Αναστάσης Κατσαβός: «Ο Καλλιτέχνης πρέπει να μπορεί να εκφράζεται και να βιοπορίζεται από την Τέχνη του»
Συναντήσαμε τον μουσικό και ραδιοφωνικό παραγωγό στο web radio του ΠΑΜΕ Αναστάση Κατσαβό και συνομιλήσαμε μαζί του για την ζωή του και για το ελληνικό λαϊκό -ρεμπέτικο τραγούδι σήμερα.
Ο Αναστάσης Κατσαβός είναι κιθαρίστας με έμφαση στο ρεμπέτικο και λαϊκό ρεπερτόριο. Απόφοιτος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, κατάφερε τελικά να κάνει επάγγελμα αυτό που αγαπά περισσότερο, τη μουσική. Ωστόσο το μικρόβιο του ερευνητή και η θέληση του να εμβαθύνει την μελέτη του στην λαϊκή μουσική του έδωσαν την ιδέα της εκπομπής ”Λαϊκό Πάλκο” στο web radio του ΠΑΜΕ, όπου κάθε Τετάρτη γίνονται αφιερώματα σε εμβληματικές φυσιογνωμίες του καλού λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού.
Ποια ήταν τα δικά σου ακούσματα στην ελληνική μουσική πριν ασχοληθείς ως μουσικός;
Καλό λαϊκό τραγούδι. Μεγάλοι συνθέτες όπως ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης , ο Καλδάρας και άλλοι καθώς και πολλή κλασική μουσική.
Μέχρι σήμερα αυτά τα είδη συνεχίζω να ακούω. Αν και πλέον δεν παίζω κλασική κιθάρα, η κλασική μουσική είναι κάτι που μου δίνει ιδέες στο λαϊκό παίξιμο και μου έχει δώσει κάποια τεχνικά εφόδια προκειμένου να καταλαβαίνω καλύτερα όλα τα είδη μουσικής.
Γιατί επέλεξες κλασική κιθάρα;
Μεγάλωσα στην Θήβα και εκεί πρωτόπιασα την κιθάρα. Δυστυχώς οι δάσκαλοι μου δεν αφουγκράστηκαν τις δικές μου ανησυχίες. Ήθελα να είμαι ένας δεινός εκτελεστής της Ελληνικής Λαϊκής μουσικής με άψογες θεωρητικές γνώσεις, ενώ εκείνοι με ήθελαν να τρέχω σε διαγωνισμούς, πράγμα που δεν ήθελα και τα παράτησα.
Το 2012 με μια αξεπέραστη δασκάλα την Στέλλα Μακρυγιάννη στο Εθνικό Ωδείο Αθήνας, στην οποία οφείλω πολλά, κατάφερα να ολοκληρώσω τις θεωρητικές μου σπουδές και να πάρω το πτυχίο της αρμονίας. Είναι μια δασκάλα η οποία μπορεί και τον πιο άσχετο άνθρωπο να τον κάνει να αγαπήσει την μουσική.
Η Θήβα σαν περιοχή παρουσίαζε ενδιαφέρον στην νυχτερινή της ζωή σε ότι αφορά το λαϊκό τραγούδι;
Ναι, ήταν μια περιοχή που είχε σε άνθηση το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, αλλά σιγά σιγά λόγω κρίσης άρχισε να φθίνει. Τώρα υπάρχουν κάποιες ταβέρνες, κυρίως σε χωριά της Θήβας και της Λιβαδειάς.
Πότε άρχισες να ασχολείσαι επαγγελματικά με το χώρο της μουσικής;
Ήρθα στην Αθήνα το 2005 για να σπουδάσω Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Για πολλά χρόνια δεν είχα ενασχόληση με τη μουσική σε επαγγελματικό επίπεδο, αλλά το 2012 οπότε και τριγυρνούσα στα μαγαζιά της Αθήνας, είδα και άκουσα παιδιά της ηλικίας μου να παίζουν και να τραγουδούν πολύ ωραία και κάπου εκεί αρχίζω να έχω μαράζι ”γιατί να μην παίζω κιθάρα όπως αυτός ”και δη να παίζω αυτά τα τραγούδια που ακούω και με μάγευαν.
Έτσι έπιασα πάλι την κιθάρα και είπα μέσα μου θα γίνω επαγγελματίας. Μετά από 6 μήνες βρήκα τον δάσκαλο της ζωής μου .. Τον Χρήστο τον Μανιφάβα, έναν εξαιρετικό άνθρωπο που έπαιξε με πολλούς σπουδαίους παλιούς τραγουδιστές και μουσικούς. Ένας άνθρωπος που με πίστεψε και κυρίως στάθηκε δίπλα μου για τρία ολόκληρα χρόνια, χωρίς να μου παίρνει χρήματα επειδή ήταν της άποψης πως ήμουν ήδη συνάδελφος του και του ερχόταν άσχημα να μου παίρνει λεφτά. Είναι ένας πολύ καλός παιδαγωγός πέρα από μουσικός.
Επίσης μαθήματα έκανα και με τον σπουδαίο κιθαρίστα Βασίλη Μασσαλά και τον επίσης σπουδαίο Γιώργο Φουντούκο και τους ευχαριστώ για όσα μου έδωσαν.
Ποιες είναι οι σημαντικότερες συνεργασίες που έχεις κάνει μέχρι σήμερα;
Με τον Γιάννη Παπαβασιλείου, τον Βλάχο όπως τον λέμε και ήταν τιμητικό να παίζω μαζί του για ενάμιση χρόνο περίπου. Εδώ και 3 χρόνια παίζω με τον Θύμιο Στουραϊτη με τον οποίο και φέτος παίζουμε στην Φειδίου 2, ένα μέρος που δίνει σεβασμό στους καλλιτέχνες τόσο στο μεροκάματο όσο και στο χώρο που περιβάλλει τους καλλιτέχνες. Ο Θύμιος είναι ένας καλλιτέχνης ο οποίος έχει καταφέρει να νικήσει το χρόνο, άνθρωπος με δικά του πιστεύω στην ζωή, πορεύτηκε όσο λίγοι.
Πριν από 2 -3 χρόνια με τον ακορντεονίστα Δημήτρη Κούστα δημιουργήσαμε το ”Τρίο μεράκι” με τον οποίο παίζουμε με βάση το βιβλίο του «Τα Πολίτικα της Αρμόνικας», ορχηστρικά κομμάτια από την Πόλη που έχουν την δική τους τέχνη στην κιθάρα και προσπαθώ να την κατακτήσω.
Συμμετέχεις σαν ραδιοφωνικός παραγωγός στο ιντερνετικό ραδιόφωνο του ΠΑΜΕ εκτός από μουσικός . Θα΄θελα να ρωτήσω πως είναι να έχεις αυτόν τον διπλό ρόλο του μουσικού αλλά ταυτόχρονα και του παρατηρητή -δημοσιογράφου της λαϊκής σκηνής της Αθήνας;
Η εκπομπή ονομάζεται ”Λαϊκό Πάλκο” είναι κάθε Τετάρτη 8-9μμ στο https://pamehellas.gr/category/greek–categories/radiofono/mousikes–ekpompes/ekpompi_laiko–palko και κάνουμε αφιερώματα στους μεγάλους του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού.
Επίσης κάθε δύο Τετάρτες είναι η εκπομπή του Πανελλήνιου Συλλόγου 7-8μμ. Μια εκπομπή που προσπαθεί να αναδείξει τις δράσεις του σωματείου και να φέρει σε επαφή το Σωματείο μας με ακόμα περισσότερο κόσμο που αγωνιά για τη ζωή του.
Στην αρχή η εκπομπή ήταν μια προσωπική ιδέα και σιγά σιγά δημιουργήθηκε ένα επιτελείο γύρω μας. Προσπαθούμε να κάνουμε την δουλειά με αγάπη και φροντίδα.
Για μένα το κίνητρο να γίνω ”παρατηρητής” ,όπως λες, ήταν μέσα από αυτήν την εκπομπή να αρχίσω την μελέτη πάνω στο λαϊκό τραγούδι και την λαϊκή μουσική και ήταν ευτυχής συγκυρία που το ΠΑΜΕ μου έδωσε την ευκαιρία να γίνω ραδιοφωνικός παραγωγός και να ψάξω τις πολλές δεκαετίες του λαϊκού τραγουδιού, αντιστοιχώντας το με το ιστορικό πλαίσιο της εποχής.
Τι έχεις ανακαλύψει μέσα από αυτή σου τη μελέτη μέχρι σήμερα;
Αν το δεις πολύπλευρα, θα έλεγα πως το λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι εξελίχθηκε σύμφωνα με την οικονομία και κοινωνία τον 20ο Αιώνα και είχε τέτοια δυναμική που ο καπιταλισμός από ένα σημείο και μετά ο ίδιος που το κυνηγούσε στα προπολεμικά χρόνια, το μοσχοπούλησε και το μοσχοπουλά τώρα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί το λαϊκό τραγούδι φτάνει στην ρίζα και στην ψυχή του ανθρώπου και κινητοποιεί το συναίσθημα για ξεσηκωμό και δημιουργεί προβληματισμούς.
Ο καπιταλισμός προσπαθεί να διαβρώσει την αυτή την σύνδεση μεταξύ λαϊκής μουσικής και ανθρώπου ο οποίος θα ήταν άμεσος δέκτης.
Ωστόσο το σημερινό λαϊκό τραγούδι φαίνεται να βρίσκεται ανάμεσα σε δύο συμπληγάδες… Από τη μια ονομάζεται λαϊκό τραγούδι, το φθηνό της μεγάλης πίστας και από την άλλη υπάρχει το έντεχνο -λαϊκό τραγούδι, που μέσα του δεν έχει αυτή την δυναμική των παλιών άμεσων στίχων.. Γιατί πιστεύεις πως συμβαίνει αυτό;
Στην πρώτη περίπτωση έχει να κάνει με το εμπόριο και την γρήγορη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι τραγούδι, αλλά προϊόν. Αυτά τα καψουροτράγουδα του κιλού παράγονται και ξεχνιούνται εύκολα, όπως και εκείνοι που τα τραγουδούν. Μπαίνεις μετά από 1 χρόνο στα μαγαζιά τους και τα βλέπεις με λιγότερο κόσμο από ένα συνοικιακό μαγαζί.
Το δεύτερο, το λαϊκό διαφωνώ στο ότι δεν φτάνει στον απλό άνθρωπο. Αρχικά, σήμερα το μορφωτικό επίπεδο είναι διαφορετικό από τις προηγούμενες γενιές, άρα και ο στίχος μπορεί να είναι πιο ”λόγιος”, όμως εξαρτάται τι εννοεί ο καθένας με αυτό…. Πχ ο Βαγγέλης Κορακάκης έχει ένα συγκεκριμένο τρόπο να δημιουργεί και ο στίχος του αγγίζει πολύ κόσμο. Μπορεί να μην είναι ο άμεσος στίχος του Βαμβακάρη που ήταν χασάπης, αλλά πάλι ο εργαζόμενος τον νιώθει, τον καταλαβαίνει, τον αγγίζει…
Η σκηνή του λαϊκού δεν χωρά πολύ επιτηδευμένους στίχους… Αργά ή γρήγορα θα σε ξεράσει…
Άλλωστε η αλήθεια στην Τέχνη μπορεί να ειπωθεί με ωραίο και συνάμα απλό τρόπο, όχι όμως εύπεπτο.
Στην σημερινή εποχή ποιες θεματικές από ρεμπέτικο-παλιό λαϊκό τραγούδι φαίνονται να αναβιώνουν;
Σίγουρα το θέμα της ξενιτιάς… Τα τραγούδια του Καζαντζίδη συγκεκριμένα.. Ο Έλληνας στην κρίση ξανά έγινε μετανάστης, για 30 χρόνια τουλάχιστον δεν ήταν.. Σε μαζικό επίπεδο τουλάχιστον.. Το θέμα της φτώχειας επίσης!
Η τουριστικοποίηση του κέντρου έχει φέρει αλλαγές στην μουσική πιάτσα του κέντρου;
Η τουριστικοποίηση έχει φέρει βαρβαρότητα, όπως συμβαίνει συνήθως στον καπιταλισμό με 7 ήμέρες την βδομάδα εργασία για πολλές ώρες μέσα στην ημέρα με ισχνά μεροκάματα. Ειδικά σε ό,τι αφορά Μοναστηράκι -Θησείο, τα τουριστικά μαγαζιά εκμεταλλεύονται την κρίση που υπάρχει για να στραγγίξουν τους μουσικούς και σε ό,τι αφορά την ποιότητα αλλά και όσον αφορά την οικονομική εκμετάλλευση. Ξέρεις πόσες φορές μέσα στην μέρα ένα μουσικός πρέπει να παίξει τον Ζορμπά προς τέρψιν του ακροατή; Δε λέω να μην παίζει Ζορμπά ή να φύγει ο αδαής τουρίστας… Λέω όμως πως πρέπει να μην αλλάζουμε όλη μας την ζωή και την κουλτούρα γύρω από τον τουρίστα, μόνο και μόνο για να οικονομάνε οι εργοδότες.
Στο κέντρο πολλών πόλεων βλέπεις να ευδοκιμούν σπίτια βραχύβιας διαμονής και οι μόνιμοι κάτοικοι να φεύγουν σε άλλες συνοικίες.. έτσι και το ρεμπέτικο τραγούδι στο κέντρο χάνεται στο βαθμό και στην ποιότητα που υπήρχε. Πρέπει να μην εγκαταλείψουμε την ποιότητα για χάριν του κέρδους και αυτό το γνωρίζω πως είναι δύσκολο και έχει προσωπικό και οικονομικό κόστος, αλλά πρέπει να μην τα μετράμε όλα με το χρήμα. Το σημαντικό εξάλλου είναι ο καλλιτέχνης να μπορεί να εκφράζεται με την Τέχνη του, να βιοπορίζεται από τη δουλειά του και να έχει το δικαίωμα να εξελίσσεται.
Σ’ αυτό το πλαίσιο καλείται και ο εργαζόμενος μουσικός να δραστηριοποιηθεί απέναντι στα προβλήματα μέσα από τον Πανελλήνιο Μουσικό Σύλλογο για να επιβληθούν λύσεις προς όφελος όλων μας.
Κλείνοντας τι θα ήθελες να πεις στους αναγνώστες της Κατιούσας;
Θα απευθυνθώ στην Κατιούσα πρώτα… Ένα μεγάλο μπράβο που φιλοξενεί σε στήλη της νέους καλλιτέχνες, καταγράφει τι συμβαίνει σήμερα στο χώρο της μουσικής και αναδεικνύει καινούργιους καλλιτέχνες και στους αναγνώστες της Κατιούσας να απολαμβάνουν την ανάγνωση της ιστοσελίδας και την σωστή ενημέρωση που τους προσφέρει.