωση ήταν, αποκλειστικά σχεδόν, έντυπη. Τότε θα μπορούσε μάλλον να κατανοήσει πως «η αμεσότητα και η παραστατικότητα τέτοιων συνεντεύξεων -οι οποίες συχνά συνοδεύονται με οπτικό υλικό: φωτογραφίες, σκίτσα, ιδιόχειρα σημειώματα και με υπογραφές- παίζει το ρόλο που έχει σήμερα η τηλεόραση και το διαδίκτυο».
Τα χρόνια που δημοσιεύτηκαν οι συνεντεύξεις του Γιώργου Κοτζιούλα (1931-1948) «οι συνεντεύξεις αυτού του είδους προκαλούσαν την προσοχή, τόσο του αναγνωστικού κοινού, όσο και των ειδικών. Αποτελούσαν αφορμή για να πληροφορηθεί ο κόσμος τη ζωή και το έργο επιφανών ανθρώπων των Γραμμάτων και των Τεχνών, οι οποίοι συχνά δε δίσταζαν να κάνουν αποκαλύψεις ή να προκαλούν με τα λεγόμενά τους και να προξενούν αντιδράσεις και ανταπαντήσεις άλλων». Δηλαδή δεν συνέβαινε τίποτα διαφορετικό από αυτό που συμβαίνει και σήμερα. Αυτό που αλλάζει είναι το μέσο που από έντυπο γίνεται ηλεκτρονικό-ψηφιακό και η ταχύτητα διάδοσης της πληροφορίας, που από «αραμπάς», τότε, συναγωνίζεται σήμερα την ταχύτητα του φωτός…
Ο αναγνώστης διαβάζοντας τις συνεντεύξεις – συνομιλίες του βιβλίου προσλαμβάνει πληροφορίες για πρόσωπα, έργα των οποίων διάβασε έστω μια φορά στη ζωή του ή διδάχτηκε υποχρεωτικά στην εκπαίδευση. Ο συγγραφέας, στα πλαίσια του έργου τους ή και δίπλα από αυτό, αναδεικνύει στοιχεία του χαρακτήρα τους, παρουσιάζει τα πρόσωπά μέσα στην καθημερινότητά τους, ρίχνει με το φακό των ερωτήσεών του φως στη σκέψη τους.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας «ξεκλειδώνει» τον λιγομίλητο Πορφύρα, παίρνει από τον Παλαμά «μια συνέντευξη που… δεν εδόθηκε», επισκέπτεται στο σπίτι του τον Βάρναλη την ώρα του μεσημεριανού φαγητού («μαζί με τις μπουκιές του… κατάπινε και τις ερωτήσεις μου»), συστήνει στους αναγνώστες την όχι πολύ γνωστή ποιήτρια Αιμιλία Στ. Δάφνη, αναδεικνύει τον τρόπο γραφής και τη θεματολογία του «δύσκολου συζητητή» Δημοσθένη Βουτυρά, επισημαίνει την «αυστηρή συνέπεια και συνοχή που παρατηρείται μεταξύ του ποιητή και του ανθρώπου» Ιωάννη Γρυπάρη· ταξιδεύει μέχρι τη Σίφνο (με τη μεσολάβηση του Τέλλου Άγρα) για να βρει τον 83χρονο Αριστομένη Προβελέγγιο και απολαμβάνει τη συζήτηση μ’ έναν «πραγματικό άρχοντα, με τον αέρα κι όχι μόνον με την καταγωγή της αρχοντιάς», που με ενθουσιασμό θα χαρακτηρίσει τον «ωραιότερο γέρο» που έχει δει στη ζωή του· δίνει βήμα στον Ζαχαρία Παπαντωνίου να εξηγήσει τι σημαίνει και γιατί ακολουθεί τη «νηστεία του περιττού», μας γνωρίζει το «νεαρό γλύπτη Στάθη Ζυμαρίδη», σκιαγραφεί το πορτρέτο του Μάρκου Αυγέρη «ενός σοφού που δεν γράφει»· συναντά σ’ ένα καφενείο του Ζαππείου τον Άγγελο Σικιελιανό που του ανοίγει την καρδιά του μετά από μια περιπέτεια που έχει περάσει με την υγεία του.
Ο Κοτζιούλας εξηγεί τι ήταν εκείνο που τον «έσπρωξε» να πάρει τις συνεντεύξεις. Γράφει: «Οι ίδιοι οι τεχνίτες, που θα είχαν να πουν σπουδαιότερα, αυτοί ελάχιστα μίλησαν, είτε από φυσική τους μετριοφροσύνη είτε από τη συνηθισμένη τους αμέλεια. Και όμως η γνώμη του τεχνίτη, κάθε τεχνίτη, έστω και μέτριας αξίας, θα ήταν μια θετική προσφορά στην ανάλυση, στην κατανόηση του φαινομένου Τέχνη». Και γιατί θεωρεί ότι είναι χρήσιμο οι «τεχνίτες» να μιλούν: «Πολλές φορές μια φράση, μια παράγραφος ενός αυθεντικού καλλιτέχνη μάς είναι ασύγκριτα πιο διαφωτιστική απ’ ολόκληρες σελίδες ειδικών σχολιαστών. Παρόμοιες μαρτυρίες προκειμένου για κορυφαίους του Λόγου πάντα συνεισφέρουν στην προσπάθεια τού ν’ αποχτήσει ο τεχνίτης τις φυσικές του διαστάσεις στη συνείδηση του κοινού, έστω και κοιταγμένος απ’ την ανθρώπινη μόνο πλευρά του».
Το βιβλίο διαβάζεται με μια ανάσα. Αναλόγως τον συνεντευξιαζόμενό γίνεται πότε συναρπαστικό και πότε σε γοητεύει. Στο γύρισμα κάθε σελίδας του, από την πρώτη της εισαγωγής μέχρι την τελευταία, ξεδιπλώνεται ένα διαρκώς γόνιμο ενδιαφέρον, ανεξάρτητα από τη σχέση του αναγνώστη με το έργο των προβαλλόμενων προσώπων. Ο Κοτζιούλας, μεγάλος τεχνίτης ο ίδιος, με γνώση και σεβασμό προς τους συνομιλητές του και με όπλα του την γνώση του αντικειμένου, την ευγένεια, τον σεβασμό, πάντα με μαστοριά και ενίοτε… με πονηριά συγκεντρώνει στις συνεντεύξεις – συνομιλίες του και μας προσφέρει ένα πολύχρωμο μπουκέτο από χαρακτηριστικά, προτερήματα αλλά και αδυναμίες ανθρώπων που με το έργο τους απευθύνθηκαν και συνεχίζουν να απευθύνονται σε γενιές, σημαδεύοντας ή καθορίζοντας χιλιάδες άλλους ανθρώπους. Ο συγγραφέας προσφέρει στον ψαγμένο αναγνώστη ερεθίσματα για να προσεγγίσει το έργο τους, και στον περιστασιακό ένα ανάγνωσμα που διαβάζεται ευχάριστα και που η χρησιμότητά του κάποια στιγμή, ενδεχομένως να κάνει να γεννηθεί ή να ξυπνήσει τάση για περισσότερο ψάξιμο.
Το «Συνεντεύξεις και συνομιλίες» είναι ο δέκατος τίτλος του Γιώργου Κοτζιούλα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Δρόμων» του κ. Ζώη Μπενάρδου. Αν μη τι άλλο, στην αντι-λογοτεχνική εποχή που ζούμε, πρόκειται για πράξη που με τόλμη πάει κόντρα στο ρεύμα.
Την έκδοση του συγκεκριμένου βιβλίου, αλλά και πολλών άλλων του Γιώργου Κοτζιούλα τα τελευταία χρόνια, οφείλουμε στους Κώστα Κοτζιούλα (γιος του Γ. Κοτζιούλα) και Σωτηρία Μελετίου, φιλολόγους, επιμελητές του Αρχείου Γιώργου Κοτζιούλα. Με σκληρή δουλειά, διαρκή έρευνα, γνώση, μεθοδικότητα και περισσή φροντίδα, δίνουν σάρκα και οστά σε μια σειρά βιβλία, φέρνοντας στο φως το άγνωστο στο πλατύ κοινό έργο του αθάνατου Τζουμερκιώτη. Έργο ογκώδες που, όπως το μεγαλύτερο μέρος ενός παγόβουνου κάτω από τα νερά του ωκεανού, παραμένει ανεξερεύνητο από τους πολλούς. Έργο διαχρονικό και ζωογόνο που απευθύνεται στον αναγνώστη του σήμερα προσφέροντάς του γνώση, «ταξίδι» και ελπίδα.