Γιάννης Καλατζόπουλος: «Το καλύτερο αντίδοτο απέναντι στο μικρόβιο του φασισμού είναι η πνευματική καλλιέργεια»
Αν δεν είσαι με το ΚΚΕ είναι σαν να παραδέχεσαι μοιρολατρικά την οριστική ήττα του ανθρώπου. Είναι δηλαδή σαν να πεθαίνεις πριν πεθάνεις.
Ο Γιάννης Καλατζόπουλος είχε εντυπωσιάσει από μικρός με τις υποκριτικές του δυνατότητες, γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν ως «παιδί-θαύμα». Με πλείστες όσες συνεργασίες στο ενεργητικό του, που θα ζήλευαν πολλοί, κατάφερε να χαράξει μια αξιοπρόσεχτη καλλιτεχνική πορεία αφήνοντας το δικό του προσωπικό στίγμα στον χώρο.
Παράλληλα, είναι από τους ανθρώπους που απέδειξε στο πέρασμα των χρόνων πως δεν διστάζει να πει τη γνώμη του και να πάρει θέση για τα κακώς κείμενα που ταλανίζουν την κοινωνία μας, όποτε οι συνθήκες το απαιτούν. Ας δούμε τι μας είπε για τα πρώτα του βήματα στον χώρο της υποκριτικής, το «Ζαφείρι του Κασμίρ» που έγραψε και σκηνοθετεί στο θέατρο Olvio, καθώς και για την πολιτική πραγματικότητα που μας περιβάλλει.
Πώς ξεκίνησε το ταξίδι σας στην τέχνη της υποκριτικής;
Ήμουν 5 χρονών και είχαμε πάει οικογενειακώς στο «Άλσος» του Γιώργου Οικονομίδη σαν θεατές. Θυμάμαι ότι μαγεύτηκα με το ποικιλόμορφο θέαμα που έβλεπα μπροστά μου για πρώτη φορά. Ηθοποιούς σε νούμερα επιθεώρησης, μίμους, ζογκλέρ, τραγουδιστές, ακροβάτες… Αλλά το τελειωτικό χτύπημα μου το έδωσε το δεύτερο μέρος του προγράμματος, που ήταν τα «ταλέντα», δηλαδή άνθρωποι που κατέφθαναν απ’ όλες τις άκρες της χώρας κυνηγώντας το όνειρο της δημοσιότητας και της επιτυχίας, καθώς και το βραβείο της βραδιάς που ήταν το μυθικό ποσό των 200 δραχμών!
Ανάμεσα σε όλους, ένα καλοντυμένο και κατάξανθο αγοράκι είπε ένα σαχλό «πατριωτικό» ποιηματάκι που έκανε τη ζήλεια μου να εκτιναχθεί και να οδηγήσει τα βήματά μου μέχρι τη σκηνή, εν αγνοία των γονιών μου που έπιναν αμέριμνοι την πορτοκαλάδα τους. Είπα ένα «κοινωνικού περιεχομένου» ποίημα, τον «Κουρελή» του Τίμου Μωραϊτίνη, το οποίο είχα μάθει ακούγοντας την αδελφή μου τη Μίρκα να το απαγγέλλει στην γιορτή λήξης του σχολικού έτους στην πρώτη δημοτικού. Έγινε απίστευτος χαμός, πήρα τις 200 δραχμές, ο Οικονομίδης έψαχνε να βρει τη μάνα μου για πάρει το τηλέφωνό μας (δηλαδή το τηλέφωνο του μπακάλη της γειτονιάς), ο Γιάννης Φλερύ μου είπε μελαγχολικά «Αχ αγοράκι μου, να ’ξερες σε τι περιπέτεια μπαίνεις…» και ο σκηνοθέτης Αντρέας Λαμπρινός – που έτυχε να είναι στο κοινό – με ζήτησε για να παίξω στην πρώτη μου ταινία, «Το κορίτσι με τα παραμύθια» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Δηλαδή, έγινα ηθοποιός από τύχη και… από ζήλεια!
Στην ταινία «Το κορίτσι με τα παραμύθια» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη
Έχετε γράψει και σκηνοθετείτε «Το ζαφείρι του Κασμίρ» στο θέατρο Olvio. Τι ακριβώς πραγματεύεται η συγκεκριμένη παράσταση και ποια είναι τα στοιχεία που την καθιστούν σύγχρονη;
Το «Ζαφείρι του Κασμίρ» είναι μια κωμω…Βία όπως μου αρέσει να την λέω. Γιατί μέσα από πολύ αστείες καταστάσεις και ανατροπές προσπαθεί να δείξει την βίαιη ισοπέδωση των ανθρώπινων αξιών που χαρακτηρίζει τη μεταμοντέρνα εποχή μας.
Παρακολουθούμε δυο φιλικά ζευγάρια, ένα αντρόγυνο κι ένα ομόφυλο ζευγάρι, να περνάνε ευχάριστα και αμέριμνα, να γελάνε, να κουτσομπολεύουν, να διαφωνούν για ασήμαντα και ανούσια πράγματα, ενώ από κάτω βράζει ένα καζάνι σκοτεινών επιθυμιών και επιδιώξεων. Ένα δαχτυλίδι μ’ ένα πανάκριβο ζαφείρι του Κασμίρ βρίσκεται στο κέντρο αυτών των υπόγειων σχεδίων κι ένας υπέργηρος παππούς – πρώην αντάρτης και πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη – μιλάει για τη χαμένη συλλογική μνήμη την ώρα που και ο ίδιος σιγά-σιγά χάνει τη μνήμη του.
«Το ζαφείρι του Κασμίρ» κάνει, μεταξύ άλλων, κριτική στα social media. Εσείς γενικά πως τα αντιμετωπίζετε; Θεωρείτε πως είναι χρήσιμα ή πως σε αποσπούν από την πραγματική ζωή;
Τα social media, καλώς ή κακώς, είναι πια αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Και όσο λάθος είναι να πέφτει κανείς με τα μούτρα σ’ αυτά, ανταλλάσσοντας την αληθινή ζωή γύρω του με την εικονική που του προσφέρουν, άλλο τόσο λάθος είναι να κάνει πως δεν τα βλέπει, να τα δαιμονοποιεί, να τα ξορκίζει και να απέχει τελείως απ’ αυτά. Όχι πως συμμετέχοντας μπορείς ν’ αλλάξεις τον κόσμο – όπως νομίζουν μερικοί – αλλά τουλάχιστον μπορείς να έχεις μια εικόνα για το πώς σκέφτονται οι άλλοι και σε κάποιο βαθμό να παρεμβαίνεις κι εσύ στην διαμόρφωση κάποιων συνειδήσεων.
Στο «Ζαφείρι του Κασμίρ» βλέπουμε ακριβώς αυτή την ακραία διάσταση δύο διαφορετικών αντιλήψεων: από τη μία μεριά, οι σύγχρονοι άνθρωποι που είναι θύματα της απόλυτης εξάρτησης από την «εικονική πραγματικότητα», και από την άλλη, ο παππούς απ’ την Τασκένδη που μιλάει για την «αληθινή πραγματικότητα», αλλά σε μια «γλώσσα» που κανείς δε μπορεί – ή δεν θέλει – να ακούσει.
«Η τέχνη μιλάει στον καθένα χωριστά», λέει κάποια στιγμή ο Άμλετ στο ομώνυμο έργο. Τι σημαίνει αυτό για εσάς;
Ότι μόνο μια τέχνη που μπορεί ν’ αγγίξει τις προσωπικές ευαισθησίες καθενός από εμάς μπορεί να μας ενώσει, να μας κάνει να συναντηθούμε με τον «άλλον», να μας μεταμορφώσει από μεμονωμένα άτομα σε κοινωνία.
Ο Μαγιακόφσκι έλεγε πως «η τέχνη δεν είναι ένας καθρέφτης που αντανακλά τον κόσμο, αλλά ένα σφυρί για να τον διαμορφώσει». Με αυτή την έννοια, ένας καλλιτέχνης έχει μεγαλύτερη υποχρέωση από άλλους να αρθρώνει πολιτικό λόγο;
Όχι. Όλοι έχουμε την ίδια υποχρέωση να είμαστε πολιτικά όντα, να ενδιαφερόμαστε για το τι συμβαίνει γύρω μας και να αντιδρούμε. Ό,τι επάγγελμα και να κάνουμε, σαν πολίτες οφείλουμε να νοιαζόμαστε για τον τρόπο που λειτουργούν οι κοινωνίες μας, για έννοιες όπως η δικαιοσύνη, η εκμετάλλευση, η βία και η ανισότητα.
Απλώς οι καλλιτέχνες έχουν στα χέρια τους δύο πολύ ισχυρά όπλα: πρώτο και κύριο, το ίδιο τους το έργο, μέσα από το οποίο μπορούν να βοηθήσουν τους άλλους να κατανοήσουν καλύτερα τον κόσμο και τον εαυτό τους. Και δεύτερον, το γεγονός ότι συχνά πέφτουν πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας κι έτσι μπορούν με το προσωπικό τους παράδειγμα να γίνουν θετικά – ή αρνητικά – πρότυπα για κάποιους ανθρώπους.
Έχετε δηλώσει πως υποστηρίζετε το ΚΚΕ. Γιατί ΚΚΕ;
Γιατί το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας αγωνίζεται εδώ κι έναν αιώνα για έναν καλύτερο κόσμο. Με ηρωισμό, με αυταπάρνηση, με θυσίες. Με την πιο ανθρώπινη ιδεολογία που συνέλαβε μέχρι σήμερα ο νους του ανθρώπου. Ναι, και με λάθη και με πισωγυρίσματα. Και με ανεπάρκειες απέναντι σε καινούργιες απαιτήσεις που θέτει κάθε τόσο η πραγματικότητα η οποία συνεχώς αλλάζει – ιδιαίτερα κάτω από συνθήκες παγκόσμιας επικράτησης του καπιταλισμού. Αλλά αν δεν είσαι με το ΚΚΕ είναι σαν να παραδέχεσαι μοιρολατρικά την οριστική ήττα του ανθρώπου. Είναι δηλαδή σαν να πεθαίνεις πριν πεθάνεις.
Ο φασισμός ως πρακτική και ρητορική βλέπουμε να επανεμφανίζεται στην κοινωνία μας, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης με διάφορους τρόπους. Τι σημαίνει φασισμός για εσάς και με ποιο τρόπο πιστεύετε πως αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά;
Ο φασισμός δεν είναι ιδεολογία ούτε έχει κάποια επιστημονική ή φιλοσοφική βάση. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που έχει να κάνει αφενός με την τάση του καπιταλιστικού συστήματος να εξαθλιώνει τον άνθρωπο ηθικά και πνευματικά για να μπορεί πιο εύκολα να τον εξαθλιώνει και οικονομικά, και αφετέρου με την τάση του εξαθλιωμένου ανθρώπου να μεταβολίζει τη βία και τον τρόμο που υφίσταται από το σύστημα, σε βία και σε τρόμο εναντίον κάποιου «άλλου», «διαφορετικού», «μειονεκτικού» και ό,τι άλλο του υποδείξει το ίδιο το σύστημα.
Νομίζω πως το καλύτερο αντίδοτο απέναντι στο μικρόβιο του φασισμού είναι η πνευματική καλλιέργεια, η εξοικείωση των ανθρώπων από μικρή ηλικία με την τέχνη, την ομορφιά, την απίστευτη πολυμορφία που παρουσιάζει η φύση, η ζωή, η προσωπικότητα του ανθρώπου.
Από την παράσταση «Tango» στο θέατρο Olvio
Πώς θα θέλατε να σας θυμάται ο κόσμος, όταν πείτε ότι αποσύρεστε;
Χαμογελαστό.
Αν μπορούσατε να γυρίσετε πίσω τον χρόνο και να αλλάξετε κάτι που κάνατε στη ζωή σας, τι θα ήταν αυτό;
Θα αφιέρωνα πιο πολύ χρόνο και αγάπη στους δικούς μου, στους δασκάλους και τους φίλους μου.