Γ. Κομπογιάννης: Η τέχνη αφυπνίζει, λυτρώνει, μας συμπαρασύρει στην κοινή μέθεξη!

Το πολιτικό τραγούδι το φοβούνται όλοι όσοι επιζητούν την απόλυτη ομοιογένεια και τρίβουν από χαρά τα χέρια τους, όταν η ανθρώπινη ύπαρξη βυθίζεται στη μετριότητα, την ανοησία και τη βλακεία.

Γιατί η σύγχρονη μουσική δημιουργία αναλώνεται εμμονικά στο θέμα του ανεκπλήρωτου έρωτα; Τι έχει να μας πει σήμερα το πολιτικό τραγούδι; Γιατί πέφτει πάνω σε ένα τείχος σιωπής στα ερτζιανά; Πώς γίνεται να περνάνε σχετικά «απαρατήρητες» από τα κυρίαρχα ΜΜΕ δουλειές σπουδαίων δημιουργών και ονομάτων, όπως ο Φώντας Λάδης ή ο Δημήτρης Ζερβουδάκης; Και πόσο έτοιμο είναι σήμερα να τις αγκαλιάσει ένα κοινό, εκπαιδευμένο σε άλλες φόρμες;

Αυτά είναι μερικά από τα ζητήματα που πιάνουμε στη συζήτηση με τον συνθέτη Γιώργο Κομπογιάννη, έναν ιδιαίτερα ταλαντούχο δημιουργό με πλούσιο έργο, που έχει μελοποιήσει από Μαρξ και Μπρεχτ μέχρι Καζαντζάκη. Και αν μη τι άλλο έχει κάτι διαφορετικό να πει, με τη δουλειά του αλλά και με τον λόγο του, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε διαβάζοντας τη συνέντευξή του.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ

-Πώς στράφηκες στη μουσική και πώς ήταν τα πρώτα σου βήματα;

Έπαιξε καθοριστικό ρόλο ένα περιστατικό, όταν ήμουν περίπου 10 χρονών: η απονομή του Νόμπελ στον Ελύτη. Έγινε μια συναυλία με το “Άξιον Εστί” στη Σουηδία και θυμάμαι, σε μια ασπρόμαυρη τηλεόραση, να ερμηνεύουν όλο το έργο στα σουηδικά! Τα μπουζούκια να συνυπάρχουν με συμφωνική ορχήστρα και κλασικές φωνές. Δεν ήξερα ότι υπάρχει τόσο σπουδαία ελληνική μουσική, που να την έχουν κάνει κτήμα τους λαοί της Βόρειας Ευρώπης. Συνειδητοποίησα ότι η μουσική δεν έχει σύνορα και ότι υπάρχουν φόρμες μεγαλύτερες από τα απλά τραγούδια που ήξερα μέχρι τότε.

Η ιδιοφυΐα του Μίκη Θεοδωράκη ήταν η αφορμή να ασχοληθώ με τη μουσική. Ξεκίνησα, μετά από κάποιο καιρό, μαθήματα κλασικού πιάνου. Κρυφά από τους δικούς στην αρχή, γιατί ήμουν πολύ καλός μαθητής και ήταν αδιανόητο για μια οικογένεια βιοπαλαιστών ο γιος τους να γίνει μουσικός αντί για επιστήμονας ή κάτι αντίστοιχο.

-Ποιες είναι οι βασικές μουσικές επιρροές που είχες και έχεις;

Στη Νέα Ιωνία της Μαγνησίας που μεγάλωσα, ακούγαμε πολύ τα λαϊκά τραγούδια του ’50 και του ’60, με τις φωνές του Καζαντζίδη, του Γαβαλά, του Μπιθικώτση κλπ, τα παραδοσιακά που τα λέγαμε δημοτικά, ρεμπέτικα και κάποιες καντάδες. Μεγαλώνοντας άκουσα και μελέτησα, με μανία ερευνητή, κλασική μουσική σε όλες τις φόρμες της, βυζαντινή μουσική -πηγαίνοντας κάποια χρόνια στη σχολή του Σίμωνα Καρά-, καθώς και μουσικές του Κόσμου, με προτίμηση σε Λατινική Αμερική, Ρωσία, Ιταλία. Και βέβαια τη δική μας παραδοσιακή μουσική.
Έψαξα πολύ και τη ροκ μουσική, ξεχωρίζοντας τα γκρουπ της δεκαετίας του ’60, την ψυχεδελική περίοδο, το progressive rock του ’70, καθώς και νεότερα γκρουπ, punk και new wave.

-Με ποιες δουλειές εμφανίστηκες επαγγελματικά στον χώρο;

Σαν συνθέτης πρωτοεμφανίστηκα στο θέατρο, το 1990, γράφοντας τη μουσική για την παράσταση “Στον ρυθμό του Έρωτα”, βασισμένη στην ποίηση του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι και σε σκηνοθεσία του σπουδαία Σπύρου Βραχωρίτη, με τους ηθοποιούς της “Θεατρικής Λέσχης Βόλου”. Παίχτηκε στο εργοστάσιο της Παλαιάς Ηλεκτρικής Εταιρείας του Βόλου. Επίσης, άρχισα να δουλεύω και σαν μουσικός σε συναυλίες κλπ.

-Ποιες δισκογραφικές δουλειές υπογράφεις;

Η πρώτη έχει τίτλο “Άλλες Θάλασσες”, με στίχους του Αλέξανδρου Στεφόπουλου και ερμηνεύτρια τη Νίκη Αναστασίου, που κυκλοφόρησε το 2023.

Η δεύτερη έχει τίτλο “Τραγούδια του Νόμου και της Τάξης” σε ποίηση Φώντα Λάδη, όπου τραγουδά η Πολυξένη Καράκογλου, και κυκλοφόρησε το 2024.
Και η τρίτη λέγεται “Μυστικό Νήμα”, σε ποίηση Μπρεχτ, Μαγιακόφσκι, Σαχτούρη, Λασκαράτου και Δάντη Αλιγκιέρι, με ερμηνευτή τον Δημήτρη Ζερβουδάκη, που κυκλοφόρησε και αυτή πέρσι.

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ

-Σε πόσο… «νομοταγείς» πολίτες απευθύνονται τα «Τραγούδια του νόμου και της τάξης»;

Απευθύνονται σε όλους. Όλοι βλέπουν πια ότι η δικαιοσύνη μόνο ελεύθερη και αντικειμενική δεν είναι. Ο «νόμος και η τάξη» εφαρμόζονται όπως ακριβώς θέλει κάθε εξουσία, καθρεφτίζουν πολύ συγκεκριμένες οικονομικές σχέσεις και συμφέροντα. Προφανώς υπάρχουν και ευσυνείδητοι λειτουργοί της δικαιοσύνης, αλλά είναι μάλλον η εξαίρεση στον κανόνα.

-Ποιο είναι το μουσικό ύφος του δίσκου;

Ακολουθώντας τις υφολογικές διαφορές των στίχων του Φώντα Λάδη, οδηγήθηκα στη δημιουργία μιας μουσικής τοιχογραφίας, που περιλαμβάνει την κλασική λαϊκή ορχήστρα, το χορωδιακό τραγούδι, το ψυχεδελικό ροκ, την τζαζ, τη ρέγκε, την μπαλάντα. Προσπάθησα έτσι να υπηρετήσω και να αναδείξω τους στίχους του Φώντα, που κινούνται από την καθαρή ποίηση και την πολιτική ανάλυση μέχρι το λαϊκό και το σατιρικό τραγούδι.

-Τι εντύπωση σου έμεινε από τη γνωριμία με τον Φώντα Λάδη;

Η επαφή με τον Φώντα ήταν πραγματική μαθητεία για μένα. Απίστευτα δημιουργικός, μεθοδικός άνθρωπος, που διαρκώς με κάτι καταπιάνεται. Ένας ποιητής που στάθηκε επάξια δίπλα σε μεγαθήρια, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Λοΐζος, ο Θάνος Μικρούτσικος. Κουβαλά κάτι από τη μαγεία τους, συνδυασμένη με τη δική του ξεκάθαρη στάση ζωής. Ένας πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος, με χιούμορ και οξύνοια. Δεν τον αποκαλώ τυχαία σοφό γέροντα της Αριστεράς!

-Πώς ήταν η συνεργασία με την Πολυξένη Καράκογλου;

Πολύ δημιουργική. Η Πολυξένη είναι μία από τις καλύτερες τραγουδίστριες της γενιάς της. Άκουσε με προσοχή ό,τι της ζητήσαμε με τον Φώντα και κατάφερε με σκληρή δουλειά και ατελείωτη εκφραστικότητα να αποδώσει αυτά τα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους και απαιτητικά τραγούδια.

-Τι ανταπόκριση έχει μέχρι στιγμής ο δίσκος στον κόσμο;

Παρόλο που τα συγκεκριμένα τραγούδια δεν πολυπαίζονται, ούτε είναι σε κάποια playlist, πάνε ανέλπιστα καλά για ένα τόσο ιδιαίτερο υλικό. Έτσι δείχνουν τουλάχιστον οι θεάσεις στο YouTube και το Spotify.

ΜΥΣΤΙΚΟ ΝΗΜΑ

-Γιατί χρειάστηκαν δέκα χρόνια για να βγουν τα τραγούδια αυτά σε δίσκο;

Παρόλο που γράφτηκαν μες στα μνημόνια και γενικώς προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση, κανείς τραγουδιστής δεν αναλάμβανε την ευθύνη να τα πει. Σημειώνω εδώ και μια δική μου σχετική απειρία να διακινήσω τα τραγούδια και να διεκδικήσω αποφασιστικά κάποιον ερμηνευτή. Φαίνεται επίσης πως, ενώ τα παλιά και σπουδαία πολιτικά τραγούδια μεγάλων δημιουργών χαίρουν μεγάλης αποδοχής, οτιδήποτε καινούργιο αντιμετωπίζεται με φόβο και σκεπτικισμό.

-Πώς έγινε η επαφή με τον Δημήτρη Ζερβουδάκη;

Μεσολάβησε ο φίλος και συνεργάτης Αλέξανδρος Στεφόπουλος. Έστειλε το υλικό στον Δημήτρη και το υποστήριξε με πείσμα. Ο Δημήτρης εκτός από σημαντικός τραγουδοποιός, είναι ένας από τους καλύτερους τραγουδιστές που διαθέτει η χώρα. Δούλεψε συστηματικά, ακούγοντας τα τραγούδια σε βάθος χρόνου και διαμόρφωσε μια βαθιά βιωματική, σωματική σχέση, τόσο με τη μελοποιία όσο και με τα πυκνά νοήματα των ποιημάτων. Έφτασε σε πολύ υψηλά ερμηνευτικά επίπεδα, με έναν βαθιά συναισθηματικό, υπερβατικό τρόπο. Ζήσαμε πολύ συγκινητικές στιγμές στο στούντιο.

Αποφασιστικό ρόλο στο άρτιο αποτέλεσμα, έπαιξε και ο κορυφαίος ηχολήπτης Θανάσης Γκίκας, που ηχογράφησε και τους δύο δίσκους στο στούντιο “Μύθος”. Στην ουσία λειτούργησε σαν μουσικός. Έχοντας μια τρομερή αίσθηση της ισορροπίας του ήχου, πραγμάτωσε όλες τις ενορχηστρωτικές μου απόπειρες, όσο παράξενες και αν φαίνονταν στην αρχή. Σε αυτόν οφείλω και τη γνωριμία μου με πολλούς από τους θαυμάσιους μουσικούς που συμμετείχαν στην ηχογράφηση.

-Ποιο ήταν το κριτήριό σου στην επιλογή των στίχων που μελοποίησες;

Τα τραγούδια αυτά τα διάλεξα και τα πρότεινα στον σπουδαίο ηθοποιό Γεράσιμο Γεννατά, με την προοπτική να αποτελέσουν τη βάση μιας θεατρικής παράστασης. Έτσι στήθηκε, με σκηνοθέτη τον Θανάση Χαλκιά, η παράσταση «Πατριδογνωσία» που παίχτηκε πριν περίπου 10 χρόνια στο «Χυτήριο», με τον Γεράσιμο και 3 σπουδαίους μουσικούς επί σκηνής: τον Διονύση Βερβιτσιώτη στο βιολί, την Έλλη Φιλίππου στο βιολοντσέλο, τον Κώστα Στάικο στο κλαρινέτο και εμένα στο πιάνο και το τραγούδι. Κάποια από τα ποιήματα επιλέχθηκαν με βάση το πυκνό πολιτικό τους μήνυμα. Κι άλλα, όπως το «Κι όμως εμένα κανείς» του Μαγιακόφσκι και το «κλειδί» του Δάντη, γιατί περιγράφουν ένα προσωπικό βίωμα και αναδίδουν μια -ας πούμε- σπαρακτική, υπαρξιακή αγωνία.

-Πέφτει βαριά στο σημερινό κοινό μια τόσο πολιτική δουλειά;

Επειδή έχει πολύ καιρό να υπάρξει ένας δίσκος με πολιτική ποίηση, προκαλεί από τη μια ενθουσιασμό σε κάποιους και από την άλλη απορία. Σε ένα μέρος του κοινού φαίνεται ακαταλαβίστικο.

-Βρίσκουν εύκολα θέση τα τραγούδια του δίσκου στα ερτζιανά;

-Όχι, καθόλου εύκολα. Τα παίζουν πολύ λίγοι και υποψιασμένοι παραγωγοί. Ωστόσο, περνάνε σιγά-σιγά στον κόσμο, κυρίως μέσα από τις πλατφόρμες και από στόμα σε στόμα.

Τι έχει να μας σήμερα το πολιτικό τραγούδι;

Σήμερα, που η ανεξέλεγκτη τεχνολογική εξέλιξη έχει επισκιάσει τα πάντα, το πολιτικό τραγούδι πρέπει να σημάνει την επιστροφή στην αρχέγονη ανθρώπινη ουσία και αξιοπρέπεια. Να μας θυμίσει την άρρηκτη σχέση μας με τη φύση και την ύπαρξη στο σύνολό της. Ότι εκτός από το υπνωτισμένο βλέμμα μπροστά στις οθόνες με τις χιλιάδες εικόνες και πληροφορίες, υπάρχει και το καθαρό βλέμμα που αναζητά την πραγματική επαφή και συμπόρευση με τους άλλους ανθρώπους.

-Γιατί έχει υποχωρήσει στην εποχή μας;

Γιατί έχει καλλιεργηθεί συστηματικά η ιδέα ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Επίσης, υποστηρίζεται από όλα τα μέσα ένας τύπος τραγουδιού που ασχολείται εμμονικά με την ερωτική απογοήτευση (καψούρα κλπ) ή προτείνει την καλοπέραση και τον ωχαδερφισμό.

-Ποιος φοβάται το πολιτικό τραγούδι;

Όσοι θέλουν να μη διαταραχθεί με τίποτα η ησυχία τους. Όλοι όσοι επιζητούν την απόλυτη ομοιογένεια και τρίβουν από χαρά τα χέρια τους, όταν η ανθρώπινη ύπαρξη βυθίζεται στη μετριότητα, την ανοησία και τη βλακεία.

-Τι μπορεί να πετύχει η στρατευμένη τέχνη, εφόσον δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο;

Δεν πιστεύω στον όρο «στρατευμένη» τέχνη. Είναι ένας χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται για να υποτιμήσει τις καλλιτεχνικές απόπειρες να ειπωθούν τα πράγματα με το όνομά τους και να αποκαλυφθεί η συστημική βαρβαρότητα.

Αν η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μπορεί σίγουρα να οραματίζεται έναν δικαιότερο κόσμο. Να μιλά με ενάργεια και επιμονή για μια πολυπόθητη «Ευτοπία». Αντικαθιστώ έτσι τη λέξη «ουτοπία» γιατί μου μοιάζει σαν να περιέχει την ήττα και την αποτυχία.

Η τέχνη σε όλες της τις εκφάνσεις, μέσα από την αναζήτηση της Ομορφιάς, μπορεί να επινοεί τον κοινό Μύθο, που συνενώνει τους ανθρώπους και δημιουργεί την αίσθηση της κοινότητας και της αλληλεγγύης. Ο Σεφέρης έλεγε ότι «η ποίηση είναι ο εαυτός μας που ποτέ δεν κοιμάται». Η τέχνη λοιπόν αφυπνίζει, λυτρώνει και συμπαρασύρει τους πάντες στην κοινή μέθεξη, τους καλεί να βιώσουν την «άγρια και τρελλή χαρά της Ζωής».

-Πόσο δύσκολη πρόκληση ήταν να μελοποιήσεις Μαρξ-Ένγκελς και κομμάτια από το μανιφέστο;

Αναφέρεσαι στη θεατρική μουσική που είχα γράψει το ’08 για το «Μανιφέστο», σε σκηνοθεσία της Έλενας Πατρικίου. Όταν μου το ζήτησε, μου φάνηκε εξωφρενικό. Το έργο όμως είναι από τη φύση του ένα οραματικό – ποιητικό κείμενο, με έντονους, υπόγειους ρυθμούς και μουσικότητα. Έτσι, σιγά-σιγά, αποκαλύφθηκε η κρυμμένη στα λόγια μουσική, και με την παθιασμένη στήριξη και συμμετοχή των 10 περίπου ηθοποιών, φτιάχτηκε κάτι ανάμεσα σε Λαϊκό Ορατόριο και επαναστατικό μιούζικαλ.

-Το θέατρο είναι μια ξεχωριστή πηγή έμπνευσης για σένα;

Το θέατρο υπήρξε πάντα ένας ονειρικός χώρος για μένα. Όπου ένας μουσικός μπορεί να δουλέψει πάνω σε ετερόκλιτα είδη μουσικής και κάθε φορά να εμπνέεται και να φτιάχνει διαφορετικούς κόσμους. Έχω γράψει τη μουσική για πάνω από 30 θεατρικές παραστάσεις και έχω συνεργαστεί με σπουδαία ονόματα του χώρου.

Ενδεικτικά αναφέρω τη συνεργασία μου με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης και την Ανθή Βασιλοπούλου, τη δουλειά μου πάνω στο Μανιφέστο σε σκηνοθεσία Έλενας Πατρικίου, με τον Γεράσιμο Γεννατά στην «Πατριδογνωσία», σε σκηνοθεσία Θανάση Χαλκιά, τη μουσική για τον «Οιδίποδα Τύραννο», σε σκηνοθεσία Κώστα Μεσσάρη και πολλές άλλες, χωρίς να υποτιμώ καμία.

Ξεχωριστή θέση έχει για μένα η συνεργασία μου, για πάνω από 10 χρόνια, με τον Σπύρο Βραχωρίτη και τους ηθοποιούς της «Θεατρικής Λέσχης», με αποκορύφωμα την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο αρχαίο κείμενο, όπου δούλεψα πάνω στο αρχαίο μετρικό σύστημα. Η παράσταση πήρε άπειρα βραβεία και έκανε παγκόσμια περιοδεία (από τη Ρώμη και το Εδιμβούργο ως το Βερολίνο και την Τεχεράνη).

-Θα σκεφτόσουν μια διαφορετική φόρμα για να πιάσεις το ευρύτερο, νεανικό κοινό; Πχ στοιχεία χιπ-χοπ ή κάτι άλλο;

Το χιπ-χοπ είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα φόρμα, για να πει κάποιος άμεσα αυτά που τον απασχολούν. Πολλά από τα παιδιά αυτά γράφουν πολύ υψηλή ποίηση. Όμως, στην ουσία, πρόκειται για μια ρυθμική απαγγελία, η οποία σχεδόν πάντα είναι στον πιο απλό ρυθμό, τα 4/4.

Για μένα, η ψυχή της μουσικής είναι η Μελωδία. Η σπουδαία μελωδική έμπνευση, συνεπικουρούμενη από τους εκατοντάδες διαφορετικούς ρυθμούς-χορούς (και όχι τα ισοπεδωτικά, πολλές φορές, 4/4) και το πλήθος των ηχοχρωμάτων των οργάνων δημιουργούν απίστευτους κόσμους εκπληκτικής Ομορφιάς και ανείπωτης μέθεξης, ενώ στην ουσία θεμελιώνουν νέες πατρίδες που καταργούν τα σύνορα και εμπεριέχουν όλους τους ανθρώπους και τις χώρες. Και επειδή το τραγούδι θα συνεχίσει να είναι, καλώς ή κακώς, η πιο δημοφιλής μουσική φόρμα στον πλανήτη, υπογραμμίζω ότι είναι άλλο πράγμα να απαγγέλλω λόγια (που είναι πολύ καίρια, ποιητικά κλπ) με συνοδεία ρυθμού, και άλλο πράγμα να αποκαλύπτω τη μουσική που φέρει ο λόγος.

Η μελοποιία των απλών στίχων η των ποιημάτων είναι μια πολύ σπουδαία τέχνη, που έχει αφήσει αριστουργήματα και έχει συγκινήσει και ενώσει ανθρώπους από όλα τα πλάτη και μήκη της γης. Όλα αυτά τα υπέροχα τραγούδια, με τους χιλιάδες ρυθμούς και χρώματα, τις διαφορετικές γλώσσες, μας έχουν χαρίσει ατελείωτες στιγμές λυτρωτικής χαράς και ηδονής. Είναι πλέον πνευματική περιουσία κάθε λαού και ταυτόχρονα μέρος της παγκόσμιας συλλογικής συνεύρεσης και εμπειρίας.

-Μπορεί να ζήσει σήμερα ένας συνθέτης/καλλιτέχνης από τη δουλειά του;

Μπορεί, αλλά με δυσκολία. Η δισκογραφία δεν έχει άμεσες απολαβές και ό,τι προκύπτει είναι κυρίως από ζωντανές εμφανίσεις. Και όσον αφορά εμένα, κάποιες μουσικές που γράφω για το θέατρο.

-Πού μπαίνει το όριο στους συμβιβασμούς που καλείται να κάνει ένας καλλιτέχνης;

Το όριο το βάζει ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Αναλόγως πού πιστεύει ότι ευτελίζεται η δουλειά του και πόσο μπορεί να θίγονται οι απόψεις του για ό,τι συμβαίνει γύρω μας.

-Είσαι αισιόδοξος για το ελληνικό τραγούδι;

Το τραγούδι για τους Έλληνες υπήρξε σύμφυτο με την ύπαρξή τους και νομίζω ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα του ελληνικού πολιτισμού. Στην Αρχαία Ελλάδα με τη λέξη «Μουσική» περιγραφόταν μια αδιαίρετη σχέση Ήχου και Λόγου, δηλαδή αυτό που λέμε μελοποιημένος λόγος – τραγούδι. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα, πρώτη φορά αυτονομείται η μουσική και περιγράφεται η μεγάλη δύναμή της. Πιστεύω ότι και σήμερα υπάρχουν σπουδαία ταλέντα και το ελληνικό τραγούδι θα ξαναβρεί τον διακριτό του ρόλο, γιατί είναι συνυφασμένο με την καθημερινότητα και την ίδια μας την ύπαρξη.

-Ποιο θεωρείς ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα του ελληνικού τραγουδιού;

Νομίζω η θεματολογία. Αυτή η εμμονή με τον ανεκπλήρωτο έρωτα σε όλες τις μορφές του, που στην ουσία αδιαφορεί για το απέραντο θαύμα της Ύπαρξης και το μυστήριο της μεγάλης ανθρώπινης περιπέτειας.

Πρέπει να ξαναεπινοήσουμε νέους μύθους, πιο συνεκτικούς και συμπεριληπτικούς. Αρωγοί εδώ μπορεί να είναι η μεγάλη Ποίηση και βέβαια αυτός ο θαυμαστός και ανεξάντλητος κόσμος που λέγεται Μουσική σε όλες της τις εκφάνσεις. Όσο όμορφος και αν είναι ο πλανήτης, καταδυναστεύεται από μια νέου τύπου ανεξέλεγκτη βαρβαρότητα που συνδυάζει τον απόλυτο έλεγχο της ψηφιακής ενημέρωσης, με μια πρωτόγνωρη απληστία για δύναμη και πλούτο.

-Ποια είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον;

Σκοπεύουμε να παρουσιάσουμε και τους δύο δίσκους σε διάφορες σκηνές και συναυλίες.

Η επόμενη δουλειά μου θα είναι ένας δίσκος με «έντεχνα» λαϊκά τραγούδια και μπαλάντες, σε στίχους του Αλέξανδρου Στεφόπουλου. Επίσης, αναζητώ πάντα τρόπους να παρουσιαστεί η συνθετική μου εργασία πάνω στην «Ασκητική» του Καζαντζάκη. Πρόκειται για ένα έργο στη φόρμα του Λαϊκού Ορατορίου, το οποίο είναι γραμμένο για δύο αφηγητές, δυο τραγουδιστές, φωνητικό σύνολο και Ορχήστρα.

Στις συναυλίες θα συμπεριλάβω και υλικό από τον πρώτο μου δίσκο, τις “Άλλες Θάλασσες” που κυκλοφόρησε το 2023. Πρόκειται για έναν κύκλο τραγουδιών σε πολύ διαφορετικό ύφος, που αξίζει να ξανακουστεί, γιατί για διάφορους λόγους δεν παίχτηκε καθόλου από εμάς, ούτε προωθήθηκε. Η ατμόσφαιρα εδώ είναι περισσότερο λυρική και οι ενορχηστρώσεις πιο λεπτές. Οι στίχοι ανήκουν στον Αλέξανδρο Στεφόπουλο, έναν εξαιρετικό στιχουργό που έχει διαμορφώσει ένα προσωπικό ύφος, και κυρίως έναν πολύτιμο συνεργάτη. Δεσπόζει βέβαια η Νίκη Αναστασίου, με την εξαίσια φωνή της και τις σπουδαίες, βαθιά εσωτερικές ερμηνείες της. Είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, που πιστεύω πως θα ανακαλύψουμε τα επόμενα χρόνια.

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: