Χρήστος Χρυσόπουλος: «H έλευση ενός παιδιού αλλάζει την αντίληψη για τον χρόνο που απομένει»
Α’ Μέρος – «Θα ήθελα να μπορούσα να απαλείψω τον πόνο από τον κόσμο του παιδιού μου. Θα ήθελα -εγώ τουλάχιστον- να μην το πληγώσω ούτε στο ελάχιστο. Καθόλου. Γνωρίζω όμως ότι αυτό δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί. Κι αυτό με πληγώνει».
Ο Χρήστος Χρυσόπουλος αναμετριέται εδώ και χρόνια με τις λέξεις, άλλοτε χαρτογραφώντας κόσμους που κινούνται στα όρια του ρεαλισμού και άλλοτε επιχειρώντας μια βαθιά κατάβαση στα όρια του ανθρώπινου νου και της ψυχοσύνθεσης.
Με οξυδέρκεια και ενσυναίσθηση, συνδυάζει τον πειραματισμό με τη λογοτεχνική αρτιότητα, ενώ παράλληλα εμφιλοχωρεί σε μονοπάτια δύσβατα, επιζητώντας ανεξερεύνητες μυθοπλαστικές διόδους. Το γράψιμο αποτελεί γι’ αυτόν έναν τρόπο να ερμηνεύει τον κόσμο, να τον αναπλάθει, να τον καθιστά ορατό σε ένα παράλληλο δικό του σύμπαν – απόκοσμο, μυστηριακό, ανοίκειο και νεφελώδη.
Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Άλμα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Νεφέλη, «δεν ξεκίνησε από μια ιδέα αλλά από μια πραγματικότητα που επιζητεί ερμηνεία», μια πραγματικότητα που δεν είναι άλλη από τη γέννηση της κόρης του…
Πώς ξεκίνησε η σχέση σου με τη συγγραφή; Αν δεν ήσουν συγγραφέας, τι θα ήθελες να ήσουν;
Δεν είχα ποτέ άλλη επιθυμία εκτός από το γράψιμο. Μπορεί βέβαια αυτή η φιλοδοξία να διαμορφώθηκε σχετικά αργά -μετά τα δεκαέξι ή δεκαεπτά- αλλά παραμένει αμείωτα κυρίαρχη ως σήμερα. Στο οικογενειακό μου περιβάλλον δεν υπήρξε κάποιο κίνητρο ή προηγούμενο που να συνδέεται με τη λογοτεχνία. Υπήρξε κίνητρο και παρουσία της μουσικής στο σπίτι -γεγονός που θεωρώ σημαντικότατο και με προίκισε με κάτι πολύτιμο- αλλά η λογοτεχνία ήταν σχετικά απούσα. Συνεπώς, η σαγήνη της λογοτεχνίας ήταν κάτι που ανακάλυψα μόνος και αυτό μπορώ τώρα να αντιληφθώ ότι ήταν σπουδαίο επειδή συγκρότησε τη φαντασιακή μου ταυτότητα στα χρόνια της εφηβείας. Ανακάλυψα κάτι που ήθελα να είμαι απέναντι στους άλλους (και ως αντίθεση προς τους άλλους και ως συμμετοχή σε μια φαντασιακή κοινότητα) και γι’ αυτό του αφοσιώθηκα ολόψυχα. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα πήραν έναν δρόμο που καταλήγει στο σήμερα.
Η στενότατη σχέση με την ανάγνωση με οδήγησε στο να δημιουργήσω έναν προσωπικό κανόνα (οι συγγραφείς που μου άρεσαν, οι λογοτεχνικοί τρόποι που εκτιμούσα…) και σταδιακά, μέσω αυτού, προέκυψε μια προσωπική θέση για τη λογοτεχνία, η προσωπική μου πίστη για το τι είναι η λογοτεχνία, πώς σχετίζεται το έργο με τον αναγνώστη, τι είδους κοσμοείδωλο οικοδομεί το μυθιστόρημα… Το επόμενο βήμα ήταν να γράψω ο ίδιος…
Εμφανίστηκες στην ελληνική λογοτεχνία το 1996, σε ηλικία 28 ετών, με το βιβλίο «Οι συνταγές του Ναπολέοντα Δελάστου» και σήμερα έχεις φτάσει αισίως τα 16 βιβλία. Ανατρέχοντας πίσω σε όλα αυτά τα χρόνια, τι θα έλεγες πως είναι αυτό που σε έκανε να μην παρατήσεις ποτέ το γράψιμο;
Νομίζω το υπαινίχτηκα πριν. Το γράψιμο έχει για μένα μια υπαρξιακή διάσταση. Απαντά στην απορία για το ποιος είμαι. Συγκροτεί την οντότητά μου και ορίζει τους ποικίλους ρόλους που επιτελώ. Όλες οι εκδοχές της ταυτότητας μου (επαγγελματίας, πολίτης, σύντροφος, φίλος, γιος, γονέας, καταναλωτής, ταξιδιώτης… ) περιλαμβάνουν αυτό το δηλωτικό «ως συγγραφέας»: όλα τα υπηρετώ -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- όντας συγγραφέας. Φυσικά, η ιδιότητα αυτή δεν είναι σε κάθε περίπτωση κυρίαρχη, δεν προτάσσεται σε κάθε περίσταση, αλλά ακόμα και εκεί όπου παραμένει στο παρασκήνιο, είναι η μόνη που συμμετέχει σε κάθε έκφανση της ζωής μου. Είναι, λοιπόν, ο συνεκτικός της ιστός. Να γιατί δεν εγκατέλειψα ως τώρα τη λογοτεχνία. Ό,τι έχω κατακτήσει ως τώρα, το έχω κερδίσει μέσω της λογοτεχνίας.
Έχεις κερδίσει πολλά βραβεία, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται το βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (2008), το διεθνές βραβείο Balkanika (2015) και ορισμένα γαλλικά βραβεία. Πώς μεταφράζονται όλα αυτά τα βραβεία στο συγγραφικό σου εργαστήρι;
Τα βραβεία δεν περνούν την πόρτα του συγγραφικού εργαστηρίου. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι προσφέρουν αδιαμφισβήτητα χαρά, ενθάρρυνση και -όταν περιλαμβάνουν χρηματικό έπαθλο- πραγματική, χειροπιαστή βοήθεια. Εντούτοις δεν εμφιλοχωρούν στον χώρο της γραφής. Τίποτα δεν χωρά εκεί παρά μόνο το υποκείμενο του συγγραφέα. Φυσικά, ο συγγραφέας κινητοποιεί όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του απέναντι στη λευκή σελίδα: τις αναγνώσεις του, τη θεωρία που έχει διαβάσει, την αισιοδοξία, την φαντασία και τη γνώση του, τις δεξιότητες και την δολιότητα του λόγου…. Συμμετέχοντας σε αυτό το οπλοστάσιο καταπολέμησης της ματαιότητας της γραφής (γιατί να γράψεις εσύ όταν έχουν γράψει τόσοι και τόσοι πριν από σένα), τα βραβεία ίσως μπορούν να προσφέρουν κάποια -οπωσδήποτε επίπλαστη- αίσθηση κυριότητας: ότι κατέχεις κάποια αναγνωρισμένη ικανότητα. Αλλά ακόμα κι αυτό το εφόδιο είναι βραχύβιο και ατελέσφορο. Η δυνατότητα της γραφής αισθάνομαι ότι κατακτάται κάθε φορά εκ νέου από βιβλίο σε βιβλίο.
Το τελευταίο σου βιβλίο, «Η Άλμα», αποτελεί ένα αλληγορικό βιβλίο για το πώς ένα παιδί αλλάζει τις ζωές όλων όσων έρχονται σε επαφή μαζί του. Θα μας αποκαλύψεις πως σου γεννήθηκε η αρχική ιδέα;
Η «Άλμα» γράφτηκε λόγω, από, και για την καταιγιστικότητα του αισθήματος, των σκέψεων, του κλονισμού που επέφερε η γέννηση της κόρης μου. Δεν ξεκίνησε από μια ιδέα αλλά από μια πραγματικότητα που επιζητεί ερμηνεία, ενώ ταυτόχρονα απαιτεί νέες ιδέες για να αντιμετωπιστεί. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι το γεγονός της γονεϊκότητας -το ότι καθίστασαι γονέας- μπορεί να είναι τόσο κατακλυσμικό στις επιπτώσεις του -οπωσδήποτε θετικές στο ισοζύγιο- ώστε να ταρακουνήσει όλο το οικοδόμημα της ζωής και της προσωπικότητάς σου. Αυτό ακριβώς το ταρακούνημα μεταβολίστηκε μέσα από τη γραφή της «Άλμα». Ταρακούνημα που αφορά και την ίδια τη γραφή -αν μη τι άλλο επειδή το παιδί συνιστά έναν προνομιακό, σημαντικό, ευαίσθητο μελλοντικό αναγνώστη του έργου. Γι’ αυτό είπα παραπάνω ότι, αν γράφεις, ακόμα και γονιός, γίνεσαι εν μέρει «ως συγγραφέας».
Το παιδί σου πιθανώς θα σε διαβάσει στο μέλλον και αυτό είναι εξίσου τρομακτικό, πολύτιμο και βαρύ. Δοκιμάζει τις ως εκείνη τη στιγμή διαμορφωμένες απόψεις σου για τη λογοτεχνία, είναι ευθύνη και κριτήριο. Πέραν τούτων, η βασική ιδέα στην «Άλμα» -όχι όμως η κινητήρια ώθηση στη γραφή της- ήταν ο εγκιβωτισμός ενός οικοτροφείου που ονομάζεται «Μονάδα» μέσα σε ένα μαιευτήριο.
Γράφεις στην «Άλμα» για τη ζωή: «η ζωή θυμίζει επιτραπέζιο παιχνίδι», «η ζωή δεν βαθαίνει ποτέ», «η ζωή δεν είναι αυτό που φαίνεται». Τι είναι τελικά η ζωή για εσένα;
Δεν γνωρίζω πως ακριβώς να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση με οριστικό τρόπο. Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από τη συνείδηση του χρόνου. Όχι μόνο του παρόντος χρόνου, αλλά εξίσου του παρελθόντος χρόνου, του μέλλοντος χρόνου. Μα σε κάθε περίπτωση βιωμένου από τη θέση του τώρα. Γι’ αυτό μπορεί να δεχτεί τόσες πολλές ερμηνείες, αισθήσεις και περιγραφές. Γι’ αυτό μπορεί να αλλάξει τόσο δραστικά αυτό που είναι η ζωή – ή μάλλον αυτό που ήταν η ζωή προτού λάβει κάθε φορά τη νέα τροπή της. Για μένα η απάντηση στο ερώτημα σχετικά με τη ζωή σε αναφορά με την «Άλμα», εμπεριέχεται στους τρεις εγκιβωτισμούς που υλοποιεί το γεγονός ότι η «Μονάδα» που θα γίνει το σπίτι της Άλμα, τοποθετείται εντός ενός μαιευτηρίου.
Αυτός ο τόπος όπου άνθρωποι ζουν μόνοι, περίκλειστοι μέσα στο νοσοκομείο είναι καταρχήν ένας εγκιβωτισμός μεταφυσικός. Για τη δική μου αντίληψη μέσα στην αρχή εμπεριέχεται το τέλος. Εκεί όπου η νέα ζωή αφικνείται, στον ίδιο τόπο, την ίδια στιγμή, η ζωή αναχωρεί. Το γεγονός ότι η Άλμα είναι ένα παιδί που γεννιέται στο μαιευτήριο και εισέρχεται τελικά στη Μονάδα, για μένα είναι μια αλληγορία για το γεγονός ότι η έλευση ενός παιδιού αλλάζει την αντίληψη για τον χρόνο που απομένει. Αλλάζει την αντίληψη σου για το τέλος. Το φινάλε έχει πλέον άλλη σημασία. Η ζωή αποκτά πλέον μια ανεξίτηλη αναφορά.
Σχεδιάζω το τέλος μου. Φαντάζομαι εσένα εν τη απουσία μου και την ίδια στιγμή αντιλαμβάνομαι το παράλογο: αυτή η σκέψη δεν μπορεί να γίνει ποτέ. Σε αγαπώ αλλά δεν με νοιάζει να το γνωρίζεις. Το μεγαλύτερο δώρο σου το έχω ήδη κάνει. Η ανταμοιβή μου θα είναι να με ξεχάσεις ολότελα, να μην υποπτευθείς καν την παρουσία μου. Να ζήσεις απολύτως ανεξάρτητη από μένα. Δεν θέλω τίποτα από σένα. Θέλω να μη σκεφτείς για μένα τίποτε. Τόσο μεγάλη είναι η αγάπη μου για σένα.
[«Άλμα», σελ. 111]
Μια δεύτερη σημασία του εγκιβωτισμού έρχεται από την αποκάλυψη ότι μέσα στη νέα ζωή, εμπεριέχεται πυρηνικά το ίχνος των άλλων ζωών. Γίνεσαι γονιός ως παιδί. Αυτό κληροδοτείς στη νέα ζωή. Τον αγώνα σου απέναντι σ’ αυτό το ίχνος. Είναι μια άλλη μεταφορική κυοφορία. Μέσα στο παιδί ζει ο γονιός του ως παιδί. Ο χρόνος διπλώνεται. Το καινούργιο πατά στους ώμους του παλιού.
Παιδί (με τη φωνή Εκείνης): Μπορείς να μου υποσχεθείς ότι ένα βράδυ θα σταθείς υπομονετικά δίπλα μου και θα μου μιλήσεις για όλα; Αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι τόσα πολλά αυτά που χωράνε στο όλα, θα προλάβεις να μου τα διηγηθείς μέσα σε ένα βράδυ. Μόνο μην ξεχαστούμε, να μην το αναβάλουμε. Επειδή κάποιες φορές οι άνθρωποι χάνονται απροσδόκητα. Κι ούτε χρειάζεται να καταλάβω καθετί στο πλήρες νόημά του. Μη νοιάζεσαι. Αρκεί να τα αφηγηθείς όλα κι αυτά θα μείνουν μέσα μου, σου το υπόσχομαι. Θα με περιμένουν ώσπου να μπορέσω να τα ανασύρω και να τα καταλάβω. Μόνο, σε παρακαλώ, εσύ να κάνεις το χρέος σου. Να μου μιλήσεις για όλα.
[«Άλμα», σελ. 109]
Τέλος, ο σημαντικότερος ίσως εγκιβωτισμός για μένα αφορά τη συνείδηση ότι μέσα στην επικράτεια της αγάπης που ανοίγεται με τη γέννηση ενός παιδιού -αγάπης ακατανίκητης, απροϋπόθετης, αδιάλειπτης- υπάρχει νομοτελειακά το λάθος, η διάψευση, η απώλεια… Η αγάπη, όσο ισχυρή κι αν είναι δεν εξαλείφει τον πόνο. Η συνείδηση αυτή είναι βαριά. Με βαραίνει. Θα ήθελα να μπορούσα να απαλείψω τον πόνο από τον κόσμο του παιδιού μου. Θα ήθελα -εγώ τουλάχιστον- να μην το πληγώσω ούτε στο ελάχιστο. Καθόλου. Γνωρίζω όμως ότι αυτό δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί. Κι αυτό με πληγώνει. Γνωρίζω ότι θ’ αφεθεί μια ουλή. Αυτή η επίγνωση κάνει τον κόσμο της «Άλμα» έναν κόσμο -ίσως όχι δυστοπικό- αλλά οπωσδήποτε μελαγχολικό.
Κάτι που σε χαρακτηρίζει στο γράψιμο είναι ο πειραματισμός με τις λέξεις και τις φόρμες, στοιχείο που είναι για μία ακόμα φορά ορατό στην «Άλμα». Γιατί το κάνεις αυτό;
Επανέρχομαι σε κάτι που ανέφερα προηγουμένως, ότι η δυνατότητα της γραφής κατακτάται κάθε φορά εκ νέου από βιβλίο σε βιβλίο. Το κάθε έργο επιβάλλει -τρόπον τινά- τη μορφή που θα λάβει. Είναι σημαντικό όμως να αναγνωρίζουμε ότι αυτή η «επιβολή» δεν αφορά αποκλειστικά λογοτεχνικούς παράγοντες, και φυσικά δεν είναι κυριολεκτικά επιβολή, αλλά μάλλον μια διαμόρφωση ορίων εντός των οποίων ο συγγραφέας κάνει επιλογές στον βαθμό που μπορεί. Για να εξηγηθώ περισσότερο: ο τρόπος με τον οποίο συντίθεται τελικά ένα έργο είναι μια όσμωση συνθηκών λογοτεχνικών και εξωλογοτεχνικών, καθώς και όσμωση δυνατοτήτων και αδυναμιών. Η «Άλμα» γράφτηκε με τρόπο πολύ διαφορετικό σε σχέση με τα υπόλοιπα βιβλία μου. Το γεγονός της ύπαρξης του παιδιού, άλλαξε άρδην τη δομή της καθημερινότητας, αλλά και την συγκρότηση της σκέψης μου. Η «Άλμα» γράφτηκε κατά τη διάρκεια δυο ετών πολύ αποσπασματικά, σε μικρά διαλείμματα χρόνου και με ασυνέχειες. Πολλές φορές καθισμένος νωρίς το πρωί -αξημέρωτα- σε μια παιδική χαρά στα Βριλλήσια. Άλλες φορές αργά το βράδυ σε ένα μπαρ στον Πειραιά, με το άγχος του τελευταίου τρένου. Η τελική διαμόρφωση του βιβλίου ολοκληρώθηκε σε ένα σπίτι του 17ου αιώνα στην Ελβετία.
Αυτό που περιέγραψα παραπάνω δεν ήταν μόνο μια επιβεβλημένη συνθήκη εκ του γεγονότος ότι ο χρόνος μου διαμοιραζόταν σε δεκάδες πράγματα, ήτα εξίσου και μια συνθήκη σκέψης για την ίδια τη λογοτεχνία. Καθώς η «Άλμα» διέτρεχε ως παρουσία τα δυο αυτά χρόνια, ακολουθούσε τις μεταβολές της διάθεσης, των δυσκολιών και των αισθημάτων μου, και διαμορφωνόταν αντιστοίχως. Έτσι όλα τα στοιχεία που τη συνθέτουν (η πολυπροσωπία, η αλληγορία, η ετεροφωνία, η χωρική τοποθέτηση, η δομή της αφήγησης…) απαντούν σε διαφορετικές αποκρίσεις δικές μου απέναντι στη γραφή αλλά και σε συνθήκες έξω από αυτήν. Πέραν τούτων, επειδή η «Άλμα» είναι ένα βιβλίο που εντάσσεται στο συνολικό έργο μου, όχι μόνο αυτόνομα ως ένα βιβλίο, αλλά και ως συστατικό της ευρύτερης λογοτεχνικής διαδρομής, συντάσσεται με την πίστη μου ότι η βαθύτερη εμπλοκή με τον αναγνώστη επιτυγχάνεται όταν ο αναγνώστης χειραφετείται ευρισκόμενος σε μια θέση όπου καλείται να αποφασίσει εκείνος για τη στάση του απέναντι στο κείμενο. Ελπίζω η «Άλμα» να επιτυγχάνει αυτή την τοποθέτηση,
Ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, ο Γουίλιαμ Φώκνερ, έλεγε πως «για να γίνει κανείς συγγραφέας χρειάζεται 99% ταλέντο, 99% πειθαρχία και 99% δουλειά». Συμφωνείς;
Μάλλον δεν μπορώ να μιλήσω αποφθεγματικά για αυτό το ζήτημα, μπορώ όμως να απαντήσω από τη σκοπιά του ατομικού παραδείγματος, και από αυτή τη σκοπιά συντάσσομαι απόλυτα με την ρήση του Φώκνερ. Η δική μου αφοσίωση στο γράψιμο ήταν και παραμένει καθολική. Αυτό δεν σημαίνει ότι το γράψιμο κάλυπτε ή καλύπτει όλες τις στιγμές του βίου ή όλη μου τη δημιουργικότητα και τη φαντασία – αυτό θα ήταν ανυπόφορο. Το 99% του Φώκνερ σημαίνει ότι όλες οι στιγμές του βίου -ακόμα και όσες δεν έχουν καμία προφανή συνάφεια με τη λογοτεχνία ή την ιδιότητα του συγγραφέα- βρίσκουν δίοδο, εισέρχονται στον χώρο της γραφής και τελικά μεταβολίζονται μέσω του γραψίματος. Είναι αυτή η ιδιάζουσα ιδιοτέλεια του συγγραφέα – όλη του εμπειρία αρδεύει τη λογοτεχνία του. Βρίσκει θέση στα βιβλία του. Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι ο συγγραφέας μορφοποιείται κατά κύριο λόγο, όχι γράφοντας αλλά παρατηρώντας, ενσωματώνοντας, ερμηνεύοντας, συνηθίζοντας τη ζωή που κυλά γύρω του. Το διακριτικό στοιχείο ανάμεσα στους συγγραφείς είναι ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο ο καθένας κοιτά, αντιλαμβάνεται, κατανοεί και κατόπιν αναπαριστά.
Έχεις μια μικρή κόρη δύο χρονών στην οποία αφιερώνεις και το τελευταίο σου βιβλίο. Πώς βιώνεις την εμπειρία του πατέρα;
Δεν ξέρω τι να πω πέρα από όλα όσα λέω ανάμεσα στις λέξεις στην «Άλμα». Όλες οι φωνές στο βιβλίο, όλες οι ιστορίες, όλες οι λέξεις, όλα τα πρόσωπα είναι στην ουσία ένας και μόνο λόγος τον οποίο απευθύνω εγώ στο παιδί. Είναι όλα αυτά για τα οποία θα ήθελα να τις μιλήσω σε σχέση με το παρόν μου.
Πώς θα ήθελες να σε θυμάται ο κόσμος όταν πεις ότι σταματάς το γράψιμο;
Περισσότερο σκέφτομαι καμιά φορά πότε θα σταματήσει πλέον η λογοτεχνία να αποτελεί ένα ζωτικό στοιχείο για μένα, και αν θα έχω την ικανότητα να το αναγνωρίσω. Στην «Άλμα» υπάρχει ένα σημείο που θα μπορούσε να διαβαστεί ως μια μεταφορά για αυτό το στοίχημα.
Σχεδιάζω το τέλος μου μια στιγμή ασήμαντη, δίχως κανένα σημάδι. Δεν θα υπάρξουν γεγονότα. Δεν θα γίνει τίποτα. Θα είναι σαν να μην είχα υπάρξει ποτέ.
[…]
Θα είναι πιο δύσκολο για μένα. Πρέπει να είναι η προσοχή μου τεταμένη, να αναγνωρίσω τη στιγμή της εξόδου όποτε κι αν εμφανιστεί, να πειστώ για την κατάλληλη περίσταση, να είμαι προετοιμασμένη να αποχωρήσω ακόμα κι αν δεν έχω κάνει καμιά προετοιμασία. Αναπάντεχα. Απροσδόκητη πρόσκληση. Πρέπει να βρω τη δύναμη να αφήσω τα πάντα ανολοκλήρωτα.
[«Άλμα», σελ. 110]
Η αναχώρηση είναι, γενικά, κάτι που με απασχολεί με διαφορετικούς τρόπους. Θέλω να είμαι ειλικρινής, ελπίζω να μπορώ να κρατήσω την επαφή μου με τη γραφή για καιρό ακόμα, να μην κοπεί σύντομα το νήμα μετά τα πενήντα μου χρόνια. Αλλά αν αυτό συμβεί, ελπίζω τότε να έχω την εγρήγορση να το αναγνωρίσω και το κουράγιο να το υλοποιήσω. Το τι θα μείνει μετά είναι άγνωστο. Το τι θα είμαι εγώ ο ίδιος πέρα από εκείνο το σημείο είναι επίσης αδιάγνωστο…
*Φωτογραφίες: Γιάννης Μισουρίδης