Η σάτιρα είναι μια ηθική νίκη που της λείπει η υλική
Στιγμές από την παρουσίαση του άλμπουμ του Πάνου Ζάχαρη “The Working Dead And” στο Σχεδία Home.
Από μια άποψη το άλμπουμ του Πάνου, με τα ανθρωπάκια πάνω στη σχεδία, δε θα μπορούσε να βρει καλύτερο σπίτι από το Σχεδία Home στην Κολοκοτρώνη, με την κατάλληλη σημειολογία, αφού είναι γραμμένο απ’ τη σκοπιά των αδυνάτων και των κολασμένων της γης. Από μια άλλη ήταν νομοτελειακά… μικρό και πολύς κόσμος που ήλθε απλώς στην ώρα του, έμεινε απέξω -και δεν ήταν για να καπνίσει, ούτε γιατί φοβόταν τον κορονοϊό. Ευτυχώς υπήρχε κάμερα που μαγνητοσκοπούσε κι ελπίζουμε σύντομα να ανέβει κάποιο βίντεο με του ομιλητές, που είχαν κοινά σημεία, παράλληλα όμως αλληλοσυμπληρώνονταν.
Ο σκιτσογράφος John Antono (Γιάννης Αντωνόπουλος) εξήγησε αρχικά γιατί δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη την πρόταση του Ζάχαρη. Εξαιτίας της κοινής τους διαδρομής – απ’ το Ιστορικό-Αρχαιολογικό, στη Σχολή Ορνεράκη, στο SoComic και το Καρέ-Καρέ της ΕφΣυν. Λόγω της ιστορικής – πολιτικής τους ματιάς, της κοινής θέσης τους για το τι κόσμο θέλουμε. Και προπαντός γιατί ήταν φαν του Working Dead πριν καν κυκλοφορήσει, καθώς είναι εντελώς πρωτότυπη ιδέα και όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα.
Όταν μιλάς για το χτες, στην ουσία αναφέρεσαι πάντα στο σήμερα. Ο Ζάχαρης χρησιμοποιεί την ιστορία ως εργαλείο, για να πει την ιστορία της τάξης μας, την ιστορία των από κάτω. Και το κάνει με ένα χιούμορ που είναι ενίοτε γλυκόπικρο, αλλά παραμένει πάντα χιούμορ, με όλα τα κλασικά χαρακτηριστικά του: την έξυπνη ατάκα, το λογοπαίγνιο, τον αναχρονισμό.
Μπορεί ο ίδιος να μην διατείνεται πως γράφει ιστορία, αλλά διαβάζοντας κανείς τις ιστορίες του άλμπουμ, φέρνει διαρκώς στο μυαλό του την κλασική φράση από το Μανιφέστο: η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών, είναι η ιστορία ταξικών αγώνων: ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος… Και είναι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσεις σε κάποιον πχ για τους 200 της Καισαριανής, με την τρομερή ατάκα:
–Αν είμαστε εμείς χαμένοι κι αυτοί νικητές… Τότε γιατί εμείς στεκόμαστε όρθιοι, ενώ αυτοί σέρνονται στο χώμα;
Γιατί λοιπόν να πληρώσει κανείς για να πάρει ένα άλμπουμ με γνωστές λίγο-πολύ ιστορίες; Αφενός για να στηρίξει τον δημιουργό και την έννοια της δημιουργίας ως πολιτική πράξη -την οποία σήμερα πρεσβεύουν μετρημένοι στα δάχτυλα δημιουργοί. Αφετέρου γιατί η διάδραση με το κοινό είναι το βασικό ζητούμενο και χωρίς αυτό, οι δημιουργοί θα ήταν απλοί χομπίστες. Κι επίσης για να αναστοχαστούμε πάνω στην ιστορία, καθώς ξαναδιαβάζουμε αυτές τις ιστορίες.
Ένας ακόμα καλός λόγος για να πάρετε το άλμπουμ είναι τα πολύ χρήσιμα κι ενδιαφέροντα ιστορικά σημειώματα στο τέλος της έκδοσης, που επιμελήθηκε η Στέλλα Μπράτιμου, που βρέθηκε κι αυτή στο πάνελ των ομιλητών. Πέρασε γρήγορα το κομμάτι της παλιάς γνωριμίας και φιλίας της με τον Πάνο και είπε ότι η δουλειά του γίνεται κομμάτι του ιστορικού αφηγήματος, φτάνοντας και διεισδύοντας σε ευρύ κοινό.
Το έργο του παίρνει θέση και δεν επικοινωνεί απλώς τα γεγονότα. Η βασική του ιδιαιτερότητα είναι η πιστή απεικόνιση μιας περιόδου, σαν καρτ-ποστάλ της εποχής, όπου τίποτα δεν είναι τυχαίο, και αποτυπώνονται λεπτομέρειες όπως τα κουρέματα. Και μόνο πάνω σε αυτήν τη βάση έρχεται ο αναχρονισμός μιας εκτός τόπου και χρόνου ατάκας και μια κωμική ανατροπή, με την οποία συχνά ταυτίζεσαι με πάθος: Ναι ρε φίλε, αυτό ακριβώς…
Ανοίγει έτσι στην ιστορία ένα παράθυρο στο παρόν, αλλά και η δυνατότητα για μια νέα ανάγνωση του παρελθόντος, σε ένα παιχνίδι μεταξύ του χτες και του σήμερα.
Οι ιστορίες αυτές δεν προσφέρουν σκέτη απόλαυση, αλλά τροφή για σκέψη, με πολλά επίπεδα αναγνώρισης. Και δεν είναι μια μορφή “ελιτισμού”, αν είναι προαπαιτούμενο κάποιες φορές η ιστορική γνώση. Όλα τα στοιχεία που χρειάζεται ο αναγνώστης βρίσκονται εκεί, μες στην ιστορία, και είναι αφορμή να ανοίξει η κουβέντα. Όπως κάνει συχνά και η ίδια στην τάξη της, με τα σκίτσα να κινητοποιούν το ενδιαφέρον των μαθητών της.
Ο Άγης Πετάλας απέφυγε να εισηγηθεί κάτι βαρύ για τη σχέση του σκίτσου με τη λογοτεχνία και διάλεξε ένα ανέκδοτο για την κατάθλιψη ενός αρλεκίνου και το κατάλληλο γιατρικό που ήταν να δει μια παράσταση του Αρλεκίνου… Αυτό δείχνει το μελαγχολικό απόθεμα της σάτιρας και των δημιουργών, που εκκινούν πάντα από τα κακώς κείμενα, από κάτι που τους ενοχλεί. Καταπιάνονται όμως με αυτό, από μια θέση ιδεολογικής ανωτερότητας, για να το υπονομεύσουν. Αν το κακό μας φοβίζει, ο δημοσιολόγος-σκιτσογράφος μας κάνει να γελάσουμε με αυτό, να το θεωρήσουμε τιποτένιο και αδύνατο. Όπως έλεγε και ο Σοβιετικός Επίτροπος της Παιδείας Α. Λουνατσάρσκι, η σάτιρα δεν είναι παρά μια ηθική νίκη που της λείπει μόνο η υλική. Κι εδώ κολλάει καλύτερα και μια σημείωση για τη διαλεκτική της σάτιρας: δηλαδή την αντίφαση μεταξύ του δυνητικού θριάμβου και της θλίψης -από το μελαγχολικό απόθεμα που αναφέρθηκε.
Τι είναι όμως αυτό που ξεχωρίζει αυτό το άλμπουμ από τα υπόλοιπα;
Δεν είναι μόνο ότι συνομιλεί με την ιστορία. Καταφέρνει επίσης να ξεφύγει από την κλίμακα του εφήμερου, να πατάει στην ιδεολογία και όχι στην επικαιρότητα. Αν πέσει στα χέρια ενός ιστορικού μετά από 50 χρόνια, αυτός μπορεί να μη βρει πολλά στοιχεία για τη σύγχρονή μας επικαιρότητα, θα μάθει όμως ποια ήταν η κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής μας, με τα τόσο ξύλινα σχήματά της -κι αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Κάνει επίσης, συγκριτικά, ένα βήμα μπροστά η δουλειά του Πάνου, χάρη στο στοιχείο του αυτοσαρκασμού για τους από κάτω και την υπόθεσή μας -δηλαδή την επανάσταση. Το Κομμουνιστικό Κίνημα έχει μια μακρά, πετυχημένη παράδοση σάτιρας, με διάφορα μέσα ήδη από τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Μας λείπει όμως ο αυτοσαρκασμός, και αυτή η “διστακτικότητα” υπήρχε και στη χώρα που οικοδομήθηκε ο σοσιαλισμός.
{Κανονικά, εδώ θα έπρεπε να πέσει… “σταλινική λογοκρισία”. Κι αν έχει κάποιο νόημα αυτή η παρενθετική αναφορά είναι ακριβώς για να δείξουμε ότι μια χαρά αίσθηση αυτοσαρκασμού διαθέτουμε. Και απ’ όσο γνωρίζουμε, την είχε οξυμένη και ο σύντροφος με το μουστάκι.}
Ο Πάνος Ζάχαρης στο κλείσιμο, είπε ότι έμαθε πράγματα για τη δουλειά του -που μπορεί να υπήρχαν στη δουλειά του αλλά ασυνείδητα. Θύμισε ότι το άλμπουμ αυτό είχε ήδη πολλά αποτυπώματα πάνω του πριν καν το αγγίξει το αναγνωστικό κοινό κι ευχαρίστησε θερμά όσους τον βοήθησαν για να βγει, αλλά κυρίως το κοινό, χωρίς το οποίο δε θα υπήρχε καν. Ενώ απάντησε πως η μεγαλύτερη δυσκολία δεν είναι η ιστορική έρευνα για να αναπαραστήσει με ακρίβεια μια εποχή, αλλά να αντισταθεί στον πειρασμό να μη φέρει τα ιστορικά γεγονότα στα μέτρα μιας ωραίας ιδέας, που θα μπορούσε να γίνει η βάση μιας ιστορίας.
Στον επίλογο, κρατάμε ως επιμύθιο μια φράση του Πικάσο που ειπώθηκε στο πλαίσιο της παρουσίασης: Η τέχνη είναι ένα ψέμα που σε βοηθά να προσεγγίσεις την αλήθεια. Και αντιστοίχως, τα ανθρωπάκια-δούλοι του Ζάχαρη, μπορεί να μην υπάρχουν στον πραγματικό κόσμο, αλλά είναι ένας πολύ καλός τρόπος να μιλήσεις για αυτόν και για τους σύγχρονους μισθωτούς δούλους, που πρέπει να πάψουν να είναι “ανθρωπάκια” και να αρχίσουν να γράφουν την πραγματική ιστορία του είδους τους, με αγώνες.
Ο Πάνος Ζάχαρης ξαναχτυπά: Το άλμπουμ “The Workind Dead and…” κυκλοφορεί!