Ανδρέας Καρανίκας: Ένας διαφορετικός διευθυντής Ωδείου
Για τα Ωδεία έχουμε ακούσει πολλά και εντός και εκτός στήλης.. Κάποιοι τα θεωρούν θερμοκήπια και απαρχαιωμένα, άλλοι θεωρούν πως πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει.. Τι πραγματικά συμβαίνει ή όχι στα Ωδεία συζητήσαμε με το διευθυντή του Ωδείου ‘’ Έκφραση ‘’ στα Άνω Πετράλωνα και όχι μόνο. Ο Ανδρέας Καρανίκας μας μίλησε για πολύ περισσότερα.
Ένα απόγευμα Πέμπτης βρέθηκα στο Ωδείο ‘’Έκφραση’’ για να γνωρίσω από κοντά τον Διευθυντή του Ωδείου Ανδρέα Καρανίκα. Ένας διευθυντής Ωδείου που διαφέρει από τα στερεότυπα που μας έρχονται στο μυαλό. Νέος, ευδιάθετος, πρόσχαρος και με όρεξη να προσφέρει στα παιδιά (αλλά και στους ενήλικες) που περνούν το κατώφλι του, την ομορφιά και την απεραντοσύνη της μουσικής.
Δεν είναι μόνο διευθυντής αλλά και ένας δημιουργικός μουσικός ο οποίος τα καταφέρνει πολύ καλά στην σύνθεση μουσικής κυρίως θεατρικών παραστάσεων, αλλά και στη Διεύθυνση ορχήστρας σε μιούζικαλς.
Αλλά καλύτερα θα σας τα πει ο ίδιος…
Σαν παιδάκι σκεφτόσουν ότι μια μέρα θα γίνεις διευθυντής Ωδείου;
Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό.. Ούτε είχα καν σχέση με τη μουσική πόσο μάλλον να σκεφτώ Ωδεία.. Η επαφή μου με τη μουσική ξεκίνησε τυχαία στα δώδεκα. Δίπλα στο δημοτικό σχολείο όπου φοιτούσα στο Χαϊδάρι, υπήρχε το μουσικό σχολείο Χαϊδαρίου (νυν Ιλίου) και μου πρότεινε η μητέρα μου εάν θα ήθελα να με γράψει, ώστε να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες.
Χωρίς να υπάρξει κάποιο ερέθισμα προηγουμένως πάνω στη μουσική;
Όχι, δεν υπήρχε ούτε κάποιος στην οικογένεια που να είχε ασχοληθεί, ούτε είχαμε κάποια ιδιαίτερη παιδεία πάνω σε αυτό. Ήμασταν απλώς καλοί ακροατές. Πήγαμε μαζί και ρωτήσαμε για το σχολείο και μάθαμε πως έπρεπε να περάσω κάποιες εξετάσεις για να μπω.
Οι εξετάσεις αυτές ήταν δύσκολες;
Οι εξετάσεις δεν απευθύνονταν και δεν απευθύνονται μέχρι και σήμερα σε παιδιά που έχουν από πριν κάποια εξοικείωση με την μουσική. Περισσότερο είναι εξετάσεις για να ελεγχθεί εάν υπάρχει μουσικότητα, τονικότητα, ρυθμός… Έδωσα εξετάσεις αλλά δεν επιλέχτηκα τότε. Ωστόσο, ήμουν 15ος επιλαχών. Κάποια στιγμή ενώ το είχαμε ξεχάσει εντελώς για το Μουσικό σχολείο και ήμουν στο συμβατικό, κατά τον Οκτώβριο μας πήραν και μας ενημέρωσαν πως ανοίγει ένα καινούργιο Μουσικό σχολείο στον Πειραιά. Έτσι οι πρώτοι 50 επιλαχόντες από το σχολείο του Χαϊδαρίου που επιθυμούσαν να ξαναδώσουν εξετάσεις, είχαν τη δυνατότητα μιας δεύτερης ευκαιρίας. Με αυτή τη διαδικασία ξεκίνησε το Μουσικό Σχολείο Πειραιά το 1995, με μία τάξη 25 μαθητών, που είχα την τύχη να βρίσκομαι ανάμεσά τους, αλλά και να είμαι πλέον ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου Αποφοίτων και Πρόεδρος από την αρχή μέχρι τις αρχές του 2018 με πλούσια πολιτιστική δράση.
Ακούγεται πολύ, ας μου επιτραπεί η έκφραση, μοιραίο, καρμικό να συμβεί..
Το λέω πολύ συχνά και εγώ αυτό. Δεν το επέλεξα, με επέλεξε.. Αν και στην πορεία μου έως σήμερα χρειάστηκε να κάνω και δουλειές που δε σχετίζονται με τη μουσική, στο τέλος κατέληξα σε αυτήν εξολοκλήρου. Βασικά, περισσότερο με κυνηγά, παρά το κυνηγάω….
Στην αρχή, το πεντάγραμμο, οι νότες, τα κλειδιά, μου φαινόντουσαν κινέζικα. Ήταν ένας άλλος κόσμος! Σκεφτόμουν, τι θέλω εγώ εδώ;!
Πάντως είναι ενθαρρυντικό αυτό για ανθρώπους που είναι φοβισμένοι με την μουσική..
Φυσικά, αυτό ισχύει και σε μένα απόλυτα.. Έπαθα μετάλλαξη μέσα σε μια στιγμή, άνοιξε το μυαλό μου και αμέσως άρχισα να λειτουργώ πλήρως μέσα σε αυτό. Δεν μπορώ να πω πως ήταν ένας μήνας.. ήταν απλώς μια στιγμή. Δε θυμάμαι πώς ήρθε η αλλαγή.. Θυμάμαι όμως, πως μέχρι τα μέσα της χρονιάς σκεφτόμουν να φύγω…
Τι πιστεύεις πως κερδίζει ένας μαθητής μπαίνοντας σε ένα Μουσικό σχολείο;
Διδάσκεται το εύρος της μουσικής. Μαθαίνει την Δυτική και την Βυζαντινή μουσική. Η Βυζαντινή μουσική είναι παραμελημένη στα περισσότερα Ωδεία και δεν μπορεί εύκολα κάποιος να έχει πρόσβαση και σωστή κατάρτιση μόνο από τα Ωδεία. Είναι παραμελημένη κυρίως επειδή έχει συνδεθεί με την εκκλησία, ενώ είναι μια πολύ πλούσια μουσική παράδοση φωνητικής μουσικής.
Ένα παιδί, εκεί μέσα, παίρνει μια σφαιρική ιδέα για το τι είναι μουσική και αυτό είναι εξαιρετικά χρήσιμο. Ζούμε σε μια χώρα που συνδυάζει το δυτικό και το ανατολίτικο στοιχείο και αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει ένας έλληνας μουσικός να το έχει διδαχθεί.
Ένα μικρό Ωδείο δεν μπορεί να τα προσφέρει αυτό άρτια. Η εμπειρία μιας συμφωνικής ορχήστρας είναι δύσκολο να υποστηριχθεί σε ένα Ωδείο… Μόνο κάποια μεγάλα Ωδεία έχουν τη δυνατότητα να το προσφέρουν αυτό, αλλά δεν είναι προσβάσιμα σε όλα τα παιδιά..
Πιστεύεις πως η μουσική παιδεία στην Ελλάδα χωλαίνει; Έχει γίνει μια ολόκληρη συζήτηση σχετικά με την ύπαρξη ή όχι δημοτικών Ωδείων.. Με τι κόστος να παρακολουθήσει ένα παιδί ένα ιδιωτικό Ωδείο.. Ποια είναι η γνώμη σου πάνω σε αυτά τα ζητήματα;
Θα πρέπει να είναι προσβάσιμη η μουσική, όχι μόνο μέσω των Ωδείων, είτε είναι δημοτικά είτε ιδιωτικά. Το σχολείο πρέπει να μεριμνήσει για την σωστή παιδεία πάνω στη μουσική. Η μουσική ως μάθημα είναι αδικημένο, αν και τα οφέλη που δίνει στα παιδιά δεν τα έχουμε αναγνώσει όπως τους πρέπει.
Στο Μουσικό Σχολείο άκουσες τόσο την Δυτική όσο και την Ανατολική μουσική.. Προς τα πού κινήθηκες ο ίδιος;
Επέλεξα να τα μάθω και τα δύο. Δεν υποτιμώ την μια απέναντι στην άλλη. Η ενασχόληση μου μπορεί να είναι περισσότερο με τη Δυτική μουσική, αλλά αυτό έγινε επειδή όπως προείπα με κυνήγησε εκείνη περισσότερο. Ασχολήθηκα με το πιάνο, αλλά διδάχτηκα και τη Βυζαντινή μουσική. Μ΄άρεσε και αυτή αρκετά. Όταν ξεκίνησα σε Ωδείο και εγώ, επέλεξα το πιάνο, γιατί μάλλον είχα έφεση σε αυτό.
Μέσα μου είχα και το μικρόβιο της σύνθεσης και έβλεπα ότι με το πιάνο μπορούσα να συνθέσω μελωδίες πιο εύκολα. Μέχρι και σήμερα, δεν έχω καταφέρει να ασχοληθώ με τη σύνθεση όσο θα επιθυμούσα..
Δεν έχεις λοιπόν τα στεγανά μεταξύ Δυτικής ή Ανατολικής μουσικής όπως έχουμε ακούσει ότι υπάρχουν στα Ωδεία, τα οποία θεωρούν π.χ το μπουζούκι υποδεέστερο όργανο..
Σε καμία περίπτωση. Όταν κάποιος μαθαίνει κάποιο όργανο με άξονα τη σοβαρότητα και την αισθητική, τότε όλα τα όργανα είναι ισάξια. Το πιο σημαντικό είναι η αισθητική.. Υπάρχουν και κακοί πιανίστες και κακοί μπουζουξήδες, όπως και καλοί αντίστοιχα. Όταν μαθαίνεις ένα όργανο πρέπει να καλλιεργείς και την αισθητική σου. Η αισθητική στην Ελλάδα είναι ένα μεγάλο πρόβλημα και χρήζει συζήτησης..
Η νέα γενιά έχει καλύτερο κριτήριο αισθητικής από ό,τι ας πούμε η δική μας γενιά ή προηγούμενες από μας; Βλέπουν περισσότερα γύρω τους και έρχονται με καλύτερα δεδομένα για το με τι θέλουν να ασχοληθούν;
Η νέα γενιά έρχεται επηρεασμένη από συγκεκριμένα πράγματα. Όσο και αν είναι ανοικτό το διαδίκτυο στην πληροφόρηση, στην πραγματικότητα η νέα γενιά ζητά να εκπαιδευτεί στα πιο δημοφιλή μουσικά όργανα. Υπάρχουν και εξαιρέσεις βέβαια… Γενικά, τα περισσότερα παιδιά θέλουν να τραγουδήσουν, να μάθουν ηλεκτρική κιθάρα, τύμπανα, πλήκτρα κλπ. Είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της γενιάς…
Δηλαδή πρόκειται για αναβίωση της ροκ μουσικής; Γιατί είχα την εντύπωση ότι το ρεμπέτικο τραγούδι κερδίζει έδαφος …
Δε νομίζω πως είναι θέμα ροκ. Δεν ακούν τα παιδιά συγκεκριμένα πράγματα, απλώς συναντούν παντού μια ηλεκτρική κιθάρα ή τύμπανα… Βλέπουν ριάλιτι, τα οποία είναι στοχευμένα και αναπαράγουν τα ίδια και τα ίδια.
Αντίστοιχα υπάρχουν παιδιά τα οποία επιθυμούν να μείνουν περιχαρακωμένα στην κλασική μουσική και αγνοούν την υπόλοιπη μουσική σαν υποδεέστερη;
Πάντα ένα παιδί θα αγαπήσει έναν συνθέτη και ’’θα ταχθεί‘’ σε εκείνον. Ένας λόγος που τα παιδιά αγαπούν την κλασική μουσική είναι επειδή τους αρέσουν οι μελωδίες της, κι ένας άλλος λόγος είναι γιατί το παίξιμό της, τους φαίνεται ενδιαφέρον. Στόχος του δασκάλου, είναι να μη μείνει το παιδί μόνο σε ένα μουσικοσυνθέτη πχ στο Μότσαρτ, Μπετόβεν ή Μπαχ, αλλά να του μάθει να μελετά και άλλους. Υπάρχουν πάρα πολλοί συνθέτες με τεχνική αξία και μουσικό ρεπερτόριο και ας είναι μικρότεροι σε φήμη. Τα περισσότερα Ωδεία μέχρι και σήμερα, αλλά και το πρόγραμμα σπουδών του Υπουργείου έχουν διατηρήσει έναν απαρχαιωμένο χαρακτήρα. Νομίζω είμαστε από τις ελάχιστες χώρες, που έχουν μείνει τόσο πίσω σε νοοτροπία σχετικά με τη μουσική εκπαίδευση.
Έχουμε μείνει στο κλασικισμό και στο ρομαντισμό, ενώ υπάρχει η σύγχρονη εποχή την οποία δεν την μελετάμε όσο θα έπρεπε και της αξίζει.
Η Βυζαντινή παιδεία σου έχει αφήσει κάποιο στίγμα μέσα σου ή ήταν κάτι το οποίο έμεινε πίσω από την ενασχόλησή σου με το πιάνο;
Στο μουσικό σχολείο υποχρεωτικά πέρα από το πιάνο παρακολουθείς και ένα παραδοσιακό όργανο που θα σε βοηθήσει στην εκμάθηση της Βυζαντινής μουσικής. Για τα Μουσικά Σχολεία της Αττικής το όργανο αυτό είναι ο ταμπουράς, ένα όργανο που είχα τη χαρά να διδάξω κι εγώ πλέον ως καθηγητής στο Μουσικό σχολείο Ιλίου. Το πιάνο πάλι είναι υποχρεωτικό για τη δυτική μουσική και ο ταμπουράς για την βυζαντινή. Ως τρίτο όργανο επέλεξα το σαξόφωνο. Αυτό είναι ακόμη άλλο ένα καλό των Μουσικών Σχολείων… Το να παρακολουθεί κανείς τρία όργανα σε ένα ιδιωτικό Ωδείο είναι μεγάλο το κόστος. Ωστόσο, δεν θεωρώ ότι μου έχει αφήσει κάποιο ιδιαίτερο στίγμα η Βυζαντινή μουσική, αλλά με βοήθησε να μπορώ να αποδεχθώ και να κατανοήσω καλύτερα και άλλα είδη μουσικής που απέχουν της Δυτικής.
Ο χρόνος όμως που χρειάζεται ένα παιδί να μάθει τρία όργανα δε θεωρείται μεγάλος φόρτος ; Ένα παιδί μπορεί να καταφέρει κάτι τέτοιο;
Θεωρώ πως πλέον υπάρχει μεγαλύτερη ανοχή για την εξέλιξη ενός παιδιού πάνω σε ένα μουσικό όργανο. Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και έχει τους δικούς του χρόνους. Αυτό οι εκπαιδευτικοί έχουν αρχίσει και το αποδέχονται. Στόχος δεν είναι ο μαθητής να γίνει επαγγελματίας μουσικός, αλλά να εκπαιδευτεί σωστά και να αγαπήσει τη μουσική. Η επαγγελματική πορεία απλώς μπορεί να προκύψει. Οπότε ναι, ένα παιδί μπορεί να τα καταφέρει να μελετάει με τους δικούς του χρόνους τρία όργανα.
Έχει σταματήσει ο μύθος του αυστηρού Ωδείου δηλαδή;
Έχει σταματήσει το αυστηρό ‘’πρέπει’’, γιατί το παιδί με το ‘’πρέπει‘’ αντιπαθεί πράγματα και δεν τα αγαπά. Στόχος του δικού μας Ωδείου είναι τα παιδιά να αγαπήσουν τη μουσική για να τους αποδώσει στο μέγιστο τα οφέλη που γεννά η μουσική εκπαίδευση.
Είναι σωστό κάποιος να αποφεύγει το Ωδείο; ‘Βαριέμαι τα θεωρητικά ‘’ή ‘’Δεν είμαι άνθρωπος της παρτιτούρας θέλω να τζαμάρω‘’ είναι σωστό να λέγονται;
Σημασία έχει κάποιος να ασχοληθεί με τη μουσική έστω και αν παρακάμψει τα «τυπικά». Πάλι όφελος θα έχει. Θα πρέπει όμως, να γνωρίζει πως θα έχει περιορισμένες δυνατότητες σε σχέση με κάποιον που εκπαιδεύεται σωστά σε ένα Ωδείο.
Τα Ωδεία έχουν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης για το μαθητή, με μια λογική σειρά μαθημάτων που οδηγεί σε επαγγελματική επάρκεια και σταδιοδρομία.
Την περίοδο που τελείωσες το μουσικό σχολείο υπήρχαν συγκεκριμένα τμήματα μουσικών σχολών στην Ελλάδα. Πώς βρέθηκες ο ίδιος στην Κέρκυρα και τι σε έκανε να επιλέξεις το συγκεκριμένο τμήμα;
Είδα τα προγράμματα και των τριών σχολών, και βρήκα περισσότερο ενδιαφέρον στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου. Τότε, ήταν το μοναδικό που είχε και πρακτικά μαθήματα. Είχε χορωδία, μουσικά όργανα, ορχήστρα κλπ. Τα άλλα δύο τμήματα που υπήρχαν ήταν κυρίως δομημένα πάνω σε πιο θεωρητικές σπουδές. Σήμερα, επιτέλους τα πράγματα είναι καλύτερα.
Για καλή μου τύχη στο δεύτερο έτος άλλαξε το πρόγραμμα σπουδών, δημιουργήθηκαν κατευθύνσεις και έτσι επέλεξα την κατεύθυνση της σύνθεσης.
Για να επιστρέψω, πώς ένιωσες που από μαθητής βρέθηκες καθηγητής πλέον σε ένα Μουσικό Σχολείο;
Η αγάπη μου για τα Μουσικά Σχολεία δεν έπαψε να υπάρχει. Πίστευα ότι μου δόθηκε η ευκαιρία να το ζήσω από άλλη πλευρά. Υπήρξα καθηγητής για 2 χρόνια και είπα τέλος από εδώ και ύστερα, θα ασχοληθώ μονάχα με τη μουσική και τίποτα άλλο. Μετά το 2010 που έγινε μείωση καθηγητών στα Μουσικά Σχολεία και μέχρι το 2012 δεν είχα σταθερή εργασία, γιατί συνεχώς έψαχνα μόνο δουλειές που σχετίζονταν με όποιον τρόπο με τη μουσική.
Ύστερα ξεκίνησα ως δάσκαλος σε Ωδείο…
Και πώς έγινε τώρα να έχεις το δικό σου Ωδείο;
Προέκυψε.. Κάποιος συνάδελφος μου πρότεινε να συνεχίσω το δικό του Ωδείο και αποφάσισα ότι θέλω να το κάνω.
Ήταν δύσκολο να αναλάβεις την διεύθυνση ενός Ωδείου;
Ήταν 2 χρόνια κλειστό και άνοιξε μέσα σε μια δύσκολη οικονομική περίοδο. Ουσιαστικά, ήταν σαν να ξανάνοιγε από την αρχή, με όποιες δυσκολίες αυτό συνεπάγεται.
Ωστόσο, υπάρχει μια άνοδος εισαγωγής μαθητών σε Ωδεία από ό,τι παλιότερα;
Όντως υπάρχει μία αύξηση τα τελευταία δύο χρόνια. Ωστόσο θα ήταν άδικο, να πούμε πως αυτό είναι κάτι νέο στο χώρο των Ωδείων. Διότι από παλαιότερα, υπήρχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη μουσική και την εκπαίδευσή της. Απλώς, λόγω της οικονομικής κρίσης, υπήρξε μία συστολή. Το ζήτημα είναι όμως, να μην στεκόμαστε μονάχα σε αριθμούς, αλλά και στην ποιότητα που προσφέρουν τα Ωδεία.
Όποιος έρθει, μπορεί να μάθει μουσικό όργανο ή υπάρχει και η περίπτωση να μην μπορεί να παίξει κάποιος τίποτα;
Όλοι μας μπορούμε να παίξουμε ένα τραγουδάκι. Για να γίνει κάποιος σολίστ, πρέπει να δείξει αφοσίωση στη μελέτη και να υπάρχει ταλέντο. Πρέπει να συνυπάρχουν και τα δύο.. Ξέρεις, πολλοί ταλαντούχοι δεν έχουν την επιμονή στη μελέτη τους ενώ αντίστοιχα, βλέπεις ανθρώπους, με λιγότερο ταλέντο να μελετούν και να ξεπερνούν με την επιμονή τους και τη σκληρή δουλειά τους πρώτους.
Οι άνθρωποι που έχουν φυσικό χάρισμα, τους φαίνεται εύκολο και συχνά αρνούνται να μπουν σε ένα σοβαρό πρόγραμμα με βαθμό δυσκολίας. Εκεί εντοπίζεται η σημαντικότητα και η ποιότητα του δασκάλου-μέντορα που θα εμπνεύσει τον εκάστοτε μαθητή να ασχοληθεί πιο σοβαρά.
Βλέπω γύρω μου πολλές φωτογραφίες από θεατρικές παραστάσεις και θα ‘θελα να πάμε την κουβέντα προς τα εκεί… Πότε ξεκίνησες να γράφεις για το θέατρο μουσική;
Τυχαία και αυτό..
Είσαι τυχερός άνθρωπος πάντως, πριν φύγω να συμπληρώσουμε ένα Τζόκερ παρέα..
Δεν ξέρω αν είμαι τυχερός σε όλα τα πράγματα της ζωής μου, αλλά πάνω στην μουσική είμαι. Μπήκα τυχαία στο Μουσικό Σχολείο και βρέθηκα την κατάλληλη στιγμή και στο κατάλληλο μέρος για να έχω σήμερα το δικό μου Ωδείο.. Όντως, με κυνήγησαν τα πράγματα σε σχέση με τη μουσική παρά τα κυνήγησα.
Η πρώτη μου επαφή με το θέατρο ήταν το 2012, όπου έγραψα μουσική για το θεατρικό έργο «Κρυφτό» της Βάσιας Αργέντη, που ανέβηκε στο θέατρο Πρόβα.
Τώρα σε ό,τι αφορά τα μιούζικαλ η ιστορία έχει ως εξής: Το 2009 φτιάξαμε έναν σύλλογο αποφοίτων του Μουσικού Σχολείου Πειραιά, στο οποίο ήμουν πρόεδρος από την πρώτη στιγμή. Γύρω στο 2014, μετά από πολλά μουσικά αφιερώματα, έφερα σαν ιδέα να κάνουμε ένα μιούζικαλ με τους μαθητές και απόφοιτους του σχολείου και να ανεβάσουμε το Grease. Με αυτό ξεκίνησαν όλα.. Πολύ δύσκολο.. Δεν είχε καμία σχέση με τις συναυλίες, διότι έχει άλλη δομή και ευτυχώς, ήμουν τυχερός που είχα καλούς συνεργάτες δίπλα μου και καταφέραμε να το φέρουμε εις πέρας.
Είναι πολύ δύσκολο μιούζικαλ ..Έχει πολύ έντονο χορό, έχει πολύ τραγούδι..
Ευτυχώς βρέθηκαν οι κατάλληλοι συνεργάτες. Μια πολύ καλή μου φίλη από τα φοιτητικά μου χρόνια, η Βάσια Αργέντη, στάθηκε δίπλα μου. Η Βάσια Αργέντη είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης και ζήτησα την βοήθεια της για να ανέβει αυτή η παράσταση. Μαζί της έφερε την Νίκη Καρνάτσου ως βοηθό σκηνοθέτη και τις χορογραφίες επιμελήθηκε η Ελπίδα Νίνου και ο Θανάσης Γιαννακόπουλος, επαγγελματίες όλοι στο χώρου του θεάτρου.
Όλοι εργάσθηκαν αφιλοκερδώς, κάθε Κυριακή για 5 ώρες και όχι μόνο… Κι όλο αυτό να το κάνουν για μια τρέλα που μου ήρθε εμένα στο μυαλό. Επίσης, να σημειώσω πως η μουσική ήταν live με μαέστρο την εξαιρετική και βραβευμένη Φαίδρα Γιαννέλου.
Πώς αισθάνθηκαν τα παιδιά με αυτή την παράσταση;
Τα παιδιά είχαν ενθουσιαστεί, κι εμείς ήμασταν κομμάτια.. Μετά από τόσα χρόνια θα το ξανάκανα αλλά όταν τελείωσαν οι τρεις παραστάσεις, δεν ήθελα να ξανακούσω για κάτι τέτοιο.
Αυτή ήταν η πρώτη κρυάδα..
Έπειτα, πάντα με το σύλλογο, κάναμε μεγάλα μουσικά πρόζεκτ. Αφιέρωμα στη Λίνα Νικολακοπούλου, στη Βίκυ Μοσχολίου με τη Γιώτα Νέγκα, στο Σταύρο Κουγιουμτζή με το Γιώργο Νταλάρα…Υπήρξε μια σταδιακή άνοδος στις εκδηλώσεις..
Έχεις ασχοληθεί και με άλλα μιούζικαλ;
Το 2017 συμμετείχα στο μιούζικαλ «Les Miserables» στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά με το Ωδείο Τερψιθέας. Εκεί είχα αναλάβει την ενορχήστρωση, ένα μέρος της μουσικής διδασκαλίας καθώς επίσης και τη συνοδεία στις πρόβες.
Το ‘’Mamma mia’’ πώς προέκυψε;
Τυχαία πάλι.. Μου προτάθηκε από τον μαέστρο του ‘’Mamma mia’’ να παίζω πιάνο στις πρόβες του θιάσου. Ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα ‘’Μπορώ να το κάνω;’’. Άλλο το ερασιτεχνικό και άλλο το επαγγελματικό και φοβήθηκα να απαντήσω αμέσως.
Ωστόσο δέχτηκα. Υπάρχει μια μαγεία σε αυτό. Μ’ άρεσαν πάρα πολύ οι πρόβες και δεν ήθελα να τελειώσουν. Οι πρόβες ως διαδικασία με γεμίζει ακόμη περισσότερο απ΄ ό,τι με κουράζει. Το απολαμβάνω πολύ πιο πολύ απ’ ό,τι στις παραστάσεις. Το δεύτερο χρόνο πάλι με κάλεσαν ως κορεπετίτορα στις πρόβες και μου πρότειναν να ανέβω ως μαέστρος στην Θεσσαλονίκη. Φυσικά και δέχτηκα με μεγάλη τιμή.
Γιατί τόσος φόβος;
Πάντα υπάρχει η αγωνία ‘’Θα τα καταφέρω;!’’
Ωστόσο, θα ήθελα να σημειώσω πως την ίδια χρονιά με το Mamma mia, μου προτάθηκε να συνοδεύσω ως κορεπετίτορας τις πρόβες της μουσικής παράστασης «Jesus Christ Superstar». Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστώ δημόσια τον Ηλία Καλούδη και τη Θέμιδα Μαρσέλου για την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν.
Η δική σας παράσταση με τη Βάσια Αργέντη πώς προέκυψε φέτος το φθινόπωρο;
Περίπου τον περασμένο Απρίλιο, διάβασα για ένα Πρόγραμμα του Υπουργείου Πολιτισμού σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής & το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ‘’Ανοιχτές Πόρτες’’, όπου μπορούσες να συμμετάσχεις με ένα θεατρικό έργο. Στην περίπτωση επιλογής σου, σου παραχωρούσαν για 2 μήνες αίθουσα για την προετοιμασία της παράστασης μέσα στο Μέγαρο Μουσικής, με σκοπό να ανέβει η παράσταση στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά.. Και της πρότεινα να πάρουμε μέρος.
Το σκεφτόμασταν από τότε που τελειώσαμε το Grease, να γράψουμε κάτι οι δύο μας, αλλά λίγο η κούραση, λίγο το ότι δεν είχαμε χώρους για πρόβα ήταν ανασταλτικός παράγοντας.
Το πράξαμε. Επιλεχθήκαμε, προετοιμάσαμε την παράστασή μας, παρουσιάστηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά κι έτσι παίζεται από τις αρχές του Οκτώβρη στο θέατρο ‘’Αλκμήνη’’. Ο τίτλος είναι «Νούρα: Ένα πένθιμο μπλούζ’» και παίζεται κάθε Κυριακή μέχρι και το Πάσχα.
Η μουσική είναι δική μου και παίζω πιάνο στην παράσταση. Μέχρι 13 Ιανουαρίου τον ρόλο της Νούρα κρατούσε η Αρετή Κετιμέ, αλλά από τις 20 Ιανουαρίου στη θέση αυτή θα βρίσκεται η τραγουδοποιός Μαρία Παπαγεωργίου.
Ποια είναι η υπόθεση του έργου ;
Η ηθική τελειότητα μοιάζει να είναι ο οδηγός στη ζωή του ενός ήρωα (Αλέξανδρος), αλλά δυστυχώς η ζωή πολλές φορές μας γεμίζει ψευδαισθήσεις προερχόμενες από το συλλογικό ασυνείδητο που δεν μπορούμε να τις διαχειριστούμε, και σε έναν τέτοιο σκόπελο σκοντάφτει ο Αλέξανδρος. Παράλληλα, οι κεντρικές ηρωίδες μας (Μητέρα της Νούρα και η Νούρα) αποζητούν, όχι το δυτικό όνειρο όπως κάνουν οι μετανάστες, αλλά μία ανθρώπινη ζωή. Μια ζωή δίχως διώξεις, εγκλήματα και πολέμους. Όπως λέει, η Νούρα μας: «μαμά στις χούφτες μου έχω φυλάξει λίγο ήλιο». Αυτόν τον ήλιο αποζητούν. Στο έργο αυτό μας παρουσιάζεται μία διπλή Οδύσσεια: Του δυτικού ανθρώπου που τα έχει «όλα» και στέκεται θύμα αυτής της ιδανικής συνθήκης και των προσφύγων που, η ζωή τους μοιάζει το απόβλητο ενός συστήματος που δεν δείχνει στάλα συμπόνιας.
Το έργο δεν τάσσεται προς κάποια πλευρά, αλλά δίνει τροφή για σκέψη για το πώς είναι τα γεγονότα όσο γίνεται πιο αντικειμενικά.
Οι παραστάσεις απευθύνονται από ποια ηλικία και μετά;
Από μαθητές Γυμνασίου και άνω είναι το ιδανικό, όχι πως τα παιδιά του δημοτικού δεν μπορούν να την παρακολουθήσουν.
Ευχαριστούμε πολύ για την παραχώρηση της συνέντευξης στο περιοδικό μας. Καλή συνέχεια στα σχέδιά σας.
Εγώ ευχαριστώ γι’ αυτή την όμορφη κουβέντα μας και εύχομαι κάποια στιγμή να κατανοήσουμε όλοι τα οφέλη των τεχνών και να τις εντάξουμε πιο συνειδητά στην εκπαιδευτική διαδικασία.