«Γυναίκες από όλη την Ελλάδα» – Πορτραίτα γυναικών και σκηνές από την εξορία τους σε Χίο, Τρίκερι, Μακρόνησο
Κατερίνα Χαριάτη – Σισμάνη: “Σκοπός μου δεν ήταν να περιγράψω την εξορία. Εγώ προσπάθησα να δικαιολογήσω τον καλλιτέχνη που, ζωγραφίζοντας, δεν πήγε να κάνει πολιτική, αλλά, όταν ζήτησε ψυχική παρηγοριά στην τέχνη, για να μπορέσει ν’ αντέξει στις δύσκολες ώρες, μπόρεσε να δει τις ομορφιές, το άσπρο, που έχει το κάθε μαύρο στη ζωή”
Στις 20 Νοέμβρη 1975 στο υπόγειο βιβλιοπωλείο «Καταφύγιο» του Ο.Δ.Ε.Β. (Σόλωνος 16) η ζωγράφος Κατερίνα Χαριάτη – Σισμάνη παρουσίασε τα πρωτότυπα από τα 200 σκίτσα της που στη συνέχεια συμπεριελήφθησαν στο καλλιτεχνικό, ιστορικό λεύκωμά της «Γυναίκες από όλη την Ελλάδα», αφιερωμένο στο Παγκόσμιο Έτος Γυναίκας 1975. Τα σχέδια αυτά αποτυπώνουν πορτραίτα γυναικών και σκηνές από την περίοδο της εξορίας της στη Χίο – Τρίκερι – Μακρόνησο – Τρίκερι από το 1948 έως το 1952.
Η έκθεση έγινε δεκτή με πολύ εγκωμιαστικά σχόλια από τις εφημερίδες της εποχής.
Ορισμένες, όπως ο Ριζοσπάστης και η Αθηναϊκή έκαναν εκτενή αναφορά όχι μόνο στην έκθεση αλλά σχολίασαν τα σχέδια της Κατερίνας Χαριάτη – Σισμάνη.
Διαβάζουμε στο Ριζοσπάστη, στις 22 Νοέμβρη 1975, το άρθρο που υπογράφει ο Μ.:
«Στα σχέδια της η Κατερίνα Χαριάτη έχει αποτυπώσει την ευγένεια των βασανισμένων γυναικών και τον πόνο τους από τα αναρίθμητα δεινά τους. Η προσφορά της κρατούμενης καλλιτέχνιδας με τα σχέδια αυτά είναι ανυπολόγιστης αξίας. Πρώτα γιατί αποτελούν μαρτυρίες για τη ζωή των εξόριστων γυναικών, αλλά και για την ανώτερη καλλιτεχνική ποιότητά τους. Δεν έχει ζωηρούς τόνους, σκληρούς, το σχέδιο της Χαριάτη, δηλαδή δεν έχει ανάγκη να καταφύγει σε εξωτερικά μέσα για να δείξει την αγωνιστικότητα, την πίστη των κρατούμενων γυναικών σ’ ένα ανώτερο ιδανικό.
Τα πορτραίτα αυτών των γυναικών έχουν πλούσια εσωτερικότητα. Είναι ζεστά και αυτή τη ζεστασιά τους τη μεταδίδουν στον επισκέπτη της έκθεσης».
Λίγο καιρό μετά, στις 11 Δεκέμβρη 1975, ο Πέτρος Μακρής γράφει στην εφημερίδα Αθηναϊκή:
«…Η προσφορά της κυρίας Κατερίνας Χαριάτη – Σισμάνη νομίζουμε ότι κατέχει ένα ολότελα ξεχωριστό χώρο. Αναφέρεται σ’ εκατοντάδες επώνυμες ή ανώνυμες κοινωνικές αγωνίστριες της Ελλάδας που για να κρατήσουν ψηλά τα ιδανικά τους προπηλακίστηκαν, φυλακίστηκαν, πέθαναν λησμονημένες ή εξορίστηκαν.
Με την υπομονή μερμηγκιού η εκλεκτή Ελληνίδα ζωγράφος μάζεψε εκατοντάδες σχέδια της (τα περισσότερα με μολύβι) που συνθέτουν το προσωπικό της ημερολόγιο από τα χρόνια του εμφυλίου ως τα τώρα…
Όλα τα θέματα της κυρίας Χαριάτη – Σισμάνη, που καλύπτουν το χώρο της έκθεσης στο Καταφύγιο του ΟΔΕΒ αποτελούν τη σπονδυλική στήλη μιας ιστορικής εκδόσεως, που νομίζουμε ότι θα αφήσει εποχή στα εκδοτικά χρονικά της μεταπολιτεύσεως. Πρόκειται για καλλιτεχνικό λεύκωμα με ιστορήσεις της ίδιας της καλλιτέχνιδας που θα παρουσιασθεί προσεχώς μετά τη λήξη των σχετικών προαγορών – προεγγραφών.
Η έκδοση αυτή είναι η συνεισφορά στον γιορτασμό του Διεθνούς Έτους Γυναίκας. Ταυτόχρονα όμως είναι μια ουσιαστική συμβολή στην αποκατάσταση της άγνωστης στο ευρύ κοινό κοινωνικής πάλης των Ελληνίδων. Ενός αγώνος που σκόπιμο και ωφέλιμο είναι να γίνει γνωστός στη νέα γενιά μας.
Τεχνοτροπικά η δουλειά της Κατερίνας Χαριάτη – Σισμάνη φέρνει τη σφραγίδα του σκίτσου ποιότητος. Ως ένα σημείο φαίνεται η επίδραση του σχεδίου του μεγάλου δάσκαλου της, του Μπουζιάνη. Πέρα όμως από την επιρροή αυτή, που με περηφάνεια τη δέχεται η καλλιτέχνις, δεσπόζει η οντότητα του προσωπικού της τάλαντου.
Η Κατερίνα Χαριάτη – Σισμάνη παθιάζεται με το θέμα. Το συλλαμβάνει ιδεολογικά και πνευματικά και το μορφοποιεί αισθητικά με σβελτάδα και αίσθημα. Προχωρεί στις αφαιρέσεις, που σαν αποτέλεσμα έχουν την τελική επιτυχή ανάδειξη του συγκινησιακού της στόχου. Άλλοτε καταφρονεμένες κι άλλοτε κατατρεγμένες, οι γυναικείες μορφές της περιβάλλοντας με την ηρωική έκφραση της άκαμπτης αγωνίστριας. Είναι οι γυναίκες που ξεπέρασαν και τις πιο μεγάλες αδυναμίες, που «άγιασαν» με τον τρόπο τους από τις κακουχίες, τα μαρτύρια, τη στέρηση, την ορφάνια, τη χηρεία και την ψυχολογική βία. Η ζωγράφος προτιμάει την προμηθεϊκή λύση από το συμβιβασμό. Έτσι εξιδανικεύει την αγωνίστρια γυναίκα και στο πρόσωπό της καταξιώνει και εξωτερικεύει κάθε αγωνιζόμενη, κάθε σκεπτόμενη γυναίκα.
Να λοιπόν η πρωτοτυπία αλλά και η ουσία των σχεδίων της. Βλέπει τη γυναίκα πέρα από το στενό συμβατικό πλαίσιο του κοινωνικού κατεστημένου. Την απελευθερώνει από τα δεσμά της παραδοσιακής υποταγής και την ανεβάζει σε σφαίρες ψηλότερες. Και νομίζουμε ότι η εξιδανίκευση αυτή δεν είναι ρομαντισμός, αλλά η αποκατάσταση μιας πραγματικότητας που υπάρχει, που τη ζούμε, αλλά είτε δεν τη δεχόμαστε όσο πρέπει ή μας την επιβάλλουν σκόπιμα αλλοιωμένη…
Η Κατερίνα Χαριάτη – Σισμάνη κατορθώνει να μορφοποιεί την πολυδιάστατη γυναικεία ψυχή, παράλληλα όμως εξωτερικεύει και επιβάλλει την κοινωνική υπόσταση της Ελληνίδας…
Το έργο της είναι η απόρροια ενός κοινού αγώνος με παναθρώπινους στόχους και με εθελόντριες αυτούς τους άγνωστους στρατιώτες πολλών σύγχρονων κοινωνιών που λέγονται γυναίκες.
Πρωτοποριακή στις αντιλήψεις της η Χαριάτη ντύνει το πρόσωπο και της πιο άσημης Ελληνίδας με την εμπειρία και την πνευματικότητα της μεγαλύτερης διασημότητας…»
Το λεύκωμα «Γυναίκες από όλη την Ελλάδα» εκδόθηκε το 1977 και με την έκδοση αυτή η ζωγράφος Κατερίνα Χαριάτη – Σισμάνη γιόρτασε τα πενήντα χρόνια της καλλιτεχνικής της ζωής. Έγραψε τότε:
«Παραδίνοντας, στον φιλότεχνο, τούτο το καλλιτεχνικό λεύκωμα, που είναι ιστορικό ντοκουμέντο, αισθάνομαι την ανάγκη να δώσω μερικές εξηγήσεις. Θέλω να βεβαιώσω, πρώτα απ’ όλα, πως είναι αληθινό πέρα ως πέρα. Παρουσιάζει την εξόριστη του 1948 – 1952 όπως ακριβώς ήταν. Αγέρωχη, χαρούμενη, ζωντανή και αδάμαστη. Το βλέμμα της πολλές φορές κυττάει πέρα με νοσταλγία, κάποτε ο πόνος ή κάποια αρρώστια, την λιγάει. Για λίγο όμως. Την άλλη στιγμή αρπάζει τον κουβά της και τρέχει να προλάβει τις δουλειές της.
Οι δοκιμασίες οι ψυχικές ατσαλώνουνε το χαρακτήρα τους, η ομαδική ζωή τις βοηθάει να νικήσουν τις μικροαδυναμίες τους, το τραγούδι δεν λείπει από τα χείλη τους και οι εκπολιτιστικές εκδηλώσεις που ετοιμάζουν καθημερινά δεν τις αφήνουν να μελαγχολήσουν…
Πώς να ζωγραφίσω, όμως, σκηνές απογνώσεως; Τις παίρνανε τις γυναίκες μας για στρατοδικείο. Βουβά δράματα ήταν όλες οι μορφές. Μαζεμμένες, η μια σφικτά κοντά στην άλλη, σαν στην αρχαία τραγωδία. Με τι καρδιά να γίνω θεατής; Να ξεχωρίσω από τις άλλες για να ζωγραφίσω;
Ήμουν ένα με αυτές όλες. Μια αξεχώριστη μονάδα. Η ψυχή μου, κείνη τη στιγμή, είχε ξεχάσει την τέχνη. Ζούσε την πραγματικότητα τη φοβερή…
Σκοπός μου δεν ήταν να περιγράψω την εξορία. Εγώ προσπάθησα να δικαιολογήσω τον καλλιτέχνη που, ζωγραφίζοντας, δεν πήγε να κάνει πολιτική, αλλά, όταν ζήτησε ψυχική παρηγοριά στην τέχνη, για να μπορέσει ν’ αντέξει στις δύσκολες ώρες, μπόρεσε να δει τις ομορφιές, το άσπρο, που έχει το κάθε μαύρο στη ζωή»
Εκτός από τα σχέδια, ένα ποίημα της ζωγράφου κοσμεί τις πρώτες σελίδες του:
Γυναίκα αγωνίστρια!
– αφιέρωμα στο έτος γυναίκας 1975-
Ψηλά το κεφάλι, χουφτώνω το χέρι σου,
ζεστό δυνατό τίμιο χέρι
– άντρα μου, σύντροφε, αγάπη-
Βαδίζω περήφανα γιατί είμαι το ταίρι σου,
πιστό θαρρετό κι άξιο ταίρι!
Σε μάχη, σ’ οδόφραγμα, σε τύπο παράνομο,
στ’ ανήλιαγο σπίτι μας, στους τοίχους, στο δρόμο
– άντρα μου, σύντροφε, αγάπη-
Μερόνυχτα, δίπλα σου, χτυπούσα τον άνομο
που σκόρπαε, όπου πέρναγε, τη φρίκη, τον τρόμο.
Είμαι η γυναίκα που αγωνίστηκε!
Όλοι με κράζουν ηρωίδα.
Δεν είμαι μια. Είμαι το ΣΥΜΒΟΛΟ
που το τιμά κάθε πατρίδα!
Η Κατερίνα Χαριάτη – Σισμάνη γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1911. Το 1927 τελείωσε το Γυμνάσιο και το 1931 πήρε δίπλωμα της ABC DE DESSIN PARIS με καθηγητή τον GEO ROUX.
Το 1935 διορίστηκε στην Εθνική Τράπεζα όπου εργάστηκε επί 14 χρόνια. Εκεί την βρήκε η Γερμανική Κατοχή. Το 1948 πιάστηκε για τη δράση της στην Εθνική Αντίσταση και οδηγήθηκε στην εξορία στα νησιά Χίο, Τρίκερι, Μακρόνησο και πάλι Τρίκερι μέχρι το 1952.
Το 1952 με τα «μέτρα ειρηνεύσεως» του Πλαστήρα, γύρισε στην Αθήνα όπου, για μία δεκαετία, μέχρι το 1962, δούλεψε στο θέατρο και συνεργάστηκε με όλους τους σκηνογράφους, στην Λυρική σκηνή, το Εθνικό και άλλα Αθηναϊκά και Πειραϊκά θέατρα για την εκτέλεση σκηνικών, πλαστικών, κουστουμιών και καπέλων εποχής καθώς και ζωγραφιστών κεντημάτων, τεχνιτών λουλουδιών και φυτών και κάθε είδους ατρέτσας.
Επίσης έφτιασε μάσκες αιγυπτιακές για χορευτές και άλλες μάσκες, για τις «ομιλίες» στη Ζάκυνθο, στις τρεις χρονιές της «Διεθνούς Συνάντησης Μεσαιωνικού και Λαϊκού Θεάτρου» (1965, 1966, 1976) και μάσκα για τον Πολύφημο στον «Κύκλωπα» του Ευριπίδη στη Ρόδο και πολλές άλλες.
Από πολύ ενωρίς ασχολήθηκε με τη Λογοτεχνία δημοσιεύοντας ποιήματα και άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά της Ζακύνθου (1934) των Αθηνών και του Πύργου, με τα ψευδώνυμα Ίνα Χάρη και Φρόσω Μουράνου.
Εργάστηκε στο ατελιέ του Λουκά Γεραλή (1938-1940) την ίδια εποχή ήταν σχεδιάστρια εμπριμέ στην Ελληνική Εριουργία.
Από το 1943 μέχρι το 1959 εμαθήτευσε στο μεγάλο ζωγράφο μας τον Γιώργο Μπουζιάνη. Ο δάσκαλος εκτιμούσε ιδιαίτερα το ταλέντο της και μάλιστα, την πρώτη φορά που είδε δουλειά της, ξεχώρισε μία μικρή ακουαρέλλα της λέγοντας ότι θα μπορούσε να την είχε υπογράψει ο ίδιος.
Αργότερα (1964) δημοσίευσε άρθρα και μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά και την ποιητική συλλογή «Χτύποι της καρδιάς» (1969) με το ψευδώνυμο Ίνα Χάρη. Φιλοτέχνησε εξώφυλλα, λετρίνες και βινιέτες σε διάφορα βιβλία και έδωσε διαλέξεις με προβολές διαφανειών.
Είναι σύνεδρο μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. (Το βιογραφικό όπως είναι στο τέλος του λευκώματος)