Χρυσόστομος Καραντωνίου: Απεχθάνομαι αυτούς που λένε ελαφρά τη καρδία “είμαι απολιτίκ”…
Νομίζω πως είναι άλλη η δουλειά των ανθρώπων που φτιάχνουν σουξεδάκια και άλλη η δουλειά η δικιά μου. Σαν συνθέτης λογικά θα το μπορούσα να φτιάξω αλλά δεν το θέλω
Γεννημένος στην Θεσσαλονίκη το 1981 από γονείς μουσικόφιλους άκουγε τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες, Μίκη Θεοδωράκη, Μάνο Χατζιδάκι, Νίκο Μαμαγκάκη, Σταύρο Ξαρχάκο και τους ερμηνευτές του νέου κύματος σχεδόν μέσα από την κοιλιά της μητέρας του όπως είπε ο ίδιος αστειευόμενος.
Ο πατέρας, άνθρωπος του μεροκάματου, προσπαθούσε ο ίδιος να μάθει κλασική κιθάρα και κλεινόταν με τις ώρες μετά την δουλειά στο μικρό δωματιάκι. Ο μικρός τότε Χρυσόστομος, περίεργος από παιδί, κρυφάνοιγε την πόρτα για να δει τον πατέρα του να παίζει και να ακούσει λίγες νότες. Από 5 ετών κατάφερε ο ίδιος ό,τι ο πατέρας του δυσκολευόταν. Έπαιξε κιθάρα με το αυτί, τις μελωδίες που ”βασάνιζε” ο πατέρας του, ενώ ο περήφανος μπαμπάς αποφάσισε πως από εδώ και πέρα αρκούσε ένας και μόνο μουσικός μέσα στο σπίτι… ο γιος του. Και αμέσως έψαξε για τον καλύτερο δάσκαλο κιθάρας τότε στη Θεσσαλονίκη.
Σήμερα ο Χρυσόστομος Καραντωνίου ζει και εργάζεται στην πολύβουη Αθήνα, πατέρας και εκείνος ενός μικρού αγοριού, το οποίο δεν έχει καταλήξει ακόμα τι θα γίνει. Κάθε φορά του λέει και κάτι άλλο. Προς το παρόν, θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής στα 5 του. Στην ερώτηση αν θα ήθελε να ακολουθήσει τα βήματά του ο γιος, ο Χρυσόστομος Καραντωνίου λέει πως ”Θα τον βάλω στην μουσική σίγουρα αλλά το τι δρόμο θα ακολουθήσει στην ζωή του θα ‘ναι πάντα δική του απόφαση.”
Ξεκίνησες κιθάρα στα 5 σου χρόνια βλέποντας την αγάπη του πατέρα σου για τη μουσική;
Ναι. Υπήρξε ο πρώτος μου δάσκαλος. Μου έδειξε τις πρώτες νότες πάνω στην κιθάρα και σχεδόν ό,τι μπορούσε να μου δείξει. Βλέποντας το πόσο αγάπησα την μουσική και με τι λαχτάρα μάθαινα, γρήγορα κατάλαβε πως δε θα μπορούσε ο ίδιος να με διδάξει περισσότερο και από ένα σημείο και μετά αναζήτησε με ζέση, να μου βρει κάποιον δάσκαλο στην Θεσσαλονίκη εκείνη την περίοδο. Μιλάμε για το 1986, όπου τα Ωδεία δεν αναλάμβαναν παιδιά τόσο μικρής ηλικίας. Δεν υπήρχε η νοοτροπία, όπως σήμερα, να υπάρχουν ειδικά τμήματα για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Οπότε έψαχνε εναγωνίως κάποιον ιδιωτικά. Εκείνη την περίοδο στο ραδιόφωνο, έκανε κάποιες εκπομπές ο Δημήτρης Ιωάννου. Ένας εξαίρετος άνθρωπος και μουσικός στον οποίο οφείλω πάρα πολλά, σε ό,τι αφορά τη μουσική μου κατάρτιση. Στην αρχή και εκείνος δυσκολεύτηκε να με αναλάβει. Ωστόσο, πείστηκε να με ακούσει και έπειτα με πήρε. Τα τελευταία χρόνια είναι διευθυντής στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης.
Τώρα που σε βλέπει μετά από χρόνια τι λέει σαν δάσκαλος;
Αυτό που μου έλεγε πάντα, ήταν ότι θα έγραφα σίγουρα μουσική. Ήταν κάτι που το πίστευε από τότε που με είχε μαθητή. Το είχε δει εκείνος στον τρόπο που ερμήνευα τα κομμάτια. Δεν ήμουν ένας «ψυχρός εκτελεστής» της παρτιτούρας. Ερμήνευα με τέτοιο τρόπο τους κλασικούς, που μαρτυρούσε πως κάποια στιγμή θα κάνω δικά μου πράγματα στη σύνθεση. Ο ίδιος με πήγε στο δικό του δάσκαλο, τον Ευάγγελο Ασημακόπουλο, στον οποίο οφείλω την κιθαριστική μου παιδεία. Τελείωσα το Ωδείο το 2002, ωστόσο εκεί γύρω στο 1999, λαμβάνω ένα τηλεφώνημα από τον αείμνηστο Νίκο Μαμαγκάκη, ο οποίος έψαχνε έναν κιθαριστή να ερμηνεύσει τα σολιστικά του κομμάτια. Τότε εμείς οι κιθαριστές το Μαμαγκάκη τον είχαμε σαν Θεό. Ήταν από τους ελάχιστους Έλληνες συνθέτες που είχαν γράψει σολιστικά κομμάτια για κιθάρα. Πήρα τεράστια χαρά λαμβάνοντας αυτό το τηλεφώνημα και κάπως έτσι βρέθηκα στην Αθήνα.
Στην αρχή κατέβηκα για να παίξω την «Εκδρομή», που κυκλοφόρησε και σε δίσκο από την τότε “PolyGram”, αλλά έμεινα 15 χρόνια γιατί… μάλλον ο Μαμαγκάκης είδε σε εμένα ό,τι ακριβώς είχε δει και ο Ιωάννου. Πίστεψε πως είχα και άλλα πράγματα να προσφέρω και σε εκείνον ως βοηθός του άλλα και στον εαυτό μου.
Πώς σου φάνηκε αυτή η κατάβαση από τον Βορρά στο Νότο;
Στην αρχή είχα πρόβλημα. Μου έλειπαν οι φίλοι μου, οι γονείς μου, ο αδελφός μου. Είχα επίσης κάποιο ψιλοπρόβλημα με τα σουβλατζίδικα μέχρι να συνεννοηθώ σε ορισμένα πράγματα αυτονόητα (γέλια…), αλλά τότε το κόστος με το τρένο δεν ήταν πολύ μεγάλο, οπότε αν ένιωθα νοσταλγία… την έκανα.
Ή πείνα…
Ναι, έπαιρνα με 10 – 20 ευρώ το τρένο και πήγαινα. Αργότερα, ο καλός μου φίλος, Πάνος Παπαϊωάννου είχε και ένα μικρό αμαξάκι, οπότε μια χαρά. Πηγαινοερχόμασταν συχνά. Και οι βενζίνες σε λογικά πλαίσια και τα «αχρείαστα» διόδια νορμάλ. Από το 2006 και μετά άρχισε το κόστος να μεγαλώνει. Σήμερα ούτε για αστείο να κάνεις το συγκεκριμένο ταξίδι με το αμάξι.
Στην Αθήνα κατέβηκα παρέα με το φιλαράκι μου τον Πάνο, με τον οποίο και έχουμε ολοκληρώσει μαζί 2 δίσκους και κάτι… Αρχίσαμε τα live στην Αθήνα το 2004 μόνιμα και στην επαρχία πολύ περισσότερα. Τα πρώτα μας χρόνια το κάναμε αλλά δεν επιβιώναμε μόνο από αυτό. Ξεκίνησα τα ιδιαίτερα μαθήματα τα οποία συνεχίζω μέχρι και σήμερα, ώστε να μπορώ να βιοπορίζομαι. Δεν είναι εύκολα τα πράγματα στη μουσική πολλά χρόνια τώρα. Το πρόγραμμα δε το οποίο παίζαμε δεν ήταν και το πιο εύπεπτο για να γίνουμε γνωστοί και αρεστοί ώστε να μας δίνουν περισσότερα χρήματα μεροκάματο. Φτιάχναμε πρόγραμμα με όχι και τόσο γνωστά τραγούδια, μαζί και με όσα είχαμε γράψει εμείς, γιατί θέλαμε να δώσουμε στον κόσμο κάτι διαφορετικό και όχι το αναμενόμενο. Πιστεύω πως αν πηγαίνεις πάντα με γνώμονα ”τι θέλει το κοινό;” χάνεις το παιχνίδι και τον εαυτό σου.
Στις δικές σου μουσικές συνθέσεις, ποια πιστεύεις πως είναι τα δικά σου ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν τα δικά σου κομμάτια από του οποιουδήποτε άλλου; Η προσωπική σου σφραγίδα σε αυτά;
Η ουσία είναι να φτιάξεις τον ήχο σου. Ο δικός μου ήχος έχει δημιουργηθεί μετά από πάρα πολύ κόπο και προσπαθούσα πάντοτε να μην κάνω εκπτώσεις στις ιδέες και τις απόψεις μου. Έχω διαφωνήσει κάποιες φορές με ανθρώπους του χώρου για αυτό, όμως τις περισσότερες φόρες δικαιώνομαι. Με όποιο είδος μουσικής ασχοληθώ (από λαϊκό μέχρι ροκ), οι ενορχηστρώσεις μου έχουν αρχίσει να αναγνωρίζονται. Και οι μελωδίες μου, αν και δε γράφω, ούτε εναρμονίζω απλοϊκά, γιατί σίγουρα μου αρέσει η απλότητα, άλλα η μουσική είναι μια πολυεπίπεδη τέχνη και είναι κρίμα να μην εκμεταλλεύεσαι ό,τι μπορείς, αλλά και γνωρίζεις βεβαίως. Έχω επηρεαστεί πολύ από την κλασική μουσική και από συνθέτες τραγουδιών όπως ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Μάνος Χατζιδάκις, των οποίων η ενορχήστρωση ήταν πάντα υψηλού επιπέδου. Εξάλλου το πώς θα προσφέρεις στο κοινό το έργο σου παίζει το σπουδαιότερο ρόλο
Η εποχή μας ευνοεί να βγουν αντίστοιχοι συνθέτες με όσους ανέφερες προηγουμένως;
Εξαρτάται από το τι θα γράψει κάποιος και πόση διάρκεια στο χρόνο θα έχει. Μύθοι, όπως τα προαναφερθέντα πρόσωπα δε θα μπορούν να γίνουν. Η εποχή μας δεν ευνοεί την μυθοποίηση των καλλιτεχνών.
Εξαιτίας της κατανάλωσης και των κοινωνικών δικτύων;
Ακριβώς. Η εγγύτητα με τον κόσμο μέσω της τηλεόρασης και η «μάστιγα» του ίντερνετ δεν αφήνει να δημιουργηθεί η απαραίτητη απόσταση μεταξύ του καλλιτέχνη και του κοινού του, ώστε να υπάρξει χώρος να δημιουργηθεί ο «μύθος» γύρω από τους ”διάσημους”. Εκτός αν αποφασίσουν και οι ίδιοι να βγουν έξω από αυτό και να κοιτούν μόνο την δουλειά τους. Πολύ δύσκολο αυτό. Ο κόσμος πλέον σε ξεχνά ευκολότερα. Πολλοί καλλιτέχνες γράφουν συνέχεια τραγούδια, για να μένουν στην επικαιρότητα και αυτό δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο. Γρήγορα (φαστ φουντ) τραγούδια που καταναλώνονται εύκολα. Καλλιτέχνες που πρέπει να παράγουν, αλλά χάνοντας από ποιότητα και έμπνευση, ακροατές που δεν ξέρουν πλέον από ποιότητα και έμπνευση…
Αυτή η γρήγορη παραγωγή τραγουδιών έχει και αντίκτυπο στην τσέπη του καλλιτέχνη;
Φυσικά και έχει. Όταν αναγκάζεσαι να γράφεις με αυτόν το σκοπό, της κατανάλωσης, τότε το τραγούδι είναι καταδικασμένο. Το «ξετυλίγουν», το καταναλώνουν και το ξεχνούν. Σε ένα-δυο μήνες «δεν υπάρχει». Μιλάμε για τον κανόνα. Σίγουρα υπάρχουν και εξαιρέσεις, έτσι; Δεν το συζητώ. Όμως κάποτε, ένα τραγούδι και μόνο αρκούσε, και από τα πνευματικά δικαιώματα μπορούσες να ζήσεις αρκετό καιρό. Τώρα γράφονται χιλιάδες τραγούδια κάθε χρόνο και τα δικαιώματα είναι μηδαμινά. Σήμερα πρέπει να κάνεις 10 φορές παραπάνω έργο από τις προηγούμενες δεκαετίες. Για να ζήσεις από αυτό πάντα μιλάμε… Αυτός είναι ένας λόγος που δεν είναι εφικτό να υπάρχει αισθητική στις δημιουργίες. Βέβαια υπάρχουν και άλλοι, πολύ σοβαροί λόγοι για την κατάσταση που υπάρχει σήμερα σε ό,τι αφορά τα πνευματικά δικαιώματα αλλά δεν είναι της παρούσης.
Η πρόσβαση ενός νέου δημιουργού στα mainstream MME είναι πιο δύσκολη στις μέρες μας;
Πολύ δύσκολη. Αν δουλεύεις ανεξάρτητος, το να μπεις στα ραδιόφωνα είναι κατόρθωμα. Ακόμα και αν δουλεύεις με εταιρία από πίσω είναι δύσκολο. Εδώ και μια δεκαπενταετία συμβαίνει αυτό. Το ίντερνετ και σε αυτή την περίπτωση είναι συνεργός σε αυτή την κατάσταση.
Περίεργο να ακούω κάτι τέτοιο… Συνήθως ακούω το αντίθετο πως το ίντερνετ έδωσε βήμα σε νέους δημιουργούς..
Έχει κάνει καλό δίνοντας την ελευθερία σε κόσμο, ο οποίος δεν θα μπορούσε να επικοινωνήσει το έργο του αλλιώς, να γίνει γνωστή η δουλειά του, εν μέρει συμφωνώ. Από την άλλη αυτή η πληθώρα τραγουδιών δημιουργεί κομφούζιο για το ποιος είναι καλός και ποιος όχι. Με λίγα λόγια, το ίντερνετ είναι πλέον ο προσωπικός ραδιοφωνικός ή τηλεοπτικός σταθμός του καθενός. Και όπως οι πραγματικοί σταθμοί, αυτός που έχει το περισσότερο χρήμα, μπορεί να κάνει «παπάδες». Οπότε πολύ απλά δημιουργείται η ψευδαίσθηση στο κοινό ότι όποιος ‘‘παρακολουθείται” ή ”ακολουθείται”, όπως λένε, περισσότερο, είναι και καλύτερος. Χάνεται η αίσθηση του μέτρου και βλέπεις να ”ακούγονται” στα ραδιόφωνα αυτοί, όχι με την πιο ποιοτική δουλειά αλλά με τα περισσότερα ”χτυπήματα”. Αυτούς προωθούν αργότερα και οι εταιρίες. Αυτή η κατάσταση εμποδίζει νέους σοβαρούς καλλιτέχνες να αναδειχτούν.
Παρ’ όλα αυτά, τα τραγούδια τα οποία βγαίνουν μέσα από αυτή την ”πληθώρα” τραγουδιών είναι πανομοιότυπα. Αλλάζεις σταθμούς αλλά πέφτεις σε συγκεκριμένα πράγματα. Πώς εξηγείς αυτή την ομογενοποίηση στη μουσική;
Οι εταιρίες λογικά είναι υπεύθυνες γι’ αυτό. Παλαιότερα ρίσκαραν, να βγάλουν και κάτι φρέσκο και ιδιαίτερο, ακόμα και αν δεν ήταν ”δημοφιλές”. Τώρα μένουν στα ίδια, γιατί λειτουργούν με την λογική του τι τους φέρνει άμεσο κέρδος. Έστω και μικρό, άλλα άμεσο. Έχουμε παραδείγματα από παλαιότερες δουλειές που ακόμα πουλάνε, διότι ήταν πολύ μπροστά από την εποχή τους. Άλλα τότε, κάποιος ρίσκαρε και τους έδωσε βήμα. Κάποιος πλήρωσε, με λίγα λόγια.
Ο ίδιος έχεις βρει μια δισκογραφική στέγη με την οποία να αισθάνεσαι χαρά για αυτήν τη συνεργασία σας σαν δημιουργός;
Υπήρξαμε αρκετά τυχεροί, εγώ, ο Πάνος Παπαϊωάννου και ο Δημήτρης Παπαχαραλάμπους, σε ό,τι αφορά την εταιρία. Με το τραγούδι ”Τα μεροκάματα” μας άνοιξαν οι πόρτες των εταιριών. Πέσαμε πάνω στα τελειώματα του «παιχνιδιού» αλλά και πάνω σε καλή συγκυρία. Γινόταν οι αγώνες Ελληνικού τραγουδιού στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση και στο διαγωνισμό κερδίσαμε το βραβείο Κοινού. Μια διάκριση πολύ σημαντική για εμάς. Μετά από την βράβευση, μας πλησίασε η εταιρία “Feelgood Records” μέσω του καλού μας φίλου, Χρήστου Καριώτη και κάναμε την πρώτη μας συνεργασία. Στην αρχή, ήμασταν επιφυλακτικοί για το αποτέλεσμα της συνεργασίας, αλλά όλα κύλησαν ομαλά.
Ο πρώτος δίσκος λεγόταν ”Χορός των ημερών” σε μουσική δική μου και στίχους του Δημήτρη, με κύριο ερμηνευτή τον Πάνο και συμμετέχοντες, την Δήμητρα Γαλάνη τον Παντελή Θαλασσινό, και την Λαμπρινή Καρακώστα. Έπειτα από 2 χρόνια ξεκινήσαμε να ηχογραφούμε τον δεύτερο μας δίσκο στην εταιρία, ώστε να δημιουργήσουμε ένα ρεπερτόριο και για τον Πάνο, ο οποίος σαν ερμηνευτής έπρεπε να έχει δικά του τραγούδια για να εμφανίζεται σε συναυλίες και μαγαζιά, αλλά και για μένα ώστε να έχω ένα αξιόλογο έργο. Δημιουργούσαμε μόνο πράγματα που άρεσαν και στους τρεις. Προσπαθήσαμε να το κρατήσουμε «καθαρό» και τα καταφέραμε. Ο δεύτερος δίσκος λεγόταν ”Τα φώτα στην πλατεία” με στιχουργό πάλι τον Δημήτρη, με τη συμμετοχή της Μαρίας Παπαγεωργίου και του Απόστολου Ρίζου.
Αυτήν την περίοδο βρίσκεσαι στο τρίτο δίσκο της καριέρας σου σε συνεργασία με το Νίκο Μωραΐτη. Πώς προέκυψε η συνεργασία μεταξύ σας και πώς αισθάνθηκες ο ίδιος για αυτή;
Ο Νίκος έχει ένα τεράστιο έργο σαν στιχουργός και συνεχίζει να γράφει ακούραστος. Τυχαία έγινε η επαφή μεταξύ μας… Ήμουν με τον Πάνο σε ένα live στη Στυλίδα το 2015. Μια τεράστια αποτυχία (γέλια…) Ήμασταν στο sound check και λόγω μιας ψιλοκαθυστέρησης του ηχολήπτη, κατέβηκα και μπήκα με το κινητό μου στο Facebook. Έτσι λοιπόν βλέπω ένα ποστ του Νίκου Μωραΐτη που έλεγε πως αναζητά ένα νέο συνθέτη για μια νέα δουλειά. Το είδα και σκέφτηκα να του στείλω και εγώ. Μπορεί να συναντηθούμε κάπου καλλιτεχνικά σκέφτηκα και του έστειλα ”Είμαι ο Χρυσόστομος Καραντωνίου. Πιάνομαι ως νέος συνθέτης για να κάνουμε μαζί αυτό το νέο κύκλο τραγουδιών;”. Μου έγραψε πως δεν ήμουν νέος συνθέτης γιατί ήδη είχα κάνει δισκογραφικές δουλειές, πάραυτα θα μου έστελνε. Μου έστειλε σε 5 λεπτά 30 τραγούδια. Βρήκα πολύ ωραίες στιγμές του Νίκου εκεί μέσα και κατάλαβα από την αρχή ότι εδώ κάτι υπάρχει. Τον πήρα τηλέφωνο την επόμενη μέρα και του είπα ‘‘Με έστειλες… Θα τα κάνω και βλέπουμε”. Μέσα σε 2 μέρες του στέλνω το τραγούδι ”Του κόσμου αυτό το κάτι ”. Μόλις άκουσε το τραγούδι ο Νίκος με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ”Εδώ είμαστε! Θα κάνουμε ένα πολύ ωραίο λαϊκό δίσκο”. Άρχισα λοιπόν να γράφω ένα λαϊκό δίσκο όπως παλιά. Όπως έβγαιναν οι δίσκοι κάποτε… Με εταιρεία που βοήθησε στην προσπάθειά μας, την «PANIK Records». Κάναμε τα τραγούδια και το πρόβλημα μας ήταν ποιος θα τα πει. Αν θα ήταν πολυσυλλεκτικός δίσκος με πολλούς καλλιτέχνες ή θα ήταν ένας ερμηνευτής ή ερμηνεύτρια. Τελικά καταλήξαμε στο πρώτο.
Τα τραγούδια δεν γράφτηκαν δηλαδή πάνω σε συγκεκριμένες φωνές;
Όχι, τα τραγούδια γεννήθηκαν και απλά ψάχναμε ερμηνευτές. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει ενώ το ανάποδο είναι εύκολο, να γράφεις πάνω σε συγκεκριμένη φωνή. Δουλέψαμε πολύ πάνω στο δίσκο για καιρό και επιτέλους βγήκε στο κοινό. Αργήσαμε 3 χρόνια γιατί μέχρι να συντονιστούμε όλοι οι συντελεστές και οι ερμηνευτές ήταν πολύ δύσκολο εγχείρημα.
Συνάντησες κάποιον τραγουδιστή ή τραγουδίστρια που να σου έκανε εντύπωση ή να άλλαξες γνώμη για εκείνον;
Μιλάμε για την ελίτ του Ελληνικού τραγουδιού. Πώς να μην σου κάνει εντύπωση ο Νταλάρας, η Πρωτοψάλτη, η Αρβανιτάκη, ο Μητσιάς, η Ροδά, η Τσαλιγοπούλου, ο Στόκας; Δεν άλλαξα γνώμη για κανέναν όχι, αλλά λίγο πολύ όλοι με ξάφνιασαν θετικά. Όπως είπα, δίνω μεγάλη σημασία στο πώς δένει η μουσική που γράφω με τους στίχους και πάντα υπάρχει μια δυσκολία. Δε γίνεται να έρθεις να το πεις δύο φορές και να φύγεις. Βάζω πράγματα μέσα που θέλουν δουλειά και οι μελωδίες δεν είναι και οι πιο βατές. Μπορεί να φαίνονται απλές αλλά μόλις πας να το ερμηνεύσεις να μην μπορείς να το πεις τόσο εύκολα όσο νόμιζες. Όλοι όμως ήρθαν διαβασμένοι… (γέλια…)
Τσαντίζεσαι με το να μην μπορούν να πιάσουν τον τρόπο ερμηνείας;
Παλιότερα ναι, άλλα τώρα το βρίσκω διασκεδαστικό. Προχθές, κάναμε μια συναυλία με τον Μπάμπη Στόκα και την Μελίνα Κανά. Ο Μπάμπης έχει ένα δικό μου τραγούδι στον δίσκο, ενώ η Μελίνα δεν είχε, αλλά της άρεσε από τον δίσκο, το τραγούδι ”Του κόσμου αυτό το κάτι” Έρχεται λοιπόν σε μια πρόβα και μου λέει ”Τι κουπλέ είναι αυτό που έγραψες;” Όταν προσπάθησε να το πει ένιωσε την δυσκολία. Μέχρι τότε που το άκουγε της φαινόταν απλό. Γελάσαμε πολύ… Τελικά το είπε και το έσκισε!
Έχεις πάει σε μαγαζιά και να ακούς δικά σου τραγούδια χωρίς να ξέρουν οι άλλοι ότι είσαι εσύ από κάτω;
Πολλές φορές. Μ’ αρέσει όταν συμβαίνει αυτό. Ειδικά από νέα παιδιά.
Ετοιμάζεις κάποια καινούργια δουλειά τώρα;
Έχει κυκλοφορήσει ένα τραγούδι σε στίχους του Κώστα Φασουλά και ερμηνεία του Μανώλη Λιδάκη και πρόκειται να ετοιμάσουμε ένα δίσκο. Το τραγούδι λέγεται ”Για να έχω λόγο να υπάρχω” το οποίο έχει μια απρόσμενη απήχηση η οποία μας χαροποιεί.
Επίσης κάνω στούντιο αρκετό. Ενορχηστρώσεις για νέους δημιουργούς.
Θα έμπαινες στον πειρασμό να γράψεις κανένα σουξεδάκι και ας μην ήταν αυτό που ήθελες;
Νομίζω πως είναι άλλη η δουλειά των ανθρώπων που φτιάχνουν σουξεδάκια και άλλη η δουλειά η δικιά μου. Σαν συνθέτης λογικά θα το μπορούσα να φτιάξω αλλά δεν το θέλω, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Αν με περάσεις από αυτήν τη δοκιμασία, νομίζω θα το κατάφερνα. Προβλέπεται για την πορεία της συνέντευξης να γράψω κάτι τέτοιο; (γέλια…)
Όχι, δεν έχουμε δοκιμασίες ακόμα στις συνεντεύξεις μας.. Καμία ανησυχία.. Για την τηλεόραση θα έγραφες μουσική ή για διαφημιστικά ποστς;
Έχω γράψει τέτοια μουσική και θα ξαναέγραφα γιατί μου αρέσει η συγκεκριμένη διαδικασία και το είδος. Τώρα αν είναι να γράψω κάτι για «τράπεζα» ή για μια καθημερινή σειρά αμφιβόλου ποιότητος, μπορεί να το σκεφτόμουν λίγο παραπάνω. Μέχρι στιγμής σε ό,τι έχω βάλει την υπογραφή μου, όπως σε κάποιες ταινίες μικρού μήκους, επιθυμούσα να το κάνω.
Θα μπορούσες να γίνει συνθέτης μια συγκεκριμένης ιδεολογικής παράταξης;
Μ’ αρέσει η πολιτική, γιατί είμαι πολιτικό ον. Απεχθάνομαι εκείνους που λένε ελαφρά τη καρδία ”Είμαι απολιτίκ” και εννοείται πως οι πεποιθήσεις μου είναι αριστερές. Το ξέρεις… Νομίζω όμως δε θα μπορούσα να αφοσιωθώ καλλιτεχνικά μόνο σε μια παράταξη. Πολιτικά εντάξει, εννοείται. Αλλά να γράφω για ένα κόμμα και μόνο ή για ψηφοφόρους ενός και μόνο κομματικού χώρου, νομίζω όχι. Η μουσική και πιο ειδικά τα τραγούδια, πρέπει να φτάνουν στην ψυχή κάθε ανθρώπου που το αξίζει. Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να κάνει λάθος επιλογές. Και όταν το τραγούδι μπει στην ψυχή του, θα βρει το δρόμο. Αρκεί να το δεχτεί. Εννοείται πως αυτό που κάνω περιέχει μέσα του και την ιδεολογία μου. Αυτό είναι φυσικό, αλλά να αφοσιωθώ καλλιτεχνικά και αποκλειστικά δεν νομίζω. Φυσικά, αποκλείω το να γράψω οτιδήποτε για κάποιο πολιτικό χώρο αντίθετο από τα πιστεύω μου.